Το μέγαρο Γιακουμπιάν
Περιγραφή
Στο Μέγαρο Γιακουμπιάν, μια πολυκατοικία που χτίστηκε πριν από εβδομήντα χρόνια στο Κάιρο, ζουν και εργάζονται άνθρωποι διαφόρων κοινωνικών τάξεων που συνιστούν μια πιστή μικρογραφία της σύγχρονης αιγυπτιακής κοινωνίας (στα ελληνικά γράμματα, ανάλογο θέμα πραγματεύεται ο Μ. Καραγάτσης στο 10). Ο συγγραφέας, συνεχίζοντας την παράδοση του Ναγκίμπ Μαχφούζ, παρατηρεί τους ήρωές του, τους ενοίκους της πολυκατοικίας, πλούσιους και φτωχούς, καλούς και κακούς, χωρίς να τους κρίνει, με τρυφερή και στοργική ματιά, με πόνο και κατανόηση. Ζούμε τις ελπίδες και την εξέγερση του Τάχα, νεαρού ισλαμιστή που ονειρεύεται να γίνει αστυνομικός, την πίκρα και την απογοήτευση του Χάτιμ, ομοφυλόφιλου διανοούμενου μέσα σε μια κοινωνία που του επιτρέπει την ηδονή, όχι όμως και την αγάπη, τη νοσταλγία ενός λαμπρού παρελθόντος του ξεπεσμένου πια αριστοκράτη Ζάκι, τα παραστρατήματα της φτωχής και όμορφης Μπουσάινα.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ
ΜΙΑΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΝΑ ΣΤΟΧΑΣΤΟΥΜΕ ΤΗΝ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. «ΔΕΚΑ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΣ ΟΡΟΦΟΙ, ΚΛΑΣΙΚΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ
ΤΥΠΟΥ, ΜΠΑΛΚΟΝΙΑ ΜΕ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΟΜΕΣ ΣΚΑΛΙΣΜΕΝΕΣ
ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ, ΚΟΛΟΝΕΣ, ΣΚΑΛΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΡΟΜΟΙ ΑΠΟ ΑΤΟΦΙΟ
ΜΑΡΜΑΡΟ, ΚΙ ΕΝΑ ΑΣΑΝΣΕΡ SCΗΙΝDLΕR, ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΟΝΤΕΛΟ»
Κάπως έτσι ονειρευόταν το μέγαρό του ο Αγκόπ Γιακουμπιάν, πρόεδρος της αρμενικής κοινότητας της Αιγύπτου το 1934 και κάπως έτσι το παρήγγειλε στην πασίγνωστη ιταλική κατασκευαστική εταιρεία που το έχτισε. Από το 1936 που το μέγαρο άνοιξε τις πόρτες του στο καλύτερο σημείο της οδού Σουλεϊμάν Μπάσα, στο κέντρο του Καΐρου, ώς το 1990 που θα το επισκεφθεί ο αφηγητής αυτής της ιστορίας τα πράγματα στην Αίγυπτο έχουν αλλάξει ριζικά.
Η παλιά κυρίαρχη τάξη μπορεί ακόμη να κρατάει πεισματικά την γεύση του κοσμοπολιτισμού της, μαζί με τις αναμνήσεις της, όμως η καινούργια τάξη κρατάει τα πράγματα στα χέρια της. Σ΄ αυτήν ανήκουν όσοι κατάφεραν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που τους πρόσφερε το νασερικό καθεστώς και ό,τι το ακολούθησε. Όσο για τους υπόλοιπους, ας δώσουμε την ευκαιρία σε έναν από τους τυχερούς, τον Καμάλ Αλ Φούλι να τους περιγράψει:
«Οι αφελείς πιστεύουν πως νοθεύουμε τις εκλογές. Τεράστιο λάθος! Απλώς, ξέρουμε τον αιγυπτιακό λαό απέξω κι ανακατωτά. Οι Αιγύπτιοι είναι πλασμένοι απ΄ το Θεό για να υποτάσσονται στην εξουσία μιας κυβέρνησης. Κανείς Αιγύπτιος δεν μπορεί να διαφωνεί με την κυβέρ νησή του. Υπάρχουν λαοί που ξεσηκώνονται και επαναστατούν, αλλά ο Αιγύπτιος πάντα έσκυβε το κεφάλι για να φάει το ψωμί του. Όλα αυτά τα γράφει η Ιστορία. Ο αιγυπτιακός λαός είναι ο πιο χειραγωγήσιμος λαός της Γης».
Το θέμα της συζήτησης είναι η βουλευτική έδρα την οποία επιθυμεί να διεκδικήσει ο χατζής Αζάμ στις επόμενες εκλογές και την οποία μπορεί να του εξασφαλίσει, με το αζημίωτο εννοείται, ο Καμάλ αλ Φούλι. Αυτός ο τελευταίος, έχοντας περάσει διαδοχικά από όλους τους κομματικούς μηχανισμούς που κυβέρνησαν την Αίγυπτο στη διάρκεια της ενήλικης ζωής του έχει γίνει η σκιώδης δύναμη του καθεστώτοςή μάλλον μία από τις σκιώδεις δυνάμεις. Είναι, εν ολίγοις, μια από εκείνες τις ψυχές που ξαναγράφουν καθημερινά τον Μακιαβέλι επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι τα όρια που χωρίζουν τον ρεαλισμό από τον πιο απελευθερωμένο κυνισμό παραμένουν δυσδιάκριτα.
Όσο για τον Χατζή Αζάμ, αυτός, ενώ είχε ξεκινήσει κουβαλώντας από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο ένα κασελάκι λούστρου τώρα, εκτός από κατασκευαστικές εταιρείες, αλυσίδες καταστημάτων και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων έχει και ένα διαμέρισμα στο Μέγαρο Γιακουμπιάν. Έχει κι αυτός τα προβλήματά του. Αν και εξήντα ετών, πολλές φορές στην διάρκεια της νύχτας ξυπνάει από κάτι εντελώς εφηβικές ονειρώξεις τις οποίες θεραπεύει νυμφευόμενοςκαι όχι «παντρευόμενος» όπως σημειώνει μάλλον άκομψα ο μεταφραστής- και μια δεύτερη γυναίκα εκτός από την χατζίνα Σάλχα η οποία, κουρασμένη πλέον, αρνείται να τον θεραπεύσει από τις άκαιρες επιθέσεις της λαγνείας. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο θα μου πείτε.
Στην άλλη άκρη της ιεραρχίας που προγραμματίζει τις τύχες του κόσμου βρίσκεται ο νεαρός Τάχα. Διόλου κυνικός αν και ρεαλιστής, αυτός μοιάζει να είναι γεννημένος για να ταπεινώνεται. Γιος θυρωρού, αν και εξαίρετος μαθητής, απορρίπτεται από τις εξετάσεις της αστυνομίας επειδή είναι γιος θυρωρού. Ερωτευμένος με την χυμώδη Μπουσάινα την χάνει όταν εκείνη αποφασίζει να ενδώσει στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις του αφεντικού της, του εμπόρου Τάλαλ, να ενδώσει σημειωτέον χωρίς να χάσει την παρθενιά της. Ξεκρέμαστος και ταπεινωμένος δεν θα αργήσει να ανακαλύψει την όχι και τόσο κρυφή γοητεία του προφήτη και των μαρτύρων του.
Ακόμη και όλα τα υπόλοιπα να έλειπαν από Το Μέγαρο Γιακουμπιάν φτάνει ο Τάχα για να δικαιολογήσει την ανάγνωση του βιβλίου- το οποίο ούτως ή άλλως το απολαμβάνεις σαν εκείνες τις ιστορίες που διηγούνταν κάποτε σιγορουφώντας το ποτό τους οι θαμώνες της μπάρας. Με το ανάλαφρο ύφος του, μ΄ αυτό το αίσθημα του κωμικοτραγικούπολύτιμο όσο και η τρυφερότητα που μπορεί να εμπνεύσει η ανθρώπινη κατάσταση- ο Αλάα Αλ-Ασουάνι φτιάχνει το ψυχογράφημα του ισλαμιστή τρομοκράτη με μιαν ακρίβεια που μόνον η πολύ καλή λογοτεχνία μπορεί να επιτύχει. Χωρίς περιττές δραματοποιήσεις, χωρίς τα στερεότυπα με τα οποία έχουν αποβλακώσει την δική μας «πολιτικώς ορθή» σκέψη περιγράφει την πορεία του Τάχα από την αίθουσα του πανεπιστημίου στο τζαμί κι από κει στο στρατόπεδο εκπαίδευσης στην έρημο σαν μια απολύτως φυσιολογική πορεία, τόσο φυσιολογική που σε κάνει να ανατριχιάζεις. Η ταπείνωση που υφίσταται από την αστυνομία μετά από την σύλληψή του μοιάζει με το απαραίτητο μυητικό στάδιο για την ολοκλήρωσή του.
Οι φράσεις του κατηχητή του και καθοδηγητή του σεΐχη Σακίρ δίνουν τον τόνο:
«Δεν θέλουμε το ισλαμικό μας έθνος ούτε σοσιαλιστικό ούτε δημοκρατικό. Το θέλουμε ισλαμικό ισλαμικό, θα παλέψουμε και θα δώσουμε τη ζωή μας κι ό,τι πολύτιμο έχουμε για να γίνει η Αίγυπτος ισλαμική. Το ισλάμ και η δημοκρατία είναι έννοιες αντίθετες και δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Δημοκρατία σημαίνει ότι ο λαός κυβερνάται απ΄ το λαό. Το ισλάμ γνωρίζει μόνο τους κανόνες του Θεού».
Στους αντίποδες του Τάχα, γιος Γαλλίδας και Αιγύπτιου νομικού, ο Χάτιμ είναι αρχισυντάκτης μιας γαλλόφωνης εφημερίδας του Καΐρου και ομοφυλόφιλος. Ιδιοκτήτης κι αυτός διαμερίσματος στο μέγαρο, τον συναντούμε στο μπαρ Chez nous και παρακολουθούμε τον δεσμό του με τον Αμπντ Ράμπα, από την ανέφελη αρχή του ώς την δυστυχισμένη του κατάληξη.
Τελευταίος, αλλά όχι και ο λιγότερο σημαντικός, ο Ζάκι Μπέης, από τους παλιότερους κατοίκους του μεγάρου Γιακουμπιάν. Γόνος της παλιάς βασιλικής οικογένειας της Αιγύπτου, οπιομανής και γυναικάς υφίσταται τα βασανιστήρια της αδελφής του πριν σημαδέψει το χάπι-εντ του όλου βιβλίου με τον γάμο του με την ωραία Μπουσάινα η οποία, ενώ τον πλησίασε για να του προσφέρει τις ερωτικές της υπηρεσίες προκειμένου να τον τυλίξει σε μια κομπίνα, κατέληξε να τον ερωτευτεί.
Από την κορυφή ώς τη βάση της πυραμίδας
Η χυμώδης Μπουσάινα θα εγκαταλείψει τον αγαπημένο της που θα καταλήξει τρομοκράτης, θα ενδώσει στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις τού αφεντικού της και τελικά θα ερωτευτεί έναν υπερώριμο ξεπεσμένο μπέη. Σκηνή από την κινηματογραφική μεταφορά του «Μεγάρου Γιακουμπιάν»
Σίγουρα μπορείς να πεις ότι το Μέγαρο Γιακουμπιάν είναι μια μεταφορά της σημερινής αιγυπτιακής κοινωνίας. Περιγράφει μια κοινωνία, από την κορυφή ώς την βάση της πυραμίδας, η οποία βγήκε από την αποικιοκρατία και αφού δεν μπόρεσε να μηχανευτεί τίποτε καλύτερο από μια ταπεινωτική τυραννία μοιάζει έτοιμη για να την καταπιεί, σαν την άμμο της ερήμου, το Ισλάμ. Το τραγικό είναι πως ό,τι διατηρεί ακόμη αυτήν την επίφαση δημοκρατίας είναι το ίδιο το τυραννικό και διεφθαρμένο καθεστώς. Αν καταρρεύσει τίποτε δεν μπορεί να συγκρατήσει την θεόπνευστη ορμή των υποψηφίων μαρτύρων του Κορανίου.
Όμως δεν είναι μόνον αυτό που φτιάχνει την γοητεία του Μεγάρου Γιακουμπιάν. Είναι αυτό το άρωμα της παλιάς καλής νεορεαλιστικής αφήγησης, ένα άρωμα που μοιάζει χαμένο πια, η διαπίστωση του αναγνώστη ότι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες δεν έχουν εγκαταλείψει τελείως την επιφάνεια της γης, κι ότι αρκεί να παρακολουθήσεις την τροχιά της μοίρας τους για να μπορέσεις να στοχαστείς την ανθρώπινη κατάσταση.
Γοητευτικό ανάγνωσμα, λογοτεχνία πρώτης γραμμής.
Τάκης Θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 13/5/2007
Κριτικές
22/01/2013, 17:05