0
Your Καλαθι
Homo sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Στο αρχαϊκό ρωμαϊκό δίκαιο είναι ξεκάθαρος ο ρόλος του Homo sacer όπως και η σημασία του για τη δόμηση της κυριαρχίας και της βιοπολιτικής. Πρόκειται για μια φιγούρα στην οποία αποτυπώνεται για πρώτη φορά η παράδοξη σχέση εξουσίας/κυριαρχίας και απλής βιολογικής ζωής. Γιατί αυτός ο χαρακτήρας παρουσιάζει τόσο ενδιαφέρον; Μα γιατί πρόκειται για κάποιον που ενώ η κοινότητα τον έχει κρίνει για κάποιο έγκλημα, εντούτοις δεν τον καταδικάζει με τους συνηθισμένους τρόπους, αλλά του αποδίδει μια ιερότητα που απαγορεύει μεν τη θυσία του, επιτρέπει όμως σε οποιοδήποτε άλλο μέλος της κοινότητας να τον σκοτώσει χωρίς τον κίνδυνο τιμωρίας. Πρόκειται επομένως για μια ζωή στο όριο, ή καλύτερα για μια παράδοξη ύπαρξη που ανοίγεται στην ανυπαρξία, για το ίδιο το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
H θεμελίωση των θέσεων ενός βιβλίου πολιτικής φιλοσοφίας διά της προσφυγής σε ένα παράδοξο της τυπικής λογικής μπορεί να φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, άτοπη. Και όμως, ο αποχρών λόγος του βιβλίου του Αγκάμπεν συνίσταται στο λογικό παράδοξο ενός «περιληπτικού αποκλεισμού» ή μιας «εκτοπίζουσας εντοπιοποίησης», δηλαδή σε ένα μη αποκρίσιμο σχήμα, μέσω του οποίου ο ιταλός φιλόσοφος επιχειρεί να ορίσει την κυρίαρχη δομή του Πολιτικού στη Δύση.
Βιοπολιτική
H θέση του Αγκάμπεν είναι ότι η μορφή του δυτικού νόμου -τον οποίο επιχειρεί να αποδομήσει -δεν εδραιώνεται πάνω σε ένα συμβόλαιο ή σε μια συνθήκη, αλλά στην αποκλειστική περίληψη της γυμνής ζωής στους μηχανισμούς της κρατικής εξουσίας. Το εξαιρούμενο στοιχείο είναι εδώ «ο ιερός άνθρωπος» (homo sacer) ή η «γυμνή ζωή», μια αμφίσημη μορφή του ρωμαϊκού δικαίου, η οποία δηλώνει την «άθυτη και, ωστόσο, φονεύσιμη ζωή». H συμπερίληψη της γυμνής ζωής (του εκτός) στον πολιτικό βίο (στο εντός) αποτελεί, για τον ιταλό φιλόσοφο, το συγκαλυμμένο θεμέλιο της δυτικής πολιτικής, το οποίο η σκέψη οφείλει να αποκαλύπτει σε όλες τις νεωτερικές του παραμορφώσεις. Παραφράζοντας τον γερμανό στοχαστή της Πολιτικής Θεολογίας K. Σμιτ, ο οποίος θεμελιώνει την έννοια της κυριαρχίας στην πολιτική απόφα(ν)ση περί της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, γράφει χαρακτηριστικά: «Στη νεωτερική βιοπολιτική κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζωής ως τέτοιας». Την έννοια της «βιοπολιτικής» τη δανείζεται από τον ύστερο Φουκό, ο οποίος στην προσπάθειά του να κατανοήσει τη νεωτερική μικροφυσική της εξουσίας έκανε λόγο για την πρωτοφανή είσοδο της ζωής στον πολιτικό χώρο της Δύσης. Ο Φουκό ορίζει ως ιστορικό κατώφλι αυτής της μορφής κυριαρχίας την εποχή κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, όπου τόσο το συλλογικό όσο και το ατομικό σώμα γίνονται αντικείμενα πειθαρχικών χειραγωγήσεων και πληθυσμιακών ρυθμίσεων.
Το στρατόπεδο
Εν τούτοις, ο Αγκάμπεν αποϊστορικοποιεί τη γενεαλογική τοποθέτηση του Φουκό, όπως ορθά επισημαίνει ο Γ. Σταυρακάκης στο επίμετρό του. Για τον ιταλό φιλόσοφο, η βιοπολιτική δεν αποτελεί μια ρήξη στο συνεχές της δυτικής δικαιικής πολιτικής δομής, αλλά φωλιάζει ήδη στις απαρχές της. Στην προσπάθειά του να ορίσει μολαταύτα ιστορικά την καταγωγή της «γυμνής ζωής» και τη συμπερίληψή της στις τεχνικές της βιοεξουσίας, ο Αγκάμπεν αναγκάζεται να προσφύγει σε μια σαφή διάκριση -που συνιστά το απροϋπόθετο και, άρα, το τυφλό σημείο της κατασκευής του -μεταξύ «κλασικής πολιτικής», την οποία τοποθετεί στην ελληνική αρχαιότητα, και ρωμαϊκής δικαιικής μορφής κυριαρχίας. Επικαλούμενος τον Αριστοτέλη, ισχυρίζεται ότι «στον κλασικό κόσμο» υφίσταται μια «απολύτως σαφή διάκριση» μεταξύ γυμνής ζωής και πολιτικού βίου, οίκου και πόλεως, κανόνα και εξαίρεσης, ιερού και βέβηλου, γεγονότος και δικαίου, και ότι τα όρια αυτής της διάκρισης «προοδευτικώς ξεθώριασαν» με την εμφάνιση μιας «σκοτεινής φιγούρας του ρωμαϊκού δικαίου», του «ιερού ανθρώπου», οδηγώντας τελικά στην «έκλειψη» του Πολιτικού. Κολοφώνας της καταστροφικής σύγχυσης μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού είναι οι σημερινές ζώνες απόλυτης απροσδιοριστίας (όπως τα γκέτο των μεγαλουπόλεων, οι χώροι αναμονής των αεροδρομίων και, γενικώς, οι ειδικοί χώροι κράτησης των πολιτών, π.χ. σε τηλεοπτικά ριάλιτι), η δομή των οποίων κυμαίνεται αδιακρίτως μεταξύ δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού: «Σήμερα, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει γίνει ο κανόνας». Προς επίρρωσιν της θέσης αυτής του Μπένγιαμιν, ο Αγκάμπεν εισάγει την έννοια του «στρατοπέδου», όχι ως ενός ιστορικού ατυχήματος της κανονιστικής τάξης (ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης), αλλά -σε αντιστοιχία με το «ανθρωποπάρκο» του Σλότερντικ -ως έναν άτοπο τόπο όπου η νομική τάξη μπορεί να ανασταλεί στο σύνολό της, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ίδια τη ζωή των πολιτών. Για τον Αγκάμπεν, το στρατόπεδο συνιστά, εν τέλει, την «κρυφία μήτρα της πολιτικής», στο ανάθεμα της οποίας είναι παραδομένη όλη η Δύση.
H κοινότητα του μέλλοντος
Το μεγάλο ερώτημα που το βιβλίο αφήνει ανοιχτό είναι αν στην εποχή του στρατοπέδου, όπου η κλασική διάκριση μεταξύ γυμνής ζωής (οίκου) και πολιτικού βίου (πόλεως) έχει αμετάκλητα υπονομευτεί, υπάρχει ακόμη η δυνατότητα «να στοχαστούμε εκ νέου τον πολιτικό χώρο της Δύσης», ο οποίος δεν θα είναι πλέον «θεμελιωμένος στην εξαίρεση της γυμνής ζωής» και στη συνακόλουθη έκθεση της ζωής στην εξουσία του θανάτου. Σε αντίθεση με τον Λέο Στράους και τη Χάνα Αρεντ, που ζητούν την «επαναφορά των κλασικών πολιτικών κατηγοριών», ο Αγκάμπεν δεν πιστεύει στην εμπράγματη δυνατότητα μιας τέτοιας επιστροφής. Γι' αυτό και αναζητεί την έξοδο από το «στρατόπεδο», στηριζόμενος σε μοντέλα της δυτικής φιλοσοφίας ή λογοτεχνίας τα οποία αποποιούνται το ανάθεμα της κυριαρχίας, όπως: η μεγάλη κατάφαση του Νίτσε που εισάγεται με την ηθική προσταγή της αιώνιας επιστροφής, μέσω της οποίας επινοείται μια νέα μορφή ζωής πέραν του πνεύματος της εκδίκησης· τα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη, όπου η νόηση σκέπτεται απορητικά τον εαυτό της ως καθαρή δύναμη να είναι, αλλά επίσης και να μην είναι. Ωστόσο, η «εντονότερη ένσταση εναντίον της αρχής της κυριαρχίας», η ανενεργός δύναμη, απαντά, σύμφωνα με τον Αγκάμπεν, σε έναν αντιήρωα του X. Μέλβιλ, τον Μπάρτλεμπυ τον γραφιά, ο οποίος, με τη διακοπή του έργου του, «ανθίσταται σε κάθε δυνατότητα απόφασης μεταξύ δύναμης να και δύναμης να μην», διολισθαίνοντας με τον τρόπο αυτόν σε μια ζώνη ολοκληρωτικής αδιακριτότητας, όπου δράστης και θύμα (ενεργητικότητα και παθητικότητα) συγχέονται στο ένα και το αυτό πρόσωπο, το οποίο εξαφανίζεται μέσα στον ίλιγγο μιας απόλυτης εμμένειας, «ωθώντας έτσι στα άκρα την εμπειρία της εγκατάλειψης». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπου η εξουσία καθιστά τη ζωή αντικείμενό της, η ζωή φέρει αντίσταση κατά της αρχής χωρίς να επικαλείται κάποια «ιερή» ή υπερβατική διάσταση. Ο Αγκάμπεν προκάλεσε σάλο με τη θέση πως η επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι παρά το απατηλό προσωπείο της βιοπολιτικής.
Βέβαια, η διάνοιξη ενός άλλου ορίζοντα ζωής, πέραν της κρατικής πολιτικής, δεν συνιστά το κεντρικό θέμα του βιβλίου, το οποίο εστιάζει μάλλον στην ασφυκτική διαπλοκή «μεταφυσικής και πολιτικής» εντεύθεν της αρχής της κυριαρχίας, σε εκείνη δηλαδή τη δυσδιάκριτη ζώνη όπου όλοι οι πολίτες της νεωτερικότητας καθίστανται δυνάμει «ιεροί άνθρωποι», η ζωή και το σώμα των οποίων μπορούν να βρεθούν ανά πάσα στιγμή στο στόχαστρο του κυριαρχικού αναθέματος.
H έξοδος από την πανταχού παρουσία του στρατοπέδου σχεδιάζεται σε κείμενα του Αγκάμπεν, όπως εκείνα για την ενδεχομενικότητα (1993) και την εμμένεια (1996) αναφορικά με το διήγημα του Μέλβιλ Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς, ή η Ελευσόμενη κοινότητα (2001), όπου ο ιταλός φιλόσοφος επιχειρεί να στοχαστεί τη ζωή επέκεινα των βιοπολιτικών λειτουργιών ενός οργανικού σώματος (λαός, φυλή, έθνος, κράτος). Σε αυτή τη γραμμή φυγής, η σκέψη του μπορεί να συνδεθεί με τις απόψεις του Ντεριντά περί «ελευσόμενης δημοκρατίας», του Ζαν-Λυκ Νανσύ περί «μη ολοκληρώσιμης κοινότητας» ή του Μπλανσό περί «ανομολόγητης κοινότητας», τα μέλη της οποίας δεν συγκροτούν μια κοινωνία ταυτοποιημένων ατόμων, αλλά υπόσχονται μια κοινότητα μη αναγώγιμων διαφορών.
Διονύσης Καββαθάς (επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας)
Το ΒΗΜΑ, 05/06/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις