0
Your Καλαθι
Τσέρνομπιλ - Ένα χρονικό του μέλλοντος
Μαρτυρίες
Περιγραφή
Την 26η Απριλίου 1986, μία σειρά εκρήξεων κατέστρεψε τον αντιδραστήρα του τέταρτου ενεργειακού μπλοκ στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ. Το ατύχημα αυτό χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη τεχνολογική καταστροφή του εικοστού αιώνα. Μιλούν άντρες, γυναίκες, παιδιά, χωρικοί, στρατιώτες, μαθητές, πυροσβέστες, επιστήμονες, μελλοθάνατοι και συγγενείς μελλοθάνατων, μητέρες που γέννησαν παραμορφωμένα παιδιά, μαθητές που δε συναντιούνται πια στο σχολείο μα σε μονάδες λευχαιμικών ασθενών, αγρότες που ξεριζώθηκαν από την απαγορευμένη ζώνη, γονιοί που έθαψαν τα παιδιά τους, γυναίκες που είδαν τους άντρες τους να λιώνουν ζωντανοί πριν πεθάνουν, γέροντες που αναθυμούνται τις παλιές προφητείες, κορίτσια που κρύβουν την καταγωγή τους γιατί, αν την αποκαλύψουν, δε θα βρουν σύντροφο για τη ζωή τους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Τα παράθυρα είχαν θέα στο σταθμό. 26 Απριλίου. Κράτησε δύο μέρες -οι δύο τελευταίες μου μέρες στην πόλη. Το Πριπιάτ δεν υπάρχει πια. Ό,τι απέμεινε δεν είναι η πόλη όπου ζήσαμε. Εκείνη τη μέρα, ένας γείτονας καθόταν στο μπαλκόνι με τα κυάλια και παρατηρούσε τη φωτιά στον αντιδραστήρα. Την ίδια ώρα, εμείς τα παιδιά τρέχαμε με τα ποδήλατά μας γύρω από το σταθμό. Όσοι δεν είχαν ποδήλατο μας ζήλευαν. Κανείς δεν μας μάλωνε. Ούτε οι γονείς ούτε οι δάσκαλοί μας. Το μεσημέρι, όλοι οι ψαράδες είχαν φύγει από το ποτάμι. Γύριζαν στα σπίτια τους μαυρισμένοι -τέτοιο μαύρισμα ούτε με ένα μήνα διακοπές στο Σότσι δεν έκανες... Πυρηνικό μαύρισμα! Ο καπνός πάνω από το σταθμό δεν ήταν ούτε μαύρος ούτε κίτρινος. Ήταν μπλε. Κανείς όμως δεν μας μάλωνε».
Απόσπασμα από το συγκλονιστικό βιβλίο της Λευκορωσίδας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς «Τσέρνομπιλ. Ένα χρονικό του μέλλοντος». Μιλάνε τα παιδιά που έβλεπαν τη φωτιά από το Πριπιάτ. Είναι το ίδιο Πριπιάτ, αλλά μια νεκρή πόλη πια, που είδα κι εγώ, στην επίσκεψη-σοκ στην περιοχή, ως εκπρόσωπος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, πέρυσι το Μάρτιο. Τον Απρίλιο του 1986, μας είπαν τότε, η πόλη των 50.000 κατοίκων δίπλα στο Τσερνομπίλ, εκκενώθηκε με τρεις μέρες καθυστέρηση. Σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου βαριές, σοβιετικές πολυκατοικίες, λεηλατημένες, με σπασμένα παράθυρα και πινακίδες, μπροστά η χορταριασμένη πλατεία, γύρω υπολείμματα του κόκκινου «ραδιενεργού δάσους», και μοναδική βλάστηση λίγα δενδρύλλια, που φυτεύτηκαν για να διαπιστωθεί αν θα αναπτυχθούν και αν θα μεταλλαχθούν γενετικά. Στο βάθος η ρόδα του λούνα παρκ, σίγουρα η ίδια ρόδα όπου ανέβαιναν τα παιδιά που μιλάνε στο βιβλίο.
Η πρώτη και η τελευταία μαρτυρία του βιβλίου είναι ίσως οι πιο συνταρακτικές. Η πρώτη, αυτή της εγκύου γυναίκας ενός πυροσβέστη από το Πριπιάτ. Διηγείται τις τελευταίες στιγμές του άντρα της, τον οποίο ακολούθησε μέχρι το νοσοκομείο στη Μόσχα, όπου μπήκε αποκρύπτοντας πως ήταν έγκυος. Οι περιγραφές της υγείας του από τη γυναίκα του είναι συχνά ανατριχιαστικές, αλλά πολύ πραγματικές. Ενώ ο άνδρας της έχει γίνει πια ένας «αντιδραστήρας», όπως λέει η νοσοκόμα, η γυναίκα του τον περιποιείται μέχρι τέλους, «είναι όλος δικός μου... τον αγαπώ...». Όσο για το παιδί τους, λέει: «Πίστευα ότι μέσα μου ήταν απολύτως προστατευμένο...». Πέθανε μόλις γεννήθηκε. Η τελευταία μαρτυρία του βιβλίου είναι αυτή μιας γυναίκας που επίσης έχασε τον άνδρα της γιατί πήγε στο Τσερνομπίλ, ενώ ο άρρωστος γιος τους ακόμη τον περιμένει. «Θα με ρωτήσετε πώς πεθαίνει κανείς "με τον τρόπο του Τσερνομπίλ"», λέει η γυναίκα. «Θα σας πω... Ο άνδρας που αγαπούσα τόσο πολύ, αυτός που ήταν το παν για μένα, η ίδια μου η ζωή, το σώμα μου, μεταμορφώθηκε στα μάτια μου σ' ένα αποτρόπαιο τέρας».
Συνολικά πάνω από εκατό μαρτυρίες σε πρώτο πρόσωπο. Σε μία από αυτές εξομολογείται και η συγγραφέας: «Προσπάθησα να εξερευνήσω τα συναισθήματα, να μάθω τι ένιωσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που είχαν αγγίξει το άγνωστο, το μυστήριο». Δεν είναι ένα βιβλίο για το τι συνέβη και ποιος φταίει, παρά για τους ανθρώπους του Τσερνομπίλ. Μιλάνε μητέρες, παιδιά, ασθενείς, μελλοθάνατοι, αγρότες, χωρικοί, στρατιώτες, ηλικιωμένοι, επιστήμονες, ένα κομματικό στέλεχος και άλλοι. Η συγγραφέας έχει παρέμβει σχεδόν αδιόρατα, τόσο όσο χρειάζεται ώστε τα κείμενα να διατηρούν το χαρακτήρα μαρτυριών, αλλά να είναι και λογοτεχνικά άρτια. Η γλώσσα είναι η απλή γλώσσα των ομιλούντων, αλλά όχι απλοϊκή. Κύριο χαρακτηριστικό: η λιτότητα και η ρεαλιστική περιγραφή. Κανένας μονόλογος δεν επαναλαμβάνεται, μόνον κάποια μοτίβα. Από τα τρία μέρη του βιβλίου ξεχωρίζει ο τίτλος του τρίτου, «Το Μαύρο Κουτί της Ανθρωπότητας», που θυμίζει αεροπορική τραγωδία: η γη που έγινε τόπος συλλογής θλιβερών στοιχείων για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τραγικός και ο χορός στο τέλος κάθε μέρους, ο χορός των στρατιωτών, των απλών ανθρώπων, των παιδιών, αν και δεν παύουν να είναι και αυτοί μονόλογοι. Το βιβλίο καταφέρνει εντέλει να γράψει ιστορία, μια που μετουσιώνει πολλές φωνές ανθρώπων που έζησαν ένα γεγονός ιστορικής κλίμακας σε μία και μόνη φωνή.
Οι άνθρωποι αυτοί έμειναν μόνοι, στο κενό, χάνοντας ταυτόχρονα την πίστη τους. Οι Ρώσοι ένιωθαν την ανάγκη να πιστεύουν σε κάτι, και ακόμη πιο πολύ όταν βγήκαν νικητές απ' αυτό τον «τρομερό πόλεμο» όπως λέει κάποιος. Τους ναζί τους είχαν νικήσει, αυτό όχι. Ο πόλεμος είχε μια λογική, αυτό δεν το καταλάβαιναν. Τώρα η πίστη κλονιζόταν, η πίστη στο σύστημα, στην ιδεολογία, ακόμη και η πίστη στη Φυσική και στους νόμους της. Ηταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν έναν πυρηνικό πόλεμο, κάτι τέτοιο όχι. «Στον πόλεμο τρώγαμε τσουκνίδες και αγριόχορτα. Μπορεί να είχαμε πρηστεί από την πείνα αλλά δεν πεθάναμε... Βρίσκαμε βατόμουρα και μανιτάρια στο δάσος... Τώρα όμως... Δεν μπορούμε να πιούμε γάλα. Δεν μπορούμε να μαγειρέψουμε φασόλια. Μας απαγόρεψαν τα μανιτάρια και τα βατόμουρα. Μας ζητούν να μουλιάζουμε τρεις ώρες το κρέας στο νερό. Ν' αλλάζουμε δύο φορές το νερό όταν βράζουμε τις πατάτες. Ποιος όμως μπορεί να τα βάλει με το Θεό;».
Είναι οι άνθρωποι που είτε έφυγαν και γύρισαν στα σπίτια τους, είτε δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να φύγουν. Στο βιβλίο έμφαση δίδεται στις εικόνες των ζώων, που αλαφιασμένα τρέχουν μπροστά σ' αυτό το πλήθος των ανθρώπων που φεύγει, και στα κατοικίδια, που αναγκαστικά μένουν πίσω, και τα βλέπει κανείς μόνα, μέσα στα σπίτια. Αλλά από τα εγκαταλελειμμένα σπίτια μπορεί να δει κανείς να ξεπετάγονται ακόμα και λαγοί και αγριογούρουνα. Η περιοχή του Τσερνομπίλ είναι πράγματι μια περιοχή που αποπνέει «μυστήριο», όπως λέει η συγγραφέας. Έχεις την αίσθηση πως είσαι και δεν είσαι εκεί. Είσαι στη φύση, αλλά δεν μπορείς να την αγγίξεις. «Δεν υπήρχαν μυρωδιές. Τα δέντρα ολάνθιστα, αλλά τα άνθη τους δεν μύριζαν», παρατηρεί κάποιος στο βιβλίο. Θυμάμαι πως ήθελες -και έπρεπε- να πλυθείς, αλλά δεν ήσουν σίγουρος ούτε για το νερό. Και περνώντας τις ζώνες αποκλεισμού των δέκα και των τριάντα χιλιομέτρων έβλεπες τους λιγοστούς ανθρώπους που καλλιεργούν τη γη, αν και είναι μολυσμένη. Ειδικά οι ηλικιωμένοι είναι εκείνοι που επιλέγουν να πεθάνουν στα σπίτια τους. Αλλά και νεότεροι. «Πώς να πείσεις τους ανθρώπους ότι δεν μπορούν να τρώνε αγγουράκια και τομάτες από τον κήπο τους; Τι θα πει "δεν μπορούν;"», λέει μια καθηγήτρια. Αλλωστε η ραδιενέργεια είναι αόρατη».
Στο βιβλίο οι «άνθρωποι του Τσερνομπίλ» εκφράζουν άλλοι καθαρά, άλλοι μπερδεμένα, με πόνο, με πικρία, με φόβο, με τρόμο, ακόμη και με ματαιοδοξία, αυτά που έζησαν. Αλλοι θέλουν να θυμηθούν, άλλοι δεν βλέπουν το λόγο. Αρκετοί αμφιταλαντεύονται. «Θέλω να θυμηθώ και την ίδια στιγμή δεν θέλω». Κάποιοι δεν θέλουν να μιλήσουν καθόλου. Μερικοί θυμώνουν κιόλας όταν ασχολούνται μαζί τους. Δεν θέλουν να προκαλέσουν οίκτο. Έτσι κι αλλιώς οι άλλοι δεν μπορούν να τους βοηθήσουν. Στην ίδια την πρωτεύουσα της Ουκρανίας, το Κίεβο, συνάντησα ανθρώπους που προτιμούν να ξεχάσουν τελείως: να μη σκέφτονται καν ότι λίγο πιο πέρα υπάρχει το Τσερνομπίλ. Προφανώς, οι κακές μνήμες του σοβιετικού παρελθόντος.
Συνήθως μιλάνε για τη θλιβερή επέτειο, έστω και αν αυτό είναι επίπονο, οι οικογένειες που έχουν άρρωστα παιδιά. Μια μητέρα εκλιπαρεί τα νοσοκομεία της Δύσης να δεχτούν την κόρη της ακόμη και για πειραματόζωο, ενώ στα νοσοκομεία της Λευκορωσίας της λένε πως «μόνο σε είκοσι, ίσως σε τριάντα χρόνια, όταν θα έχουμε πια αρκετά στοιχεία για το Τσερνομπίλ, θα είμαστε σε θέση να συνδέουμε τέτοιες ασθένειες με τη ραδιενέργεια». Ένα αγοράκι λέει «είμαι δώδεκα χρονών και είμαι ανάπηρος. Ο ταχυδρόμος μάς φέρνει δύο συντάξεις στο σπίτι -μία για τον παππού μου και μία για μένα...». Είναι τα «παιδιά του Τσερνομπίλ», που τα άλλα παιδιά αποφεύγουν. Όπως αποφεύγουν οι άνδρες τις γυναίκες, οι οποίες το κρύβουν ότι είναι από εκεί αν θέλουν να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά.
Όλα αυτά βγαίνουν ανάγλυφα στους πυκνούς και ειλικρινείς μονολόγους του αντικειμενικού αυτού βιβλίου, όπου συνυπάρχουν οι μαρτυρίες από τη μια μεριά ενός υπερασπιστή του σοβιετικού καθεστώτος και ενός κομματικού στελέχους, και από την άλλη ενός επιστήμονα που τον έκαναν να σιωπήσει, ενώ λέει πως η λύση που πρότεινε, δηλαδή να δοθεί στον πληθυσμό ιώδιο, ήταν απλή.
Πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό θα άξιζε να διαβαστεί από όλους. Κατ' αρχήν γιατί το «Τσερνομπίλ» ως θέμα που απασχολεί όλη την ανθρωπότητα και που είναι τοπικά αρκετά κοντινό μας, αν θέλουμε να λεγόμαστε πολίτες με κάποια συνείδηση οφείλει να μας αφορά. Και δεύτερον, γιατί αυτό καθεαυτό το βιβλίο αποτελεί ένα ντοκουμέντο που, σε όποια σελίδα και αν το ανοίξει κανείς, μεταφέρει τον αναγνώστη κατευθείαν εκεί, στο Τσερνομπίλ, μ' έναν τρόπο, θα το ξαναπώ, συγκλονιστικό.
ΜΑΡΙΑ ΖΑΟΥΣΗ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις