0
Your Καλαθι
Ανθρωπος από χιόνι ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
46%
46%
Περιγραφή
Ποιός ακριβώς είναι ο ρόλος των διαχωριστικών γραμμών; Τι συμβαίνει με τους λαούς και οι χάρτες της ανθρωπότητας αλλάζουν διαρκώς μέσα στην ιστορία;
Ένας Σέρβος βρίσκεται ξαφνικά από τη φλεγόμενη Γιουγκοσλαβία στο χιονισμένο Καναδά. Προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Όμως, οι διαχωριστικές γραμμές και τα σύνορα τον ακολουθούν. Έλλειψη επικοινωνίας, αποξένωση, μοναξιά.
Ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα για το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, κοιταγμένο μέσα απο την αδυναμία ενός ανθρώπου να ενταχθεί σ' έναν άλλο χώρο, σε μια άλλη επικράτεια, σ' έναν άλλο χάρτη.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«...Είχα πάντα την τάση να κουράζομαι, καθώς και μια ευαισθησία απέναντι στην ακανόνιστη ζωή, αλλά αυτό δεν έχει γίνει ιδιαίτερα έντονο. Στην ηλικία μου έχω μείνει μάλλον ο παλιός μου εαυτός...»
Από επιστολή του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ Τόμας Μαν, στον Χ. Εσε, το 1941
Ο συγγραφέας του «Μαγικού βουνού», όταν αυτοεξορίστηκε μετά την άνοδο του Χίτλερ στην πατρίδα του, ήταν ήδη μεγάλος. Με προϋπόθεση την ώριμη σχετικά ηλικία του, αλλά κυρίως, στην περίπτωσή του, την οξύνοια και την κουλτούρα του, μπορούμε να σκεφτούμε και μόνο με αυτό το δεδομένο ότι, κατά έναν τρόπο, είχε την άνεση και την πολυτέλεια να μένει ο παλιός του εαυτός, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα προσαρμογής εις την ξένην. Αυτό σημαίνει, νομίζω, στην περίπτωση ενός καλλιτέχνη, όπως ήταν ο Μαν, ότι το στοχασμό του πάνω στα «σύνορα» δεν είναι δυνατόν να βασανίζει κάποιο σύνδρομο συνεχούς επιβεβαίωσης της διαφορετικότητας και της εναγώνιας ανάγκης τονισμού των «διαχωριστικών γραμμών». Η διεθνική ματιά του μεγάλου Γερμανού συγγραφέα δεν απέκλειε και τη βεβαιότητά του περί της «γερμανικότητάς» του, την οποία έθετε νηφάλια επί τάπητος στα έργα του, χωρίς οποιοδήποτε εθνικιστικό σύνδρομο.
Ο πεζογράφος Νταβίντ Αλμπαχάρι, Σερβοκροάτης στην καταγωγή, έχει αυτοεξοριστεί στον Καναδά, μετά τον πόλεμο που συνέβη στη γείτονα πριν από περίπου δέκα χρόνια. Ζώντας μακριά από τη χώρα του, σε πιο νεαρή ηλικία απ' ό,τι ο Μαν, δεν φαίνεται διατεθειμένος να γίνει «πολίτης του κόσμου», κατά Αξελό, και νοσταλγεί τις «χαμένες πατρίδες».
Στο «Δόλωμα» (το μυθιστόρημα που τον καθιέρωσε και έχουμε παρουσιάσει στη «Β» πριν από δύο χρόνια), ο κίνδυνος της απώλειας του ταυτοτικού ταλανίζει το συγγραφέα του, που τον παρασύρει ο ίλιγγος του χαίνοντος κενού μακράν της εστίας. Στο έργο αυτό με δεξιοτεχνία δημιουργεί μια αλληγορία για το δράμα της πατρίδος του, παίζοντας με μετωνυμίες. Μέσα από έναν επιδέξιο μύθο μιλάει σχολιαστικά για την Ιστορία και το προσωπικό του δράμα. Η εξορία τον απασχολεί ως έννοια και ο φόβος του «βαρβάρου» τον εμποδίζει να ενσωματωθεί. Ως εκ τούτου, η «σλαβική» νοσταλγία, που έχει γίνει κινητήριος μοχλός πολλών αφηγήσεων στη βαλκανική και κυρίως ρωσική λογοτεχνία, υποσκάπτει το βλέμμα, του αφαιρεί την ψυχραιμία και δονεί το συναίσθημα. Η ατομική ιστορία προσπαθεί να προσδεθεί στη συλλογική κάτω από προϋποθέσεις, οι οποίες βασίζονται στη μνήμη κοινών εμπειριών και προσλήψεων. Σε εκείνο το μυθιστόρημα το σχήμα, το ιδεολογικό πρόγραμμα υποτασσόταν σε μια ευρηματική ανάπτυξη της πλοκής και σ' ένα ελεγχόμενο συγκινησιακό υπέδαφος.
Στο παρόν, διανοητικό του μυθιστόρημα «Ανθρωπος από χιόνι» ο Αλμπαχάρι αλλάζει, ελαφρώς, υφολογική πορεία και συνεχίζει αυτή την αφήγηση της εξορίας του με πιο στοχαστικούς όρους. Δεν χάνει, βέβαια, το πεζογραφικό του έρμα, σαρκώνοντας τις ιδέες του πάνω σ' έναν μυθοπλαστικό σκελετό, στοιχειώδη και ελαφρώς παραληρηματικό, που δεν ξεχνά ούτε στιγμή ότι υπηρετεί ένα κείμενο ιδεών. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο ίδιος ο συγγραφέας εννοείται, διεκτραγωδεί τα παθήματά του εις αλλότρια εδάφη και με ψυχωσικό, σχεδόν, τρόπο προσπαθεί να βρει αιτίες απέχθειας και αντιπάθειας του ξένου τοπίου. Όλα γύρω του είναι εχθρικά, διότι υπάρχει η κακή προαίρεση εντός του για κάθε τι αλλότριο, που νομίζει ότι αντιπαραβάλλεται προς τη χαρισματική καταγωγή του: μήπως από αυτά τα αισθήματα ελαυνόταν και ο «νέος τσάρος» Μιλόσεβιτς, όταν αποφάσισε την εκκαθάριση των «βαρβάρων» στην πρώην ενωμένη Γιουγκοσλαβία του Τίτο; Αυτά εμείς δεν τα ξέρουμε, όσοι, δηλαδή, ασχολούμεθα με την Τέχνη. Αλλά όταν ένας συγγραφέας σαν τον Αλμπαχάρι μας βάζει πολιτικά, ιδεολογικά προβλήματα, για να μας κάνει συμμέτοχους στο δράμα του, τότε πρέπει να θυμηθούμε τον πολιτικό μας εαυτό και να απαντήσουμε σε ανάλογα ερωτήματα... Αυτή είναι η μοίρα των σχετικών κειμένων, τα οποία διαθέτουν έναν κεκαλυμμένο πολιτικό πυρήνα και ζητούν τη γνώμη μας. Εμείς, βέβαια, δεν θα πέσουμε στην παγίδα της εξωλογοτεχνικής «συμπάθειας» και θα κρίνουμε με βάση τα αισθητικά μας κριτήρια. Όμως, εάν πρέπει ν' απαντήσουμε ξεκινώντας από ιδεολογικά σταθμά, δεν θα διστάσουμε να τοποθετήσουμε το κρινόμενο όπου δει: εκεί, δηλαδή, όπου το ίδιο μας καλεί να το εντάξουμε και να το προσεγγίσουμε. Ας πούμε, δεν θα αφήσουμε έξω από τα κριτήριά μας για το έργο του Κορτάσαρ ή του Κούντερα το στοιχείο εκείνο που μας θέτει πρωτίστως να ελέγξουμε το ίδιο το έργο: τα ιστορικά συμφραζόμενα που γέννησαν το δράμα της εξορίας των ηρώων των έργων των δύο μυθιστοριογράφων. Αυτή είναι μια ιδεολογική ανάγνωση των συγκεκριμένων καλλιτεχνικών προϊόντων; Δεν ξέρω, ειλικρινά. Ομως, έχω να πω το εξής: θέτοντας τα ίδια τα καλλιτεχνήματα το πλαίσιο ανάγνωσής τους εκ των προτέρων, τι έχεις να κάνεις εσύ ως αναγνώστης; Θα ακολουθήσεις τις οδηγίες τους.
Στον «Ανθρωπο από χιόνι» ο Αλμπαχάρι, ενθυμούμενος τον Κάρβερ, εκτός των άλλων μεγάλων θεραπόντων της μικρής, πλάγιας φόρμας, περιγράφει την εγκατάστασή του σε μια μικρή πόλη του Καναδά, μετά την έξοδό του από τη Γιουγκοσλαβία. Το όλο διανοητικό του εγχείρημα ενδύεται μια στοιχειώδη περιγραφική μυθοπλασία: ο ήρωας (ο Αλμπαχάρι, προφανώς) διορίζεται σε μια πόλη του αμερικανικού Βορρά, για να διδάξει Πολιτική Ιστορία στους φοιτητές τού εκεί Πανεπιστημίου. Η επαφή και προστριβή του με έναν μόνιμο καθηγητή του ίδιου κλάδου με αυτόν που διδάσκει, καθώς και η «ανίχνευση» του χώρου μέσα στον οποίο είναι υποχρεωμένος να ζήσει (το σπίτι του, οι γείτονες, η πόλη, η σχολή), του δίνουν τα αναγκαία ερεθίσματα, για να βυθιστεί με τρόπο απερίφραστο σε ένα χάος ερωτημάτων σχετικά με την «ετερότητά» του. Από κάθε σημείο επαφής του με την ξένη πραγματικότητα αναδύεται ένα πρόβλημα προς λύσιν. Η αλλοδαπή του καταγωγή πρέπει κάθε στιγμή να τονίζεται, για να δημιουργείται έτσι αυτή η στοιβάς δυσκολιών, που θα τον φέρνει στην ...επιθυμητή θέση του «ξένου σε μιαν άλλη χώρα». Όμως μέσα σ' αυτό το ψυχαναγκαστικό πλαίσιο δεν παράγεται λογοτεχνία, ούτε καν εγκεφαλική: οι ερωταποκρίσεις υπακούουν σε ένα αφελές σχέδιο και αφορούν σε ένα δημοσιογραφικό/δημαγωγικό ύφος μιας «καμπάνιας» για το «δράμα των προσφύγων» στις χώρες της Δύσης. Τουλάχιστον ο Ιονέσκο ή ο Κούντερα, όταν ζήτησαν καταφύγιο στο δυτικό πολιτισμό, είχαν τα όπλα να υπερασπιστούν τις κουλτούρες τους ή μάλλον να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους μέσα σ' αυτές και εν προεκτάσει τις δικαιολογίες της απεξάρτησής τους απ' αυτές. Όταν ο Αλμπαχάρι επιζητεί από τον καλοπροαίρετο αναγνώστη να του συμπαρασταθεί στο εγχείρημά του ν' αποδείξει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, οφείλει, αν μη τι άλλο, να του δώσει κάποια επιχειρήματα επ' αυτού και όχι να δημαγωγεί με δηλώσεις του τύπου: «Στην Ευρώπη (...) η μοναξιά είναι μια μορφή εξορίας, εδώ είναι τρόπος ζωής...» (μιλώντας για τον Καναδά). Αν χρειάζεται να απαντήσει κάποιος στο αγοραίο αυτό επιχείρημα, που υποτίθεται ότι διαφορίζει τις νοοτροπίες δύο ηπείρων, δύο πολιτισμών, δεν θα κουραζόταν ιδιαίτερα για να βρει τον τρόπο: απλώς εάν ο Αλμπαχάρι φαντάζεται την «ιδανική» κουλτούρα ως προϊόν μιας κοινωνίας αγελαίας (δεν μιλώ για την επικοινωνία γενικώς, αλλά για τον εξωστρεφή χαρακτήρα ενός «διασκεδαστικού, ανόητου πολιτισμού»), με εικόνες της οποίας μας έχει τροφοδοτήσει πλουσιοπάροχα η βαλκανική γενέτειρά του, τότε ας μην το συζητήσουμε καλύτερα... Πάντως, απαντώντας προκλητικά στον προγραμματικό αυτό συγγραφέα, θα μπορούσε να τον ενημερώσει κάποιος για την ηδονή της μοναξιάς του Βαλκάνιου, για τον τρόπο με τον οποίο τυφλά και πρωτοβάθμια αυτός επιζητεί την πλήρωση γελώντας, ενώ την ίδια στιγμή... κραυγάζει η βαθιά του ανάγκη να εγκύψει στον εαυτό του, στο μεγάλο αυτό πρόβλημα.
Βιβλία σαν του Αλμπαχάρι προσφέρονται για «εξωλογοτεχνικές;» νύξεις σε θέματα ιδεών. Ας όψεται η κατασκευασμένη τους πρόταση.
Ο «Κέδρος» διαθέτει έναν θαυμάσιο γνώστη των σλαβικών γλωσσών, τον Πάνο Σταθόγιαννη, τον οποίο έχουμε απολαύσει σε μεταφράσεις έργων της βαλκανικής λογοτεχνίας. Εδώ παρουσιάζεται ως επιμελητής της μετάφρασης της κ. Ρόσιτς, της οποίας δεν ξέρουμε τη συμβολή στο έξοχο αποτέλεσμα. Λυπάμαι που δεν μπορώ ανενδοίαστα να μιλήσω για την εισφορά της.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/10/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις