0
Your Καλαθι
Ένας Κόσμος που Χάθηκε
Γλυκόπικρες Αναμνήσεις από την Κύπρο του Χθες
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
«Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», το βιβλίο της Τούλας Χατζηκωστή, παραδόξως διαψεύδει τον τίτλο του. Γιατί ο κόσμος της, ο κόσμος μιας Κύπρου που δεν υπάρχει πια, αναβιώνει σε όλη τη βαθύτερη, εσώτερη αλήθεια του. Περπατώντας ξανά στους δρόμους που της έμαθαν τον χώρο, ξαναζώντας τις εικόνες που της γνώρισαν το χρώμα και την ομορφιά, και αναπολώντας τους ήχους, τις φωνές, τις συνομιλίες που ενορχήστρωναν τη ζωή του τότε, η γλαφυρή αλλά κι απέριττη γραφή της συγγραφέως ξεπερνά τα όρια της αυτοβιογραφίας ή του προσωπικού ημερολογίου. Το αφήγημά της, όχι απλώς ζωγραφίζει τον κόσμο της Κύπρου από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι το 1974, αλλά κατορθώνει να μεταφέρει τον αναγνώστη στις καθημερινές σκηνές ενός κόσμου πιο απλού, πιο γνήσιου και πιο αληθινού. Την ίδια ώρα, με την αθωότητα της αβίαστης κι ανεπιτήδευτης συνειρμικής γραφής της γλυκοσταλάζει στον αναγνώστη μια όμορφη αίσθηση του οικείου. Νιώθει κανείς τους απλούς, γήινους μόχθους και τις επιθυμίες, οσμίζεται τις μυρωδιές και τα αρώματα, ακούει των παιδικών ποδιών τα τρεξίματα και των ξύλων τα τριξίματα, αγγίζει τους αδρούς ρόζους των δρύινων επίπλων, γεύεται τις σπιτικές γεύσεις και τους «καουρμάδες». Στις μνήμες της συναντώνται αφηγήσεις παππούδων και θύμησες συγγενών και φίλων, που μαζί συνθέτουν μια διήγηση πολυφωνική, μια συμφωνία χρωμάτων και αισθημάτων, κινήσεων και οπτικών γωνιών. Το «γλυκόπικρες αναμνήσεις» αφήνει στον αναγνώστη μια όμορφη, γλυκιά επίγευση, καθώς ξαναζωντανεύει έναν μοναδικό και πλούσιο κόσμο, όχι με την πρόθεση της σκηνοθετικής ανακατασκευής κι αναπαράστασης, αλλά με τον αυθόρμητο, απρόθετο τρόπο της ασύνειδης μνήμης, σαν ταξίδι που ξεκινούν οι μικρές μαντλέν του Προυστ.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΜΙΑ ΤEΡΑΣΤΙΑ ΣΥΚΙΑ έπεφτε πάνω από το μεσότοιχο στην αυλή μας. Ήταν από το διπλανό κτίριο, το «Πανδοχείο Έυτυχίας Καττιρτζιήγιαννη». Η Ευτυχία ήταν μια στητή γριά, χοντρόφωνη, δυναμική, που ζούσε μαζί με την αδελφή της, την Έλεγκού, στο ισόγειο κάτω από το Πανδοχείο. Πανύψηλο, κάθετο, με μικρά παραθυράκια, το πλίνθινο κτίριο, που ήταν σχεδόν κολλητό στο σπίτι μας, φάνταζε σαν απόρθητο φρούριο...
Πέζευαν στο Πανδοχείο έμποροι από χωριά μακρινά που έρχονταν με τις άμαξες και τα γαϊδούρια, για ν’ αγοράσουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους στη δημοτική αγορά της Μόρφου. Κι η Eυτυχού με τη χοντρή της φωνή και το μπαστούνι της ήταν ο άρχοντας του τόπου, διάταζε, διαφέντευε και όλοι στη γειτονιά μικροί και μεγάλοι τη φοβόντουσαν...
Κάποτε ήρθε στη Μόρφου η εγγονή της γιαγιάς Eλεγκούς φορώντας παντελόνια και η γιαγιά Eυτυχού την κυνηγούσε και τη χτυπούσε με το μπαστούνι της φωνάζοντας: «Ήντα, επειδή εχαρτώθηκες, εγίνης άθρωπος; Πήαιννε γλήορα, φόρησε φουστάνια να γινείς γεναίκα». Μάταια όλοι προσπαθούσαν να μεταπείσουν την Ευτυχού ότι μπορούσαν πια και οι γυναίκες να φορούν παντελόνια.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΜΙΑ ΤEΡΑΣΤΙΑ ΣΥΚΙΑ έπεφτε πάνω από το μεσότοιχο στην αυλή μας. Ήταν από το διπλανό κτίριο, το «Πανδοχείο Έυτυχίας Καττιρτζιήγιαννη». Η Ευτυχία ήταν μια στητή γριά, χοντρόφωνη, δυναμική, που ζούσε μαζί με την αδελφή της, την Έλεγκού, στο ισόγειο κάτω από το Πανδοχείο. Πανύψηλο, κάθετο, με μικρά παραθυράκια, το πλίνθινο κτίριο, που ήταν σχεδόν κολλητό στο σπίτι μας, φάνταζε σαν απόρθητο φρούριο...
Πέζευαν στο Πανδοχείο έμποροι από χωριά μακρινά που έρχονταν με τις άμαξες και τα γαϊδούρια, για ν’ αγοράσουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους στη δημοτική αγορά της Μόρφου. Κι η Eυτυχού με τη χοντρή της φωνή και το μπαστούνι της ήταν ο άρχοντας του τόπου, διάταζε, διαφέντευε και όλοι στη γειτονιά μικροί και μεγάλοι τη φοβόντουσαν...
Κάποτε ήρθε στη Μόρφου η εγγονή της γιαγιάς Eλεγκούς φορώντας παντελόνια και η γιαγιά Eυτυχού την κυνηγούσε και τη χτυπούσε με το μπαστούνι της φωνάζοντας: «Ήντα, επειδή εχαρτώθηκες, εγίνης άθρωπος; Πήαιννε γλήορα, φόρησε φουστάνια να γινείς γεναίκα». Μάταια όλοι προσπαθούσαν να μεταπείσουν την Ευτυχού ότι μπορούσαν πια και οι γυναίκες να φορούν παντελόνια.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις