0
Your Καλαθι
Αγαμέμνων I
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Περιεχόμενα: Ορέστεια - Αγαμέμνων - Οι Κώδικες - Βιβλιογραφία - Κείμενο.
Ένα από τα παράδοξα της πνευματικής μας ζωής συνίσταται στο γεγονός ότι συχνά προσδοκούμε την προώθηση ή έστω τη συντήρηση των κλασικών σπουδών από εξωθεσμικούς μελετητές, δηλαδή από φιλολόγους που δεν ανήκουν σε κάποιο πανεπιστημιακό τμήμα ή ερευνητικό κέντρο. Επιβεβαίωση αυτής της οδυνηρής διαπίστωσης αποτελεί η υπό παρουσίαση καλαίσθητη δίτομη σχολιασμένη έκδοση του Αγαμέμνονα του Αισχύλου, την οποία επιμελήθηκε ο σοφός αλεξανδρινός γέροντας Ερρίκος Χατζηανέστης, που πρόσφατα πέρασε στην αντίπερα όχθη αφήνοντάς μας μια επιτακτική υποθήκη: υπομνήματα, περισσότερα υπομνήματα. Ο ίδιος πριν από μερικά χρόνια είχε φροντίσει για την ίδια σειρά και για τον ίδιο εκδοτικό οίκο, που σεμνά και αθόρυβα προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην αρχαιογνωστική επιστήμη, την Ελένη του Ευριπίδη και ακόμη πιο παλιά χρηστικές εκδόσεις δραμάτων του Αισχύλου και του Ευριπίδη για τη γνωστή πολύτομη σειρά των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων στις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.
Ο Αισχύλος, ο πρώτος από τη διάσημη τριάδα των μεγάλων αθηναίων τραγικών, ανήκει αναμφισβήτητα στο τέλος της αρχαϊκής εποχής. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Αριστοτέλης δεν τον συμπεριέλαβε στην Ποιητική του, επειδή πίστευε ότι η τραγωδία έφτασε στην ώριμη και ακμαία φάση της με τον Σοφοκλή, και μάλιστα με τον Σοφοκλή του Οιδίποδα Τυράννου, που κατέχει θέση πρότυπου δράματος στην πραγματεία του. Κανείς θα μπορούσε να προχωρήσει ακόμη περισσότερο και να προτείνει μια αναλογία: όποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στους ίωνες φιλοσόφους και τον Σωκράτη η ίδια σχέση υφίσταται και ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Αν, σύμφωνα με τον Κικέρωνα, ο Σωκράτης κατέβασε τη φιλοσοφία από τα αστέρια στη γη, δηλαδή, με δική μας ορολογία, κατέστησε τη φιλοσοφία από κοσμολογική ανθρωπολογική, ο Ευριπίδης ως ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής και των παθών της επικέντρωσε την προσοχή του στο άτομο και την περιβάλλουσα κοινωνία του. Με αυτό δεν θέλω να ισχυριστώ ότι ο Αισχύλος έχει κοσμολογικούς προβληματισμούς, όπως οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ούτε ότι δεν τον ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Απλώς στον Αισχύλο το άτομο δεν έχει ακόμη αυτονομηθεί πλήρως από τον κόσμο, καθώς επικοινωνεί τόσο με τον Αδη όσο και με τον Όλυμπο. Πράγματι, στους Πέρσες, το αρχαιότερο ακέραια σωζόμενο δράμα, το φάντασμα του Δαρείου εμφανίζεται στην κορυφή του τύμβου του, για να νουθετήσει τον ηττημένο λαό του. Στις Ευμενίδες ο Απόλλων και η Αθηνά μετέχουν ενεργά στην εκδίκαση της υπόθεσης του Ορέστη στον Αρειο Πάγο, ενώ ο χορός συγκροτείται από τις εφιαλτικές Ερινύες. Τέλος, στον Προμηθέα Δεσμώτη (εδώ δεν είναι ο κατάλληλος τόπος να συζητηθεί το πρόβλημα της γνησιότητάς του) ο φιλάνθρωπος Τιτάνας προσδένεται στον ερημικό Καύκασο από το Κράτος και τη Βία με την παρουσία του Ηφαίστου, ενώ ο χορός συγκροτείται από τις Ωκεανίδες.
Πόσο απόμακρη είναι η Αθηνά στον πρόλογο του Αίαντα, του αρχαιότερου, όπως πιστεύουμε, δράματος του Σοφοκλή, και πόσο διαφορετική είναι η σημασία και η λειτουργία των θεϊκών προλόγων ή του από μηχανής θεού στον Ευριπίδη! Αρκεί να παραβάλει κανείς τον πρόλογο του φαντάσματος του Πολυδώρου στην Εκάβη με την εμφάνιση του φαντάσματος του Δαρείου στους Πέρσες, για να κατανοήσει την ουσιώδη διαφορά. Επειδή το θέμα αυτό δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί στον περιορισμένο χώρο που διαθέτουμε, περιορίζομαι σε μια εξωτερική επισήμανση δομικού τύπου: οι θεοί στον Ευριπίδη πάντοτε πλαισιώνουν τη δράση (φαινομενική εξαίρεση αποτελούν οι Βάκχες, όπου όμως ο Διόνυσος πρωταγωνιστεί με ανθρώπινη μορφή και συγκαλυμμένη ταυτότητα), ενώ στον Αισχύλο οι θεοί κυκλοφορούν ελεύθερα σε όλο το έργο.
Τα παραδείγματα θα μπορούσαν εύκολα να πολλαπλασιαστούν με παραπομπή σε χαμένα δράματα του Αισχύλου. Εκείνο όμως που προέχει να τονίσουμε εδώ είναι ότι ο Αισχύλος θεσπίζει νόμους που έχουν την απαρέγκλιτη ισχύ και οικουμενική εφαρμογή ενός φυσικού νόμου. Στην τριλογία Ορέστεια, πρώτο δράμα της οποίας είναι ο Αγαμέμνων, ο ύπατος των θεών Δίας καθιερώνει τον εξής απαράβατο κανόνα για τα ανθρώπινα πράγματα: «αυτός που έδρασε του μέλλεται να πάθει». Ο κανόνας αυτός όμως συνοδεύεται και από τη συνέχειά του: «αυτός που έπαθε έχει αποκτήσει γνώση». Αλήθεια, τι άλλο είναι οι εμπειρίες που θησαυρίζουμε με το πέρασμα του χρόνου παρά το άθροισμα των αποτυχιών, των άστοχων επιλογών και των αρνητικών βιωμάτων μας; Η περίπτωση ανακαλεί στη μνήμη μας τους νόμους που καθιέρωσε ο φυσικός φιλόσοφος Εμπεδοκλής για τη γέννηση και τη φθορά των όντων. Η Φιλότης (αγάπη) και το Νείκος (έχθρα) συνάγουν ή διαχωρίζουν τα τέσσερα ριζώματα (γη, νερό, φωτιά, αέρα) και έτσι γεννιούνται ή πεθαίνουν τα όντα. Τώρα γίνεται κατανοητό γιατί παραπάνω προτάθηκε η αναλογία ανάμεσα στον Αισχύλο και τους προσωκρατικούς φιλοσόφους.
Οι προηγούμενες σκέψεις κρίθηκαν απαραίτητες για να εισαχθεί ο αναγνώστης στο κλίμα της αισχύλειας τραγωδίας και συνακόλουθα στο κλίμα του κρινόμενου βιβλίου, η αξιολόγηση του οποίου μπορεί να γίνει με συνοπτικό τρόπο. Ο λόγος αυτός της συνοπτικής αντιμετώπισης δεν οφείλεται καθόλου στην αξία του βιβλίου αλλά στη φύση του. Ένα ερμηνευτικό υπόμνημα, όπως αυτό που συγκροτεί τον δεύτερο τόμο της έκδοσης, εγείρει συγκεκριμένες προσδοκίες: περιλαμβάνει πληροφορίες για την παράδοση και την κατάσταση του αρχαίου κειμένου, πραγματολογικές και ερμηνευτικές παρατηρήσεις, εντοπισμό μοτίβων και παράλληλων χωρίων, καθώς και παντός τύπου σχόλια που συντελούν στην καλύτερη κατανόηση της τραγωδίας. Μια αναλυτική παρουσίαση επομένως θα κατέληγε αναπόφευκτα σε μια ατελεύτητη περιπτωσιολογία, για την οποία ούτε διαθέσιμος χώρος υπάρχει ούτε ο αναγνώστης θα επεδείκνυε το ανάλογο ενδιαφέρον. Για τον λόγο αυτόν περιορίζομαι σε μια επισήμανση της γενικής τάσης και κατεύθυνσης του βιβλίου. Ο συγγραφέας, εκκινώντας από το υγιές αξίωμα ότι οποιαδήποτε ερμηνεία πρέπει να βασίζεται σε κατοχυρωμένο κείμενο, επιχειρεί με τα σχόλιά του να τεκμηριώσει τις γραφές που θα προκρίνει για να συγκροτήσει το αρχαίο κείμενο. Έτσι συχνά καταφεύγει όχι μόνο στις γνώμες της δαιδαλώδους και πολύγλωσσης βιβλιογραφίας, αλλά και στις απόψεις των αρχαίων και βυζαντινών σχολίων. Ο πρώτος τόμος περιέχει μια εκτενή και διαφωτιστική εισαγωγή που εξετάζει τον μύθο της Ορέστειας πριν από τον Αισχύλο και προσφέρει μια κατά σκηνή ερμηνεία του Αγαμέμνονα. Η προσφερόμενη μετάφραση, που έρχεται να προστεθεί στις ούτως ή άλλως ευάριθμες μεταφράσεις του Αισχύλου, έχει εκπονηθεί με άκρα ευαισθησία και επαρκέστατο γλωσσικό αισθητήριο. Δεν απομένει παρά να ευχηθούμε η εκδοτική αυτή σειρά που εγκαινίασε ο αξέχαστος Ερρίκος Χατζηανέστης να βρει άξιους συνεχιστές.
Δανιήλ Ιακώβ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 11-03-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις