Το γέλιο ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Δοκίμιο για τη σημασία του κωμικού
Έκπτωση
14%
Τιμή Εκδότη: 14.00
12.00
Τιμή Πρωτοπορίας
+
451456
Συγγραφέας: Μπερξόν, Ερρίκος
Εκδόσεις: Εξάντας
Σελίδες:166
Μεταφραστής:ΤΟΜΑΝΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1998
ISBN:2229602560530

Περιγραφή


Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει τρία άρθρα, που γράφτηκαν το 1900,
για το γέλιο που προκαλείται ειδικά από το κωμικό. Ο συγγραφέας
καθώς ψάχνει να καθορίσει τις μεθόδους κατασκευής του αστείου,
προσπαθεί να βρει και την πρόθεση της κοινωνίας όταν γελά.






ΚΡΙΤΙΚΗ



Έναν αιώνα ένδοξου βίου θα γιορτάσει πανηγυρικά σε λίγο το μπερξονικό Γέλιο, με τον διευκρινιστικό υπότιτλο Δοκίμιο για τη σημασία του κωμικού (1900), εφόσον στην πραγματικότητα συγκεντρώνει τρία άρθρα δημοσιευμένα σε γαλλικό περιοδικό στις αρχές του 1899, με τα οποία επιχειρείται η κωδικοποίηση των βασικών γνωρισμάτων του κωμικού και προτείνεται μια συνοπτική τυπολογία του (το κωμικό των μορφών και των κινήσεων, το κωμικό των καταστάσεων και των λέξεων, το κωμικό των χαρακτήρων). Θα μπορούσε να εκπλαγεί κάποιος με την «τολμηρή» ή «απόκοττη» κίνηση ενός ήδη καθιερωμένου 40χρονου φιλοσόφου να στρέψει την προσοχή του από τη μείζονα περιοχή των «δεδομένων της συνείδησης» (1889) και των προβλημάτων της μνήμης (1896) στο γέλιο, δηλαδή σε ένα θέμα καταχωρισμένο συνήθως ως ανυπόληπτο και απαξιωμένο στις δέλτους της ανθρώπινης κουφότητας, της απαράδεκτης ελαφρότητας. Ο Μπερξόν σπεύδει βεβαίως να υπογραμμίσει εξαρχής ότι ακριβώς με αυτό το «μικρό πρόβλημα» ασχολήθηκαν όλοι σχεδόν οι μεγάλοι στοχαστές και ως ένδειξη του γεγονότος ότι η επιστημονική κοινότητα το μελετά εξακολουθητικά παραθέτει στα 1924, όταν το Γέλιο του έχει ήδη σημειώσει λαμπρή επιτυχία και πραγματοποιεί την 23η έκδοσή του, εκτενή κατάλογο σοβαρών δημοσιευμάτων της τελευταίας τριακονταετίας που πιστοποιούν όντως τα λεγόμενά του.

Στις γενικές και προκαταρκτικές παρατηρήσεις του για την υφή του κωμικού ο Μπερξόν επιμένει ιδιαίτερα σε τρία σημεία: στον γνωστό από την αρχαιότητα ορισμό ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που μπορεί να γελά, καθ' ότι «ζώον γελαστικόν», προσθέτει με έμφαση πως ο άνθρωπος, εκτός από υποκείμενο, είναι και αποκλειστικό αντικείμενο γέλωτος, καθώς αυτός μόνος (ή ό,τι ανθρωπόμορφο) προκαλεί το γέλιο των ομοίων του, έτσι ώστε να μην υφίσταται κωμικό εκτός ανθρωπίνου πλαισίου. Κατά δεύτερο λόγο, το γέλιο έχει ως φυσικό περιβάλλον την αταραξία, την αδιαφορία, μια θυμική χάλαση, ένα είδος αναισθησίας· δεν υπάρχει μεγαλύτερος εχθρός του από τη συγκίνηση και την οιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή. Το γέλιο απαιτεί κάτι σαν στιγμιαία νάρκωση του ψυχισμού, απευθύνεται καθαρά στο πνεύμα, στον νου, και όχι στην καρδιά που θα μετατρέψει ακαριαία την κωμωδία σε δράμα· είναι μάλλον εγκεφαλικό παρά θυμικό. Και, τρίτον, η συλλογικότητα είναι σχεδόν σήμα κατατεθέν του γέλιου: κανείς (εχέφρων) δεν απολαμβάνει το κωμικό μονάχος του· το γέλιο μοιάζει να χρειάζεται την ηχώ, τον διπλασιασμό, τον πολλαπλασιασμό του για να ολοκληρωθεί. Το γέλιο είναι πάντα γέλιο μιας παρέας, μιας ομάδας, ενός κοινωνικού στρώματος, διέπεται από ένα είδος συντροφικότητας, σχεδόν συνενοχής. Για να κατανοήσουμε το γέλιο πρέπει να το εντάξουμε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρά του, στην κοινωνία στην οποία ανήκει. Πρωτίστως ασκεί μια κοινωνική λειτουργία και αυτή είναι η κατευθυντήρια γραμμή της μπερξονικής αντίληψης: το γέλιο έχει κοινωνική σημασία.

Γιατί γελάμε; Τι προκαλεί το γέλιο; Όποτε η κοινωνία αντικρίζει ακαμψία, νωθρότητα, ανελαστικότητα, μηχανική επανάληψη και αυτοματισμό (π.χ. τον συνεχή βόμβο μιας έμμονης ιδέας) αντί της ευκινησίας και της εγρήγορσης, παρεμβαίνει με τη διορθωτική κίνηση του γέλιου και τείνει να αναστείλει, να ακυρώσει τη δυσπροσαρμοστία στις ανάγκες και στις επιταγές της ζωής. Ο γελοιογράφος που εκθέτει και μεγεθύνει τις ατέλειες ή τις δυσμορφίες για να τις κάνει καλύτερα ορατές έχει κάτι το διαβολικό στην τέχνη του, βοηθά να ορθοποδήσει ξανά ο δαίμονας τον οποίο είχε κατατροπώσει ο άγγελος (σαφής απόηχος της μποντλερικής θεωρίας περί σατανικού γέλιου). Κατά τον Μπερξόν, σε κάθε ανθρώπινη μορφή παρατηρούμε την προσπάθεια της αεικίνητης, ευλύγιστης, αέρινης ψυχής να τιθασεύσει την ύλη, μεταδίδοντας στο σώμα κάτι από την ελαφράδα της: το άυλο περνά στο υλικό και αυτήν ακριβώς την εμψύχωση ονομάζουμε χάρη. Η ύλη όμως αντιστέκεται και πεισμώνει, έλκει προς την εγγενή αδράνειά της αυτή την ένταση και την εγρήγορση και τείνει να τη μετατρέψει σε αυτοματισμό. Όταν «παγώνει» η κίνηση ή αρχίζει να επανεμφανίζεται περιοδικά (νευρικό ή γλωσσικό τικ), καταργείται ο βασικός νόμος της ζωής που λέει ότι τίποτε δεν επαναλαμβάνεται και ανάβει η σπίθα του κωμικού. Οι μιμήσεις προσώπων προκαλούν γέλιο ακριβώς γιατί φανερώνουν τη δύναμη του αυτοματισμού που έχει κυριεύσει αυτά τα πρόσωπα. Πρόκειται για το κωμικό ως «επικόλληση του μηχανικού πάνω στο ζωντανό», κατά τη διάσημη μπερξονική διατύπωση, επικάλυψη του πνεύματος με το γράμμα, αντιμετώπιση του ανθρώπου ως πράγματος.

Από την εξέταση του κωμικού των καταστάσεων και των λέξεων προκύπτει ότι «κωμική είναι κάθε διευθέτηση πράξεων και γεγονότων που μας προσφέρει, συνημμένες τη μία μέσα στην άλλη, την αυταπάτη της ζωής και τη σαφή αίσθηση μιας μηχανικής διάταξης». Μνημονεύονται τα παιδικά παιχνίδια του «διαβόλου με το ελατήριο» που τινάζεται απότομα μέσα από το κουτί του, της «μαριονέτας με τους σπάγκους» και της «χιονοστιβάδας»: οι αρχές που διέπουν τη λογική αυτών των παιχνιδιών εντοπίζονται και στις καταστάσεις των θεατρικών κωμωδιών και μπορούν να μας βοηθήσουν να προσδιορίσουμε τις τεχνικές παραγωγής του κωμικού ­ αυτό άλλωστε είναι ένα από τα ζητούμενα της μπερξονικής μελέτης. Εδώ λοιπόν το κωμικό, δηλαδή το μηχανικό, βρίσκεται στην επανάληψη, στην αντιστροφή, στη διασύνδεση των σειρών, δηλαδή στην πιθανότητα να ανήκει μια κατάσταση ταυτόχρονα σε δύο σειρές απολύτως ανεξάρτητων γεγονότων και να μπορεί να ερμηνευθεί εξίσου με δύο έννοιες εντελώς διαφορετικές (quiproquo, κωμωδία των παρεξηγήσεων). Τέλος, ο Μπερξόν θίγει το ακανθώδες ζήτημα του κωμικού των χαρακτήρων: το γέλιο, διατείνεται, είναι κοινωνική ποινή, αποδοκιμασία και, γελώντας, καταδικάζουμε την απόκλιση, την ατασθαλία, το ελάττωμα του άλλου για την ακοινωνικότητά του μάλλον παρά για την ανηθικότητά του. Προσδιορίζοντας αυτή την ακοινωνικότητα, την αγκύλωση, την τύφλωση της εμμονής, την «απογείωση» από την πραγματικότητα (ο αφηρημένος π.χ. που δεν έχει επαφή με τους γύρω του και βρίσκεται συνεχώς στον δικό του κόσμο είναι τυπική κωμική φιγούρα) ως βασικές πηγές του κωμικού τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη, ο Μπερξόν υπογραμμίζει ότι, ενώ ο τραγικός ήρωας είναι άτομο, εξατομικεύει τα πάθη του, ο κωμικός χαρακτήρας είναι τύπος, ηθική ή κοινωνική κατηγορία (εξ ου και η πάγια γελοιοποίηση συντεχνιακών αυτοματισμών, η προβολή μιας καταγέλαστης επαγγελματικής ακαμψίας όπως αποτυπώνεται σε ένα ιδιαίτερο ύφος και μια στερεότυπη λογική: δεν έχει παρά να θυμηθεί κανείς π.χ. την ατέρμονη σειρά των γαλονάδων φανφαρόνων, των σχολαστικών σοφολογιότατων, των μολιερικών γιατρών και δικηγόρων για να κατανοήσει πώς ο άσβεστος γέλως, όπως ήδη τον αποκαλούσε ο Όμηρος, διατήρησε διαχρονικά την καυστικότητά του). Ως ρυθμιστικός κοινωνικός παράγοντας, με σαφή διορθωτικό και κολαστικό χαρακτήρα, το γέλιο είναι αμείλικτο και δεν το διακρίνει η συμπάθεια μήτε η καλοσύνη ή η δικαιοφροσύνη· απεναντίας (και αυτό είναι πάλι ένα σημείο όπου διασταυρώνεται η μπερξονική με την μποντλερική θεωρία), αν διαθέτει ένα ισχυρό κίνητρο, αυτό είναι η μοχθηρία.

Ερειδόμενη σε μεγάλο αριθμό εύστοχων παραδειγμάτων, προσεκτικά επιλεγμένων προς επίρρωση των παραπάνω απόψεων, η μικρή μελέτη του Μπερξόν διασταυρώνεται κατά σημεία, χωρίς να το αναφέρει ρητά, με δύο από τις διασημότερες θεωρητικές αντιλήψεις περί γέλιου ή αστείου και κωμικού. Θίξαμε ήδη κάποια σημεία στα οποία εφάπτεται με το μποντλερικό δοκίμιο για την ουσία του γέλιου (1855)· θα άξιζε να γίνει ευρύτερος σχολιασμός τόσο για τις συγκλίνουσες όσο και για τις αποκλίνουσες όψεις των δύο κειμένων. Η φροϋδική θεωρία περί λογοπαιγνίου (Witz) αρχίζει να διαμορφώνεται ήδη από το 1897 και αρτιώνεται διαλεγόμενη σοβαρά με τις περί κωμικού αντιλήψεις του Theodor Lipps, τον οποίο περιλαμβάνει η ενδεικτική μπερξονική βιβλιογραφία. Δεν έχει και πολύ νόημα να επιδείξει κανείς αστυνομική λογική για να τεκμηριώσει «επιδράσεις» και να συσχετίσει ομοιότητες· πάντως, προς το τέλος του μπερξονικού δοκιμίου αναπτύσσεται ευκρινώς η λογική του παράλογου κωμικού και μάλιστα υπογραμμίζεται ότι η υφή αυτού του παραλόγου είναι ίδια με την αντίστοιχη των ονείρων και πυροδοτεί τον μηχανισμό ενός εντελώς ιδιότυπου γέλιου που θα μπορούσε κανείς, προ του γράμματος, να το αποκαλέσει υπερρεαλιστικό. Τέλος, η έμμονη μπερξονική άποψη ότι το γέλιο έχει αποφασιστική κοινωνική σημασία, ότι η κοινωνία, όταν νιώθει κάτι βαθύτερο να πλήττει ή να απειλεί τη συγκρότησή της, απαντά με την αμυντική αντίδραση, τον κατασταλτικό μηχανισμό του γέλιου, συγγενεύει αρκετά με την μπαχτινική θεωρία του γέλιου που διαμορφώνεται κατά τη δεκαετία του 1930 και αλλάζει άρδην τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τον κόσμο του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Το πληθωρικό, ανατρεπτικό, καρναβαλικό γέλιο που μέσω του Ραμπελέ μάς αποκαλύπτει ο Μπαχτίν ανοίγει τη μεγάλη λεωφόρο της λαϊκής κουλτούρας και νοοτροπίας και επιτρέπει να αναθεωρήσουμε βαθιά, να σταθμίσουμε αλλιώς το δόγμα περί σκοτεινού, μονολιθικού και συνοφρυωμένου Μεσαίωνα.

Ο Ν. Καζαντζάκης υπήρξε ο πρώτος μεταφραστής του μπερξονικού δοκιμίου στη γλώσσα μας, στην περίφημη εκδοτική σειρά του Φέξη (1914), που λειτούργησε ως άτυπο, μικρό πανεπιστήμιο για γενιές αναγνωστών. Αμφότερες οι μεταφράσεις (και η πρώτη εκείνη και η σημερινή) δεν είναι άψογες· από αμφότερες απουσιάζει ένα κατατοπιστικό εισαγωγικό σημείωμα για το διάσημο κείμενο που θα το χαρακτηρίζαμε «κλασικό» σε μια άγραφη ακόμη, δυστυχώς, ιστορία του γέλιου, η οποία θα άλλαζε εντυπωσιακά τις παραδοσιακές αξίες και μετοχές στο μεγάλο λογοτεχνικό χρηματιστήριο. Είναι γνωστό ότι η συστηματική έρευνα για το καφκικό κωμικό ανέδειξε πτυχές που ανατρέπουν την εικόνα του ζόφου, μονίμου δορυφόρου του ονόματος Κάφκα. Στα καθ' ημάς είναι ενδεικτικές οι περιπτώσεις δύο τουλάχιστον ποιητών που κυκλοφορούν μονίμως στις σελίδες των γραμματολογιών μας με το μαύρο περιβραχιόνιο του «πένθους και της μελαγχολίας», του Καρυωτάκη και του Καβάφη. Οι όψεις της ευτραπελίας και οι φαρσικές διαθέσεις του πρώτου έχουν ευτυχώς αρχίσει να μελετώνται επισταμένως ως στοιχεία αναπόσπαστα, και όχι περιθωριακά, της όλης ποιητικής του. Καιρός να πάρουμε το αστείο στα σοβαρά και να σκύψουμε πάνω σε καβαφικές ρήσεις σαν την ακόλουθη: «Ο αστείος άνθρωπος γενικώς περιφρονείται, τουλάχιστον δεν λαμβάνεται υπ' όψιν σημαντικά, δεν εμπνέει πολλήν πεποίθησιν. Γι' αυτό κι εγώ καταγίνομαι στους πολλούς να παρουσιάζω σοβαρήν όψιν. Ηύρα πως μεγάλως με διευκολύνει τες υποθέσεις μου. Εσωτερικώς γελώ και αστειεύομαι πολύ» (26.10.1908).

Λίζυ Τσιριμώκου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 11-10-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!