0
Your Καλαθι
Ο Μαρξ στοχαστής της τεχνικής
Από την αλλοτρίωση του ανθρώπου στην κατάκτηση του κόσμου
Περιγραφή
Ένας ζωντανός διάλογος με τον ιδρυτή του μαρξισμού, διάλογος που προπορεύεται και προβλέπει, είναι το περιεχόμενο και η πρωτοτυπία αυτής της διδακτορικής διατριβής, που έδωσε λαβή σε ζωηρότατες συζητήσεις όταν υποστηρίχθηκε το 1959 στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (μαζί με την παράλληλη διατριβή Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία).
Στοχεύει να φθάσει στο κέντρο της σκέψης του Μαρξ, να ανακαλύψει το μίτο της Αριάδνης που διαπερνά όλο του το έργο -από τα γραπτά του πολύ νέου Μαρξ, μέσω των θεμελιακών φιλοσοφικών εργασιών του νέου Μαρξ, ώς τις τελικές πολιτικές και οικονομικές μελέτες- να καταλάβει πώς και γιατί η σκέψη αυτή μπόρεσε να σημαδέψει την ιστορική πραγματικότητα του εικοστού αιώνα. Εδώ, ο Κ. Αξελός αναλαμβάνει και επαναθέτει υπό ερώτηση την προβληματική του Μαρξ, έτσι ώστε, με τον μαρξισμό ενταγμένο και με τον μηδενισμό αναγνωρισμένο, να μπορέσει να τοποθετηθει σ' έναν ορίζοντα η διαμάχη που φέρνει αντιμέτωπους τον αλλοτριωμένο (από τι ακριβώς;) άνθρωπο και τον (προς κατάκτηση;) Κόσμο.
Πέρα από τον Μαρξ και τον μαρξισμό, τον Χάιντεγκερ και τον υπαρξισμό, στόχος είναι μια καλύτερη κατανόηση της παγκόσμιας τεχνικής, η προώθηση μιας νέας σκέψης: ανοιχτής και πολυδιάστατης, ερωτημαιτκής και πλανητικής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με τη μετάφραση του Μαρξ, στοχαστής της τεχνικής ολοκληρώνεται ο επαναπατρισμός στα ελληνικά της πρώτης τριλογίας του Κώστα Αξελού -για πολλούς το πιο γόνιμο και αντιπροσωπευτικό κομμάτι της σκέψης του. Η τριλογία αυτή, στην οποία ο φιλόσοφος έδωσε το όνομα «Το ξετύλιγμα της περιπλάνησης», περιλαμβάνει, εκτός από τον Μαρξ (που εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1961), τα Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία (1962) και Προς την πλανητική σκέψη (1964)1. Ο Μαρξ όπως και ο Ηράκλειτος, έργα μαθητείας και απόπειρες οριοθέτησης μιας προσωπικής επανεκκίνησης του στοχασμού, είναι ακριβώς οι δύο διδακτορικές διατριβές τις οποίες ο Κώστας Αξελός υποστήριξε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης το 1959. Το πανεπιστήμιο στο οποίο, πρέπει να θυμηθούμε, εκείνη ακριβώς τη χρονιά άρχιζε να διδάσκει φιλοσοφία ο συνεξόριστος και φίλος του Κώστας Παπαϊωάννου.
Η αναφορά στον Παπαϊωάννου εδώ δεν είναι τυχαία. Σύντροφοι από τα μαθητικά τους χρόνια και δραπέτες από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, οι δύο στοχαστές είχαν από νωρίς εμπλακεί στην επαναστατική περιπέτεια που έκανε γι' αυτούς τη σκέψη του Μαρξ κάτι περισσότερο από απλή φιλολογική ενασχόληση. Μολονότι λιγότερο εμπλεγμένος από τον Αξελό (που υπήρξε μέλος της ΕΠΟΝ και είχε πάρει ενεργά μέρος στις επαναστατικές της δραστηριότητες), ο Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος που άνοιξε ένα διεξοδικό διάλογο με τη σκέψη του Μαρξ με αξιώσεις παγκόσμιας πρωτοπορίας, καθώς ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1950 θέλησε να υποβάλει σε (αριστερή) κριτική το σύνολο του μαρξιστικού έργου και όχι μόνο τις σταλινικές του «παραμορφώσεις», όπως οι διάφορες τροτσκιστικές ομάδες, ή έστω τη λενινιστική-μπολσεβικική εκδοχή του, όπως ένας αριθμός διανοητών από το λεγόμενο ευρωπαϊκό μαρξισμό. Στη σειρά των μελετών του πάνω στα «Θεμέλια του μαρξισμού» περιλαμβάνεται ένα έργο με τίτλο Ο Μαρξ και η τεχνική, καθώς και ο δεύτερος τόμος του «Διαλόγου Μαρξ-Χέγκελ» με τίτλο Φιλοσοφία και τεχνική2. Τα έργα αυτά πρέπει να θεωρούνται απολύτως δεσμευτικά για τη μετέπειτα ερμηνεία του Μαρξ που θα επιχειρήσει ο Κώστας Αξελός - όσο άλλωστε και η Γένεση του ολοκληρωτισμού, έργο που ο Παπαϊωάννου εξέδωσε το 1959, για την ύστερα από μία δεκαετία «αποδόμηση» του μαρξισμού που θα προτείνει στη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας ο Καστοριάδης.
Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι εκείνα τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου η ερμηνεία του Μαρξ γινόταν έργο επείγον για έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό στοχαστών στην Ευρώπη, καθώς ήταν το πεδίο στο οποίο μπορούσε να συναρθρωθεί μια αποτελεσματική κριτική στο σοβιετικό πείραμα και στις ανεπίλυτες αντιφάσεις που παρουσίαζε ο «κρατικός σοσιαλισμός» με την ανάγκη να διατηρηθεί η επαναστατική δυναμική, που ενείχε η μαρξιστική θεωρία ως κριτική των υπαρχουσών μορφών εκμετάλλευσης και κυριαρχίας στον καπιταλιστικό κόσμο. Σημαντική ώθηση έδωσε σε αυτό η ανακάλυψη των νεανικών χειρογράφων του Μαρξ που εκδόθηκαν το 1932 από τον Ριαζάνοφ και το Ινστιτούτο Μαρξ-Ενγκελς της Μόσχας, τα οποία ειδικά στη Γαλλία ερμηνεύθηκαν ως μια φιλοσοφική-ουμανιστική εκδοχή του Μαρξ που τόνιζε το βολονταριστικό και κάπως «υπαρξιακά» χρωματισμένο στοιχείο της σκέψης του, ειδικά μέσ' από την επεξεργασία της έννοιας της αλλοτρίωσης. Αυτός ο πνευματικός ορίζοντας είναι απαραίτητος για να κατανοηθεί το εγχείρημα του νεαρού Αξελού, ο οποίος ρητά -όπως σημειώνει στις τελευταίες σελίδες της Εισαγωγής του- θα βασιστεί στα νεανικά γραπτά του Μαρξ (εκείνα που προηγούνται από το Κομμουνιστικό μανιφέστο του 1848), ειδικά τα παρισινά Χειρόγραφα 1844, την Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, την Αγία Οικογένεια και τη Γερμανική ιδεολογία. Το έργο του ώριμου Μαρξ δεν αγνοείται βεβαίως, αλλά ερμηνεύεται με εστιακό σημείο τις πρώιμες αυτές φιλοσοφικές επεξεργασίες.
Ένας άλλος παράγοντας που ασκεί καθοριστική επίδραση στο έργο του Αξελού, παρ' ότι ακόμη δεν κατονομάζεται ρητά, είναι η φιλοσοφία του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ο νεαρός Έλληνας φιλόσοφος γνωρίστηκε προσωπικά με τον Χάιντεγκερ στη δεκαετία του '50 και γοητεύτηκε απεριόριστα τόσο από την προσωπική ακτινοβολία όσο και από τη σκέψη αυτού του ιδιόρρυθμου στοχαστή, έγινε μάλιστα και ο μεταφραστής αρκετών έργων του στα γαλλικά. Αν ο Μαρξ είναι η απόπειρα του Αξελού να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με μια οικεία και απ' όλες τις απόψεις διαμορφωτική γι' αυτόν θεωρητική παράδοση, ο Ηράκλειτος είναι ακριβώς μια προσπάθεια ανακατάληψης για λογαριασμό του της χαϊντεγκεριανής σκέψης, αφού είναι σε όλους γνωστό σε ποιο βαθμό η εκστατική οντολογία του Χάιντεγκερ εκκινείται ως αναστοχασμός πάνω στους Έλληνες Προσωκρατικούς· ταυτόχρονα, με αυτό του το εγχείρημα ο Αξελός αναπροσδιορίζει τη σχέση του με την ελληνική κληρονομιά, υποδεικνύοντας εκείνο το κομμάτι της που μοιάζει να γίνεται και πάλι επίκαιρο σήμερα, τη στιγμή της κατάρρευσης όλων των μεγάλων βεβαιοτήτων και των κλειστών συστημάτων, τη στιγμή της πλανητικής ενοποίησης του κόσμου. Οι έννοιες της περιπλάνησης και του παιχνιδιού, που αρχίζει σταδιακά να εισάγει στη σκέψη του, επανερμηνεύουν τη μαρξιστική-εγελιανή έννοια της διαλεκτικής από μια σκοπιά που θέλει να είναι κοσμολογική και ερωτηματική ταυτόχρονα.
Στον Μαρξ όλα τούτα βρίσκονται στην πρώτη τους κίνηση, ωστόσο μπορεί κάποιος να προδιαγράψει τις τροχιές της ανάπτυξής τους. Το έργο βεβαίως μπορεί να διαβαστεί ως μια γενική εισαγωγή στη σκέψη του Μαρξ -κάτι που οπωσδήποτε ήταν στις προθέσεις του- όπου έχουν τη θέση τους όλα τα μεγάλα προβλήματα με τα οποία αναμετρήθηκε αυτός ο τιτάνιος στοχαστής: η επεξεργασία της εγελιανής κληρονομιάς, η θεωρία της αλλοτρίωσης στο οικονομικό, το κοινωνικό, το ανθρώπινο και το πνευματικό πεδίο, οι προοπτικές της επανασυμφιλίωσης και το ουτοπικό όραμα της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας -το πέρασμα από την προϊστορία στην αληθινή ιστορία του ανθρώπινου είδους. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία όμως είναι ο ειδικός εστιασμός μέσω του οποίου ο Αξελός προσπαθεί να προβληματοποιήσει τη μαρξιστική σκέψη. Ο εστιασμός αυτός -κατάδηλος ήδη από τον τίτλο του έργου- έχει, όπως είπαμε, δύο άμεσες πηγές: τη συντριπτική κριτική του Κώστα Παπαϊωάννου στην εργαλειακότητα που διαποτίζει το μαρξιστικό έργο και το συστοιχεί αναπάντεχα με το τεχνικιστικό πνεύμα της σύγχρονης εποχής, και την τεράστια σημασία που έδινε ο Χάιντεγκερ, ιδίως της όψιμης περιόδου, στην τεχνική ως κοσμοϊστορική δύναμη που αλλάζει τα «πεπρωμένα τού Είναι». Για τον Αξελό, ο Μαρξ είναι κατ' εξοχήν ο στοχαστής εκείνος που θέλησε «να ανατρέψει την παραδοσιακή μεταφυσική της Δύσης, να ολοκληρώσει, να καταργήσει και να ξεπεράσει τη φιλοσοφία πραγματώνοντάς τη μέσα στην πρακτική» (σ. 15-16)· αυτή η «πρακτική» όμως συλλαμβάνεται με προβληματικό τρόπο ως «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», δηλαδή τεχνική. Υπάρχει εδώ η εξής αντίφαση: εκείνο που αλλοτριώνει τον άνθρωπο από την αληθινή του φύση, την πραγματικότητα της ουσίας του η οποία στο παρόν γίνεται αντιληπτή μόνο μέσ' από τις παραμορφώσεις που της επιβάλλει ο καταμερισμός της εργασίας, είναι το ίδιο εκείνο που κάνει τον άνθρωπο ανθρώπινο πλάσμα και τη φύση του αληθινά ιστορική - δηλαδή η τεχνική. Σε ορισμένα σημεία ο Αξελός -απηχώντας το χαϊντεγκεριανό μάθημα- υπονοεί ότι το βαθύτερο πρόβλημα ίσως βρίσκεται στον ίδιο τον ανθρωποκεντρισμό του Μαρξ: επικεντρούμενη στον άνθρωπο και μη θέλοντας να αναγνωρίσει ένα οποιοδήποτε Είναι που ξεπερνά και θεμελιώνει το ανθρώπινο Είναι, η μαρξιστική σκέψη ενδίδει στο προμηθεϊκό όραμα του πλήρους εξανθρωπισμού και της πλήρους κοινωνικοποίησης όλων όσα υπάρχουν. Έτσι, μέσω μετατοπίσεων των οποίων την τραγική σημασία μόνο σήμερα είμαστε σε θέση να δούμε καθαρά, η ίδια η «φύση... είναι προορισμένη να πάψει να είναι φύση, για να γίνει αποκλειστικά προϊόν της ανθρώπινης τεχνικής. Η "ανάσταση της φύσης" σημαίνει λοιπόν ολική κατάργηση της φύσης, ολική τεχνικοποίηση αυτού που είναι "φυσικό"» (σ. 324).
1. Τα έργα κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Εξάντας» (Αθήνα, 1974/86, μτφρ.: Δημήτρη Δημητριάδη) και Εστία (Αθήνα, 1985, μτφρ.: Φρ. Αμπατζοπούλου, Π. Παπαδόπουλου & Λίλας Σκάμη) αντιστοίχως.
2. Ελληνική έκδ. «Εναλλακτικές Εκδόσεις», Αθήνα, 1994.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/04/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις