Φωτογραφία σε σέπια

Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €9.00
129640
Συγγραφέας: Αλιέντε, Ιζαμπέλ
Εκδόσεις: Ωκεανίδα
Σελίδες:462
Μεταφραστής:ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ ΚΛΑΙΤΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2001
ISBN:9789604102129


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Ένα εξαίρετο ιστορικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στα τέλη του 19ου αιώνα στη Χιλή, και μαζί ένα θαυμάσιο οικογενειακό έπος, όπου ξαναβρίσκουμε ορισμένα πρόσωπα από την "Κόρη της μοίρας" και το "Σπίτι των πνευμάτων". [...]
Στη "Φωτογραφία σε σέπια" η πρωταγωνίστρια, η Αουρόρα ντε Βάλιε, υποφέρει από ένα τρομερό ψυχικό τραύμα, που καθορίζει το χαρακτήρα της και σβήνει από τη μνήμη της τα πρώτα πέντε χρόναι της ζωής της. Μεγαλωμένη από τη φιλόδοξη γιαγιά της, την Παουλίνα ντελ Βάλιε, ζει σ' ένα προνομιούχο περιβάλλον, χωρίς τους περιορισμούς των γυναικών της εποχής της, κι όταν αναγκάζεται ν' αντιμετωπίσει την προδοσία εκείνου που αγαπάει και τη μοναξιά, αποφασίζει να εξερευνήσει το μυστήριο του παρελθόντος της...

Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 1862-1880

Ηρθα στον κόσμο μια φθινοπωρινή Τρίτη του 1880 κάτω από τη στέγη των παππούδων μου από την πλευρά της μητέρας μου, στο Σαν Φρανσίσκο. Κι ενώ μέσα σ' εκείνο το λαβύρινθο του ξύλινου σπιτιού η μητέρα μου λαχάνιαζε, σαν σε ανηφόρα, με τη γενναία καρδιά της και τα ταλαιπωρημένα της κόκαλα, για να με σπρώξει έξω, ο δρόμος της κινέζικης συνοικίας έσφυζε από πρωτόγονη ζωή με το ανεξάλειπτο εξωτικό του άρωμα, το θορυβώδη χείμαρρο από κραυγαλέες διαλέκτους και το ανεξάντλητο πλήθος από ανθρώπινα μελίσσια που πηγαινοέρχονταν βιαστικά. Γεννήθηκα ξημερώματα, αλλά στην Τσάιναταουν τα ρολόγια δεν υπακούουν σε κανόνες κι εκείνη την ώρα ανοίγει η αγορά, αρχίζει η κυκλοφορία των κάρων κι αντηχούν τα θλιβερά γαβγίσματα των σκύλων από τα κλουβιά τους, όπου περιμένουν το μαχαίρι του μάγειρα. Έμαθα τις λεπτομέρειες της γέννησής μου αρκετά καθυστερημένα στη ζωή, αλλά θα ήταν χειρότερο να μην τις είχα μάθει ποτέ· θα μπορούσαν να είχαν χαθεί για πάντα στα δαιδαλώδη δρομάκια της λήθης. Υπάρχουν τόσα μυστικά στην οικογένειά μου, που ίσως δεν θα προλάβω να τα ξεκαθαρίσω όλα· η αλήθεια είναι φευγαλέα, ξεπλυμένη από τους χείμαρρους της βροχής. Οι παππούδες από την πλευρά της μητέρας μου με υποδέχτηκαν συγκινημένοι -παρ' όλο που, σύμφωνα με αρκετούς μάρτυρες, ήμουν ένα φρικτό βρέφος- και μ' έβαλαν πάνω στο στήθος της μητέρας μου, όπου έμεινα για λίγα λεπτά, τα μόνα που πρόλαβα να είμαι μαζί της. Έπειτα ο θείος μου ο Λάκυ φύσηξε την ανάσα του πάνω μου, για να μου μεταδώσει την καλή του τύχη. Η πρόθεσή του ήταν γενναιόδωρη και η μέθοδος αλάνθαστη, γιατί τουλάχιστο αυτά τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής μου τα πήγα πολύ καλά. Αλλά, προσοχή, δεν πρέπει να προχωρήσω βιαστικά. Αυτή η ιστορία είναι πολύ μεγάλη κι αρχίζει πολύ πριν από τη γέννησή μου· χρειάζεται υπομονή για να τη διηγηθώ, κι ακόμα περισσότερη υπομονή για να την ακούσετε. Αν στη διαδρομή χαθεί το νήμα, μην απελπιστείτε, γιατί οπωσδήποτε ξαναβρίσκεται λίγες σελίδες παρακάτω. Όμως, μια και πρέπει από κάποια χρονολογία ν' αρχίσουμε, ας ορίσουμε να είναι το 1862 κι ας πούμε, στην τύχη, πως η ιστορία αρχίζει από ένα έπιπλο με απίθανες διαστάσεις.
Το κρεβάτι της Παουλίνα ντελ Βάλιε είχε φτιαχτεί παραγγελία στη Φλωρεντία, ένα χρόνο μετά τη στέψη του Βίκτωρα Εμμανουήλ, όταν στο νέο Βασίλειο της Ιταλίας ακουγόταν ακόμα ο αντίλαλος από τα κανόνια του Γκαριμπάλντι· το κρεβάτι είχε διασχίσει τον ωκεανό αποσυναρμολογημένο, μέσα σ' ένα γενοβέζικο υπερωκεάνιο. Το ξεφόρτωσαν στη Νέα Υόρκη στη διάρκεια μιας αιματηρής απεργίας και μεταφέρθηκε σ' ένα από τα ατμόπλοια της ναυτιλιακής εταιρείας των παππούδων μου από την πλευρά του πατέρα μου, των Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους, Χιλιανών εγκατεστημένων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο καπετάνιος Τζων Σόμερς υποχρεώθηκε να παραλάβει τα κιβώτια σημαδεμένα στα ιταλικά με μια μόνο λέξη: Ναϊάδες. Αυτός ο ρωμαλέος Εγγλέζος ναυτικός, που μόνο μια ξεθωριασμένη φωτογραφία του έχει απομείνει κι ένα μπαούλο του από δέρμα φθαρμένο μετά από τόσα θαλασσινά ταξίδια και γεμάτο με παράξενα χειρόγραφα, ήταν προπάππος μου, όπως ανακάλυψα πριν από λίγο καιρό, όταν το παρελθόν μου άρχισε να ξεκαθαρίζει μετά από πολλά χρόνια μυστηρίου. Δεν γνώρισα τον καπετάνιο Τζων Σόμερς, πατέρα της Ελίζας Σόμερς, γιαγιάς μου από την πλευρά της μητέρας μου, αλλά από αυτόν κληρονόμησα κάποια κλίση... τυχοδιωκτισμού. Αυτός ο ναυτικός, άνθρωπος του ανοιχτού ορίζοντα και της θάλασσας, ανέλαβε την υποχρέωση να βάλει το φλωρεντινό κρεβάτι στο αμπάρι του πλοίου του και να το μεταφέρει στην άλλη άκρη της αμερικανικής ηπείρου. Αναγκάστηκε ν' αποφύγει τα μπλοκαρίσματα των Γιάνκηδων και τις επιθέσεις των Ομοσπονδιακών, να φτάσει στα νοτιότερα όρια του Ατλαντικού, να διασχίσει τα ύπουλα νερά του πορθμού του Μαγγελάνου, να μπει στον Ειρηνικό Ωκεανό και, αφού έπιασε για σύντομο διάστημα σε διάφορα νοτιοαμερικάνικα λιμάνια, να βάλει πλώρη για τα βόρεια της Καλιφόρνια, την παλιά χώρα του χρυσού. Είχε ρητές διαταγές ν' ανοίξει τα κιβώτια στην αποβάθρα του Σαν Φρανσίσκο, να επιβλέψει τον ξυλουργό του πλοίου όσο εκείνος θα συναρμολογούσε τα διάφορα κομμάτια, σαν σπαζοκεφαλιά, προσέχοντας να μη γδάρει τα ξυλόγλυπτα, να τοποθετήσει πάνω του το στρώμα και το κάλυμμα από ρουμπινί βαρύ μεταξωτό, ν' ανεβάσει εκείνο τον όγκο σ' ένα κάρο και να τον στείλει με αργό βηματισμό στο κέντρο της πόλης. Ο αμαξάς έπρεπε να κάνει δυο βόλτες γύρω από την Πλατεία της Ένωσης κι άλλες δυο χτυπώντας ένα καμπανάκι μπροστά από το μπαλκόνι της ερωμένης του παππού μου, πριν το παραδώσει στον τελικό προορισμό του, στο σπίτι της Παουλίνα ντελ Βάλιε. Έπρεπε να φέρει σε πέρας εκείνο τον άθλο στο αποκορύφωμα του Εμφύλιου Πολέμου, όταν οι Γιάνκηδες και οι Ομοσπονδιακοί σκοτώνονταν, μακελεύονταν στα νότια της χώρας και κανένας δεν είχε διάθεση ούτε για αστεία ούτε για καμπανάκια. Ο Τζων Σόμερς έδωσε τις οδηγίες βρίζοντας, γιατί όλους τους μήνες του ταξιδιού αυτό το κρεβάτι είχε καταλήξει να συμβολίζει ό,τι περισσότερο σιχαινόταν στη δουλειά του: τα καπρίτσια της αφέντρας του, της Παουλίνα ντελ Βάλιε. Έτσι, όταν το είδε πάνω στο κάρο, έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης κι αποφάσισε πως θα ήταν το τελευταίο που έκανε γι' αυτή· βρισκόταν δώδεκα χρόνια στις διαταγές της και η υπομονή του είχε εξαντληθεί. Το έπιπλο υπάρχει ακόμα ανέπαφο, είναι ένας μεγάλος δεινόσαυρος από πολύχρωμο ξύλο· στο κεφαλάρι του δεσπόζει ο θεός Ποσειδώνας τριγυρισμένος από ανάγλυφα αφρισμένα κύματα και θαλασσινά πλάσματα, ενώ στα πόδια παίζουν δελφίνια και σειρήνες. Μέσα σε λίγες ώρες το μισό Σαν Φρανσίσκο μπόρεσε ν' απολαύσει αυτό το ολύμπιο κρεβάτι, αλλά η αγαπημένη του παππού μου, στην οποία το θέαμα ήταν αφιερωμένο, κρυβόταν όσο περνούσε και ξαναπερνούσε το κάρο και το καμπανάκι του.
«Ο θρίαμβός μου δεν κράτησε πολύ», μου εξομολογήθηκε η Παουλίνα πολλά χρόνια αργότερα, όταν εγώ επέμενα να φωτογραφίσω το κρεβάτι και να μάθω τις λεπτομέρειες. «Το αστείο στράφηκε εναντίον μου. Νόμιζα πως θα κορόιδευαν τον Φελισιάνο, αλλά κορόιδεψαν εμένα. Έκρινα λάθος τον κόσμο. Ποιος θα περίμενε τέτοια σεμνοτυφία; Εκείνη την εποχή το Σαν Φρανσίσκο ήταν μια σφηκοφωλιά από διεφθαρμένους πολιτικούς, ληστές και πόρνες».
«Δεν τους καλάρεσε η πρόκληση», είπα.
«Ναι. Υποτίθεται πως εμείς οι γυναίκες φροντίζουμε το καλό όνομα του άντρα μας, όσο αχρείος κι αν είναι».
«Ο άντρας σου δεν ήταν αχρείος», την αντέκρουσα.
«Ναι, δεν ήταν, αλλά έκανε βλακείες. Όπως και να 'ναι, δεν μετανιώνω για το διάσημο κρεβάτι, κοιμήθηκα πάνω του σαράντα χρόνια».
«Τι έκανε ο άντρας σου, όταν κατάλαβε πως ξεσκεπάστηκε;»
«Είπε πως ενώ η χώρα αιμορραγούσε στον Εμφύλιο Πόλεμο, εγώ αγόραζα έπιπλα του Καλιγούλα. Και αρνήθηκε, βέβαια, τα πάντα. Κανένας με μια σταλιά μυαλό δεν παραδέχεται μια απιστία, ακόμα κι αν τον πιάσουν στα πράσα».
«Το λες από δική σου εμπειρία;»
«Μακάρι να ήταν έτσι, Αουρόρα!» απάντησε η Παουλίνα ντελ Βάλιε χωρίς δισταγμό.
Στην πρώτη φωτογραφία της που τράβηξα, όταν ήμουν δεκατριών χρονών, η Παουλίνα είναι καθισμένη πάνω στο μυθικό κρεβάτι της, στηριγμένη σε κεντημένα σατέν μαξιλάρια, με μια δαντελένια πουκαμίσα και μισό κιλό κοσμήματα πάνω της. Έτσι την είχα δει πολλές φορές κι έτσι θα ήθελα να τη δω όταν πέθανε, αλλά εκείνη θέλησε να πάει στον τάφο με το θλιβερό ράσο της Καρμελίτισσας και παράγγειλε να λένε στις λειτουργίες για αρκετά χρόνια ψαλμούς για την ανάπαυση της ψυχής της. «Έχω σκανδαλίσει πολύ τον κόσμο, έφτασε η ώρα να κατεβάσουμε τους τόνους», ήταν η εξήγηση που έδωσε, όταν κλείστηκε στη χειμερινή μελαγχολία των τελευταίων χρόνων. Κι όταν είδε να πλησιάζει το τέλος, τρομοκρατήθηκε. Έβαλε να κατεβάσουν το κρεβάτι στο υπόγειο και να βάλουν στη θέση του μια ξύλινη βάση μ' ένα στρώμα από αλογότριχες, για να πεθάνει χωρίς πολυτέλειες, έπειτα από τόσες σπατάλες, μήπως και ο άγιος Πέτρος τη σβήσει από το βιβλίο των αμαρτωλών, έλεγε. Ο φόβος, ωστόσο, δεν ήταν αρκετός για να ξεκολλήσει από άλλα υλικά αγαθά και μέχρι την τελευταία της πνοή κρατούσε στα χέρια της τα χαλινάρια της οικονομικής αυτοκρατορίας της, που τότε πια ήταν πολύ μειωμένη. Από τη γενναιότητα που είχε στα νιάτα της λίγη απέμενε στο τέλος, μέχρι και η ειρωνεία της είχε χαθεί, αλλά η γιαγιά μου είχε δημιουργήσει η ίδια το θρύλο της και κανένα στρώμα από αλογότριχες ούτε ράσο Καρμελίτισσας δεν μπορούσε να τον αλλάξει. Το φλωρεντινό κρεβάτι, που είχε την ευχαρίστηση να το βάλει να παρελάσει από τους κεντρικότερους δρόμους για να ενοχλήσει τον άντρα της, ήτανε θρίαμβός της. Εκείνη την εποχή η οικογένεια ζούσε στο Σαν Φρανσίσκο με αλλαγμένο επίθετο -Κρος- γιατί κανένας Βορειοαμερικάνος δεν μπορούσε να προφέρει το ηχηρό Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους υ ντελ Βάλιε, πράγμα που ήταν κρίμα, γιατί το αυθεντικό θύμιζε ισπανική Ιερά Εξέταση. Μόλις είχαν μετακομίσει στο προάστιο του Νομπ Χιλ, όπου είχαν χτίσει ένα απίθανο αρχοντικό, ένα από τα πιο πολυτελή της πόλης, που τελικά ήταν αποτέλεσμα του παραλογισμού διάφορων ανταγωνιστών αρχιτεκτόνων από αυτούς που προσλάμβαναν και απέλυαν κάθε τρεις και λίγο. Η οικογένεια δεν είχε κάνει την περιουσία της στον πυρετό του χρυσού το 1849, όπως υποστήριζε ο Φελισιάνο, αλλά χάρη στο εκπληκτικό εμπορικό δαιμόνιο της γυναίκας του, που είχε σκεφτεί να μεταφέρει φρέσκα προϊόντα από τη Χιλή στην Καλιφόρνια, αποθηκευμένα μέσα σε πάγο της Ανταρκτικής. Αυτή την πολυτάραχη εποχή ένα ροδάκινο κόστιζε μια ουγκιά χρυσάφι κι εκείνη ήξερε να επωφελείται από τέτοιες καταστάσεις. Η πρωτοβουλία απέφερε καρπούς και κατέληξαν να έχουν ένα στολίσκο από πλοία που πήγαιναν από το Βαλπαραΐσο στο Σαν Φρανσίσκο και τον πρώτο χρόνο επέστρεφαν άδεια, αλλά ύστερα γύριζαν φορτωμένα με καλιφορνέζικο αλεύρι· έτσι κατέστρεψαν αρκετούς Χιλιανούς καλλιεργητές, μαζί και τον πατέρα της Παουλίνα, τον φοβερό Αγκουστίν ντελ Βάλιε, που το αλεύρι του σκουλήκιαζε στις αποθήκες γιατί δεν μπορούσε ν' ανταγωνιστεί το κατάλευκο αλεύρι των Γιάνκηδων. Κι από τη λύσσα του γέμισε σκουλήκια και το συκώτι του. Όταν πέρασε ο πυρετός του χρυσού, χιλιάδες τυχοδιώκτες επέστρεψαν στον τόπο της προέλευσής τους πιο φτωχοί απ' όσο ήταν πριν φύγουν, αφού έχασαν την υγεία και την ψυχή τους κυνηγώντας ένα όνειρο· αλλά η Παουλίνα και ο Φελισιάνο έκαναν περιουσία και βρέθηκαν στην κορυφή της κοινωνίας του Σαν Φρανσίσκο, παρά το σχεδόν αξεπέραστο εμπόδιο της ισπανικής προφοράς τους. «Στην Καλιφόρνια όλοι είναι νεόπλουτοι και τυχάρπαστοι, ενώ το δικό μας γενεαλογικό δέντρο φτάνει μέχρι τις Σταυροφορίες», γκρίνιαζε η Παουλίνα τότε, πριν ενδώσει κι επιστρέψει στη Χιλή. Ωστόσο, δεν ήταν οι τίτλοι ευγένειας, ούτε οι τραπεζικοί λογαριασμοί τα μόνα που τους άνοιξαν τις πόρτες, αλλά κι ο συμπαθητικός χαρακτήρας του Φελισιάνο, που έπιανε φιλίες με τους πιο ισχυρούς άντρες της πόλης. Εκείνοι όμως ήταν δύσκολο να χωνέψουν τη γυναίκα του - επιδεικτική, απότομη, ασεβής και καβγατζού. Πρέπει να ειπωθεί: η Παουλίνα ενέπνεε στην αρχή το μείγμα θαυμασμού και τρόμου που νιώθει κανείς μπροστά σε μια ιγκουάνα· μόνο όταν τη γνώριζε κάποιος καλύτερα ανακάλυπτε το συναισθηματικό της κόσμο. Το 1862 προώθησε τον άντρα της στην εμπορική επιχείρηση που συνδεόταν με το διηπειρωτικό σιδηρόδρομο κι αυτό τους έκανε οριστικά πλούσιους. Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς απέκτησε αυτή η κυρία τη διαίσθηση για τις επιχειρήσεις. Προερχόταν από μια οικογένεια στενόμυαλων και φτωχών τω πνεύματι Χιλιανών κτηματιών. Είχε μεγαλώσει ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του πατρικού σπιτιού της στο Βαλπαραΐσο, κάνοντας προσευχές με το ροζάριο και κεντήματα, γιατί ο πατέρας της πίστευε πως η άγνοια αποτελεί εγγύηση για την υποταγή των γυναικών και των φτωχών. Είχε μόνο στοιχειώδεις γνώσεις γραφής και αριθμητικής, δεν είχε διαβάσει ούτε ένα βιβλίο στη ζωή της κι έκανε πρόσθεση με τα δάχτυλα -αφαίρεση δεν ήξερε-, αλλά ό,τι άγγιζε το χεράκι της, γινότανε χρυσάφι. Αν δεν ήταν τα σπάταλα παιδιά της και οι συγγενείς της, θα είχε πεθάνει μέσα σε μεγαλεία αυτοκράτειρας. Εκείνα τα χρόνια κατασκευαζόταν ο σιδηρόδρομος για να ενώσει την ανατολή με τη δύση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ενώ όλος ο κόσμος αγόραζε μετοχές των δυο εταιρειών και στοιχημάτιζε ποια θα τοποθετούσε τις γραμμές του τραίνου πιο γρήγορα, εκείνη, αδιάφορη γι' αυτό τον επιπόλαιο ανταγωνισμό, άπλωσε ένα χάρτη πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας και μελέτησε με υπομονή τοπογράφου τη μελλοντική διαδρομή του τραίνου και τους τόπους όπου υπήρχε άφθονο νερό. Έτσι, πολύ πριν οι ταπεινοί Κινέζοι εργάτες βάλουν το τελευταίο καρφί ενώνοντας τις δυο γραμμές στο Πρόμοτορυ της Γιούτα και πριν η πρώτη αμαξοστοιχία διασχίσει την ήπειρο με τον πάταγο των σιδηροτροχιών της, την ηφαιστειώδη κάπνα της και με βρυχηθμό ναυαγίου, εκείνη είχε πείσει τον άντρα της ν' αγοράσει γη στα σημεία που είχε σημειώσει πάνω στο χάρτη με σταυρούς από κόκκινη μελάνη.
«Εδώ θα χτίσουν τα χωριά, γιατί υπάρχει νερό και θα έχουμε ένα μαγαζί παντού», του εξήγησε.
«Είναι πολλά τα λεφτά», είπε ο Φελισιάνο αναστατωμένος.
«Πάρε δανεικά, γι' αυτό υπάρχουν οι τράπεζες. Γιατί να ρισκάρουμε τα δικά μας, ενώ μπορούμε να διαθέσουμε ξένα χρήματα;» απάντησε η Παουλίνα, όπως συνήθιζε να λέει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Σ' αυτό το σημείο βρίσκονταν οι διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και τις αγορές γης στα πέρατα της χώρας, όταν ξέσπασε η υπόθεση της ερωμένης. Ήταν μια ηθοποιός που λεγόταν Αμάντα Λόουελ, μια ορεκτική Σκωτσέζα, με γαλατένια επιδερμίδα, πράσινα μάτια στην απόχρωση που έχει το σπανάκι και γεύση ροδάκινου, όπως βεβαίωναν όσοι την είχαν δοκιμάσει. Τραγουδούσε και χόρευε άσχημα, αλλά με μπρίο, έπαιζε σε ασήμαντες κωμωδίες και έδινε ζωή στα γλέντια των μεγιστάνων. Είχε ένα φίδι φερμένο από τον Παναμά, μακρύ, χοντρό και ήμερο, αλλά με ανατριχιαστική εμφάνιση, που τυλιγόταν στο κορμί της στη διάρκεια των εξωτικών χορών της και που ποτέ δεν είχε δώσει κάποια ένδειξη κακού χαρακτήρα μέχρι μια άτυχη βραδιά, που εκείνη εμφανίστηκε μ' ένα διάδημα από φτερά στα μαλλιά της και το ερπετό, μπερδεύοντας το κόσμημα μ' έναν αφηρημένο παπαγάλο, κόντεψε να στραγγαλίσει την κυρά του, ενώ προσπαθούσε να το φάει. Η ωραία Λόουελ δεν είχε καμιά σχέση με τις χιλιάδες βρόμικες περιστέρες της έκφυλης ζωής στην Καλιφόρνια. Ήταν μια φαντασμένη πόρνη, που απαιτούσε για την εύνοιά της όχι μόνο χρήματα, αλλά και καλούς τρόπους και γοητεία. Ζούσε καλά λόγω της γενναιοδωρίας των προστατών της και της περίσσευαν χρήματα για να βοηθάει ένα σωρό ατάλαντους καλλιτέχνες· ήταν καταδικασμένη να πεθάνει φτωχιά, γιατί ξόδευε τον προϋπολογισμό μιας χώρας και δώριζε όσα περίσσευαν. Στο άνθος των νιάτων της αναστάτωνε την κυκλοφορία στο δρόμο με τη χάρη της περπατησιάς της και την κόκκινη λιονταρίσια χαίτη της, αλλά η κλίση της για τα σκάνδαλα της έβγαινε σε κακό: πάνω στο θυμό της μπορούσε να καταστρέψει ένα καλό όνομα και μια οικογένεια. Για τον Φελισιάνο το ρίσκο ήταν ένα ακόμα κίνητρο· είχε καρδιά κουρσάρου και η ιδέα να παίξει με τη φωτιά τον γοήτεψε τόσο όσο και τα απίθανα οπίσθια της Λόουελ. Την εγκατέστησε σ' ένα διαμέρισμα στο κέντρο, αλλά ποτέ δεν εμφανιζόταν δημόσια μαζί της, γιατί ήξερε και με το παραπάνω το χαρακτήρα της γυναίκας του, που σε μια κρίση ζήλιας είχε κόψει με το ψαλίδι μπατζάκια και μανίκια από όλα τα κοστούμια του και τα είχε πετάξει μπροστά στην πόρτα του γραφείου του. Για έναν άντρα τόσο κομψό όσο εκείνος, που παράγγελλε τα ρούχα του στον ράφτη του πρίγκιπα Αλβέρτου στην Αγγλία, αυτό ήταν θανάσιμο πλήγμα.
Στο Σαν Φρανσίσκο, πόλη ανδροκρατούμενη, η γυναίκα μάθαινε πάντα τελευταία τις συζυγικές απιστίες, αλλά σ' αυτή την περίπτωση το διέδωσε η ίδια η Λόουελ. Μόλις ο προστάτης της γύριζε την πλάτη του, σημάδευε με γραμμές τις κολόνες στο κρεβάτι της, μια για κάθε εραστή που δεχόταν. Ήτανε συλλέκτρια, δεν την ενδιέφεραν οι άντρες για τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους, αλλά για τον αριθμό των προστιθέμενων γραμμών· προσπαθούσε να ξεπεράσει το θρύλο της γοητευτικής Λόλα Μοντέζ, της Ιρλανδέζας πόρνης, που είχε περάσει από το Σαν Φρανσίσκο σαν διάττοντας αστέρας την εποχή του πυρετού του χρυσού. Το κουτσομπολιό για τις γραμμές της Λόουελ περνούσε από στόμα σε στόμα και οι κύριοι μάλωναν μεταξύ τους ποιος θα την πρωτοεπισκεφτεί, τόσο για τα θέλγητρά της, που ήδη πολλοί από αυτούς τα γνώριζαν με τη βιβλική έννοια, όσο και για το γούστο να πλαγιάσουν με τη σπιτωμένη ενός προύχοντα της πόλης. Η είδηση έφτασε μέχρι την Παουλίνα ντελ Βάλιε, όταν είχε ήδη κάνει το γύρο της Καλιφόρνια.
«Το πιο ταπεινωτικό είναι πως αυτή η μορφονιά σού τα φοράει κι όλος ο κόσμος συζητάει πως είμαι παντρεμένη μ' έναν ευνουχισμένο κόκορα!» φώναξε θυμωμένα στον άντρα της η Παουλίνα με τα γαλλικά που συνήθως μεταχειριζόταν σε παρόμοιες περιστάσεις.
Ο Φελισιάνο Ροδρίγκες ντε Σάντα Κρους δεν είχε ιδέα για τις δραστηριότητες της συλλέκτριάς του και η δυσαρέσκειά του σχεδόν τον σκότωσε. Ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πως φίλοι, γνωστοί και άλλοι, που του χρωστούσαν μεγάλες χάρες, θα τον κορόιδευαν με τέτοιο τρόπο. Δεν έριξε όμως το φταίξιμο στην αγαπημένη του, γιατί δεχόταν τις ατέλειες που έχει το αδύναμο φύλο - αυτά τα πεντάμορφα πλάσματα, αλλά χωρίς ηθική δομή, πάντα έτοιμα να υποκύψουν στον πειρασμό. Ενώ αυτές ανήκαν στη γη, στην κοπριά, στο αίμα και στις οργανικές λειτουργίες, εκείνοι προορίζονταν για τον ηρωισμό, τις μεγάλες ιδέες και, ακόμα κι αν δεν ήταν αυτή η περίπτωσή του, την αγιότητα. Αντιμέτωπος με τη σύζυγό του, υπερασπίστηκε τον εαυτό του όπως μπορούσε και σ' ένα διάλειμμα ανακωχής επωφελήθηκε για να της πετάξει στα μούτρα το σύρτη, που έβαζε στην πόρτα του δωματίου της. Τι φανταζόταν, πως ένας άντρας σαν κι αυτόν θα ζούσε στην εγκράτεια; Όλα ήταν φταίξιμό της, που τον απαρνήθηκε, πίστευε. Το θέμα του σύρτη ήταν αλήθεια, η Παουλίνα είχε απαρνηθεί τη σεξουαλική επαφή, όχι γιατί της έλειπε η όρεξη, όπως μου εξομολογήθηκε σαράντα χρόνια αργότερα, αλλά από ντροπή. Απεχθανόταν τον εαυτό της στον καθρέφτη και κατέληξε πως οποιοσδήποτε άντρας θα ένιωθε το ίδιο βλέποντάς τη γυμνή. Θυμόταν με ακρίβεια τη στιγμή που συνειδητοποίησε πως το σώμα της είχε μεταβληθεί σε εχθρό της. Λίγα χρόνια πριν, όταν ο Φελισιάνο επέστρεψε από ένα μακρόχρονο ταξίδι για δουλειές στη Χιλή, την έπιασε από τη μέση και καλόκεφα όπως πάντα θέλησε να τη σηκώσει στην αγκαλιά του για να την πάει στο κρεβάτι, αλλά δεν μπόρεσε να τη μετακινήσει.
«Διάβολε, Παουλίνα! Έβαλες πέτρες στο βρακί σου;» είπε και γέλασε.
«Είναι λίπος», αναστέναξε εκείνη θλιμμένα.
«Θέλω να το δω!»
«Ούτε κατά διάνοια! Στο εξής θα μπορείς να μπαίνεις στο δωμάτιό μου μόνο τη νύχτα και με το φως σβηστό».
Για ένα διάστημα αυτοί οι δυο, που είχαν αγαπηθεί ασύστολα, έκαναν έρωτα στα σκοτεινά. Η Παουλίνα έμεινε βράχος στα παρακάλια και στις εκρήξεις θυμού του άντρα της, που ποτέ δεν μπόρεσε να συνηθίσει να τη βρίσκει κάτω από ένα βουνό σκεπάσματα μέσα στο σκοτάδι του δωματίου, ούτε να την αγκαλιάζει με βιασύνη ιεραπόστολου, ενώ εκείνη του κρατούσε τα χέρια για να μην αγγίζει τα πάχη της. Το σκληρό παζάρεμα τους άφηνε εξαντλημένους και με τα νεύρα σμπαράλια. Τελικά, με το πρόσχημα της μετακόμισης στο καινούργιο αρχοντικό του Νομπ Χιλ, η Παουλίνα εγκατέστησε τον άντρα της στην άλλη άκρη του σπιτιού κι έβαλε κλειδαριά στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς της. Η αηδία για το ίδιο της το σώμα ξεπερνούσε τον πόθο που ένιωθε γι' αυτόν. Ο λαιμός της είχε εξαφανιστεί μέσα σ' ένα διπλό προγούλι, το στήθος και η κοιλιά της σχημάτιζαν ένα αρχιεπισκοπικό βουναλάκι, τα πόδια της την κρατούσαν μόνο λίγα λεπτά, δεν μπορούσε να ντυθεί μόνη της ή να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών της· αλλά με τα μεταξωτά της φορέματα και τα θαυμάσια κοσμήματά της, όπως παρουσιαζόταν σχεδόν πάντα, ήταν εντυπωσιακή. Η μεγαλύτερη έγνοια της ήταν ο ιδρώτας ανάμεσα στις δίπλες από το λίπος της και συνήθιζε να με ρωτάει ψιθυριστά αν μύριζε άσχημα, αλλά ποτέ δεν ένιωσα πάνω της άλλο άρωμα εκτός από απόσταγμα γαρδένιας και ταλκ. Αντίθετα με την τόσο διαδομένη τότε δοξασία πως το νερό και το σαπούνι καταστρέφουν τους βρόγχους, εκείνη περνούσε ώρες ατέλειωτες στην επισμαλτωμένη σιδερένια μπανιέρα της, όπου ένιωθε ξανά ανάλαφρη όπως στα νιάτα της. Είχε ερωτευτεί τον Φελισιάνο, όταν εκείνος ήταν ένας ωραίος και φιλόδοξος νεαρός, ιδιοκτήτης μερικών ορυχείων αργύρου στα βόρεια της Χιλής. Για τον έρωτα αυτόν αψήφησε την οργή του πατέρα της, του Αγκουστίν ντελ Βάλιε, που στα ιστορικά βιβλία της Χιλής αναφέρεται σαν ιδρυτής ενός μικροσκοπικού και μίζερου υπερσυντηρητικού πολιτικού κόμματος, που είχε εξαφανιστεί πριν από περισσότερο από δυο δεκαετίες, αλλά κάθε τόσο ανασταινόταν σαν ξεπουπουλιασμένος και θλιβερός μυθικός φοίνικας. Ο ίδιος έρωτας για τον Φελισιάνο τη βοήθησε, όταν αποφάσισε να του απαγορεύσει την είσοδο στην κρεβατοκάμαρά της, σε μια ηλικία που η φύση της αναζητούσε όσο ποτέ μιαν αγκαλιά. Αντίθετα από αυτήν, ο Φελισιάνο ωρίμαζε όμορφα. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει, αλλά εξακολουθούσε να είναι ο ίδιος εύθυμος, παθιασμένος και σπάταλος άντρας. Της Παουλίνα της άρεσε η λαϊκότητά του, η ιδέα πως αυτός ο κύριος με τα ηχηρά επίθετα προερχόταν από Εβραίους σεφαρδίτες και κάτω από τα μεταξωτά του πουκάμισα με τα κεντημένα μονογράμματα είχε ένα τατουάζ τυχοδιώκτη, που απέκτησε στο λιμάνι μεθυσμένος. Ποθούσε να ξανακούσει τις προστυχιές, που της μουρμούριζε τον καιρό που αγκαλιάζονταν ακόμα παιχνιδιάρικα στο κρεβάτι με τα φώτα αναμμένα, και θα έδινε οτιδήποτε για να κοιμηθεί άλλη μια φορά με το κεφάλι ακουμπισμένο στο γαλάζιο δράκο, χαραγμένο με ανεξίτηλη μελάνη στον ώμο του άντρα της. Ποτέ δεν έμαθε πως κι εκείνος το ίδιο ποθούσε. Για τον Φελισιάνο εκείνη ήταν πάντα η τολμηρή αγαπημένη με την οποία είχε κλεφτεί στα νιάτα του, η μόνη γυναίκα που θαύμαζε και φοβόταν. Σκέφτομαι τώρα πως αυτό το ζευγάρι δεν έπαψε ποτέ ν' αγαπιέται, παρά τους τρομερούς τυφώνες των καβγάδων τους, που έκαναν να τρέμουν όλους μέσα στο σπίτι. Τ' αγκαλιάσματα, που άλλοτε τους γέμιζαν ευτυχία, είχαν μεταβληθεί σε μάχες, που κατέληγαν σε μακρόχρονες ανακωχές κι αξέχαστες εκδικήσεις, όπως το φλωρεντινό κρεβάτι, αλλά καμιά προσβολή δεν κατέστρεψε τη σχέση τους κι έμειναν μαζί μέχρι το τέλος, όταν εκείνος έπεσε θανάσιμα πληγωμένος από μια αποπληξία, ενωμένοι σε μια ζηλευτή συνενοχή κατεργαραίων.
Μόλις ο καπετάν Τζων Σόμερς βεβαιώθηκε πως το μυθικό έπιπλο βρισκόταν πάνω στο κάρο και ο αμαξάς είχε καταλάβει τις οδηγίες του, έφυγε με τα πόδια για την Τσάιναταουν, όπως έκανε σε κάθε επίσκεψή του στο Σαν Φρανσίσκο. Αυτή τη φορά όμως ο ενθουσιασμός του δεν ήταν αρκετός και δυο τετράγωνα πιο πέρα αναγκάστηκε να φωνάξει ένα αμάξι. Ανέβηκε με δυσκολία, έδωσε τη διεύθυνση στον αμαξά και ξάπλωσε στο κάθισμα λαχανιασμένος. Ένα χρόνο πριν είχαν αρχίσει τα συμπτώματα, αλλά τις τελευταίες εβδομάδες είχαν γίνει πιο έντονα· τα πόδια του μόλις τον κρατούσαν και το κεφάλι του γέμιζε ομίχλη, ήταν αναγκασμένος ν' αγωνίζεται συνέχεια ενάντια στον πειρασμό να εγκαταλειφθεί στην ευπρόσδεκτη αδιαφορία που εισέβαλε στην ψυχή του. Η αδελφή του η Ρόουζ ήταν η πρώτη που πρόσεξε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, όταν εκείνος δεν πονούσε ακόμα. Τη σκεφτόταν και χαμογελούσε· ήταν το πιο κοντινό κι αγαπημένο πλάσμα γι' αυτόν, ο βορράς της ταξιδιάρικης ύπαρξής του, πιο γνήσια στην τρυφερότητά της κι από την κόρη του την Ελίζα, ή οποιαδήποτε από τις γυναίκες που αγάπησε στις μακρόχρονες περιπλανήσεις του από λιμάνι σε λιμάνι.
Η Ρόουζ Σόμερς είχε περάσει τα νιάτα της στη Χιλή μαζί με τον μεγάλο αδελφό της τον Τζέρεμυ, αλλά όταν εκείνος πέθανε, γύρισε στην Αγγλία για να γεράσει στην πατρίδα της. Έμενε στο Λονδίνο, σ' ένα σπιτάκι μερικά τετράγωνα από τα θέατρα και την όπερα, μια κάπως ξεπεσμένη συνοικία, όπου μπορούσε να ζει όπως της έκανε κέφι. Δεν ήταν πια η άψογη νοικοκυρά του αδελφού της Τζέρεμυ, τώρα μπορούσε ν' αφήνει ελεύθερη την κλίση της για τις εκκεντρικότητες. Συνήθιζε να ντύνεται σαν πρώην ηθοποιός για να παίρνει το τσάι της στο Σαβόυ ή σαν Ρωσίδα κόμισσα για να βγάζει βόλτα το σκύλο της, έπιανε φιλίες με τους ζητιάνους και τους πλανόδιους μουσικούς, ξόδευε τα λεφτά της σε ψιλολόγια και ελεημοσύνες. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο απελευθερωτικό από την ηλικία», έλεγε μετρώντας τις ρυτίδες της, ευτυχισμένη. «Δεν είναι η ηλικία, αδελφή μου, αλλά η οικονομική σου κατάσταση, που την έφτιαξες με την πένα σου», απαντούσε ο Τζων Σόμερς. Αυτή η αξιοσέβαστη γεροντοκόρη με τα άσπρα μαλλιά είχε κάνει μια μικρή περιουσία γράφοντας πορνογραφία. Το πιο ειρωνικό, σκεφτόταν ο καπετάνιος, ήταν πως τώρα ακριβώς που η Ρόουζ δεν χρειαζόταν να κρύβεται, όπως όταν ζούσε στη σκιά του αδελφού της Τζέρεμυ, είχε σταματήσει να γράφει ερωτικά διηγήματα κι αφιέρωνε το χρόνο της παράγοντας ρομαντικές νουβέλες με ρυθμό εξαντλητικό και απροσδόκητη επιτυχία. Δεν υπήρχε γυναίκα με μητρική της γλώσσα τα αγγλικά, συμπεριλαμβανόμενης της βασίλισσας Βικτωρίας, που να μην είχε διαβάσει τουλάχιστο ένα από τα ρομάντζα της Dame Ρόουζ Σόμερς. Ο διακεκριμένος αυτός τίτλος νομιμοποίησε μια κατάσταση που η Ρόουζ είχε κατακτήσει πολλά χρόνια πριν. Αν η βασίλισσα Βικτωρία υποπτευόταν πως η αγαπημένη της συγγραφέας, στην οποία απένειμε προσωπικά τον τίτλο της Dame, ήταν υπεύθυνη για μια ατέλειωτη συλλογή χυδαίας λογοτεχνίας με την υπογραφή Μια Ανώνυμη Κυρία, θα είχε πάθει συγκοπή. Ο καπετάνιος ήταν της γνώμης πως η πορνογραφία ήταν ωραία, αλλά εκείνες οι ερωτικές νουβέλες ήταν για τα σκουπίδια. Για χρόνια είχε αναλάβει να τυπώνει και να διανέμει τα απαγορευμένα διηγήματα που έγραφε η Ρόουζ κάτω από τη μύτη του μεγάλου αδελφού της, που πέθανε σίγουρος πως ήταν μια ενάρετη δεσποσύνη χωρίς άλλη αποστολή παρά να του κάνει τη ζωή ευχάριστη. «Να προσέχεις τον εαυτό σου, Τζων, δεν μπορείς να με αφήσεις έρημη στον κόσμο. Αδυνάτισες κι έχεις ένα παράξενο χρώμα», του επαναλάμβανε καθημερινά η Ρόουζ, όσο ο καπετάνιος έμενε στο Λονδίνο. Από τότε μια ανελέητη μεταμόρφωση τον μετάλλαζε σε σαύρα.
Ο Τάο Τσι'έν είχε μόλις βγάλει τις βελόνες του βελονισμού από τα αυτιά και τα μπράτσα ενός αρρώστου, όταν ο βοηθός του τον ειδοποίησε πως μόλις είχε φτάσει ο πεθερός του. Ο ζονγκ-γι τοποθέτησε προσεκτικά τις χρυσές βελόνες σε καθαρό οινόπνευμα, έπλυνε τα χέρια του σε μια λεκάνη, φόρεσε το σακάκι του και βγήκε να υποδεχτεί τον επισκέπτη, παραξενεμένος που η Ελίζα δεν τον είχε προειδοποιήσει ότι ο πατέρας της θα έφτανε εκείνη τη μέρα. Κάθε επίσκεψη του καπετάν Σόμερς προκαλούσε αναστάτωση. Η οικογένεια τον περίμενε ανάστατη, ιδιαίτερα τα παιδιά, που δεν κουράζονταν να θαυμάζουν τα εξωτικά δώρα και ν' ακούν τις ιστορίες εκείνου του γιγάντιου παππού για τα θαλάσσια τέρατα και τους πειρατές της Μαλαισίας. Ψηλός, ρωμαλέος, με το δέρμα σκασμένο από το αλάτι όλων των θαλασσών, μακριά πυκνή γενειάδα, βροντερή φωνάρα και μωρουδίσια αθώα γαλάζια μάτια, ο καπετάνιος ήτανε μια επιβλητική φυσιογνωμία με την μπλε στολή του, αλλά ο άντρας που ο Τάο Τσι'έν βρήκε καθισμένο σε μια πολυθρόνα της κλινικής, είχε τόσο αδυνατίσει, ώστε με δυσκολία τον αναγνώρισε. Τον χαιρέτησε με σεβασμό, δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει τη συνήθεια να υποκλίνεται μπροστά του σύμφωνα με την κινέζικη παράδοση. Είχε γνωρίσει τον Τζων Σόμερς στα νιάτα του, όταν δούλευε σαν μάγειρας στο πλοίο του. «Εμένα θα με φωνάζεις κύριο, κατάλαβες, Κινέζε;» τον είχε διατάξει την πρώτη φορά που του μίλησε. Τότε είχαμε κι οι δυο μας μαύρα μαλλιά, σκέφτηκε ο Τάο Τσι'έν με μια σουβλιά θλίψης στη σκέψη του επικείμενου θανάτου. Ο Εγγλέζος σηκώθηκε με δυσκολία, του έδωσε το χέρι και ύστερα τον έσφιξε στην αγκαλιά του για μια στιγμή. Ο ζονγκ-γι βεβαιώθηκε πως τώρα ήταν ο πιο ψηλός και πιο βαρύς από τους δυο τους.
«Ξέρει η Ελίζα πως θα ερχόσασταν σήμερα, κύριε;» ρώτησε.
«Όχι. Εμείς οι δυο πρέπει να μιλήσουμε μόνοι μας, Τάο. Πεθαίνω».
Ο ζονγκ-γι το είχε καταλάβει, μόλις τον είδε. Χωρίς να του πει λέξη, τον οδήγησε στο ιατρείο του, όπου τον βοήθησε να γδυθεί και να ξαπλώσει σ' ένα κρεβάτι. Ο πεθερός του, γυμνός, είχε θλιβερή όψη: το δέρμα του ήταν χοντρό, ξερό, είχε καφετί χρώμα, κίτρινα νύχια, τα μάτια του ήταν γεμάτα φλεβίτσες, η κοιλιά του πρησμένη. 'Αρχισε να τον ακροάζεται και ύστερα πήρε το σφυγμό του από τους καρπούς, το λαιμό και τους αστράγαλους, για να επαληθεύσει αυτό που ήδη γνώριζε.
«Έχετε το συκώτι εντελώς κατεστραμμένο, κύριε. Πίνετε ακόμα;»
«Δεν μπορείτε να μου ζητήσετε να εγκαταλείψω μια συνήθεια ολόκληρης ζωής, Τάο. Πιστεύετε πως μπορεί κανείς ν' αντέξει τη δουλειά του θαλασσινού, χωρίς να πίνει κι ένα ποτηράκι;»
Ο Τάο Τσι'έν χαμογέλασε. Ο Εγγλέζος έπινε κάθε μέρα μισή μπουκάλα τζιν, και μια ολόκληρη, αν υπήρχε κάτι για να θρηνήσει ή να γιορτάσει, χωρίς να δείχνει πως αυτό τον επηρέαζε καθόλου· ούτε καν μύριζε αλκοόλ, γιατί ο δυνατός φτηνιάρικος καπνός πότιζε τα ρούχα και την ανάσα του.
«Επιπλέον είναι πια αργά για να μετανιώσω, έτσι δεν είναι;» πρόσθεσε ο Τζων Σόμερς.
«Μπορείτε να ζήσετε λίγο ακόμα και με καλύτερες συνθήκες, αν σταματήσετε το ποτό. Γιατί δεν ξεκουράζεστε λίγο; Ελάτε να ζήσετε μαζί μας για ένα διάστημα, η Ελίζα κι εγώ θα σας φροντίσουμε μέχρι ν' αναρρώσετε», πρότεινε ο ζονγκ-γι χωρίς να τον κοιτάζει για να μην καταλάβει ο άλλος τη συγκίνησή του. Όπως τόσες φορές του συνέβαινε στη δουλειά του σαν γιατρού, έπρεπε ν' αγωνίζεται ενάντια στην αίσθηση της τρομερής αδυναμίας, που συνήθως τον έπιανε όταν βεβαιωνόταν πόσο λίγα μέσα είχε η επιστήμη του και πόσο αβάσταχτος ήταν ο ξένος πόνος.
«Πώς φανταστήκατε πως θα μείνω οικειοθελώς στα χέρια της Ελίζας, για να με καταδικάσει στην αποχή! Πόσος καιρός μου μένει, Τάο;» ρώτησε ο Τζων Σόμερς.
«Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Πρέπει να ζητήσω μια δεύτερη γνώμη».
«Η δική σας είναι η μόνη που σέβομαι. Από τότε που μου βγάλατε έναν τραπεζίτη χωρίς πόνο στα μισά της διαδρομής από την Ινδονησία μέχρι τις ακτές της Αφρικής, κανένας άλλος γιατρός δεν έβαλε τα χέρια του πάνω μου. Πόσος καιρός πέρασε από τότε;»
«Δεκαπέντε χρόνια. Ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σας, κύριε».
«Μόνο δεκαπέντε χρόνια; Γιατί μου φαίνεται πως γνωριζόμαστε μια ολόκληρη ζωή;»
«Ίσως να έχουμε γνωριστεί σε κάποια άλλη ζωή».
«Η μετενσάρκωση μου προκαλεί τρόμο, Τάο. Φανταστείτε στην επόμενη ζωή μου να γίνω μουσουλμάνος. Το ξέρετε πως αυτοί οι καημένοι δεν πίνουν αλκοολούχα ποτά;»
«Αυτό σίγουρα είναι το κάρμα σας. Σε κάθε μετενσάρκωση πρέπει να ολοκληρώνουμε αυτό που αφήσαμε ελλιπές στην προηγούμενη», αστειεύτηκε ο Τάο.
«Προτιμώ την κόλαση των χριστιανών, είναι λιγότερο σκληρή. Λοιπόν, δεν θα πούμε τίποτε από όλα αυτά στην Ελίζα», κατέληξε ο Τζων Σόμερς, ενώ έβαζε τα ρούχα του, παλεύοντας με τα κουμπιά, που ξέφευγαν από τα τρεμάμενα δάχτυλά του. «Καθώς τούτη μπορεί να είναι η τελευταία μου επίσκεψη, είναι σωστό η Ελίζα και τα εγγόνια μου να με θυμούνται εύθυμο και γερό. Θα φύγω ήρεμος, Τάο, γιατί κανένας δεν θα μπορούσε να φροντίσει την κόρη μου καλύτερα από εσάς».
«Κανένας δεν θα μπορούσε να την αγαπήσει περισσότερο από μένα, κύριε».
«Όταν δεν θα υπάρχω πια, κάποιος πρέπει να φροντίσει την αδελφή μου. Ξέρετε πως η Ρόουζ στάθηκε σαν μητέρα για την Ελίζα...»
«Μην ανησυχείτε, η Ελίζα κι εγώ θα την έχουμε έγνοια», τον βεβαίωσε ο γαμπρός του.
«Ο θάνατος... θέλω να πω... θα είναι γρήγορος κι αξιοπρεπής; Πώς θα το καταλάβω, όταν φτάσει το τέλος;»
«Όταν κάνετε εμετό αίμα, κύριε», είπε ο Τάο Τσι'έν θλιμμένα.
Αυτό έγινε τρεις εβδομάδες αργότερα, στη μέση του Ειρηνικού, στον ιδιωτικό χώρο της καμπίνας του καπετάνιου. Μόλις μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του, ο γέρος θαλασσοπόρος καθάρισε τα ίχνη του εμετού, ξέπλυνε το στόμα του, άλλαξε το ματωμένο του πουκάμισο, άναψε την πίπα του και πήγε στην πλώρη του πλοίου, όπου κάθισε να κοιτάξει για τελευταία φορά τ' αστέρια που τρεμόπαιζαν σ' έναν ουρανό από μαύρο βελούδο. Αρκετοί ναύτες τον είδαν και περίμεναν από απόσταση, με τα πηλήκια στο χέρι. Όταν τέλειωσε ο καπνός, ο καπετάν Τζων Σόμερς πέρασε τα πόδια του πάνω από την κουπαστή κι αφέθηκε να πέσει αθόρυβα στη θάλασσα.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!