0
Your Καλαθι
Η κοινωνιολογία στην Ελλάδα σήμερα ΙΙΙ Η ολοκλήρωση της Τριλογίας 1959-2000
Με κείμενα 36 συγγραφέων
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
«... ένα βιβλίο είναι ένα απλωμένο χέρι προς χαιρετισμό «παρατηρεί εύστοχα στο «μονόλογό του» ο Αντρέας Φραγκιάς. Έτσι και το τωρινό βιβλίο «Η Κοινωνιολογία στην Ελλάδα σήμερα» (όπως και τα δύο προηγούμενα με τον ίδιο τίτλο) μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως «απλωμένα χέρια προς χαιρετισμό»: χαιρετισμό του κάθε κοινωνιολόγου, μέσα από το κείμενό του, προς τους ομοτέχνους του αλλά και τους μη ειδικούς αναγνώστες που θέλουν να ενημερωθούν για τις τάσεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνιολογικής σκέψης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μοναχικοί παίκτες, χωρίς σαφή συνείδηση ότι ανήκουν σε μια επιστημονική κοινότητα, χωρίς ιδιαίτερη επιρροή στη χάραξη της ελληνικής κοινωνικής πολιτικής, άγνωστοι οι περισσότεροι στη διεθνή κοινωνιολογική κοινότητα. Και ταυτόχρονα, κοσμοπολίτες, με καλές σπουδές σε μεγάλα πανεπιστήμια της Δύσης και με πρωτότυπο επιστημονικό έργο σε ό,τι αφορά την ελληνική κοινωνία. Ετσι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς σήμερα τους έλληνες και τις ελληνίδες κοινωνιολόγους, με βάση το τελευταίο έργο της Ιωάννας Λαμπίρη-Δημάκη, καθηγήτριας της κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέως πολλών βιβλίων για την κοινωνική διαστρωμάτωση, την ανώτατη εκπαίδευση, τη μεθοδολογία και την εξέλιξη της κοινωνιολογίας.
Η τρίτομη ανθολογία της (Α' τόμος, 1987, Β' τόμος, 1997, και Γ' τόμος, 2002, όλοι στον ίδιο εκδότη) αποτελεί πηγή πρωτογενών στοιχείων και ταυτόχρονα δευτερογενή ανάλυση. Οι τόμοι αποτελούν πρωτογενή πηγή για τη σημερινή κατάσταση του κλάδου γιατί συνολικά περιέχουν αποσπάσματα έργων και βιογραφικά 114 κοινωνιολόγων, είτε πανεπιστημιακών είτε ερευνητών. Στους παλαιότερους τόμους είχαν συμπεριληφθεί κυρίως κοινωνιολόγοι που είχαν αποκτήσει το διδακτορικό τους κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Στον πιο πρόσφατο τόμο περιλήφθηκαν κυρίως νεότεροι, με διδακτορικά από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Ως δευτερογενής ανάλυση, οι τρεις τόμοι διαφέρουν μεταξύ τους. Στον πρώτο από αυτούς η Δημάκη είχε γράψει μια εισαγωγή στην ιστορία της ελληνικής κοινωνιολογίας και στον δεύτερο ένα εισαγωγικό σημείωμα με έμφαση στα ερευνητικά κέντρα και στα περιοδικά του κλάδου. Η εισαγωγή της στον τρίτο τόμο είναι μια πληρέστερη επισκόπηση του επιστημονικού προσωπικού που διδάσκει στα ΑΕΙ ή εργάζεται σε κέντρα ερευνών με την ιδιότητα του κοινωνιολόγου. Η Δημάκη χαρτογραφεί το προσωπικό αυτό με βάση την κοινωνιολογική έννοια της «γενιάς» του Κ. Μάνχαϊμ, τα διάφορα είδη «κεφαλαίου», το «επιστημονικό πεδίο» και το «σύστημα προδιαθέσεων» (habitus) του Π. Μπουρντιέ και τις αναλύσεις του Ν. Μουζέλη για τη σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία. Οι σελίδες της εισαγωγής που αφιερώνονται στις έννοιες του Μπουρντιέ (σ. 93-103) είναι από τις πιο ευκρινείς εισαγωγές στη σκέψη του γάλλου κοινωνιολόγου που μπορεί να βρει κανείς στα ελληνικά.
Από την υπόλοιπη εισαγωγή ξεχωρίζουν οι διαπιστώσεις της συγγραφέως για τις δύο γενιές, το πολιτισμικό κεφάλαιο και το φύλο των κοινωνιολόγων. Οι παλαιότεροι κοινωνιολόγοι ήταν περισσότεροι πολιτικοποιημένοι και πρωτοπόροι της προσπάθειας να εισαχθούν οι κοινωνικές επιστήμες στη δύσπιστη ελληνική κοινωνία. Θεωρούσαν την κοινωνιολογική ανάλυση εργαλείο της κοινωνικής αλλαγής. Οι νεότεροι είναι περισσότερο σκεπτικιστές σε ό,τι αφορά τις επιστημολογικές βάσεις και την κοινωνική χρησιμότητα της επιστήμης τους. Ταυτόχρονα όμως είναι περισσότερο ευαίσθητοι σε νέα θέματα (π.χ., μειονότητες, κοινωνικός αποκλεισμός, ταυτότητες) και πιο διαθέσιμοι για συνεργασία με φορείς εκτός των πανεπιστημίων, τόσο στον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο τομέα, καθώς και με φορείς του εξωτερικού. Και οι δύο γενιές απέκτησαν μεταπτυχιακή κοινωνιολογική παιδεία στο εξωτερικό, κυρίως σε δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Ωστόσο, στη νεότερη γενιά υπάρχουν αρκετοί με ελληνικό διδακτορικό. Και στις δύο γενιές κυριαρχούν οι άνδρες. Η παρουσία των γυναικών κοινωνιολόγων είναι εντονότερη στα ερευνητικά ιδρύματα. Στα πανεπιστήμια, που ακόμη θεωρούνται θεσμοί υψηλότερου κύρους στη χώρα μας, υπάρχει ανδροκρατία.
Αλλα ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν από την ανάγνωση των κειμένων των κοινωνιολόγων. Η θεματολογία τους είναι ευρύτατη. Εκτείνεται από την εισαγωγή νέου είδους υγρών καυσίμων ως την κοινωνική λειτουργία της ανάγνωσης και από τον «αγροτικό κομμουνισμό» στην Ελλάδα ως τον Γ. Χάμπερμας. Νομίζω δε ότι αν στο βιβλίο οι συγγραφείς δεν παρουσιάζονταν κατ' αλφαβητική σειρά, αλλά δύο-τρεις μαζί κατά θεματική ενότητα (π.χ., ελληνική αγροτική κοινωνία, σύγχρονη κοινωνική θεωρία κτλ.), τα συμπεράσματα θα ήταν πιο ανάγλυφα. Οσο για κάποιες συνήθεις εντυπώσεις της κοινής γνώμης σχετικά με τον λόγο και τις πεποιθήσεις των κοινωνιολόγων, η έκδοση αυτή αποδεικνύει ότι δεν ισχύουν. Οι κοινωνιολόγοι δεν γράφουν πιο δυσνόητα από άλλους επιστήμονες. (Οι εξαιρέσεις είναι γνωστές σε όσους παρακολουθούν στοιχειωδώς τον ελληνικό Τύπο και τα πολιτικά και επιστημονικά περιοδικά.) Επίσης οι νεότεροι τουλάχιστον κοινωνιολόγοι δεν βρίσκονται εξ ολοκλήρου στον αστερισμό του μαρξισμού. Είναι όμως (και ευτυχώς) επηρεασμένοι από πολλά ρεύματα της σύγχρονης κριτικής θεωρίας. Οπως δέχεται η Δημάκη, η διάκριση μαρξιστών και μη μαρξιστών δεν θα μας έλεγε τίποτε σημαντικό για τους συγγραφείς που περιλαμβάνονται στον τόμο: «... απέφυγα ενσυνείδητα να θέσω ετικέτες του τύπου μαρξιστική ή βεμπεριανή κοινωνιολογία» (σ. 38).
Τέλος, η συγγραφέας της εισαγωγής προτείνει μια ανησυχητική υπόθεση εργασίας. Σε σύγκριση με τους παλαιότερους κοινωνιολόγους, οι νεότεροι δεν επιμένουν στον συνδυασμό θεωρίας και εμπειρικής έρευνας στα κείμενά τους. «Στις εμπειρικές τους έρευνες με ερωτηματολόγια η θεωρία τείνει συχνά να είναι απούσα. Η ολιστική ερευνητική προσέγγιση της ελληνικής κοινωνίας σε ιστορικό μακρο-επίπεδο δεν φαίνεται να ελκύει ιδιαίτερα τη νέα γενιά κοινωνιολόγων. Η αποκλειστική ενασχόληση με καθαρά θεωρητικά και εννοιολογικά ζητήματα χαρακτηρίζει αρκετά από τα μέλη της νεότερης γενιάς» (σ. 90). Θα συνεχιστεί άραγε αυτή η τάση που, στη χειρότερη εκδοχή της, οδηγεί στον δυϊσμό ατεκμηρίωτης θεωρητικολογίας από τη μια μεριά και στη δημοσιογραφική καταγραφή τάσεων του κοινωνικού σώματος από την άλλη; Αν αφήσουμε αυτό και τόσα άλλα ερωτήματα στην καλή θέληση συστηματικών αλλά μεμονωμένων ερευνητών, ίσως δεν λάβουμε ποτέ μια απάντηση.
Δεν είναι η πρώτη φορά στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες που ένα άτομο ή μια μικρή ομάδα ατόμων σηκώνει το βάρος ενός μεγάλου και μακροχρόνιου έργου που θα έπρεπε να έχει υιοθετηθεί ή έστω συνεχιστεί από ιδρύματα ή συλλογικούς φορείς. Σκέπτομαι πρόχειρα το εξαιρετικό πολύτομο έργο για τη νεοελληνική πεζογραφία των εκδόσεων Σοκόλη ή την πρόσφατη ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του Αλ. Αργυρίου. Η τρίτομη ανθολογία για την ελληνική κοινωνιολογία θα έπρεπε κανονικά να αποτελέσει ερευνητικό έργο ιδρύματος, όχι αποτέλεσμα της εργασίας ενός ατόμου. Είναι προφανές ότι η Δημάκη ξόδεψε πολύ κόπο και χρόνο και ότι επιμελήθηκε ιδιαίτερα την παρουσίαση μιας ολόκληρης επιστημονικής κοινότητας. Η κοινότητα αυτή θα είχε να κερδίσει πολλά σε αυτογνωσία αν συνέχιζε το έργο της.
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος (επίκουρος καθηγητής πολιτικής επιστήμης)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 22-09-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις