0
Your Καλαθι
Ο ήχος της ζωής ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Σκέψη, χρόνος και δημιουργοί
Έκπτωση
62%
62%
Περιγραφή
Κείμενα μεγάλα ή μικρά, συνεντεύξεις, σκέψεις σημειωμένες στο περιθώριο ενός τετραδίου, της γνωστής θεατρικής συγγραφέως Λούλας Αναγνωστάκη. Μια διαδρομή σαράντα χρόνων στο θέατρο, με δέκα θεατρικά έργα-σταθμούς που αποτελούν ένα διαρκές παρόν, συνιστά μια διαδρομή που εκ των πραγμάτων μεταβάλλεται σε μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Είτε πρόκειται για κείμενα γραμμένα από την ίδια τη συγγραφέα είτε άλλοι έχουν καταγράψει τη σκέψη της όπως η ίδια τούς την έχει εξομολογηθεί, σε όλα καιροφυλακτεί η έκπληξη, η ανατροπή, η λοξή ματιά. Μια στάση ζωής που ναρκοθετεί ως τη διάλυση την οικεία καθημερινότητα και αναδεικνύει την ποίηση περιθωριακών προσώπων και μορφών ζωής. Όσο συστηματική αποδείχνεται η Λούλα Αναγνωστάκη με τα θεατρικά της έργα στην καταγραφή τής γύρω της πραγματικότητας, τόσο μη συστηματική παραμένει στη διατύπωση των προσωπικών της προτιμήσεων και επιλογών. Γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα μέσα από το χαώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ψυχή και στα χαρτιά ενός καλλιτέχνη, δίκην ημερολογίου, να αναδύεται ως πολύτιμος λίθος και σπάνιο μέταλλο η κάθε σκέψη και το κάθε αίσθημα. Το βιβλίο Ο ήχος της ζωής αποτελεί ακριβώς την επικύρωση μιας ανάλογης στάσης ζωής.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Σκόρπιες ψηφίδες μιας ζωής που δεν ακούγεται ποτέ ως δημόσιο επιχείρημα, αλλά πάντα ως απολογητικό τεκμήριο μιας αθέατης ψυχικής περιπέτειας προσώπων, που άλλοτε αισθάνεται κανείς να τα έχει συναντήσει κι άλλοτε ότι δεν πρόκειται να τα έχει συναντήσει ποτέ», γράφει, εν επιμέτρω, ο υπεύθυνος της σειράς «Σκέψη, χρόνος και δημιουργοί» Θανάσης Νιάρχος. Και, πράγματι, όλα τα κείμενα που συνθέτουν το ανά χείρας βιβλίο της Λούλας Αναγνωστάκη (συνεντεύξεις, σκέψεις σημειωμένες στο περιθώριο ενός τετραδίου, μετρημένα, κάποτε αμήχανα, λόγια για κάποια έργα της), αποτελούν ψηφίδες μιας ζωής· ψηφίδες στο σύνολό τους αποκαλυπτικές των τρόπων με τους οποίους ένας νηφάλια και μονίμως πάσχων πνευματικός άνθρωπος αντιμετωπίζει τις συνθήκες και τις περιστάσεις του βίου του και της τέχνης του, καθ' υπαγόρευση του ιδιοτύπως ευάλωτου και ωστόσο αρραγούς ψυχισμού του. Και λέω ιδιοτύπως ευάλωτου, επειδή, στην περίπτωση της Λούλας Αναγνωστάκη, διακρίνω μιαν οικειοθελή διάθεση «προσφοράς» στην περιρρέουσα αλλά και στην προσωποποιημένη οδύνη της εποχής της, προκειμένου να λειτουργήσει ως ο αποδέκτης και, συνάμα, ο «αναμεταδότης» της, αφού προηγουμένως της έχει προσδώσει το αδιαφιλονίκητα προσωπικό της στίγμα.
Ιδίως όταν αναφέρεται σε κάποια έργα της («Συναναστροφή», «Νίκη», «Κασέτα», «Ο ήχος του όπλου»), παρά τη γοητευτική συστολή που τη συνέχει, μπροστά στο ενδεχόμενο να υποπέσει στην παγίδα της περιαυτολογίας, αποκαλύπτει με διακριτικότητα τη σταθερή πρόθεσή της να εντοπίσει και να ψηλαφήσει πτυχές της ζωής -και του θανάτου- που ανταποκρίνονται στην παγιωμένη βεβαιότητά της ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι, συνειδητά ή ερήμην του, δυστυχισμένος και πάντα ηττημένος. Αδιαφορώντας για έναν διαλεκτικό συσχετισμό αιτίων και αιτιατών, ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα, για ό,τι «τελικά συνιστά ένα ανθρώπινο βίωμα», την κινητοποιούν ο φόβος, η αγωνία, η αγάπη, ο θάνατος, αλλά αντιστέκεται στον πειρασμό να γίνει προφανώς αναλυτική, επεξηγηματική. Παρ' όλ' αυτά, δεν παύει να επιχειρεί αθέατες στους άλλους καταβάσεις στο βάθος των καταστάσεων, εκεί όπου όζουν παλαιά αμαρτήματα, με την επίμονη θέληση να αναζητήσει τις ρίζες του κακού στη στρεβλή ιστορική διαδρομή των ηρώων της και στη σκοτεινή κοιτίδα που λέγεται οικογένεια.
Εχει κανείς την αίσθηση, διαβάζοντας ή ακούγοντας τον «Ηχο της ζωής», ότι η Αναγνωστάκη, γράφοντας τα σημαντικά θεατρικά έργα της, αποδελτιώνει και συστηματοποιεί όλα όσα, σε κατάσταση πλήρους ετοιμότητας, συλλαμβάνει ή διαισθάνεται, κυκλοφορώντας, ορατή ή αθέατη, πραγματικά ή νοερά, σε πραγματικούς ή φανταστικούς δρόμους μιας πόλης απρόσωπης, αδιάφορης και, κυρίως, επωαστικής νοσηρών, ψυχοφθόρων για τον σύγχρονο άνθρωπο καταστάσεων. Κι έτσι, αποδελτιώνοντας και συστηματοποιώντας, αποκτούν σάρκα και οστά τα πρόσωπά της, που, τα περισσότερα, σημαδεμένα με το στίγμα του μετανάστη, κυκλοφορούν και συμπεριφέρονται ως φορείς μιας ασθένειας μονίμως υποβόσκουσας και που, εκδηλωμένη ή ανεκδήλωτη, καθορίζει αμετάκλητα τη ζωή τους. Γι' αυτό και η στάση απέναντί τους είναι ενδεικτική της κατανόησης και της αγάπης που αισθάνεται γι' αυτά, της συγχωρητικής της διάθεσης. Οταν το απαιτούν οι περιστάσεις, προκειμένου να εισχωρήσει στα βαθύτερα αίτια των συμπεριφορών τους, της αντιφατικά εκδηλωνόμενης στάσης της ζωής τους, δεν διστάζει να διευρύνει ή να περιορίσει τον θεματικό πυρήνα ενός έργου της· να σκύψει μέσα τους και, σαν με μεγεθυντικό φακό, να δει και να ψαύσει τα σημάδια της αρρώστιας τους· να διαπιστώσει, συμπάσχοντας, τους λόγους που τα ωθούν σε εξουθενωτικές πνιγηρές καταστάσεις και τα κάνουν, άθελά τους, να υπονομεύουν ό,τι, πάνω απ' όλα, επιθυμούν: την ανθρώπινη επικοινωνία.
Μέσα από τα σκόρπια κείμενα του βιβλίου προκύπτουν, άλλοτε αμέσως και άλλοτε εμμέσως, συχνά με διάθεση διακριτικά εξομολογητική, πτυχές ενός προσώπου, μιας πολύ σημαντικής θεατρικής συγγραφέως, που πάντα απέφυγε συστηματικά να συνδράμει το έργο της με τη σωματική της παρουσία. Ισως γι' αυτό τα όσα κατατίθενται εδώ αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, δημιουργώντας μια δίοδο συνομιλίας με έναν άνθρωπο κατά κανόνα σιωπηλό, στην έμμονη πρόθεσή του να υποσκάψει την καθημερινότητα και να προσδώσει στο οικείο και στο αυτονόητο ανατρεπτικές ιδιότητες και δραματικές διαστάσεις. Με έναν άνθρωπο που, όπως η Λούλα Αναγνωστάκη, φυλάει, στον υπαρξιακό του πυρήνα, σαν ακριβό τιμαλφές της ψυχής, την αίσθηση της ιστορίας, την ιστορική του υπόσταση, κι αυτό τον κάνει να μην αισθάνεται την ανάγκη να μιλάει για ό,τι θεωρεί δεδομένο. Τον αποτρέπει από την αναζήτηση των απτών και ευανάγνωστων αιτίων, ωθώντας τον στον εντοπισμό των σκοτεινών μηχανισμών που κάνουν τους γύρω του, ακόμα και τους συμβιβασμένους με την καθημερινότητά τους, τους αναλωνόμενους στην αναζήτηση των μέσων για την ικανοποίηση των πραγματικών ή των κατασκευασμένων αναγκών τους, να αισθάνονται κάποια στιγμή ότι διακυβεύεται ο αρχέγονος ψυχισμός τους, το πρωτογενές κύτταρο της ανθρώπινης υπόστασής τους, οπότε και παντοιοτρόπως, υπόκωφα ή θορυβωδώς, εκρήγνυνται.
Η Αναγνωστάκη μοιάζει με το πρόσωπο που κρατάει την κασέτα στο ομώνυμο έργο της· μέσα στην καθημερινότητα κι όμως αποκομμένη απ' αυτήν, κρατώντας μιαν απόσταση ασφαλείας από τους άλλους αλλά και από τον εαυτό της, όση χρειάζεται για να μπορεί να «εγγράφει» τους ήχους που την περιβάλλουν, χωρίς να γίνεται αισθητή η παρουσία της, και όση πρέπει για να μην «εγγράφεται» η ανάσα της· ασφυκτικά ωστόσο περιτριγυρισμένη από τη ζωή, συνειδητοποιεί τη δύναμη και τις αδυναμίες της. Συλλαμβάνει τους ήχους του παρόντος, αλλοιωμένους από τον απόηχο του παρελθόντος, που ακατάπαυστα τους διαπερνά και τους προσδίδει μιαν άλλην διάσταση· τους κάνει επίφοβους και δραματικούς, πραγματικούς και ονειρικούς, οδιόρατους και συγκεκριμένους, έτσι καθώς απορρέουν από μια καθημερινότητα ζυμωμένη από τη λογική, το παράλογο και το όνειρο, που η θλίψη του είναι συνήθως πολύ πιο βαριά από την άλλη, την εν εγρηγόρσει. Συλλαμβάνει ήχους, υποψιάζεται τις πηγές τους και συνθέτει πρόσωπα: τα δικά της πρόσωπα, όπως αυτά που προκύπτουν και στο βιβλίο της, τα κείμενα, οι σελίδες του οποίου αποτελούν κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη, μεγάλα όσο χρειάζεται για να διακρίνονται τοπία της ζωής της και μορφές που αγάπησε: του Κουν, του Χειμωνά και άλλων.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/02/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις