Βρόμικη ιστορία

Περαιτέρω στοιχεία για τον βίο και την πολιτεία του Αρθουρ Αμπντελ Σίμσον
113786
Συγγραφέας: Άμπλερ, Έρικ
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες:348
Μεταφραστής:ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/12/2000
ISBN:9789603253662


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Το παρόν βιβλίο του Έρικ Αμπλερ (1909-1998) αναπτύσσει ένα περαιτέρω επεισόδιο στην αυτοβιογραφία αυτού του εξαθλιωμένου τυχοδιώκτη, του ΑΡΘΟΥΡ ΑΜΠΝΤΕΛ ΣΙΜΣΟΝ -του παλιού γνώριμου απ' το Τοπκαπί στην Κωνσταντινούπολη- που ο φάκελός του στη Ιντερπόλ τον περιγράφει εναλλάξ ως διερμηνέα, σωφέρ, σερβιτόρο, προαγωγό, πορνογράφο και ξεναγό. Αυτή τη φορά ό Σίμσον βρίσκεται στην Αθήνα και προσπαθεί απεγνωσμένα, επισήμως και ανεπισήμως, να αποκτήσει ένα έγκυρο διαβατήριο. Όμως ο κόσμος της νομιμότητας δεν τον έχει ανάγκη (δεν τον είχε ποτέ) και αναγκάζεται να στραφεί στην μαύρη αγορά, όπου τα «έγκυρα» διαβατήρια είναι ακριβά. Αδυνατώντας να πληρώσει μετρητοίς, αναγκάζεται να πληρώσει σε είδος. Οι κακοτυχίες του θα τον φέρουν στην Ερυθρά Θάλασσα και σε διάφορα λιμάνια της Αφρικής, όπου θα βρεθεί άθελά του στη θέση του μισθοφόρου μιας εταιρείας με συμφέροντα σε κάποια θολά νεοσύστατα κρατίδια.

Με τον Άρθουρ Σίμσον, ο Έρικ Άμπλερ δημιούργησε έναν εντυπωσιακό τυχοδιώκτη, άπατρι, εκτός των ορίων. " Η ζωή σας δεν είναι παρά μια μεγάλη βρόμικη ιστορία " του λέει επικριτικά ο Βρετανός υποπρόξενος στην Αθήνα. Μπορεί να είναι αντιηρωικός τύπος, όμως όπου εμφανίζεται οι ίντριγκες πυκνώνουν, το σασπένς εντείνεται, και υπάρχει πάντα αυτό το αλάθητο αίσθημα πραγματικού κινδύνου που διατρέχει όλα τα μυθιστορήματα του Άμπλερ.



Η πικρόχολη αυτή ιστορία, με το πολύ χιούμορ, αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες επιτυχίες του Έρικ Άμπλερ, του συγγραφέα της θαυμάσιας Μάσκας του Δημήτριου, που έχει επίσης κυκλοφορήσει στις Εκδόσεις Άγρα. Ο Άμπλερ, που το ταλέντο του συγκρίθηκε και αντιπαρατέθηκε στο ταλέντο του Γκράχαμ Γκρην, δημιούργησε με το έργο του έναν φρενήρη και μπαρόκ κόσμο, που επηρέασε συχνά τον Όρσον Ουέλλς.





Κριτική



Η σχέση ενός συγγραφέα με τον μεταφραστή του σε μια ξένη γλώσσα δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, δηλαδή ενίοτε μια μεταφραστική δουλειά υπερβαίνει ­ή οφείλει να υπερβαίνει­ τα όρια μιας έντιμης διεκπεραίωσης. Ορισμένες φορές ανάμεσα στους δύο δημιουργούς αναπτύσσονται ισχυρά συναισθήματα, κυρίως από την πλευρά του μεταφραστή, ο οποίος, ξεπερνώντας ενίοτε τα γλωσσικά εμπόδια, αφενός εξυψώνει το έργο ενός συγγραφέα και αφετέρου καθιστά τον αναγνώστη κοινωνό του. Πολλά και ποικίλα είναι τα ερωτήματα που αναδύονται ύστερα από την ανάγνωση μιας εξαιρετικής μετάφρασης και έχουν να κάνουν με την προτίμηση στον συγκεκριμένο συγγραφέα, με την επιλογή του συγκεκριμένου βιβλίου, ακόμη και την απόφαση για την εκλογή εκδοτικού οίκου ­ όταν βεβαίως η μετάφραση γίνεται με την πρωτοβουλία του μεταφραστή και όχι κατόπιν παραγγελίας.

Οι παραπάνω σκέψεις γεννιούνται μετά το πέρας της ανάγνωσης του μυθιστορήματος Βρόμικη ιστορία του Έρικ Αμπλερ (1909-1998), η οποία συνοδεύεται από ένα 19σέλιδο αναλυτικό και άκρως κατατοπιστικό επίμετρο του Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη.


Η «Βρόμικη ιστορία», που στον υπότιτλό της διευκρινίζει ότι δίνει Περαιτέρω στοιχεία για τον βίο του Αρθουρ Αμπντελ Σίμσον (γράφτηκε το 1967), αποτελεί τη συνέχεια του μυθιστορήματος The Light of Day ή αλλιώς Τοπκαπί, που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Ζυλ Ντασσέν. Ήρωας και εδώ είναι ο Αγγλοαιγύπτιος Αρθουρ Αμπντελ Σίμσον, ένας περιπλανώμενος τυχοδιώκτης, άπατρις, άνθρωπος εκτός ορίων, άθλιος γενικά (ο φάκελός του στην Ιντερπόλ τον περιγράφει εναλλάξ ως διερμηνέα, σοφέρ, σερβιτόρο, προαγωγό, πορνογράφο και ξεναγό) που βρίσκεται στην Αθήνα προσπαθώντας να αποκτήσει ένα νόμιμο, ή μη, διαβατήριο. Αδυνατώντας να πληρώσει τον άπληστο κ. Γενναδίου (ο αδελφός του υπηρετεί στην Αστυνομία) για το πλαστό έγγραφο, μη κατορθώνοντας να πάρει δάνειο από την εργοδότριά του, τη φανατική βασιλόφρονα και φοροφυγάδα κυρία Καραδόντη, αναγκάζεται να πάρει μέρος σε μια υπόθεση με πορνοταινίες γυρισμένες σε αρχαίους χώρους. Αυτό αποδεικνύεται μπούμερανγκ διότι για να ξεφύγει από την τσιμπίδα του νόμου αναγκάζεται να ταξιδέψει ως λαθρεπιβάτης σε ένα πλοίο που πάει στην Ανατολική Αφρική, από όπου είναι δύσκολο να επιστρέψει στην Ευρώπη. Στο Τζιμπουτί μπλέκει με μια εταιρεία εκμετάλλευσης πολύτιμων κοιτασμάτων και εκών άκων γίνεται μισθοφόρος αξιωματικός στο πλευρό ενός αφρικανού φυλάρχου του οποίου η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τους γείτονές της.


Ο Σίμσον, αν και ειδεχθές υποκείμενο, κατά τη ρήση του εκπροσώπου της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, γίνεται συμπαθής στον αναγνώστη. Παρακολουθώντας τις περιπέτειες αυτού του ελεεινής μορφής ήρωα, εκ φύσεως αισιόδοξου, συμπάσχεις μαζί του καθώς επιχειρεί να επιβιώσει στον ανελέητο πόλεμο στη ζούγκλα, να ξεφύγει από τις παγίδες που του στήνουν οι εγκέφαλοι των αντίπαλων μισθοφορικών στρατών, σε μια εποχή που οι απελευθερωτικοί πόλεμοι, καθόλου απαλλαγμένοι από την επιθυμία πλουτισμού και εκμετάλλευσης φυσικών πόρων και ανθρώπων, διαπλέκονται με ποικίλα συμφέροντα. Ο Γ. Ν. Πεντζίκης μάς λέει πως η περιγραφή των ανθρώπινων απωλειών από τη δράση των όλμων στη Βρόμικη ιστορία αντλεί απευθείας από την ανάλογη εμπειρία που είχε ο συγγραφέας όταν ως μέλος κινηματογραφικού συνεργείου παρακολούθησε την προέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Νότια Ιταλία. Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που ο Αμπλερ όχι μόνο εισάγει στην πλοκή του έργου στοιχεία από την επικαιρότητα μα ενσωματώνει στην αφήγησή του και τις δικές του βιωμένες εμπειρίες.


Οι ήρωες που πλάθει ο Αμπλερ δεν έχουν τίποτε από την αίγλη της βρετανικής αυτοκρατορίας και συχνά δεν είναι καθαρόαιμοι Αγγλοι. Προφανέστατα οι ιστορίες του τοποθετούνται στον προοδευτικό χώρο, πράγμα που σημαίνει πως είναι εν δυνάμει αριστερός συγγραφέας, οπωσδήποτε φιλειρηνιστής, σίγουρα αντιφασίστας, πιθανότατα αντικαπιταλιστής, σαφέστατα αντι-ιμπεριαλιστής μα και εχθρός κάθε μορφής ολοκληρωτισμού. Ο φανατικός αναγνώστης του διαπιστώνει ότι στα προπολεμικά μυθιστορήματά του βλέπει με συμπάθεια τους σοβιετικούς πράκτορες, τους οποίους παρουσιάζει σαν αγγέλους, όπως θα έκανε κάθε φιλοσοβιετικός συγγραφέας, μέλος ή όχι κάποιου κομμουνιστικού κόμματος της Δύσης (ας θυμηθούμε ότι και ο δικός μας Γιάννης Ρίτσος, πολύ αργότερα, τη δεκαετία του '70, περιγράφοντας την παρέλαση των σοβιετικών αρμάτων μάχης στην Κόκκινη Πλατεία, είχε δηλώσει ότι «πέρασαν με ρυθμό χορευτικό» προκαλώντας συζητήσεις επί συζητήσεων). Με δεδομένο ότι ­θεωρητικά­ οι πράκτορες υπηρετούσαν ένα σύστημα που ευαγγελιζόταν την άρση των κοινωνικών αδικιών και την εξάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, ήταν απολύτως φυσικό να τους υπερασπίζεται. Μετά τον πόλεμο, όμως, όταν διεφάνη ότι η σοβιετική υπεροχή ήταν συνυφασμένη με ένα σκληρό καταπιεστικό καθεστώς που δεν είχε καμία σχέση με τον σοσιαλισμό, ο Αμπλερ, γράφει ο Πεντζίκης, ξέφυγε από τον φιλοσοβιετισμό του καταφέρνοντας να οικοδομήσει πάνω στα συντρίμμια ένα διαφορετικό και πιο ελεύθερο πλαίσιο.


Η αποστροφή του Αμπλερ για τα σοβιετικού τύπου καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης κατεγράφη στο μυθιστόρημα Υπόθεση Ντελτσόφ ή Δίκη του Ντέλτσεφ (1951) που το εμπνεύστηκε από μια δίκη παρωδία στη Σόφια, όταν ο δημόσιος κατήγορος για να κάμψει το φρόνημα ενός κατηγορουμένου που έπασχε από διαβήτη έδωσε εντολή να μην του χορηγηθεί η τόσο αναγκαία γι' αυτόν ινσουλίνη στη διάρκεια της δίκης. Το γεγονός τραυμάτισε βαθιά το αίσθημα δικαιοσύνης που στήριζε τα προπολεμικά μυθιστορήματά του, με αποτέλεσμα σε όλα τα κατοπινά του οι ήρωες ­όπως ο Αρθουρ Σίμσον­ να μην έχουν αγαθές σχέσεις με τη δικαιοσύνη και τις αρχές.

Ο Έρικ Αμπλερ είναι γνωστός παγκοσμίως από το μυθιστόρημα Η μάσκα του Δημητρίου (εκδόσεις Αγρα). Πρόκειται για την ιστορία του Δημητρίου Μακρόπουλου, ενός έλληνα τυχοδιώκτη ο οποίος κατά την καταστροφή της Σμύρνης, το 1922, έσφαξε έναν εβραίο τοκογλύφο και έκτοτε έζησε μια περιπετειώδη ζωή σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Στην προαναφερθείσα έκδοση υπάρχουν αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του, όπου ο συγγραφέας αφηγείται το πώς έγραψε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το 1939, στο Παρίσι, παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Για να προωθήσει το βιβλίο του ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην επιστροφή του στην Αγγλία κατετάγη στην Αεροπορία ως βομβαρδιστής. Καθιερωμένος πλέον, διάσημος και συγγραφέας αναφοράς ­«αγωνιώδες σαν μια πλοκή του Έρικ Αμπλερ» έλεγαν για να διαφημίσουν ένα θρίλερ­, επιδόθηκε συστηματικά στο γράψιμο εκδίδοντας συνολικά 21 βιβλία. Τα έργα του, εκτός από την υποδειγματική ίντριγκα, την κλιμακούμενη ένταση και τη ρεαλιστική απεικόνιση των χαρακτήρων, διακρίνονται και για το πικρόχολο χιούμορ τους. Ανάμεσα στους ήρωες του Αμπλερ ο Σίμσον της Βρόμικης ιστορίας κατέχει μια ξεχωριστή θέση. Στην πραγματικότητα είναι ένας αντι-ήρωας, ένας γκρινιάρης, πονηρός και πανούργος τύπος με ελαστική ηθική ­ είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να προδώσει τους συνεργάτες του. Με αυτόν ως πρωταγωνιστή ο συγγραφέας κατορθώνει να αφηγηθεί συναρπαστικές περιπέτειες με καλό τέλος που θυμίζουν, σύμφωνα με τον μεταφραστή, πικαρέσκο μυθιστόρημα και έπος.

Φίλιππος Φιλίππου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 4-02-2001







ΚΡΙΤΙΚΗ



[«...Τα αποτελέσματα της τάσης για διαφοροποίηση από την «χρυσή εποχή» (του αστυνομικού είδους) ήσαν πολλά. Όχι μόνο η νέα σχολή hard boiled (σκληρή) στην Αμερική, αλλά και ο νέος τρόπος πολιτικής αντίληψης του αγγλικού θρίλερ...»].

Ο Ιαν Όουσμπι για τον Eric Ambler στο «Η λογοτεχνία του εγκλήματος και του μυστηρίου»

Ο Έρικ Αμπλερ (1908-1998), αγγλικής καταγωγής, υπήρξε ένας από τους πιο έκδηλα κοινωνικοποιημένους συγγραφείς του αστυνομικού/κατασκοπευτικού «παραλογοτεχνικού» είδους. Η κριτική έχει χαρακτηρίσει τα βιβλία του και ως «θρίλερ», αλλά ας μη μένουμε σε κατηγοριοποιήσεις, σε στενές ειδολογικές κατατάξεις οι οποίες, συχνά, δημιουργούν σύγχυση... Όπως θα 'λεγε και ο Μπόρχες, αυτές οι «βαπτίσεις» είναι, συνήθως, αποτέλεσμα του ευρωπαϊκού ακαδημαϊκού πνεύματος: και δη της συνήθειας των Γάλλων να σχηματοποιούν, σε βαθμό καμιά φορά επικίνδυνο για την όποια σχέση μας με την εσωτερική (διαφεύγουσα) αύρα των έργων...

Τα τελευταία βέβαια χρόνια, έπειτα από όλες τις ανακατατάξεις στις αναγνωστικές και κριτικές θεωρήσεις, η μεταμοντέρνα συνείδησή μας έχει αποκαταστήσει, μεταξύ άλλων, τον «πολιτικό», κατά κύριο λόγο, αυτό δημιουργό του υποείδους του θρίλερ. Μέχρι τη δεκαετία του '70 το όνομα του Αμπλερ ήταν γνωστό (αν και ανεβοκατέβαινε) στο χρηματιστήριο αξιών του στενού κύκλου των εραστών της συγκεκριμένης «παραλογοτεχνίας». Από τότε, περίπου, και μέχρι σήμερα, ο συγγραφέας του κλασικού πλέον «μαύρου» μυθιστορήματος «Η μάσκα του Δημητρίου» (1939) όχι μόνο κρίνεται και διαβάζεται ισότιμα με τους ομοτέχνους του της «παραλογοτεχνίας» αλλά και με αυτούς της «σοβαρής» λογοτεχνίας.

Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι στο Penguin Companion of Literature, έκδοση του 1971 (όπως σημειώνει και στο πολύ κατατοπιστικό επίμετρό του ο μεταφραστής Γαβριήλ Ν. Πεντζίκης), δεν υπάρχει λήμμα «Αμπλερ», ενώ στον Γκράχαμ Γκριν το λεξικό αυτό αφιερώνει μια σελίδα. Με δεδομένη τη σημερινή θέση του Αμπλερ στη γραμματολογία, το προηγούμενο γεγονός έχει σημασία, διότι, με τον τρόπο του, δηλαδή μέσω του σκηνικού υποδοχής του Αμπλερ από την εν γένει λογοτεχνική οικογένεια κάποτε, μας βοηθάει να προσεγγίσουμε, σε πρώτο βαθμό, και με τη βοήθεια ενός εξωτερικού σχήματος, τη γραφή που καλλιέργησε ο Αγγλος συγγραφέας: η «κυρίαρχη», ας πούμε, φιλολογική άποψη τη θεωρούσε, ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της «παραλογοτεχνίας», υποδεέστερη άλλων γραφών του είδους. Καίτοι ο Γκριν (ο οποίος είχε καθιερωθεί ως ένας θεράπων του «φιλολογικού θρίλερ» εν αντιθέσει προς τον υποτιμημένο, «λαϊκό» Αμπλερ) είχε μιλήσει κολακευτικότατα για το συνάδελφό του, χαρακτηρίζοντάς τον ως έναν από τους καλύτερους συγγραφείς θρίλερ, ο τελευταίος, επιλέγοντας να βρεθεί με το στιλ του στην άλλη πλευρά του «χρυσού κανόνα», μιας γραφής εκλεπτυσμένης δηλαδή, τύπου Τσάντλερ, υπέστη τις συνέπειες.

Ο Αμπλερ, ο οποίος σημειωτέον εργάστηκε ως σεναριογράφος στο Χόλιγουντ και πολλές ταινίες βασίστηκαν σε βιβλία του, υπήρξε, όπως υπαινίχθηκα προηγουμένως, ένας άμεσος, λιτός κατασκευαστής ιστοριών κατασκοπίας και αστυνομικής ίντριγκας (σε πολλές από τις οποίες απουσίαζε το συνηθισμένο μυστήριο «ποιος είναι ο δολοφόνος»). Θα έλεγε κανείς ότι τις μυθοπλασίες του διέτρεχε πάντα ένα στοιχείο «ντοκιμαντέρ»: μία γεύση αληθινής ζωής. Όχι βέβαια ότι οι όψεις αυτής της πραγματικότητας μας έδιναν το κλειδί για την αποσφράγιση των λεπτών ψυχολογικών αποχρώσεων που κατακλύζουν το έργο του, διότι τότε αυτό θα είχε υποκύψει στις σκοπιμότητες ενός ανεξέλεγκτου και δημαγωγικού «κριτικού ρεαλισμού» ή όποιας άλλης ιδεολογικοποίησης, ενδεδυμένης το κοστούμι της «παραλογοτεχνίας».

Το «βάθος πεδίου» στους αμπλερικούς μύθους είναι ευδιάκριτα επικαιρικό: η πολιτική συγκυρία φωτίζεται άπλετα, ιδιαίτερα στην περίοδο της μεταπολεμικής παραγωγής του συγγραφέα. Ο Αμπλερ δεν μιμείται, ας πούμε τον Χάμετ, και δεν προτείνει τις κρυμμένες, κοινωνικές παραβολές εκείνου. Η οπτική του καθορίζεται από το βίωμα και φιλτράρεται με τρόπους λιγότερο περίτεχνους από του Γκριν και του Τσάντλερ, όπως είπαμε.

Αυτή, όμως, η παρατήρηση ας μη μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το ύφος του ήταν ακατέργαστο: η τάση του συγγραφέα μας να σχολιάζει σχέσεις ενταγμένες σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σκηνικό (μεταμφιεσμένο, κάποτε, ηθελημένα αδέξια, ώστε να γίνεται αναγνωρίσιμο), δεν τον απάλλασσε από τη φροντίδα της διαμόρφωσης μιας γλώσσας σκόπιμα αντιλυρικής και «λογοτεχνίζουσας» εν γένει. Ο Αμπλερ επιδίωξε μια συγκεκριμένη ισορροπία ανάμεσα σ' αυτό που συμβαίνει και στη συμβολική του αναπαράσταση, γνωρίζοντας ότι ο κίνδυνος της αναπαραγωγής τον απειλεί κάθε στιγμή.

Η «Βρώμικη ιστορία...», γραμμένη το 1967, όπως προδίδει ο τίτλος της, ασχολείται με έναν παλιό ήρωα του Αμπλερ, τον τυχοδιώκτη Αμπντέλ Σίμσον. Το πρόσωπο αυτό είχαμε συναντήσει στο μυθιστόρημά του «Το φως της Ημέρας» (1962), που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον τίτλο «Τοπ Καπί», το 1964, από τον Ζυλ Ντασσέν. Τον Σίμσον ερμήνευε ο Πίτερ Ουστίνοφ, που «δάνεισε» το ...κροκοδείλιο φυζίκ του στο εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης της «Βρώμικης ιστορίας...».

Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας είναι ένας κρίκος στην αλυσίδα των διαφόρων «αντιηρώων» που συναντάμε στα βιβλία του ώριμου Αμπλερ. Εάν στον Τσάντλερ, και εν μέρει στον Χάμετ, οι κεντρικοί ήρώες σκιαγραφούνται περίπου μυθοποιητικά (παρά τη «μόλυνσή» τους από το Κακό που πολεμούν), στον μεταπολεμικό Αμπλερ, αντιθέτως, τα αντίστοιχα πρόσωπα, τις περισσότερες φορές, είναι μία εκδοχή ενός βασικού χαρακτήρα: του μοντέρνου εκείνου ατόμου, το οποίο μοναχικό και ανηθικίστικο προσπαθεί να ανακαλύψει τη νέα του ταυτότητα σε έναν κόσμο παράλογο. Ο Σίμσον δεν είναι, φυσικά, ούτε ο «Ιππότης» της τσαντλερικής ηθικής αλλά ούτε ο αδίστακτος και εντελώς κυνικός μίστερ Ρίπλεϊ της Χάισμιθ.

Όχι ότι διαθέτει στοιχεία ηθικής, αλλά και οι τρόποι που διαλέγει να δράσει για να εξασφαλίσει τα υλικά αγαθά δεν είναι ακραίοι. Στο βιογραφικό του διαθέτει μία «ιστορικότητα»: έχει βρεθεί στο μέτωπο της Αφρικής, στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (προσπαθώντας και εκεί να επιβιώσει και να «πιάσει την καλή»). Ακολούθως, προστατεύθηκε «υπό πολλάς σημαίας», ακολουθώντας μια τυχοδιωκτική πορεία. Δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως εγκληματική φυσιογνωμία αλλά ως έναν ευφυή «μικροκακοποιό», μία «ελεεινή μορφή», συμπαθητική εν τέλει αφού εκφράζει, ως ένα βαθμό, τη μέση ηθική του σύγχρονου ανθρώπου της ...παγκόσμιας αγοράς.

Η βιοθεωρία του, καταλαβαίνουμε, είναι συγκροτημένη από τον αντίλογο απέναντι στη ρομαντική κενότητα των πολιτικών ιδεολογιών, θύμα των οποίων υπήρξε ο δημιουργός του. Ο Σίμσον είναι ένας μετρ της λιποταξίας, ο ήρωας εκείνος που είναι απρόθυμος να στεγαστεί κάτω από οποιαδήποτε εξουσία: είναι ένας βιρτουόζος αντίπαλος μιας διεφθαρμένης, ομοούσιας προς αυτόν, θεσμικής κατάστασης.

Στη «Βρώμικη ιστορία...» η ανήθικη στάση του εξασφαλίζει την ισορροπία: στην άλλη πλευρά υπάρχουν οι πράκτορες των πολυεθνικών, οι οποίες προσπαθούν να τον μπλέξουν σε ένα κρατίδιο της Αφρικής, ως μισθοφόρο, σε αιματηρά παιχνίδια για να εκμεταλλευθούν τις ντόπιες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Ο Σίμσον θα ξεγλιστρήσει, έξυπνα, και για μια ακόμα φορά, δεν θα πλουτίσει: απλώς θα βρεθεί στο τέλος με ένα πακέτο διαβατήρια τα οποία θα τον εξασφαλίσουν για πολύ χρόνο.

Ο Αμπλερ, μέσω της πικαρέσκας περιπέτειας του ήρωά του, φρόντισε να φωτογραφίσει πλευρές ενός κόσμου παγιδευτικού, μεταμοντέρνου, στον οποίο ο Σίμσον θέλει να επιβιώσει. Το σφάλμα του είναι ότι φθάνει στο... ραντεβού με τα πράγματα πιο νωρίς από τους άλλους. Έτσι (μοιραία;) θα μπλέκεται σε διάφορες «βρώμικες ιστορίες» από τις οποίες θα γλιτώνει με μικρές αβαρίες, πάλι χάρη στην ευφυΐα του. Αυτό που του απομένει είναι το διαρκές ταξίδι, η πλαστοπροσωπία, η «ξένη ταυτότητα»: ό,τι προτείνει, κατ' αναλογία, η σύγχρονη εποχή στον «άδειο από αξίες», αντονιονικό ήρωα της ταινίας «Επάγγελμα ρεπόρτερ».

Η αφήγηση είναι γοργή, με δεξιοτεχνικούς διαλόγους και περιγραφές, ιδιαίτερα στα κεφάλαια για την Αφρική, που σκόπιμα κινούνται σε «χαμηλές πτήσεις». Ο Αμπλερ δεν θέλει να ξεφύγει από τη μονογραμμικότητα της δημοσιογραφικής αφήγησης, για να τονίσει έτσι το κοινωνικό και πολιτικό του θέμα. Πίσω, όμως, από το ύφος αυτό διακρίνεις έναν εκφραστικό έλεγχο, μια οικονομία, που υπηρετεί την κρυμμένη μέριμνα για τη φόρμα.

Η μετάφραση του κ. Γαβριήλ Ν. Πεντζίκη μας μετέφερε με θαυμάσια ελληνικά την ιλαροτραγική σχέση/σύγκρουση ενός διεθνούς μικροτυχοδιώκτη με κύκλους της παγκόσμιας νόμιμης... παρανομίας, την οποία πρέπει να εννοήσουμε ως οιονεί μετωνυμία της σύγχρονης εποχής...

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/04/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!