0
Your Καλαθι
Στο κάτω κάτω της γραφής είναι ένα ψέμα
Περιγραφή
Τα δύο πρώτα βιβλία του συγγραφέα Κ. Ακρίβου, η νουβέλα «Η Δοτική του Χάους» (1993) και η συλλογή διηγημάτων «Αλλοδαπή» (1995), διέγραφαν τις προοπτικές της συγγραφικής του πορείας. Το νέο του βιβλίο, «Στο κάτω κάτω της γραφής είναι ένα ψέμα», αποτελεί ορόσημο σε αυτή την πορεία και σοβαρή κατάθεση στον χώρο του μυθιστορήματος. Δουλεμένο, πολύτροπο, με διακειμενικές διαδρομές, πλήρως ενταγμένες στο σχέδιό του, το μυθιστόρημα του Κ. Ακρίβου αφηγείται την ιστορία ενός ταξιδιού στα πάτρια εδάφη, το οποίο εξελίσσεται σε ταξίδι στην κόλαση - ποικιλοτρόπως ερμηνευόμενη. Αφηγείται μια ιστορία που στο κάτω κάτω της γραφής είναι ένα ψέμα, κάνει όμως, χάρη στη μαστοριά του συγγραφέα, τη γραφή αλήθεια.
Αν επιχειρήσουμε μια γραμμική ανάγνωση του κειμένου, διαπιστώνουμε ότι στο επίκεντρο της αφήγησης, κατάληξη μαζί και αφετηρία της, τοποθετείται ένα φονικό. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μιχάλης, ένας επιτυχημένος συγγραφέας, ταξιδεύει μαζί με τη γυναίκα του και τον πολύ καλό του φίλο Βλαδίμηρο στο χωριό του, για να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του, ύστερα από δύο χρόνια ψυχή τε και σώματι απουσίας. Ο πατέρας του, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, θεωρεί τον Βλαδίμηρο ενσάρκωση του Διαβόλου, που βάζει το παιδί του στον πειρασμό της ομοφυλοφιλίας, όπως κάποτε είχε βάλει σε πειρασμό και τον ίδιο, και ένοχος εκδικητής, τον σφάζει. Το φονικό είναι όμως το μόνο γεγονός που ολοκληρώνεται, όλα τα υπόλοιπα παραμένουν μετέωρα και ο συγγραφέας ασκείται επιτυχώς στην τέχνη του υπαινιγμού. Έτσι η ίδια η ρεαλιστική αφήγηση μιας ιστορίας που καθρεφτίζει τις προκαταλήψεις της ελληνικής επαρχίας καταλήγει να οδηγήσει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική προσέγγιση. Η αφηγηματολογική εμβέλεια του φονικού περιορίζεται και επίκεντρο της πλοκής γίνεται το ίδιο το ταξίδι του Μιχάλη, ασχέτως προορισμού, το ταξίδι του ήρωα να συναντήσει τη μοίρα του.
Ο Μιχάλης αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό και στους οικείους του ύστερα από ένα τηλεφώνημα της μητέρας του. Αναζητώντας λοιπόν τη «χαμένη» μητέρα για να ανατρέξουμε στον Γιουνγκ ταξιδεύει προς τη γενέθλια χώρα, προς το παρελθόν, που θα τον συμφιλιώσει με το μέλλον. Στο πλαίσιο της επιστροφής του ασώτου εντάσσεται η δοκιμασία πίστης και εξιλέωσης στην οποία ο ήρωας ηθελημένα υποβάλλεται: πηγαίνει στο χωριό του διασχίζοντας πεζή την Πίνδο, από τη Θεσσαλία στην Ήπειρο. Ο τροχός της Μοίρας, στα γρανάζια του οποίου θα διαμελιστεί ο ήρωας και όσοι τον περιστοιχίζουν, έχει ήδη τεθεί όμως σε κίνηση. Ο εξωδιηγηματικός, παντεπόπτης αφηγητής παρακολουθεί εξαρχής τα δρώμενα στη διπλή τους διάσταση, την ορατή, την οποία προσλαμβάνουν τα πρόσωπα, και την αόρατη, της Ειμαρμένης, της οποίας κοινωνός, αναληπτικά, γίνεται ο αναγνώστης. Η διαδρομή στο βουνό είναι μια πραγματική μύηση θανάτου, μια ανεστραμμένη διάβαση του Αχέροντα, στην οποία ο Μιχάλης - Χάρος οδηγεί τον φίλο του στον Κάτω Κόσμο. Κυρίαρχο πρόσωπο της αφήγησης αναδεικνύεται η Μοίρα και ολόκληρη η φύση αντηχεί και απηχεί τις βουλές της, με τον τρόπο των δημοτικών τραγουδιών. Μέσα σε ένα ομηρικό θα λέγαμε αφηγηματολογικό τοπίο, οριζόμενο από τον ρόλο του αφηγητή, τον τρόπο της αφήγησης αλλά και τη θέση της Μοίρας, ο αναγνώστης παρακολουθεί μια τραγωδία, την τύφλωση του ανθρώπου που επισπεύδει, πράττοντας, το αναπότρεπτο. Στο τέλος του ταξιδιού και οι δύο φίλοι αγγίζουν την τελευτή του βίου τους, ο ένας κυριολεκτικά, ο άλλος μεταφορικά. Το φονικό διαλύει τις βεβαιότητες που επιμελώς, εντός και εκτός γραφής, είχε οικοδομήσει ο Μιχάλης, του αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει αυτοτελώς ή αν υπάρχει, πρέπει να το αποδείξει. Τα τρία χρόνια ασκητικής απομόνωσης και συναναστροφής με τους δαίμονες θα τα διαδεχθεί η φυγή του, σε αναζήτηση ύπαρξης.
Ανάμεσα στα δύο ταξίδια, της επιστροφής και της φυγής, τα οποία κατ' ουσίαν ταυτίζονται, παρεμβάλλονται στη δεύτερη ενότητα οι εσωτερικοί μονόλογοι των υπόλοιπων προσώπων του δράματος. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση συνθέτει το ιδιόλεκτό τους, προσδίδοντάς τους μορφή και αφηγηματολογική εμβέλεια. Οι περιπέτειές τους τοποθετούνται όμως στο περιθώριο της δράσης, η παύση είναι τεχνητή, η ιστορία συνεχίζεται, ούτως ή άλλως, ερήμην τους.
Στην τρίτη ενότητα, αντιθέτως, το πρώτο πρόσωπο δεν συνθέτει το ιδιόλεκτο του Μιχάλη. Το πρώτο πρόσωπο, εκφράζοντας το υποκείμενο της δράσης, καθορίζεται από αυτό: ο Μιχάλης είναι άθυρμα στα χέρια της Μοίρας και ο πρωτοπρόσωπος λόγος του συνέχεια της τριτοπρόσωπης αφήγησης του εξωδιηγηματικού αφηγητή. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διασφαλίζει την αμεσότητα στην περιγραφή του συναισθηματικού και ηθικού χάους. Η κοινότητα ύφους με την πρώτη ενότητα διαγράφει το πλαίσιο του δράματος, την ουσία του οποίου ο ήρωας εξακολουθεί να αγνοεί. Όπως ο ποιητής Βλαδίμηρος αξιώθηκε όμως έναν θάνατο εξίσου ποιητικό με τη γέννηση, την ομορφιά και την ποίησή του και σημειωτέον, ο θάνατος έκανε πολύ υπομονή ώσπου να πετύχει τις ιδανικές συνθήκες, εφόσον είχε και άλλες πολλές ευκαιρίες να τον πάρει έτσι και ο Μιχάλης, ως συγγραφέας, δικαιούται να αρθρώνει λόγο προσωπικό. Ο οποίος εκκρεμεί, όπως εκκρεμεί η ταυτότητά του.
Ο Μιχάλης επιχειρεί να υπάρξει με ένα νέο ταξίδι στην Ευρώπη των σπουδών και των ερώτων του, σε ένα πιο πρόσφατο παρελθόν, στο οποίο διαχέεται προσδοκώντας τη λύτρωση. Υστερα από ποικίλες περιπλανήσεις ο ήρωας τερματίζει το δεύτερο ταξίδι του εναγκαλιζόμενος θανάσιμα τους φόβους του: επιστρέφοντας στην Αθήνα, αποπειράται να δολοφονήσει τη γυναίκα του. Ο κύκλος του πεπρωμένου κλείνει, η ιστορία παραμένει όμως ανοιχτή δεν μαθαίνουμε αν η γυναίκα του Μιχάλη πεθαίνει, αν ο πατέρας του είχε ομοφυλοφιλικές τάσεις ή σχέσεις. Το γραμμένο εκπληρώνεται: στο τέλος του ταξιδιού ο ήρωας συναντιέται με τον εαυτό του, ταυτιζόμενος, μέσα από το αίμα, με τον πατέρα του.
Ανοιχτή δεν μένει όμως, στο τέλος, μόνο η ιστορία, ανοιχτό μένει το ίδιο το μυθιστόρημα. Η φιλοσοφική αντίθεση πνεύμα-σάρκα, η κληρονομικότητα όπως την έκανε λογοτεχνία ο νατουραλισμός, ο στοχασμός πάνω στην ίδια τη λογοτεχνία και στην αλήθεια της, θα μπορούσαν, ενδεικτικά, να αποτελέσουν τον πυρήνα αντίστοιχων αναγνώσεων. Η νεωτερικότητα του μυθιστορήματος του Κ. Ακρίβου προκύπτει λοιπόν από την ανοιχτή δομή του. Η γοητεία του προκύπτει όμως από τον στέρεο αφηγηματικό ιστό του, που ντυμένος με μια γλώσσα χυμώδη εμπνέει φόβον και έλεος στον αναγνώστη και τον ταξιδεύει στη no man's land του αληθινού μυθιστορήματος, όπου ο καθένας ξεκλειδώνει τα δικά του κλειδωμένα δωμάτια.
Τιτίκα Δημητρούλια, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 15-02-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις