0
Your Καλαθι
Ζαχαρίας Σχολαστικός
Αμμώνιος ή περί δημιουργίας κόσμου - Διάλογος για την αιωνιότητα του κόσμου
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Αναμφίβολα, ο ?μμώνιος είναι ένα έργο αξιόλογο με ιδιαίτερη βαρύτητα για τη σύγχρονη έρευνα. Πρώτα απ’ όλα, ως ιστορική πηγή για την εποχή στην οποία γράφτηκε. Όσα διαβάζουμε στις σελίδες του αποτυπώνουν με ακρίβεια την ατμόσφαιρα στο Βυζάντιο των πρώτων αιώνων,όταν οι φιλοσοφικές σχολές είναι ακόμα ανοιχτές και συνιστούν ζωντανά κύτταρα του εκπαιδευτικού οργανισμού της, αυτοκρατορίες: προσελκύουν πλήθη νεαρών σπουδαστών, οι οποίοι μυούνται στην πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία με τα υπομνήματα και τα εγχειρίδια του διδακτικού προσωπικού τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Αμμώνιος και ο Γέσιος, τους οποίους μας συστήνει ο Ζαχαρίας στον διάλογό του, είναι ιστορικά πρόσωπα που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην πνευματική κίνηση στο Βυζάντιο του εκπνέοντος 5 ου και πρώιμου 6 ου αιώνα. Το γεγονός, επίσης, ότι παρουσιάζονται στον διάλογο να συζητούν για την αιωνιότητα του κόσμου με έναν χριστιανό δεν απομακρύνεται από την ιστορική αλήθεια. Παρά τον εθνικό τους προσανατολισμό, οι νεοπλατωνικές σχολές της Αλεξάνδρειας και των Αθηνών είχαν ανοιχτές τις πύλες τους σε οποιονδήποτε ήθελε να αποκτήσει μία φιλοσοφική μόρφωση· λειτουργούσαν, θα λέγαμε, ως ένα forum ιδεών, στο οποίο ζητήματα μεταφυσικής, κοσμολογίας, ανθρωπολογίας ή ηθικής εξετάζονταν βάσει των αρχαίων κειμένων κι ετίθεντο σε διάλογο ανάμεσα σε διδάσκοντες και διδασκομένους. Η σχολή της Αλεξάνδρειας, ιδίως, η οποία αποστασιοποιήθηκε γρήγορα από τη θεουργία και τον παγανιστικό μυστικισμό της Αθήνας, υπήρξε ένας τόπος συνάντησης των οπαδών της παλαιάς και της νέας θρησκείας. Πολλοί χριστιανοί λόγιοι, οι οποίοι διέπρεψαν στον εκκλησιαστικό ή τον ακαδημαiκό στίβο, π.χ. ο Συνέσιος Κυρήνης, ο Νεμέσιος, Εμέσης, ο Ιωάννης Φιλόπονος, ο Αινείας Γαζαίος ή ο Στέφανος, φοίτησαν στα έδρανά της. Και ο ζήλος τους για τη θρησκεία του Ιησού δεν τους έφερε σε σύγκρουση με τους εθνικούς δασκάλους τους, όπως στην περίπτωση του Ζαχαρία.
Κάθε άλλο! Η σχέση μαζί τους παρέμεινε αδιατάρακτη μέσα σε κλίμα ανοχής και αμοιβαίου σεβασμού των απόψεων του ενός από τον άλλον. Σε αντίθεση, εξάλλου, με την αθηναiκή σχολή, η οποία κλείνει με το διάταγμα του Ιουστιινιανού το 529 και τα μέλη της καταφεύγουν μαζικά στην αυλή των Σασσανιδών για να γλυτώσουν από τις συνέπειες της αυταρχικής πολιτικής του κράτους, η σχολή της Αλεξάνδρειας συνέχισε απρόσκοπτα την λειτουργία της καθ’ όλη τη διάρκεια του 6 ου αιώνα. Σβήνει στις αρχές μόλις του 7 ου με την αραβική κατάκτηση και την απώλεια των ανατολικών επαρχιών της Αυτοκρατορίας. Η σημασία, όμως, του διάλογου ?μμώνιος δεν εξαντλείται στο υλικό που μας παρέχει για την ανασύνθεση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στο Βυζάντιο των πρώτων αιώνων· και σαν κείμενο διαθέτει μία αξία διόλου αμελητέα. Η κομψή γλώσσα του γεμάτη αρχαiσμούς και μεταφορικές εικόνες, η αφηγηματική του δομή και η δραματοποίηση του περιεχομένου του με την εισαγωγή χαρακτήρων που επέχουν τη θέση των dramatis personae του προσδίδουν μία ιδιαίτερη λογοτεχνική ποιότητα· μαρτυρούν, επιπλέον, την επιδέξια χρήση όλων των τεχνικών του αρχαίου διαλόγου από τον συγγραφέα του και την εξοικείωσή του με την κλασική γραμματεία. Ο Ζαχαρίας ‘πατάει γερά’ στην παράδοση: συνεχίζει την πρακτική της μίμησης των πλατωνικών διαλόγων από χριστιανούς, η οποία εκκινεί, όπως είδαμε, τον 2 ο αιώνα με τον Διάλογον πρ?ς Τρύφωνα του Ιουστίνου και δίδει τους πιο ώριμούς της καρπούς με το έργο των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, του Ιωάννη Χρυσόστομου και του Γρηγόριου Νύσσης. Αν και ο Ζαχαρίας δεν έχει το δικό τους πνευματικό ανάστημα και υστερεί σε πρωτοτυπία απέναντί τους, ακολουθεί, ωστόσο, πιστά τα ίχνη τους στη μεθοδολογία που υιοθετεί ως συγγραφέας: τη συνεχή τριβή με τα αριστουργήματα της κλασικής αρχαιότητας και την αξιοποίηση της φόρμας τους ως εκφραστικό μέσο για τη μετάδοση της χριστιανικής αλήθειας. Από την άποψη αυτή, ο ?μμώνιός του μας επιτρέπει να ρίξουμε μια διεισδυτική ματιά στις εξελίξεις που σημειώνονται στο Imperium μετά την άνοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον θρόνο: βεβαιώνει την αναγέννηση των κλασικών γραμμάτων η οποία πραγματοποιείται στους κόλπους του μέσα από την αγωνιώδη προσπάθεια του χριστιανισμού να οικοδομήσει έναν νέο πολιτισμό αντάξιο της Αρχαίας Ελλάδας. Για να χρησιμοποιήσουμε τον εύστοχο ?ρο του Werner Jaeger από τις διαλέξεις του στο Χάρβαρντ Early Christianity and Greek Paideia (1961), ο ?μμώνιος αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του «χριστιανικού νεοκλασικισμού», ο οποίος φθάνει στο απωγειό του τον 4 ο αιώνα με τον Χρυσόστομο και τους πατέρες της Καππαδοκίας αλλά διατηρεί την ακτινοβολία του και πέρα από την δική τους εποχή, τον επονομαζόμενο «χρυσούν αιώνα της Εκκλησίας». Ένα ξεφύλλισμα μόνον του διαλόγου του Ζαχαρία αρκεί για να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις μας για την αμάθεια και τον σκοταδισμό που δέρνει τον βυζαντινό κόσμο και την καταστροφική μανία του να μην αφήσει τίποτα όρθιο από τα επιτεύγματα του πολιτισμού πουπρόσφερε στην ανθρωπότητα η Αρχαία Ελλάδα. Επιπλέον, οι συζητήσεις που περιέχει ο ?μμώνιος ανάμεσα στον Ζαχαρία και τη νεοπλατωνική διανόηση της Αλεξάνδρειας έχουν ένα ξέχωρο φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Το θέμα της αιωνιότητας του κόσμου στο οποίο επικεντρώνονται είναι θεμελιώδες για την αρχαία σκέψη και, πριν ακόμα από την εμφάνιση του χριστιανισμού, αποσχόλησε έντονα τους στοχαστές στην Αρχαία Ελλάδα. Ναι μεν στην πλειοψηφία τους τάσσονται υπέρ της ύπαρξης του κόσμου αιώνια· διαφωνούν, όμως, για τη φύση του και τις συνθήκες της γέννησής του. Το απόφθεγμα του Ηράκλειτου
κόσμον τόνδε, τ?ν α?τ?ν ?πάντων, ο?τε τις θε?ν ο?τε ?νθρώπων ?ποίησεν, ?λλ’ ?ν ?ε?κα? ?στιν κα? ?σται… (απ. 30 DK) εκφράζει ένα ισχυρό ρεύμα στην ελληνική φιλοσοφία, το οποίο μέσω των Ελεατών καταλήγει στον Αριστοτέλη. Με κατηγορηματικό τρόπο ο Σταγειρίτης αποφαίνεται ότι ο κόσμος δεν έχει αρχή και τέλος (Περ? ο?ρανο? ΙΙ, 1, 283b.26-29)· η σχέση αιτίου-αιτιατού που τον συνδέει με τον Θεό –το πρ?τον κινο?ν ?κίνητον, κατά την αριστοτελική ορολογία– δεν αφήνει κανένα περίθώριο για ένα ‘πριν’ και ‘μετά’ στη δημιουργία του: υπήρχε από πάντοτε και θα υπάρχει για πάντα. Ο αντίλογος, ωστόσο, δεν απουσιάζει. Ο Πλάτωνας, συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο κόσμος αναδύθηκε στο ον από το προκοσμικό χάος. Στον Τίμαιον θέτει ευθέως την ερώτηση: πότερον ?ν ?εί, γενέσεως ?ρχ?ν ?χων ο?δεμίαν, ? γέγονεν, ?π’ ?ρχ?ς τινος ?ρξάμενος, για ν’ απαντήσει αμέσως: γέγονεν (28b). Με άλλα λόγια, ο κόσμος για τον Έλληνα σοφό αρχίζει να υπάρχει από μία στιγμή του χρόνου και πέρα. Μπορεί, βέβαια, να ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι είναι ακατάλυτος και θα διατηρηθεί στην παρούσα του μορφή στους αιώνες των αιώνων· αποδίδει, όμως, την αιωνιότητά του στη βούληση του αγαθού θεού ο οποίος τον δημιούργησε: αυτός καθεαυτός ως προς τη φύση του είναι φθαρτός, όπως όλα τα όντα που γεννήθηκαν κι έχουν την αρχή τους στον χρόνο. Ανάλογες είναι οι απόψεις των στωικών φιλοσόφων. Εφόσον τα μέρη από τα οποία αποτελείται ο κόσμος είναι φθαρτά, έλεγαν, τότε φθαρτός είναι κι αυτός στο σύνολό του (SVF II, 589)· όπως γεννήθηκε κάποτε από τη φωτιά, έτσι θα χωνευτεί μια μέρα από τις φλόγες της, αφού διανύσει τον κύκλο της ζωής του. Η πεποίθεση των Στωικών στην καταστροφή του σύμπαντος από τη φωτιά, την ?κπύρωσιν, τους έφερνε σε αντιπαράθεση με τους Περιπατητικούς, οι οποίοι έμεναν πιστοί στα δόγματα του Αριστοτέλη ενώ, από την άλλη μεριά, διαμάχη θα ξεσπάσει ανάμεσα στους Πλατωνικούς για την ορθή ερμηνεία των λεγομένων του Πλάτωνα στον Τίμαιον: άλλοι υποστήριζαν ότι πρέπει να εκληφθούν κατά γράμμα και άλλοι αλληγορικά, αρνούμενοι ότι ο Πλάτωνας αμφισβήτησε ποτέ την α?δια ύπαρξη του κόσμου. Κατά τη γνώμη τους, για διδακτικούς μόνον λόγους περιγράφει τη γέννησή του στον Τίμαιον ενώ, κατά βάση, πιστεύει ότι δεν έχει αρχή και τέλος όμοια με τον Αριστοτέλη(Από την πρόλογο του βιβλίου).
Κάθε άλλο! Η σχέση μαζί τους παρέμεινε αδιατάρακτη μέσα σε κλίμα ανοχής και αμοιβαίου σεβασμού των απόψεων του ενός από τον άλλον. Σε αντίθεση, εξάλλου, με την αθηναiκή σχολή, η οποία κλείνει με το διάταγμα του Ιουστιινιανού το 529 και τα μέλη της καταφεύγουν μαζικά στην αυλή των Σασσανιδών για να γλυτώσουν από τις συνέπειες της αυταρχικής πολιτικής του κράτους, η σχολή της Αλεξάνδρειας συνέχισε απρόσκοπτα την λειτουργία της καθ’ όλη τη διάρκεια του 6 ου αιώνα. Σβήνει στις αρχές μόλις του 7 ου με την αραβική κατάκτηση και την απώλεια των ανατολικών επαρχιών της Αυτοκρατορίας. Η σημασία, όμως, του διάλογου ?μμώνιος δεν εξαντλείται στο υλικό που μας παρέχει για την ανασύνθεση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στο Βυζάντιο των πρώτων αιώνων· και σαν κείμενο διαθέτει μία αξία διόλου αμελητέα. Η κομψή γλώσσα του γεμάτη αρχαiσμούς και μεταφορικές εικόνες, η αφηγηματική του δομή και η δραματοποίηση του περιεχομένου του με την εισαγωγή χαρακτήρων που επέχουν τη θέση των dramatis personae του προσδίδουν μία ιδιαίτερη λογοτεχνική ποιότητα· μαρτυρούν, επιπλέον, την επιδέξια χρήση όλων των τεχνικών του αρχαίου διαλόγου από τον συγγραφέα του και την εξοικείωσή του με την κλασική γραμματεία. Ο Ζαχαρίας ‘πατάει γερά’ στην παράδοση: συνεχίζει την πρακτική της μίμησης των πλατωνικών διαλόγων από χριστιανούς, η οποία εκκινεί, όπως είδαμε, τον 2 ο αιώνα με τον Διάλογον πρ?ς Τρύφωνα του Ιουστίνου και δίδει τους πιο ώριμούς της καρπούς με το έργο των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, του Ιωάννη Χρυσόστομου και του Γρηγόριου Νύσσης. Αν και ο Ζαχαρίας δεν έχει το δικό τους πνευματικό ανάστημα και υστερεί σε πρωτοτυπία απέναντί τους, ακολουθεί, ωστόσο, πιστά τα ίχνη τους στη μεθοδολογία που υιοθετεί ως συγγραφέας: τη συνεχή τριβή με τα αριστουργήματα της κλασικής αρχαιότητας και την αξιοποίηση της φόρμας τους ως εκφραστικό μέσο για τη μετάδοση της χριστιανικής αλήθειας. Από την άποψη αυτή, ο ?μμώνιός του μας επιτρέπει να ρίξουμε μια διεισδυτική ματιά στις εξελίξεις που σημειώνονται στο Imperium μετά την άνοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον θρόνο: βεβαιώνει την αναγέννηση των κλασικών γραμμάτων η οποία πραγματοποιείται στους κόλπους του μέσα από την αγωνιώδη προσπάθεια του χριστιανισμού να οικοδομήσει έναν νέο πολιτισμό αντάξιο της Αρχαίας Ελλάδας. Για να χρησιμοποιήσουμε τον εύστοχο ?ρο του Werner Jaeger από τις διαλέξεις του στο Χάρβαρντ Early Christianity and Greek Paideia (1961), ο ?μμώνιος αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του «χριστιανικού νεοκλασικισμού», ο οποίος φθάνει στο απωγειό του τον 4 ο αιώνα με τον Χρυσόστομο και τους πατέρες της Καππαδοκίας αλλά διατηρεί την ακτινοβολία του και πέρα από την δική τους εποχή, τον επονομαζόμενο «χρυσούν αιώνα της Εκκλησίας». Ένα ξεφύλλισμα μόνον του διαλόγου του Ζαχαρία αρκεί για να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις μας για την αμάθεια και τον σκοταδισμό που δέρνει τον βυζαντινό κόσμο και την καταστροφική μανία του να μην αφήσει τίποτα όρθιο από τα επιτεύγματα του πολιτισμού πουπρόσφερε στην ανθρωπότητα η Αρχαία Ελλάδα. Επιπλέον, οι συζητήσεις που περιέχει ο ?μμώνιος ανάμεσα στον Ζαχαρία και τη νεοπλατωνική διανόηση της Αλεξάνδρειας έχουν ένα ξέχωρο φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Το θέμα της αιωνιότητας του κόσμου στο οποίο επικεντρώνονται είναι θεμελιώδες για την αρχαία σκέψη και, πριν ακόμα από την εμφάνιση του χριστιανισμού, αποσχόλησε έντονα τους στοχαστές στην Αρχαία Ελλάδα. Ναι μεν στην πλειοψηφία τους τάσσονται υπέρ της ύπαρξης του κόσμου αιώνια· διαφωνούν, όμως, για τη φύση του και τις συνθήκες της γέννησής του. Το απόφθεγμα του Ηράκλειτου
κόσμον τόνδε, τ?ν α?τ?ν ?πάντων, ο?τε τις θε?ν ο?τε ?νθρώπων ?ποίησεν, ?λλ’ ?ν ?ε?κα? ?στιν κα? ?σται… (απ. 30 DK) εκφράζει ένα ισχυρό ρεύμα στην ελληνική φιλοσοφία, το οποίο μέσω των Ελεατών καταλήγει στον Αριστοτέλη. Με κατηγορηματικό τρόπο ο Σταγειρίτης αποφαίνεται ότι ο κόσμος δεν έχει αρχή και τέλος (Περ? ο?ρανο? ΙΙ, 1, 283b.26-29)· η σχέση αιτίου-αιτιατού που τον συνδέει με τον Θεό –το πρ?τον κινο?ν ?κίνητον, κατά την αριστοτελική ορολογία– δεν αφήνει κανένα περίθώριο για ένα ‘πριν’ και ‘μετά’ στη δημιουργία του: υπήρχε από πάντοτε και θα υπάρχει για πάντα. Ο αντίλογος, ωστόσο, δεν απουσιάζει. Ο Πλάτωνας, συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο κόσμος αναδύθηκε στο ον από το προκοσμικό χάος. Στον Τίμαιον θέτει ευθέως την ερώτηση: πότερον ?ν ?εί, γενέσεως ?ρχ?ν ?χων ο?δεμίαν, ? γέγονεν, ?π’ ?ρχ?ς τινος ?ρξάμενος, για ν’ απαντήσει αμέσως: γέγονεν (28b). Με άλλα λόγια, ο κόσμος για τον Έλληνα σοφό αρχίζει να υπάρχει από μία στιγμή του χρόνου και πέρα. Μπορεί, βέβαια, να ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι είναι ακατάλυτος και θα διατηρηθεί στην παρούσα του μορφή στους αιώνες των αιώνων· αποδίδει, όμως, την αιωνιότητά του στη βούληση του αγαθού θεού ο οποίος τον δημιούργησε: αυτός καθεαυτός ως προς τη φύση του είναι φθαρτός, όπως όλα τα όντα που γεννήθηκαν κι έχουν την αρχή τους στον χρόνο. Ανάλογες είναι οι απόψεις των στωικών φιλοσόφων. Εφόσον τα μέρη από τα οποία αποτελείται ο κόσμος είναι φθαρτά, έλεγαν, τότε φθαρτός είναι κι αυτός στο σύνολό του (SVF II, 589)· όπως γεννήθηκε κάποτε από τη φωτιά, έτσι θα χωνευτεί μια μέρα από τις φλόγες της, αφού διανύσει τον κύκλο της ζωής του. Η πεποίθεση των Στωικών στην καταστροφή του σύμπαντος από τη φωτιά, την ?κπύρωσιν, τους έφερνε σε αντιπαράθεση με τους Περιπατητικούς, οι οποίοι έμεναν πιστοί στα δόγματα του Αριστοτέλη ενώ, από την άλλη μεριά, διαμάχη θα ξεσπάσει ανάμεσα στους Πλατωνικούς για την ορθή ερμηνεία των λεγομένων του Πλάτωνα στον Τίμαιον: άλλοι υποστήριζαν ότι πρέπει να εκληφθούν κατά γράμμα και άλλοι αλληγορικά, αρνούμενοι ότι ο Πλάτωνας αμφισβήτησε ποτέ την α?δια ύπαρξη του κόσμου. Κατά τη γνώμη τους, για διδακτικούς μόνον λόγους περιγράφει τη γέννησή του στον Τίμαιον ενώ, κατά βάση, πιστεύει ότι δεν έχει αρχή και τέλος όμοια με τον Αριστοτέλη(Από την πρόλογο του βιβλίου).
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις