0
Your Καλαθι
Κίτρινο ρώσικο κερί
Περιγραφή
Επτά επιστολές σ' ένα πολιτικό πρόσφυγα του εμφυλίου. Επτά ανεξίτηλες γραφές ενός προσωπικού δράματος, μιας οικογενειακής τραγωδίας. Και η ζωή στο μεταξύ, γλυκιά και τρυφερή, προκλητική και αδιάφορη, να τραβάει τον δρόμο της όλο χαμόγελο και νάζι, δίχως να στρέφει γύρω της το κεφάλι. Όπως δηλαδή συνηθίζει να κάνει μια γυναίκα πανέμορφη. Όπως τόσα χρόνια έκανε η δική «του» πατρίδα...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν η ομάδα πεζογράφων που ζυμώθηκε μέσα στη δεκαετία του '80 δέχθηκε επιδράσεις θετικές ως και ευεργετικές από τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, προπαντός από τους κοινωνικούς ως προς τη θεματική και μορφικά συμβατικούς εκφραστές της, στους μυθιστοριογράφους που εμφανίζονται την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, προεκτεινόμενη στις αρχές του τρέχοντος, διακρίνονται, ολοένα και ευκρινέστερα, οι βλαβερές συνέπειες της μίμησης ενός καινοτόμου εκπροσώπου τής εν λόγω γενιάς. Τα τέκνα του Θ. Βαλτινού πληθαίνουν. Μάλλον όμως πρόκειται για παραπαίδια που πλανήθηκαν από τη φαινομενική ευκολία των αφηγηματικών τρόπων που λανσάρισε ο μοντερνιστής γεννήτορας. Οπως φαίνεται, τη νοοτροπία της εποχής μας, καινοθηρική και βιαστική, θέλγουν τα νεωτερικά μυθιστορήματα του Θ. Βαλτινού, χωρίς ήρωες και κεντρικό αφηγητή, που συντίθενται με τη συρραφή «στοιχείων», δίκην ντοκουμέντων. Ακριβώς όπως η ανεικονική ζωγραφική ελκύει τους όχι ιδιαιτέρως ικανούς στο σχέδιο. Τίποτε ευκολότερο από την ηχογράφηση προφορικών αφηγήσεων και στιχομυθιών ή την υιοθέτηση ξένων ημερολογιακών σημειώσεων και επιστολών. Ακόμη και αν κάποιος δεν αρκεστεί σε δοσμένο υλικό αλλά καταπιαστεί με την «κατασκευή» του, και πάλι το εγχείρημα δείχνει βατότερο από το στήσιμο εκ του μηδενός ενός μυθιστορήματος.
Σε κάθε περίπτωση, η πανάκεια, που πρώτος ο Θ. Βαλτινός εισήγαγε στο νεοελληνικό μυθιστόρημα, αποδείχθηκε πως είναι τα αποκόμματα του Τύπου. Συν τω χρόνω κατέληξαν σε αφρώδες υλικό της μυθοπλαστικής συσκευασίας, το οποίο και τον όγκο αυξάνει κατά το επιθυμητό και αεροστεγές έναντι της οιασδήποτε κριτικής καθιστά το προϊόν, μια και εκ της φύσεώς του προσφέρεται ως συγκείμενο. Βεβαίως ο Θ. Βαλτινός απέδειξε πως είναι μάστορας στο είδος (αν και η λέξη μάστορας ή και τεχνίτης, λόγω εντατικής και συχνά άστοχης χρήσεως, καλό θα ήταν να αντικατασταθεί με κάποια άλλη λιγότερο φθαρμένη). Επίσης οι πρώτοι που ακολούθησαν τους τρόπους του διέθεσαν κάποιο χρόνο μαθητείας και έδωσαν ενδιαφέροντα μυθιστορήματα, ανεξάρτητα αν δεν έφθασαν στο ύψος του πρωτότυπου. Στη συνέχεια όμως το φαινόμενο έγινε ενδημικό, και μάλιστα φαίνεται πως θα υπάρξει περαιτέρω εξάπλωση, αφού προσώρας οι απομιμήσεις σταματούν στα Στοιχεία για τη δεκαετία του '60.
Το πρόσφατο μυθιστόρημα του Κ. Ακρίβου συνίσταται από επτά επιστολές και έξι ενότητες με αποκόμματα του Τύπου που παρακολουθούν χρονικά τις επιστολές και παρατίθενται ενδιαμέσως. Τον συγκεκριμένο συνδυασμό ο Θ. Βαλτινός τον έχει χρησιμοποιήσει δύο φορές· το 1978 στα Τρία ελληνικά μονόπρακτα και το 1989 στα Στοιχεία για τη δεκαετία του '60. Και στα δύο μυθιστορήματα υπεισέρχονται πολυάριθμοι αποστολείς και ένας μόνον αποδέκτης. Σύμφωνα και με την εξαντλητική για την εποχή της (1992) επισκόπηση της επιστολικής λογοτεχνίας του Παν. Μουλλά (στο Ο λόγος της απουσίας), δεν έχουμε άλλο δείγμα παρόμοιας ανάμειξης. Ενας ο αποδέκτης και στις επιστολές του Κ. Ακρίβου· ο Στέργιος από τη Μελιβοία Κισάβου. Εικοσαετής πρωτοβγήκε στο βουνό, Φεβρουάριο 1947, στρατολογημένος από «αγριεμένους γενάτους με φυσεκλίκια», και έφθασε μέχρι τον Γράμμο. Αγνοούμενος ως τα τέλη του 1950, όταν έστειλε ένα πρώτο γράμμα από την Τασκένδη, όπου και θα παραμείνει μέχρι τη Μεταπολίτευση, νυμφευμένος με Ρωσίδα και πατέρας δύο αγοριών.
Αυτά πληροφορούμεθα από τις επτά επιστολές, σταλμένες από τη Μελιβοία εντός μιας εικοσιπενταετίας: της μητέρας του Στέργιου (12 Γενάρη 1951), της αδελφής του (1953, Κυριακή της Αποκριάς), του φίλου του (χωρίς ημερομηνία, εμμέσως συνάγεται πως γράφτηκε τον Φεβρουάριο μετά τα γεγονότα της Τασκένδης - Σεπτέμβριο 1955), του πατέρα του (επίσης αχρονολόγητη), των ανιψιών του (8 Ιουνίου 1966), του εθνικόφρονα αδελφού του, προέδρου της κοινότητος (30 Αυγούστου 1970) και της αλλοτινής αγαπητικιάς του (30.11.1975).
Επιστολές ανυπόστατες, πέραν της ίδιας της πραγματικότητας εκείνης της εποχής, όπως τουλάχιστον την έχουν αποτυπώσει ιστορικές, ακόμη και λογοτεχνικές πηγές. Κατ' αρχήν η αλληλογραφία με τους πολιτικούς πρόσφυγες στην Τασκένδη ήταν δυσχερέστατη. Μήνες έκαναν τα γράμματα να πάνε και να έρθουν. Και, το κυριότερο, η λογοκρισία και στις δύο πλευρές στεκόταν αμείλικτη. Μόνο τα ελάχιστα γράφονταν, προπαντός για θέματα υγείας, προς καθησυχασμό αμφοτέρων, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Α. Ζέη στο μυθιστόρημά της Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Γράμματα λακωνικά, σε αραιά διαστήματα, ανάμεσα σε συγγενείς πρώτου βαθμού. Ενας τρίτος αποδέκτης επιστολής εκ Τασκένδης θα εθεωρείτο αυτομάτως ύποπτος. Οι επιστολές του Κ. Ακρίβου, στην προσπάθειά τους να ανιστορήσουν τον βίο του Στέργιου, φορτώνονται με λεπτομέρειες, χωρίς συγκαλύψεις και υπονοούμενα, όταν ακόμη και στην Αθήνα επικρατούσε συνωμοτικότητα, τουλάχιστον κατά τη φοβερή δεκαετία του '50.
Πώς είναι δυνατόν, στα τέλη του 1950, ένας πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη να αφηγείται, σε επιστολή του, τις περιπέτειές του από τον Γράμμο μέσω Αλβανίας και Οδησσού ως τον τόπο προορισμού του (σύμφωνα με την απαντητική επιστολή της αδελφής του που επανέρχεται στα συμβάντα); Πώς είναι δυνατόν, το 1953, η αδελφή του να κάνει λόγο, σε επιστολή της, για «τους Σουρλαίους στα καμποχώρια που έδερναν αβέρτα τον κοσμάκη»; Πώς είναι δυνατόν, ο φίλος και συναγωνιστής του Στέργιου, που επέστρεψε στο χωριό το 1953, ό,τι και αν είναι, κομματικό μέλος ή ανανήψας, να παίρνει το ρίσκο, Φεβρουάριο 1956, και να μνημονεύει σε επιστολή του εν εκτάσει τα γεγονότα της Τασκένδης; Πώς όμως τα είχε μάθει; Α λα Αστραπόγιαννος «σελώνει τ' άλογο και κατεβαίνει στην Αγιά», βρίσκει τον Τ. που είχε κάνει στο βουνό και τον φοβερίζει, κι αυτός «του τα 'πε με το νι και με το σίγμα». Τόσο αγαθός και τόσο ενημερωμένος ο σύντροφος Τ., όταν οι κομματικοί μηχανισμοί βρίσκονταν υπό διωγμό, εξαρθρωμένοι ο ένας μετά τον άλλον προτού καν προλάβουν να πάρουν ανάσα. Πώς είναι δυνατόν μια δεκαεπτάχρονη χωριατοπούλα, και δη παπαδοπούλα, να ακολουθεί τον καλό της στο βουνό, να κοιμούνται αγκαλιασμένοι «μέσα σε βροχές και ξαστεριές», να βρίσκεται στα κρατητήρια «με την κοιλιά στο πιγούνι» και να ξεγεννά αισίως στο χωριό, άνοιξη του 1950; Και ο πατέρας της, ο ιερωμένος, να αγκαλιάζει το νόθο του συμμορίτη.
Αυτά τα ειδυλλιακά και μακάρια μόνο σε μυθιστορήματα φαντασίας μπορούν να συμβούν. Η εποχή όμως είναι κοντινή και η μορφή που επέλεξε ο συγγραφέας στέκεται απαγορευτική. Δίπλα στα «ντοκουμέντα» του Τύπου, η σύνταξη των επιστολών πρέπει να δείχνει στον ίδιο βαθμό αληθοφανής. Παρ' όλο που ο Κ. Ακρίβος γνωρίζει τα ιστορικά συμβάντα, όπως σήμερα πλέον τα κατέχουμε, ξεχνάει ή παραγνωρίζει τις αναστολές, σωστότερα τα φίλτρα των καιρών. Ας ευχηθούμε το μυθιστόρημά του να μη χρησιμοποιηθεί από πανεπιστημιακούς της αλλοδαπής ως αντικείμενο διατριβής ή σεμιναρίου περί τον Εμφύλιο και τους πολιτικούς πρόσφυγες στην Τασκένδη, όπως συνέβη με κάποια άλλα βιβλία νεότερων συγγραφέων.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 10-02-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις