0
Your Καλαθι
Στρατής Δούκας
Ιστορία ενός οδοιπόρου
Περιγραφή
Ο Κώστας Ακρίβος τοποθετεί τον Στρατή Δούκα στη θέση του αφηγητή και τον αφήνει να αυτοβιογραφηθεί, όπως εκείνος, ίσως, θα ήθελε: με τη χάρη της απλότητας και του μέτρου. Με τα στοιχεία δηλαδή που χαρακτηρίζουν και τον ήρωα στο κυριότερο έργο του Δούκα, την «Ιστορία ενός Αιχμαλώτου».
Ως προς το περιεχόμενο, ο Ακρίβος μένει πιστός σε όλα τα δεδομένα βιογραφικά στοιχεία. Ακολουθεί τον Δούκα παντού: από τα Μοσχονήσια της Μικρασίας, στο Αϊβαλί, τη Μυτιλήνη και τ’ Άγιο Όρος κι από εκεί στο διαμερισματάκι της Νεάπολης Αθηνών, στα μέτωπα των δύο Πολέμων, στις περιδιαβάσεις του στη Μακεδονία... Αναπόφευκτα λοιπόν —αλλά όχι άσκοπα— από τη διήγηση του Κώστα Ακρίβου παρελαύνουν και όλες
οι προσωπικότητες με τις οποίες σχετίσθηκε ή ‘συνομίλησε’ ο Δούκας: ο Χαλεπάς,
ο Κόντογλου, ο Πεντζίκης κι ο Μυριβήλης ο Βενέζης, ο Σεφέρης κι ο Χριστιανόπουλος, καθώς και τα σημαντικότερα έργα του συγγραφέα, τα οποία εντίθενται στη διήγηση με ένα κομψό αυτοαναφορικό ιστορικό της συγγραφής τους.
Τεχνικά, ο Ακρίβος υποβάλλει με ιδιαίτερη δεξιότητα τη δική του γλωσσική τέχνη στο ύφος και την εποχή του Δούκα. Καθαρίζει το λαϊκό λόγο από κάθε ακρότητα
ή εντυπωσιασμό και τηρεί όμορφα τη μικρασιατική και αιολική ιδιοτροπία. Επιλέγει, επίσης, να αφοπλίσει τη διήγηση από ηχηρές αξιολογικές κρίσεις τόσο σε ιστορικό όσο και αφηγηματικό επίπεδο, περιοριζόμενος στα απολύτως απαραίτητα -εννοιολογικά φορτισμένα- επίθετα.
Είναι αυτή η διακριτική, σχεδόν ανεπαίσθητη παρέμβασή του βιογράφου που δίνει δύναμη στο βιβλίο αυτό. Αυτή χαρίζει εν τέλει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να αφουγκραστεί απευθείας τον ίδιο το Δούκα, αυτοβιογραφούμενο. Και να γνωρίσει,
έτσι, έναν από τους σημαντικότερους και πιο σεμνούς πνευματικούς ανθρώπους που ανέδειξαν τα ελληνικά γράμματα.
Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε το 1895 στα Μοσχονήσια του Αδραμυττηνού κόλπου, όπου και έβγαλε το σχολαρχείο. Γυμνάσιο τελείωσε στο Αϊβαλί.
Το 1912 γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοικεί με τον συμπατριώτη του Φώτη Κόντογλου, στη Νεάπολη. Με την κήρυξη του Α' παγκόσμιου πολέμου διακόπτει τις σπουδές του και το 1916 κατατάσσεται εθελοντής στην Εθνική Άμυνα και θα υπηρετήσει ως στρατιώτης και αξιωματικός στο μακεδονικό και στο μικρασιατικό μέτωπο. Τραυματίστηκε και παρασημοροφορήθηκε.
Το 1924 έφυγε για τη Μυτιλήνη κοντά στον Στρατή Μυριβήλη. Αργότερα, και λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, επέστρεψε στους δικούς του στη Θεσσαλονίκη και περιόδευσε στην ύπαιθρο της Μακεδονίας ακούγοντας και καταγράφοντας ιστορίες, τις οποίες περιέλαβε στο έργο του «Ο Οδοιπόρος».
Το έργο του με τη μεγαλύτερη απήχηση, η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» στηρίζεται σε μια συνταρακτική αφήγηση ενός τουρκόφωνου Έλληνα που προσπαθεί να δραπετεύσει από τους Τούρκους. Πιο εσωτερικό «Το Θερμοκήπιο», είναι στην ουσία ένας μονόλογος, εμπνευσμένος από την ατμόσφαιρα της πόλης των Σερρών.
Ο Στρατής Δούκας πέθανε στην Αθήνα το 1983, έχοντας ζήσει τα τελευταία του χρόνια σε γηροκομείο.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Σελ. 43-44
Αφιέρωσα σχεδόν πενήντα χρόνια στον Χαλεπά. Ήταν προβληματική μορφή. Πράγμα που έκανε τους άλλους μελετητές να μην μπαίνουν στο έργο του. Για μένα όμως ήταν μια από τις μεγάλες αγάπες. Τη ζωή του την έκανα βιβλίο. Του ’δωσα το όνομα Ο βίος ενός αγίου. (…) Στο νησί ο μπάρμπα-Γιαννούλης –γιατί έτσι τον φώναζαν– περπατούσε στους δρόμους του Πύργου και μάζευε γόπες. Ήταν μανιώδης καπνιστής. Πάντα στο χέρι του κρατούσε μια ξύλινη πίπα από κέδρο που την είχε φτιάξει ο ίδιος. Για να ζήσουν βοσκούσε πρόβατα. Σαν ήθελε η κακομοίρα η μάνα του να πουλήσει κάνα πρόβατο για να πορευτούν, αυτός έτρεχε στις πλαγιές του Πάνορμου και έκλαιγε τον καλό του σύντροφο, το προβατάκι που έχασε. Μα κανείς δεν συγκινούνταν. Μονάχα η μαρμάρινη κόρη πάνω στον τάφο της έκλαιγε τον ποιητή της.
Πάλευε ο άρρωστος νους του να δέσει το παρελθόν με το παρόν. Σκαρφάλωνε στο μαρμαροβούνι και κομμάτιαζε το βράχο. Μέρες, πάλι, καθόταν σπίτι του και έπλαθε μελαγχολικά τον κόκκινο πηλό. Πάντα σκυφτός και πάντα βιαστικός, με το σακάκι ριγμένο στον ώμο πλανιόταν στους μαρμαροστρωμένους δρόμους σαν κάτι να γύρευε. Μισό αιώνα βάσταξε το βουβό κι απαραπόνευτο μαρτύριο με τον εαυτό του. Τέτοιος ήταν ο μπάρμπα-Γιαννούλης ο Χαλεπάς. Ένα σπάνιο λουλούδι θλίψης και συμπόνιας. Σαν αυτά που φυτρώνουν μονάχα τους πάνω στους τάφους και έχουν μια ξεχωριστή ευωδιά.
Σελ. 48
Η φύση έχει τη δύναμη να στάζει μπάλσαμο στην ταραγμένη καρδιά. Περπατούσα και ξεχνούσα τα βάσανα. Βάδιζα μες στην ψαλμουδιά της λεπτής βροχούλας. Ένιωθα έρωτα για τα χορταράκια, τους αγκαθωτούς θάμνους και για τα πουλιά. Νόμιζα πως έτσι θα ’ναι η ζωή μου για όλα τα επόμενα χρόνια. Μου έμοιαζε ο χρόνος σαν μια ατέρμονη στιγμή.
Τα μουσκεμένα μονοπάτια έπαιρναν την κούραση του μυαλού μου. Ο ήλιος διαπερνούσε τις λόχμες και ζέσταινε το μέσα μου. Φύλλα που σήπονταν μύριζαν ωραία. Η καρδιά μου πλημμύριζε από μια μουσική που με σάστιζε. Ένιωθα στα εσώψυχά μου μια βαθιά ανατριχίλα αγάπης. Μιλούσα με τα πεσμένα φύλλα, με τους φρέσκους βλαστούς, με τ’ άστρα της νύχτας. Τους έδινα τις αναμνήσεις μου. Παρομοίαζα τα ξερά κούτσουρα με τα βάσανά μου. Τα ολόδροσα κλωνιά φάνταζαν σαν υπόσχεση του αθάνατου. Ξάπλωνα δίπλα στο βούισμα του ποταμού να μου πάρει τους στεναγμούς. Πίστευα πως τα δάση είχαν στολιστεί για μένα. Δεν ήξερα αν άξιζα αυτή την τιμή. Σιγανοπερπατούσα μήπως και τρομάξω το κελάηδημα των πουλιών. Ή τη χαρά των ζώων. Με αποκοίμιζε η μεσημεριάτικη κάμα. Έβαζα το χέρι προσκέφαλο και ξάπλωνα πάνω στα φουντωμένα ρείκια. Το δροσερό νερό απ’ το ρυάκι ξέπλενε τα μάτια μου. Ξεχείλιζα από χαρά. Νόμιζα πως αυτές οι στιγμές είναι οι αντίθετες απ’ το θάνατο.
Σελ. 58
«Τα γηρατειά θα ’πρεπε να είναι εκείνο που λέγει η θρησκεία: χριστιανικά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Τα γηρατειά όμως είναι επώδυνα, μαρτυρικά και στο έπακρο επαίσχυντα. Σε ρεζιλεύουν όσο τίποτε άλλο. Σ’ ένα τέτοιο χάλι πώς να πεις «και καλήν απολογίαν παρά τω Κυρίω αιτησόμεθα»; Τα έσχατα γηρατειά είναι η τελευταία δοκιμασία της ζωής. Ευτυχώς όχι για όλους τους ανθρώπους.
Δεν τον φοβάμαι το θάνατο. Τον περιμένω σαν λυτρωτή. Φέτος κοντεύω τα ογδόντα εννιά χρόνια και εύχομαι να ξοφλήσω. Έχω τους πόνους μου, καθώς είμαι πληγιασμένος από τη συνεχή κατάκλιση. Μακάρι να τελειώσω φέτος. Έχω κάνει το καθήκον μου.»
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις