0
Your Καλαθι
Τέρμα Ακαδημίας
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο μύθος συνυφασμένος με την ιστορία του κέντρου της Αθήνας, απλώνεται νωχελικά εμπρός στα μάτια και τα αυτιά της νεαρής Μυρτώς.
Σε περίπατους στο κέντρο της πόλης με αφετηρία το “τέρμα Ακαδημίας”, η Μυρτώ και ο Φίλιππος ξετυλίγουν με τρυφερό τρόπο σελίδες της ιστορίας του κέντρου, αναφερόμενοι σε ιστορικοκοινωνικά γεγονότα που είχαν συνταράξει τον καθωσπρεπισμό της Αθηναϊκής κοινωνίας, σε διάφορα ιστορικά κτίρια, σε πασίγνωστους δρόμους και καλλιτεχνικά καφενεία, εκεί όπου εμπνεύστηκε η ελληνική διανόηση και οι προοδευτικές ιδέες πήραν σάρκα και οστά, στο μεταίχμιο του 19ου και 20ου αιώνα. Σ’ αυτό το ταξίδι του χρόνου, συμβάλλει διαδραστικά η λεπτομερής περιγραφή των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών των κλασσικών κτιρίων των αιώνων που προηγήθηκαν. Συζητήσεις φιλοσοφικού και υπαρξιακού περιεχομένου, συναποτελούν μέρος της δομής του βιβλίου.
Ο μύθος, (που είναι μια άλλη μορφή αλήθειας) και η ιστορία, το παρόν και το παρελθόν, οι ανθρώπινοι χαρακτήρες και οι συμπεριφορές τους, αποτελούν το μωσαϊκό αυτού του μυθιστορήματος. Και συνυπάρχουν και διαδραματίζονται κατά την διάρκεια της πολυτάραχης εποχής του 1974, όπου το ζευγάρι, η Μυρτώ και ο Φίλλιπος, βιώνουν με τον πιο οδυνηρό τρόπο τα γεγονότα της εποχής. Η ερωτική τους ιστορία θα περάσει μέσα από μεγάλες αναταραχές και αυτό θα την ενδυναμώσει, θα την εντάξει σε αρχετυπικά πρότυπα ως ανεκπλήρωτη, μέχρι που ο νεαρός Φίλλιπος θα κληθεί να υπηρετήσει την πατρίδα, στην εμπόλεμη ζώνη της Κύπρου, όταν θα γίνει εισβολή των Τούρκων.
Τέλος, ο έρωτας κυρίαρχος, σαν κόκκινη κλωστή, διατρέχει όλο το μυθιστόρημα, για να δώσει στον αναγνώστη την πιο όμορφη πλευρά της ερωτικής συνύπαρξης.
απόσπασμα από το βιβλίο:
Ήταν Τρίτη απόγευμα. Όλη η οικογένεια της Μυρτώς βρισκόταν στo σπίτι. Η μητέρα της είχε ρεπό και ο πατέρας της ήταν λίγο αδιάθετος, γι’ αυτό είχε ματαιώσει τη συνηθισμένη του έξοδο, και η Μυρτώ νάχει τη Δανάη για να της κάνει παρέα. Ο συνάδελφος της μητέρας της που θα έβλεπε αν το όνομα του Φίλιππου ήταν μέσα στον κατάλογο των πεσόντων καταδρομέων είχε φύγει εκτάκτως για υπηρεσιακή αποστολή και θα επέστρεφε σε δύο με τρεις μέρες. Οπότε τα νέα αργούσαν. Ο παππούς και η γιαγιά είχαν ανέβει επάνω. Είχαν μια έντονη ανησυχία για όλα, αλλά περισσότερο ανησυχούσαν για τη Μυρτώ, έτσι όπως την έβλεπαν άκεφη και κλεισμένη στον εαυτό της.
Η Δανάη, όταν άκουσε από το τηλέφωνο πόσο στεναχωρημένη ήταν η φίλη της, γνωρίζοντας όλα όσα συνέβαιναν, ανταποκρίθηκε με περίσσεια βιασύνη στην πρόσκλησή της. Σε λίγα λεπτά ήταν στην πόρτα της. Κρατούσε στα χέρια της μια αγκαλιά βιβλία και έναν μεγάλο δίσκο κλασικής μουσικής. Αισιοδοξούσε ότι με αυτά θα κατάφερνε να κάνει τη Μυρτώ να ξεχαστεί.
«Τι είναι όλα αυτά;» της είπε η Μυρτώ όταν την είδε και το πρόσωπό της γλύκανε.
«Δώρα για σένα, μικρή μου», είπε η Δανάη καθώς φιλιούνταν σταυρωτά. «Κοίτα, τα δύο βιβλία είναι ενός πολύ εξαιρετικού συγγραφέα, που εμένα μ’ έχει συνεπάρει, του Μ. Καραγάτση. Τον ξέρεις;»
«Όχι, δεν τον ξέρω, αλλά αν αρέσει σ’ εσένα, είμαι σίγουρη ότι θ’ αρέσει και σε μένα».
«Είναι αυτός που στα βιβλία του δεν ξέρεις πού αρχίζει η αλήθεια και πού τελειώνει το
ψέμα, όπως άλλωστε το λέει και ο ίδιος στην εισαγωγή του βιβλίου. Οδηγός του είναι η
αχαλίνωτη φαντασία του και το ταξίδι σ’ αυτό που ο καθένας ονειρεύεται και δεν τολμά να το ζήσει.
Γιατί, δεν τολμά να χρεωθεί το κόστος των επιλογών του και να παλέψει… Τέλος πάντων…
Τ’ άλλα δύο είναι βιβλία ψυχολογίας, που πιστεύω ότι θα τα βρεις πολύ ενδιαφέροντα και επίσης έφερα έναν καταπληκτικό δίσκο του Σοστακόβιτς το “Waltz No 2”. Νομίζω ότι θα σ’ αρέσει».
«Ω! τέλεια! Είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης? αυτός και ο Τσαϊκόφσκι από τους Ρώσους.
Ξέρεις, ο Σοστακόβιτς έχει και αίμα ελληνικό μέσα του, γιατί η μητέρα του, οι πρόγονοί της δηλαδή, κατάγονταν από την Ελλάδα».
«Τι μου λες! Αυτό δεν το ήξερα! Μένω έκπληκτη!»
«Πάντως, Δανάη μου, σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δώρα σου? είναι πολύτιμα. Έλα, πάμε έξω στη βεράντα που είναι και οι άλλοι».
Όλοι ήταν καθισμένοι στο μπαμπού σαλονάκι της στρογγυλής βεράντας και απολάμβαναν
παγωμένο χυμό πορτοκάλι, που μόλις τους είχε φέρει η Μαργαρίτα. Παρ’ όλο που η μέρα
ήταν αρκετά ζεστή, στη βεράντα είχε αρκετή δροσιά. Ένα πολύ απαλό αεράκι έκανε την
ατμόσφαιρα υποφερτή.
«Έχεις κανένα νέο απ’ τον Φίλιππο;» ρώτησε η Δανάη τη Μυρτώ
καθώς έπινε τον χυμό της.
«Δυστυχώς όχι», απάντησε η Μυρτώ, «γιατί ο συνάδελφος της μητέρας μου που θα έβλεπε αν ο Φίλιππος ήταν στον κατάλογο των πεσόντων, έφυγε εκτάκτως για υπηρεσιακή
αποστολή και θα επιστρέψει σε δύο ημέρες».
«Καλά, Μυρτώ μου, μέχρι τότε εμείς θα σκεφτόμαστε ότι όλα θα πάνε καλά, ότι σε λίγο θα
επιστρέψει ο Φίλιππος και τον χειμώνα θα αρχίσουμε πάλι τους ωραίους μας περιπάτους
στο κέντρο».
Πριν τελειώσει καλά καλά τη φράση της η Δανάη, χτύπησε το τηλέφωνο. Όλοι περίμεναν με
αγωνία να μάθουν ποιος ήταν, και πιο πολύ απ’ όλους η Μυρτώ –πάντα έλπιζε ότι θα ήταν ο αγαπημένος της.
Σε δευτερόλεπτα, ακούστηκε η φωνή της Μαργαρίτας:
«Κυρία Ζαίρα, σας ζητούν στο τηλέφωνο. Είναι η ξαδέρφη σας και σας θέλει».
«Έρχομαι αμέσως, Μαργαρίτα», απάντησε η κυρία Ζαίρα.
Σε περίπου δεκαπέντε λεπτά, η κυρία Ζαίρα επέστρεψε στη βεράντα,
με μια απέραντη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, και τους είπε
πως ήταν η ξαδέρφη της απ’ το Διδυμότειχο.
«Ποια ξαδέρφη σου, Ζαίρα;» τη ρώτησε η γιαγιά, «Και γιατί είσαι
έτσι; Τι συνέβη;»
«Η Ασημούλα ήταν, μητέρα. Με είχε ξαναπάρει πριν από μερικές
μέρες».
«Τι ήθελε;»
«Να, μου έλεγε πως η κατάσταση στον Έβρο, και μάλιστα στο Διδυμότειχο, εξακολουθεί και είναι πολύ τεταμένη. Επικρατεί ένας ανεξέλεγκτος φανατισμός των Τούρκων. Υπάρχει ένας απειλητικός τούρκικος πυρήνας στις πόλεις και πολύ περισσότερο στα χωριά του Έβρου, που φτάνουν οι αθεόφοβοι –Θεέ μου, συγχώρα με– σε σημείο να γράφουν έξω από τα σπίτια: ‘‘Θα σας σκοτώσουμε όλους’’. Μου τόνισε ότι η κατάσταση γίνεται μέρα με τη μέρα τραγικά επικίνδυνη».
Σε περίπατους στο κέντρο της πόλης με αφετηρία το “τέρμα Ακαδημίας”, η Μυρτώ και ο Φίλιππος ξετυλίγουν με τρυφερό τρόπο σελίδες της ιστορίας του κέντρου, αναφερόμενοι σε ιστορικοκοινωνικά γεγονότα που είχαν συνταράξει τον καθωσπρεπισμό της Αθηναϊκής κοινωνίας, σε διάφορα ιστορικά κτίρια, σε πασίγνωστους δρόμους και καλλιτεχνικά καφενεία, εκεί όπου εμπνεύστηκε η ελληνική διανόηση και οι προοδευτικές ιδέες πήραν σάρκα και οστά, στο μεταίχμιο του 19ου και 20ου αιώνα. Σ’ αυτό το ταξίδι του χρόνου, συμβάλλει διαδραστικά η λεπτομερής περιγραφή των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών των κλασσικών κτιρίων των αιώνων που προηγήθηκαν. Συζητήσεις φιλοσοφικού και υπαρξιακού περιεχομένου, συναποτελούν μέρος της δομής του βιβλίου.
Ο μύθος, (που είναι μια άλλη μορφή αλήθειας) και η ιστορία, το παρόν και το παρελθόν, οι ανθρώπινοι χαρακτήρες και οι συμπεριφορές τους, αποτελούν το μωσαϊκό αυτού του μυθιστορήματος. Και συνυπάρχουν και διαδραματίζονται κατά την διάρκεια της πολυτάραχης εποχής του 1974, όπου το ζευγάρι, η Μυρτώ και ο Φίλλιπος, βιώνουν με τον πιο οδυνηρό τρόπο τα γεγονότα της εποχής. Η ερωτική τους ιστορία θα περάσει μέσα από μεγάλες αναταραχές και αυτό θα την ενδυναμώσει, θα την εντάξει σε αρχετυπικά πρότυπα ως ανεκπλήρωτη, μέχρι που ο νεαρός Φίλλιπος θα κληθεί να υπηρετήσει την πατρίδα, στην εμπόλεμη ζώνη της Κύπρου, όταν θα γίνει εισβολή των Τούρκων.
Τέλος, ο έρωτας κυρίαρχος, σαν κόκκινη κλωστή, διατρέχει όλο το μυθιστόρημα, για να δώσει στον αναγνώστη την πιο όμορφη πλευρά της ερωτικής συνύπαρξης.
απόσπασμα από το βιβλίο:
Ήταν Τρίτη απόγευμα. Όλη η οικογένεια της Μυρτώς βρισκόταν στo σπίτι. Η μητέρα της είχε ρεπό και ο πατέρας της ήταν λίγο αδιάθετος, γι’ αυτό είχε ματαιώσει τη συνηθισμένη του έξοδο, και η Μυρτώ νάχει τη Δανάη για να της κάνει παρέα. Ο συνάδελφος της μητέρας της που θα έβλεπε αν το όνομα του Φίλιππου ήταν μέσα στον κατάλογο των πεσόντων καταδρομέων είχε φύγει εκτάκτως για υπηρεσιακή αποστολή και θα επέστρεφε σε δύο με τρεις μέρες. Οπότε τα νέα αργούσαν. Ο παππούς και η γιαγιά είχαν ανέβει επάνω. Είχαν μια έντονη ανησυχία για όλα, αλλά περισσότερο ανησυχούσαν για τη Μυρτώ, έτσι όπως την έβλεπαν άκεφη και κλεισμένη στον εαυτό της.
Η Δανάη, όταν άκουσε από το τηλέφωνο πόσο στεναχωρημένη ήταν η φίλη της, γνωρίζοντας όλα όσα συνέβαιναν, ανταποκρίθηκε με περίσσεια βιασύνη στην πρόσκλησή της. Σε λίγα λεπτά ήταν στην πόρτα της. Κρατούσε στα χέρια της μια αγκαλιά βιβλία και έναν μεγάλο δίσκο κλασικής μουσικής. Αισιοδοξούσε ότι με αυτά θα κατάφερνε να κάνει τη Μυρτώ να ξεχαστεί.
«Τι είναι όλα αυτά;» της είπε η Μυρτώ όταν την είδε και το πρόσωπό της γλύκανε.
«Δώρα για σένα, μικρή μου», είπε η Δανάη καθώς φιλιούνταν σταυρωτά. «Κοίτα, τα δύο βιβλία είναι ενός πολύ εξαιρετικού συγγραφέα, που εμένα μ’ έχει συνεπάρει, του Μ. Καραγάτση. Τον ξέρεις;»
«Όχι, δεν τον ξέρω, αλλά αν αρέσει σ’ εσένα, είμαι σίγουρη ότι θ’ αρέσει και σε μένα».
«Είναι αυτός που στα βιβλία του δεν ξέρεις πού αρχίζει η αλήθεια και πού τελειώνει το
ψέμα, όπως άλλωστε το λέει και ο ίδιος στην εισαγωγή του βιβλίου. Οδηγός του είναι η
αχαλίνωτη φαντασία του και το ταξίδι σ’ αυτό που ο καθένας ονειρεύεται και δεν τολμά να το ζήσει.
Γιατί, δεν τολμά να χρεωθεί το κόστος των επιλογών του και να παλέψει… Τέλος πάντων…
Τ’ άλλα δύο είναι βιβλία ψυχολογίας, που πιστεύω ότι θα τα βρεις πολύ ενδιαφέροντα και επίσης έφερα έναν καταπληκτικό δίσκο του Σοστακόβιτς το “Waltz No 2”. Νομίζω ότι θα σ’ αρέσει».
«Ω! τέλεια! Είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης? αυτός και ο Τσαϊκόφσκι από τους Ρώσους.
Ξέρεις, ο Σοστακόβιτς έχει και αίμα ελληνικό μέσα του, γιατί η μητέρα του, οι πρόγονοί της δηλαδή, κατάγονταν από την Ελλάδα».
«Τι μου λες! Αυτό δεν το ήξερα! Μένω έκπληκτη!»
«Πάντως, Δανάη μου, σ’ ευχαριστώ πολύ για τα δώρα σου? είναι πολύτιμα. Έλα, πάμε έξω στη βεράντα που είναι και οι άλλοι».
Όλοι ήταν καθισμένοι στο μπαμπού σαλονάκι της στρογγυλής βεράντας και απολάμβαναν
παγωμένο χυμό πορτοκάλι, που μόλις τους είχε φέρει η Μαργαρίτα. Παρ’ όλο που η μέρα
ήταν αρκετά ζεστή, στη βεράντα είχε αρκετή δροσιά. Ένα πολύ απαλό αεράκι έκανε την
ατμόσφαιρα υποφερτή.
«Έχεις κανένα νέο απ’ τον Φίλιππο;» ρώτησε η Δανάη τη Μυρτώ
καθώς έπινε τον χυμό της.
«Δυστυχώς όχι», απάντησε η Μυρτώ, «γιατί ο συνάδελφος της μητέρας μου που θα έβλεπε αν ο Φίλιππος ήταν στον κατάλογο των πεσόντων, έφυγε εκτάκτως για υπηρεσιακή
αποστολή και θα επιστρέψει σε δύο ημέρες».
«Καλά, Μυρτώ μου, μέχρι τότε εμείς θα σκεφτόμαστε ότι όλα θα πάνε καλά, ότι σε λίγο θα
επιστρέψει ο Φίλιππος και τον χειμώνα θα αρχίσουμε πάλι τους ωραίους μας περιπάτους
στο κέντρο».
Πριν τελειώσει καλά καλά τη φράση της η Δανάη, χτύπησε το τηλέφωνο. Όλοι περίμεναν με
αγωνία να μάθουν ποιος ήταν, και πιο πολύ απ’ όλους η Μυρτώ –πάντα έλπιζε ότι θα ήταν ο αγαπημένος της.
Σε δευτερόλεπτα, ακούστηκε η φωνή της Μαργαρίτας:
«Κυρία Ζαίρα, σας ζητούν στο τηλέφωνο. Είναι η ξαδέρφη σας και σας θέλει».
«Έρχομαι αμέσως, Μαργαρίτα», απάντησε η κυρία Ζαίρα.
Σε περίπου δεκαπέντε λεπτά, η κυρία Ζαίρα επέστρεψε στη βεράντα,
με μια απέραντη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, και τους είπε
πως ήταν η ξαδέρφη της απ’ το Διδυμότειχο.
«Ποια ξαδέρφη σου, Ζαίρα;» τη ρώτησε η γιαγιά, «Και γιατί είσαι
έτσι; Τι συνέβη;»
«Η Ασημούλα ήταν, μητέρα. Με είχε ξαναπάρει πριν από μερικές
μέρες».
«Τι ήθελε;»
«Να, μου έλεγε πως η κατάσταση στον Έβρο, και μάλιστα στο Διδυμότειχο, εξακολουθεί και είναι πολύ τεταμένη. Επικρατεί ένας ανεξέλεγκτος φανατισμός των Τούρκων. Υπάρχει ένας απειλητικός τούρκικος πυρήνας στις πόλεις και πολύ περισσότερο στα χωριά του Έβρου, που φτάνουν οι αθεόφοβοι –Θεέ μου, συγχώρα με– σε σημείο να γράφουν έξω από τα σπίτια: ‘‘Θα σας σκοτώσουμε όλους’’. Μου τόνισε ότι η κατάσταση γίνεται μέρα με τη μέρα τραγικά επικίνδυνη».
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις