0
Your Καλαθι
Αγαμέμνων
Ορέστεια
Περιγραφή
ΚΗΡΥΚΑΣ
Και θα ’κανες πολύ καλά. Μα πάνε αυτά, περάσανε.
Πολλές πληγές, λίγες χαρές – και πάλι όπως το δει κανείς.
Όμως επιβιώσαμε. Ζούμε και είναι αρκετό.
Το παραπάνω ανήκει στων θεών τη δικαιοδοσία.
Μόνον αυτοί δεν έχουν προβλήματα· εμείς…
ε, είμαστε άνθρωποι. Πρέπει να παραδέρνουμε
στης νύχτας το κατάστρωμα, πιασμένοι από έναν ύπνο
που τρίζει αφόρητα κάτω απ’ το βάρος της νύστας μας,
ώσπου να έρθει η μέρα και ν’ απαιτήσει ό,τι μας άφησε
η αγρύπνια. Κι ύστερα να πατάμε μια γη
ακόμα πιο στυγνή απ’ την αρμύρα, που ήθελε
να μας κατασπαράξει. Ο ύπνος ένας βροχερός θάνατος
μπρος στα τείχη της Τροίας – ένας θάνατος που ερχόταν
με τ’ αθόρυβα βήματα της ομίχλης κι έφευγε με το πρώτο
φως, αφήνοντας στα ρούχα μας τις βρόμικες, υγρές,
σκουληκιασμένες του απειλές, μόνο και μόνο επειδή
ο εχθρός προτίμησε να κοιμηθεί κι όχι να μας λιανίσει
μέσα στη νύχτα. Χειμώνες που κατέβαιναν
από την Ίδη, στυγεροί φονιάδες των πουλιών,
για να ριχτούν απάνω μας σαν λύκοι. Καλοκαίρια
που κλώσαγαν στην άπνοια το ερπετό της ασφυξίας.
Μα έχει σημασία να τα θυμάμαι τώρα; Είμαι εδώ και είναι
εκεί με τους νεκρούς. Δεν επιστρέφουν οι νεκροί.
Και όποιος το ξεχνάει αυτό, αργά ή γρήγορα ξεχνάει
ποιον θρηνεί: τον νεκρό του εαυτό ή τον ζωντανό νεκρό του.
Εγώ επέστρεψα· κι αυτό που έφερα μαζί μου
αξίζει εκατό φορές τα βάσανα που πέρασα.
Είναι η ζωή μου· υπάρχω απλά και καθαρά,
κάτω απ’ αυτόν τον διάφανο ουρανό. Μπορώ να δω
τον ήλιο να χρυσώνει τη γη και ν’ ασημώνει
το πέλαγο – κι αν θέλω στέκομαι απέναντι στο φως του
και φωνάζω: «Νίκησαν οι Αχαιοί· τα λάφυρα στολίζουν
των Ελλήνων τα ιερά, λάμπουν σε χέρια ελληνικών θεών».
Και να πετάξουν σαν τα γεράκια ελεύθερα τα λόγια μου
στα πέρατα του κόσμου. Ας είναι ευλογημένη
η πόλη και οι στρατηγοί· κι ας είναι δοξασμένος
ο Δίας που μας χάρισε τη νίκη. Αυτά έπαθα κι έμαθα –
αυτά σου λέω. Εντάξει τώρα;
Και θα ’κανες πολύ καλά. Μα πάνε αυτά, περάσανε.
Πολλές πληγές, λίγες χαρές – και πάλι όπως το δει κανείς.
Όμως επιβιώσαμε. Ζούμε και είναι αρκετό.
Το παραπάνω ανήκει στων θεών τη δικαιοδοσία.
Μόνον αυτοί δεν έχουν προβλήματα· εμείς…
ε, είμαστε άνθρωποι. Πρέπει να παραδέρνουμε
στης νύχτας το κατάστρωμα, πιασμένοι από έναν ύπνο
που τρίζει αφόρητα κάτω απ’ το βάρος της νύστας μας,
ώσπου να έρθει η μέρα και ν’ απαιτήσει ό,τι μας άφησε
η αγρύπνια. Κι ύστερα να πατάμε μια γη
ακόμα πιο στυγνή απ’ την αρμύρα, που ήθελε
να μας κατασπαράξει. Ο ύπνος ένας βροχερός θάνατος
μπρος στα τείχη της Τροίας – ένας θάνατος που ερχόταν
με τ’ αθόρυβα βήματα της ομίχλης κι έφευγε με το πρώτο
φως, αφήνοντας στα ρούχα μας τις βρόμικες, υγρές,
σκουληκιασμένες του απειλές, μόνο και μόνο επειδή
ο εχθρός προτίμησε να κοιμηθεί κι όχι να μας λιανίσει
μέσα στη νύχτα. Χειμώνες που κατέβαιναν
από την Ίδη, στυγεροί φονιάδες των πουλιών,
για να ριχτούν απάνω μας σαν λύκοι. Καλοκαίρια
που κλώσαγαν στην άπνοια το ερπετό της ασφυξίας.
Μα έχει σημασία να τα θυμάμαι τώρα; Είμαι εδώ και είναι
εκεί με τους νεκρούς. Δεν επιστρέφουν οι νεκροί.
Και όποιος το ξεχνάει αυτό, αργά ή γρήγορα ξεχνάει
ποιον θρηνεί: τον νεκρό του εαυτό ή τον ζωντανό νεκρό του.
Εγώ επέστρεψα· κι αυτό που έφερα μαζί μου
αξίζει εκατό φορές τα βάσανα που πέρασα.
Είναι η ζωή μου· υπάρχω απλά και καθαρά,
κάτω απ’ αυτόν τον διάφανο ουρανό. Μπορώ να δω
τον ήλιο να χρυσώνει τη γη και ν’ ασημώνει
το πέλαγο – κι αν θέλω στέκομαι απέναντι στο φως του
και φωνάζω: «Νίκησαν οι Αχαιοί· τα λάφυρα στολίζουν
των Ελλήνων τα ιερά, λάμπουν σε χέρια ελληνικών θεών».
Και να πετάξουν σαν τα γεράκια ελεύθερα τα λόγια μου
στα πέρατα του κόσμου. Ας είναι ευλογημένη
η πόλη και οι στρατηγοί· κι ας είναι δοξασμένος
ο Δίας που μας χάρισε τη νίκη. Αυτά έπαθα κι έμαθα –
αυτά σου λέω. Εντάξει τώρα;
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις