0
Your Καλαθι
Ορέστεια: Χοηφόροι
Αρχαία ελληνκή τραγωδία
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Tο δεύτερο δράμα της τριλογίας “Ορέστεια”, οι “Χοηφόροι”, αποτελεί τη συνέχεια του “Αγαμέμνονα” και μοιάζει με έργο εκδίκησης.
Αν και ο πρόλογός του σώζεται μόνο στο τελευταίο μέρος του, και αυτό με κενά, μπορούμε να δούμε την εντυπωσιακή αντιπαράθεση του έργου αυτού με το τέλος του προηγούμενου: ο “Αγαμέμνων” έκλεινε με την αποχώρηση του ένοχου ζευγαριού υπό το βάρος της ενοχής του και της μοίρας του’ στην αρχή του δεύτερου έργου βλέπουμε τον Ορέστη να προσεύχεται στον τάφο του πατέρα του, επομένως η εκδίκηση που υπαινίχθηκε ο Χορός στον “Αγαμέμνονα” δεν μπορεί παρά να φθάνει τώρα, και η τραγική μοίρα των Ατρειδών να βρίσκει τη μοιραία της συνέχεια. Εδώ η δραματουργική δράση, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στο πρώτο δράμα με το εκτεταμένο χορικολυρικό προανάκρουσμα, εκτυλίσσεται από την αρχή μπροστά στα μάτια των θεατών:
Ο Ορέστης έχει επιστρέψει στο Άργος από τη χώρα της Φωκίδας, όπου τον είχαν στείλει από μικρό κοντά στο θείο του Στρόφιο, με αυστηρές εντολές του Απόλλωνα να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του. Τον συνοδεύει ο ξάδελφος και φίλος του Πυλάδης, πρόσωπο βουβό σε όλη την έκταση του έργου, εκτός από το τρίστιχο 900-902, όπου επεμβαίνει αποφασιστικά σε μια κρίσιμη στιγμή, την ώρα που ο Ορέστης διστάζει να χτυπήσει τη μάνα του, για να θυμίσει το απαράβατο χρέος του.
Η πρώτη πράξη του Ορέστη είναι να προσκυνήσει στον τάφο του πατέρα του, αφήνοντας επάνω του μια μπούκλα των μαλλιών του σε ένδειξη πένθους. Σε λίγο εμφανίζεται μια ομάδα μαυροντυμένων γυναικών: είναι η Ηλέκτρα με το Χορό των θεραπαινίδων αιχμαλώτων από την Τροία, τις οποίες στέλνει η Κλυταιμνήστρα, να προσφέρουν σπονδές στον τάφο του Αγαμέμνονα, ταραγμένη από δυσοίωνα όνειρα που είχε δει τη νύχτα. Πρόκειτα για πρόσωπα που αισθάνονται απόλυτα την ταπείνωσή τους και δεν μπορεί παρά να προσδοκούν με πάθος την απόδοση δικαιοσύνης.
Στη θέα των γυναικών ο Ορέστης με τον Πυλάδη παραμερίζουν και κρύβονται, η Ηλέκτρα όμως υποψιάζεται την παρουσία του αδελφού της από την μπούκλα των μαλλιών και από τις πατημασιές του εκεί κοντά, βρίσκοντας πως ο βόστρυχος μοιάζει με τα μαλλιά της και τα ίχνη των ποδιών είναι ίδια με τα δικά της! Τότε ο αδελφός της αποκαλύπτεται και γίνεται η αναγνώριση, καθώς συμβάλλει σ’ αυτό κι ένα κομμάτι ύφασμα που είχε μαζί του ο Ορέστης, αυτό που είχε υφάνει πριν από πολλά χρόνια η ίδια η Ηλέκτρα.
Ύστερα από αυτό, τα δυο αδέλφια με το Χορό, σε έναν καταπληκτικό συνδυασμό ωδής, χορού και τραγουδιού γύρω από το νεκρικό ανάχωμα, καλούν το πνεύμα του πατέρα τους από τον Άδη να βγει και να τους βοηθήσει, για να εκδικηθούν το φόνο του, κατά τις εντολές του θεού. Πρόκειται για σκηνή ανατριχιαστική και εξόχως ποιητική.
Η δράση που ακολουθεί κατόπιν κινείται μπροστά στα μάτια μας με αξιοσημείωτη ταχύτητα μέχρι το τέλος του έργου: ο Ορέστης και ο Πυλάδης, μεταμφιεσμένοι σε Φωκείς ταξιδιώτες, εμφανίζονται στην πύλη του παλατιού -ο Αισχύλος δε δεσμεύεται από την “Ενότητα του Τόπου”- όπου τους υποδέχεται η Κλυταιμνήστρα, στην οποία ο γιος της αφηγείται με αληθοφάνεια το δήθεν θάνατό του στη Φωκίδα. Η βασίλισσα, με ανάμεικτα συναισθήματα, προφανώς όμως ανακουφισμένη που εκείνος δεν υπάρχει πια για να την εκδικηθεί, υποδέχεται του δύο νέους και δίνει εντολή να οδηγήσουν τους υποτιθέμενους ξένους στα ανδρικά διαμερίσματα του παλατιού’ η ίδια αποσύρεται, για να πληροφορήσει τουν εραστή της Αίγισθο για τις ανεπάντεχες εξελίξεις. Ύστερα από μια, απρόσμενη για τον Αισχύλο, τρυφερή ανθρώπινη νότα, με την εμφάνιση της Κίλισσας, της παραμάνας του Ορέστη, που αναλογίζεται πώς τον μεγάλωνε και θρηνεί για τη μοίρα του, τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία:
Γίνεται πρώτα ο φόνο του Αίγισθου και ύστερα η φρίκη της μητροκτονίας, μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό του Ορέστη, που όμως αποδυναμώνεται με τη μοναδική επέμβαση του Πυλάδη. Τέλος η πόρτα ανοίγει διάπλατα και δείχνει τα δύο πτώματα, του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας, και τους δύο νέους, τον Ορέστη και τον Πυλάδη, να στέκονται από πάνω τους. Η φρικτή σκηνική εικόνα αντιστοιχεί φυσικά με τη παράλληλή της στον “Αγαμέμνονα” και δίνει μια αίσθηση τέλειας συμμετρίας, μια αίσθηση τέλους, αφού εκπληρώθηκε ο πανάρχαιος νόμος της αντεκδίκησης. Ο Χορός όμως, που λαχταρούσε την εκδίκηση με τόσο πάθος, μιλάει τώρα για το αδιέξοδο και την ενοχή που έχουν κυκλώσει αμετάκλητα το καταραμένο σπιτικό… Η τελική σκηνή των “Χοηφόρων” θα μεταμορφώσει τα πάντα:
Δείχνει τον Ορέστη, σε έναν μοναδικό σε απόγνωση αγώνα να δικαιολογήσει την πράξη του, να φέρνει στη σκηνή το μοιραίο δίχτυ, μέσα στο οποίο δολοφονήθηκε ο πατέρας του, και σιγά σιγά να αποκαλύπτει την παραφροσύνη του, το σάλεμα του νου του: Βλέπει, μόνο αυτός, “τις άγριες σκύλες της μάνας του”, τις μαυροντυμένες Ερινύες, να πλημμυρίζουν απειλητικές τον τόπο, με φίδια κουλουριασμένα στα μαλλιά τους και με αίμα να κυλάει από τα μάτια τους, και να απειλούν να τον συντρίψουν! Κι αυτός ξετρελαμένος ορμάει έξω από τη σκηνή, κυνηγημένος από τις δαιμόνισσες της φρίκης.
Έχει επισημανθεί η σχεδόν απόλυτη αντιστοιχία στη δομή των “Χοηφόρων” με αυτήν του “Αγαμέμνονα”. Και στα δύο έργα η πορεία προς την καταστροφή ακολουθεί περίπου παράλληλα στάδια, ώσπου να φτάσει στην τελική έκρηξη ύστερα από τη μοιραία συνάντηση με την Κλυταιμνήστρα, τον Αγαμέμνονα στο πρώτο δράμα, του θύματος, και του Ορέστη στο δεύτερο, του θύτη, Αυτήν την αναλογία ο ποιητής την υπογραμμίζει επίμονα, ιδίως μετά την αποφασιστική πράξη του φόνου, όταν κάθε φορά ανοίγει η πύλη των ανακτόρων και δείχνει το δράστη να στέκεται πάνω από τα πτώματα των θυμάτων του. Και στα δύο έργα σ’ αυτό το σημείο αρχίζει ένας αγώνας για δικαίωση’ στη μια περίπτωση τελειώνει με την απώλεια της αυτοπεποίθησης της Κλυταιμνήστρας και στην άλλη με την απώλεια του λογικού του Ορέστη.
“Είναι φανερό αυτό που ήθελε να δείξει ο ποιητής: Έγκλημα και τιμωρία διαδέχονται μοιραίο το ένα το άλλο, δημιουργώντας μια αλυσίδα που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει το τέλος της”, όπως ορθά επισημάνθηκε. Έτσι οι “Χοηφόροι” κλείνουν σε ζοφερότερο κλίμα σκοταδιού, αβεβαιότητας και απελπισίας, που σφίγγει τις καρδίες όλων.
Σημαντικές δυσκολίες προκάλεσε η απόλυτη έλλειψη ρεαλισμού στη σκηνή της αναγνώρισης των δύο αδελφών, το παράλογο μοτίβο με το βόστρυχο και τα ίχνη των πελμάτων του Ορέστη, που η Ηλέκτρα τα συγκρίνει με τα δικά της, και με βάση την ομοιότητα συμπεραίνει την παρουσία του αδελφού της. Ήδη ο Ευριπίδης, πενήντα χρόνια αργότερα, το σχολίασε με σαρκασμό στη δική του “Ηλέκτρα” και πολλοί νεότεροι μελετητές, με βάση ορθολογικούς συλλογισμούς, έφτασαν στο σημείο να εξοβελίσουν τους σχετικούς στίχους του Αισχύλου, ως απαράδεκτους. Στον αισχύλειο κόσμο όμως, όπου η ζωή διαλέγεται με τη μαγεία, το απίθανο μπορεί να έχει περισσότερο νόημα κα αποτελεσματικότητα, ως σύμβολο μιας βαθύτερης ενορατικής αλήθειας, από όποια σχολαστική πραγματικότητα’ για μια τέτοια πραγματικότητα ο ποιητής φαίνεται πως αδιαφορεί, προκρίνοντας τη μυθοπλαστική φαντασία του, που δικαιολογεί παραλογισμούς του μυαλού, ιδίως όταν το θολώνει μια ισχυρή συγκίνηση. Είναι γνωστό άλλωστε πως άλλοι νόμοι διέπουν τη ρεαλιστική πραγματικότητα και άλλοι τον κόσμο της ποίησης με τη δική του συνέπεια της μαγείας.
Αν και ο πρόλογός του σώζεται μόνο στο τελευταίο μέρος του, και αυτό με κενά, μπορούμε να δούμε την εντυπωσιακή αντιπαράθεση του έργου αυτού με το τέλος του προηγούμενου: ο “Αγαμέμνων” έκλεινε με την αποχώρηση του ένοχου ζευγαριού υπό το βάρος της ενοχής του και της μοίρας του’ στην αρχή του δεύτερου έργου βλέπουμε τον Ορέστη να προσεύχεται στον τάφο του πατέρα του, επομένως η εκδίκηση που υπαινίχθηκε ο Χορός στον “Αγαμέμνονα” δεν μπορεί παρά να φθάνει τώρα, και η τραγική μοίρα των Ατρειδών να βρίσκει τη μοιραία της συνέχεια. Εδώ η δραματουργική δράση, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στο πρώτο δράμα με το εκτεταμένο χορικολυρικό προανάκρουσμα, εκτυλίσσεται από την αρχή μπροστά στα μάτια των θεατών:
Ο Ορέστης έχει επιστρέψει στο Άργος από τη χώρα της Φωκίδας, όπου τον είχαν στείλει από μικρό κοντά στο θείο του Στρόφιο, με αυστηρές εντολές του Απόλλωνα να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του. Τον συνοδεύει ο ξάδελφος και φίλος του Πυλάδης, πρόσωπο βουβό σε όλη την έκταση του έργου, εκτός από το τρίστιχο 900-902, όπου επεμβαίνει αποφασιστικά σε μια κρίσιμη στιγμή, την ώρα που ο Ορέστης διστάζει να χτυπήσει τη μάνα του, για να θυμίσει το απαράβατο χρέος του.
Η πρώτη πράξη του Ορέστη είναι να προσκυνήσει στον τάφο του πατέρα του, αφήνοντας επάνω του μια μπούκλα των μαλλιών του σε ένδειξη πένθους. Σε λίγο εμφανίζεται μια ομάδα μαυροντυμένων γυναικών: είναι η Ηλέκτρα με το Χορό των θεραπαινίδων αιχμαλώτων από την Τροία, τις οποίες στέλνει η Κλυταιμνήστρα, να προσφέρουν σπονδές στον τάφο του Αγαμέμνονα, ταραγμένη από δυσοίωνα όνειρα που είχε δει τη νύχτα. Πρόκειτα για πρόσωπα που αισθάνονται απόλυτα την ταπείνωσή τους και δεν μπορεί παρά να προσδοκούν με πάθος την απόδοση δικαιοσύνης.
Στη θέα των γυναικών ο Ορέστης με τον Πυλάδη παραμερίζουν και κρύβονται, η Ηλέκτρα όμως υποψιάζεται την παρουσία του αδελφού της από την μπούκλα των μαλλιών και από τις πατημασιές του εκεί κοντά, βρίσκοντας πως ο βόστρυχος μοιάζει με τα μαλλιά της και τα ίχνη των ποδιών είναι ίδια με τα δικά της! Τότε ο αδελφός της αποκαλύπτεται και γίνεται η αναγνώριση, καθώς συμβάλλει σ’ αυτό κι ένα κομμάτι ύφασμα που είχε μαζί του ο Ορέστης, αυτό που είχε υφάνει πριν από πολλά χρόνια η ίδια η Ηλέκτρα.
Ύστερα από αυτό, τα δυο αδέλφια με το Χορό, σε έναν καταπληκτικό συνδυασμό ωδής, χορού και τραγουδιού γύρω από το νεκρικό ανάχωμα, καλούν το πνεύμα του πατέρα τους από τον Άδη να βγει και να τους βοηθήσει, για να εκδικηθούν το φόνο του, κατά τις εντολές του θεού. Πρόκειται για σκηνή ανατριχιαστική και εξόχως ποιητική.
Η δράση που ακολουθεί κατόπιν κινείται μπροστά στα μάτια μας με αξιοσημείωτη ταχύτητα μέχρι το τέλος του έργου: ο Ορέστης και ο Πυλάδης, μεταμφιεσμένοι σε Φωκείς ταξιδιώτες, εμφανίζονται στην πύλη του παλατιού -ο Αισχύλος δε δεσμεύεται από την “Ενότητα του Τόπου”- όπου τους υποδέχεται η Κλυταιμνήστρα, στην οποία ο γιος της αφηγείται με αληθοφάνεια το δήθεν θάνατό του στη Φωκίδα. Η βασίλισσα, με ανάμεικτα συναισθήματα, προφανώς όμως ανακουφισμένη που εκείνος δεν υπάρχει πια για να την εκδικηθεί, υποδέχεται του δύο νέους και δίνει εντολή να οδηγήσουν τους υποτιθέμενους ξένους στα ανδρικά διαμερίσματα του παλατιού’ η ίδια αποσύρεται, για να πληροφορήσει τουν εραστή της Αίγισθο για τις ανεπάντεχες εξελίξεις. Ύστερα από μια, απρόσμενη για τον Αισχύλο, τρυφερή ανθρώπινη νότα, με την εμφάνιση της Κίλισσας, της παραμάνας του Ορέστη, που αναλογίζεται πώς τον μεγάλωνε και θρηνεί για τη μοίρα του, τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία:
Γίνεται πρώτα ο φόνο του Αίγισθου και ύστερα η φρίκη της μητροκτονίας, μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό του Ορέστη, που όμως αποδυναμώνεται με τη μοναδική επέμβαση του Πυλάδη. Τέλος η πόρτα ανοίγει διάπλατα και δείχνει τα δύο πτώματα, του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας, και τους δύο νέους, τον Ορέστη και τον Πυλάδη, να στέκονται από πάνω τους. Η φρικτή σκηνική εικόνα αντιστοιχεί φυσικά με τη παράλληλή της στον “Αγαμέμνονα” και δίνει μια αίσθηση τέλειας συμμετρίας, μια αίσθηση τέλους, αφού εκπληρώθηκε ο πανάρχαιος νόμος της αντεκδίκησης. Ο Χορός όμως, που λαχταρούσε την εκδίκηση με τόσο πάθος, μιλάει τώρα για το αδιέξοδο και την ενοχή που έχουν κυκλώσει αμετάκλητα το καταραμένο σπιτικό… Η τελική σκηνή των “Χοηφόρων” θα μεταμορφώσει τα πάντα:
Δείχνει τον Ορέστη, σε έναν μοναδικό σε απόγνωση αγώνα να δικαιολογήσει την πράξη του, να φέρνει στη σκηνή το μοιραίο δίχτυ, μέσα στο οποίο δολοφονήθηκε ο πατέρας του, και σιγά σιγά να αποκαλύπτει την παραφροσύνη του, το σάλεμα του νου του: Βλέπει, μόνο αυτός, “τις άγριες σκύλες της μάνας του”, τις μαυροντυμένες Ερινύες, να πλημμυρίζουν απειλητικές τον τόπο, με φίδια κουλουριασμένα στα μαλλιά τους και με αίμα να κυλάει από τα μάτια τους, και να απειλούν να τον συντρίψουν! Κι αυτός ξετρελαμένος ορμάει έξω από τη σκηνή, κυνηγημένος από τις δαιμόνισσες της φρίκης.
Έχει επισημανθεί η σχεδόν απόλυτη αντιστοιχία στη δομή των “Χοηφόρων” με αυτήν του “Αγαμέμνονα”. Και στα δύο έργα η πορεία προς την καταστροφή ακολουθεί περίπου παράλληλα στάδια, ώσπου να φτάσει στην τελική έκρηξη ύστερα από τη μοιραία συνάντηση με την Κλυταιμνήστρα, τον Αγαμέμνονα στο πρώτο δράμα, του θύματος, και του Ορέστη στο δεύτερο, του θύτη, Αυτήν την αναλογία ο ποιητής την υπογραμμίζει επίμονα, ιδίως μετά την αποφασιστική πράξη του φόνου, όταν κάθε φορά ανοίγει η πύλη των ανακτόρων και δείχνει το δράστη να στέκεται πάνω από τα πτώματα των θυμάτων του. Και στα δύο έργα σ’ αυτό το σημείο αρχίζει ένας αγώνας για δικαίωση’ στη μια περίπτωση τελειώνει με την απώλεια της αυτοπεποίθησης της Κλυταιμνήστρας και στην άλλη με την απώλεια του λογικού του Ορέστη.
“Είναι φανερό αυτό που ήθελε να δείξει ο ποιητής: Έγκλημα και τιμωρία διαδέχονται μοιραίο το ένα το άλλο, δημιουργώντας μια αλυσίδα που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει το τέλος της”, όπως ορθά επισημάνθηκε. Έτσι οι “Χοηφόροι” κλείνουν σε ζοφερότερο κλίμα σκοταδιού, αβεβαιότητας και απελπισίας, που σφίγγει τις καρδίες όλων.
Σημαντικές δυσκολίες προκάλεσε η απόλυτη έλλειψη ρεαλισμού στη σκηνή της αναγνώρισης των δύο αδελφών, το παράλογο μοτίβο με το βόστρυχο και τα ίχνη των πελμάτων του Ορέστη, που η Ηλέκτρα τα συγκρίνει με τα δικά της, και με βάση την ομοιότητα συμπεραίνει την παρουσία του αδελφού της. Ήδη ο Ευριπίδης, πενήντα χρόνια αργότερα, το σχολίασε με σαρκασμό στη δική του “Ηλέκτρα” και πολλοί νεότεροι μελετητές, με βάση ορθολογικούς συλλογισμούς, έφτασαν στο σημείο να εξοβελίσουν τους σχετικούς στίχους του Αισχύλου, ως απαράδεκτους. Στον αισχύλειο κόσμο όμως, όπου η ζωή διαλέγεται με τη μαγεία, το απίθανο μπορεί να έχει περισσότερο νόημα κα αποτελεσματικότητα, ως σύμβολο μιας βαθύτερης ενορατικής αλήθειας, από όποια σχολαστική πραγματικότητα’ για μια τέτοια πραγματικότητα ο ποιητής φαίνεται πως αδιαφορεί, προκρίνοντας τη μυθοπλαστική φαντασία του, που δικαιολογεί παραλογισμούς του μυαλού, ιδίως όταν το θολώνει μια ισχυρή συγκίνηση. Είναι γνωστό άλλωστε πως άλλοι νόμοι διέπουν τη ρεαλιστική πραγματικότητα και άλλοι τον κόσμο της ποίησης με τη δική του συνέπεια της μαγείας.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις