Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε

Μυθιστόρημα
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €9.00
57260
Συγγραφέας: Αναστασέα, Νίκη
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:315
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1998
ISBN:9789607478566


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Mετά από εικοσιπέντε χρόνια, η κυρία Aμαλία Mιχάλογλου που ζει αποτραβηγμένη στο σπίτι της, καλείται να απολογηθεί γι' αυτήν της την επιλογή.
Tο μυθιστόρημα μέσα από μια πολυπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί μια μέρα από τη ζωή της οικογένειας Mιχάλογλου στην Ξάνθη στις αρχές του 1950 και κάνει ταυτοχρόνως μιαν αναδρομή στην πόλη και την ιστορία της.






ΚΡΙΤΙΚΗ




Δύο ευδιάκριτες ομάδες σχηματίζουν οι πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι. Μια πολυπληθή και αναμενόμενη, όσων βρίσκονται στην εποχή της νεότητας· αυτοί, ως επί το πλείστον, επιχειρούν την πρώτη εξόρμηση όταν διανύουν την τρίτη δεκαετία του βίου. Και μια δεύτερη, ολιγάριθμη, των ώριμων, που προτίμησαν να σιγοβράσουν, επί μακρόν, την έκπληξη. Τα τελευταία χρόνια η δεύτερη ομάδα έχει παρουσιάσει έναν αριθμό βιβλίων, κυρίως εκτενή πεζογραφήματα, σαν έτοιμα από καιρό. Σε αυτούς τους ενδιαφέροντες πεζογράφους έρχεται να προστεθεί η Νίκη Αναστασέα. Αν και ηλικιακά ανήκει σε μια λίγο προγενέστερη και σθεναρή συντροφιά γυναικών μυθιστοριογράφων· συνομήλικη της Μάρως Δουκά, της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, της Ρέας Γαλανάκη.

Βασικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος της Ν. Αναστασέα είναι η φροντίδα και ως προς τη μορφή και ως προς τη γραφή. Αυτή άλλωστε η έγνοια συνιστά και μια ειδοποιό διαφορά σε σχέση με τον νεότερο πρωτοεμφανιζόμενο, που αρχικά επιδιώκει να διηγηθεί μια ιστορία, στην οποία το συνηθέστερο εμπλέκεται και προσωπικά. Σε αντίθεση, η Ν. Αναστασέα αρνείται ακόμη και τον ρόλο του αφηγητή και μαστορεύει το μυθιστόρημά της στη μορφή ενός περίτεχνου χρονικού, συνεκδοχικής γραφής.

Στίχος της αμερικανίδας ποιήτριας Εμιλι Ντίκινσον προσφέρει τον τίτλο του μυθιστορήματος. Εύστοχη επιλογή, καθώς το απροσδόκητο συνταίριασμα των λέξεων, στο οποίο είχε τόση αδυναμία η Ντίκινσον, συλλαμβάνει την ατμόσφαιρα της ιστορίας. Βαριά, ενίοτε αποπνικτική, μοιάζει στάσιμη και όμως, από μιας αρχής, διαφαίνονται τα προμηνύματα της καταιγίδας. Πέραν όμως του κρατούντος κλίματος, ο τίτλος προσδιορίζει και τη χρονική έκταση των συμβάντων. Το μυθιστόρημα είναι ο απολογισμός μιας μοναδικής και κρίσιμης, για τις τύχες των ηρώων, ημέρας. Οπως ακριβώς συμβαίνει και στον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις. Μόνο που δεν πρόκειται για μια Πέμπτη αλλά για ένα Σάββατο, μισόν αιώνα μετά την 16η Ιουνίου 1904 του Λεοπόλδου Μπλουμ, στις 4 Σεπτεμβρίου 1954.

Παρομοίως ο χώρος είναι συγκεκριμένος, αντί του Δουβλίνου η Ξάνθη, ένας καπνότοπος, άλλοτε με ευρωπαϊκό αέρα αλλά και ανατολίτικα στοιχεία, ήδη, στη δεκαετία του '50, σε μαρασμό. Η συγγραφέας δεν αποκρύβει τα δάνεια από προσφιλείς της ξένους λογοτέχνες, αντιθέτως τα υπογραμμίζει και με τα μότο που επιλέγει, σε καθένα από τα επτά μέρη τα οποία δομούν το μυθιστόρημα. Επτά μέρη που μοιράζουν τον χρόνο εκείνου του Σαββάτου· τα δύο πρώτα (το ένα νωρίς το πρωί, το άλλο λίγο πριν από το μεσημέρι), συμμετρικά τα δύο τελευταία (αργά το απόγευμα, το βράδυ), στο ενδιάμεσο τρία κεφάλαια όπου συγκεντρώνονται οι ψηφίδες από τα περασμένα χρόνια της εφηβείας και των ερώτων.

Πολυφωνικό το μυθιστόρημα· καθένα από τα επτά μέρη περιλαμβάνει κυμαινόμενο αριθμό κεφαλαίων, όπου το κάθε κεφάλαιο είναι η ιστόρηση και ενός διαφορετικού προσώπου. Μοιάζει σαν οι αφηγητές να σχηματίζουν κύκλους γύρω από τα συμβάντα. Σταθερά αποκλίνουσες οι γωνίες σκόπευσης, με παλιλλογίες και συνοψίσεις, αναδεικνύουν τις καταστάσεις, καλλιεργώντας αίσθημα αναμονής για την έκβαση.

Με τους ίδιους αφηγητές να επανέρχονται, δημιουργούνται επάλληλοι κύκλοι διηγήσεων, τις οποίες και συρράπτει ένας από τους αφηγητές, για να φτιάξει το χρονικό εκείνης της ημέρας. Αποκαλέσαμε περίτεχνο το χρονικό γιατί ο υποτιθέμενος συγγραφέας του δεν αρκείται στην αλληλοδιαδοχή των αφηγητών αλλά συμπληρώνει τις διηγήσεις τους, παρεισδύοντας σε αυτές τον δικό του εσωτερικό μονόλογο· σκέψεις και συναισθήματα, όπως τα ανακαλεί ή και άλλα κατοπινά. Αυτές οι παρεμβολές στις αλλοτινές αφηγήσεις τυπώνονται με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία και ακολουθούν μια γραφή μάλλον ποιητική· μακριές προτάσεις στροβιλίζονται με τη διαδοχή εικόνων, ενώ λικνίζονται στοχαστικά με τις μεταφορές του λόγου.

Σύμφωνα με την υπόθεση, το μυθιστόρημα θα χαρακτηριζόταν οικογενειακό δράμα, με υποτυπώδη δράση. Η πλοκή συγκεντρώνεται στα αίτια πράξεων που έχουν συντελεστεί πριν από 25 χρόνια. Βασικό μέλημα της συγγραφέως, η διαγραφή των χαρακτήρων και η αναμόχλευση των αναμεταξύ τους σχέσεων· εκ πρώτης όψεως, προφανείς και συγγενικές, όμως με την ανέλιξη της μυθιστορίας θα φανούν οι απόκρυφες πτυχές τους. Ο κλοιός των αφηγητών σφίγγει γύρω από τα δύο κορυφαία πρόσωπα, τα οποία σιωπούν. Μόνο προς το τέλος θα δώσουν, σε μία και μοναδική διήγηση, τη δική τους εκδοχή.

Δεν πρόκειται για μια πυρηνική οικογένεια, αλλά για τα παρακλάδια μιας από τις πρώτες οικογένειες της Ξάνθης, την εποχή της ακμής, πριν από την απελευθέρωση της πόλης, αλλά και αργότερα, την περίοδο του Μεσοπολέμου, που στάθηκε, τρόπον τινά, η Μπελ Επόκ της Ξάνθης. Τρία αδέλφια, γεννημένα στα τέλη του περασμένου αιώνα: ο μεγαλύτερος, «ο θείος που έζησε όλη τη ζωή του ανάμεσα σε ξένα βάσανα», ο δεύτερος, ο ωραίος και γλεντζές αξιωματικός που το 1922 συμμετείχε στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στη Μικρασία και τότε έκλεψε τη δεκαεφτάχρονη μοναχοκόρη ενός έμπορα μεταξωτών, την Αμαλία. Τέλος, το τρίτο παιδί, «κορίτσι παρμένο, αλαφροΐσκιωτο», που ο πατέρας του, ο καπνέμπορας, τη στεφάνωσε στα δεκαέξι με έναν παρακατιανό, «έναν καπνά».

Κύριοι αφηγητές, αν και όχι οι πιο ενδιαφέροντες ήρωες ούτε οι πειστικότεροι, τα δυο αγόρια του αξιωματικού και της Αμαλίας, ο μεγαλύτερος, ο ατίθασος, και ο «πιτσιρικάς» και πράος. Κυρίως οι αρραβωνιαστικιές τους, που η τύχη τους το έφερε να μπλεχτεί η ζωή τους με τις περιπέτειες της χώρας. Από κοντά και η δεύτερη γυναίκα του άστατου αξιωματικού, μια «αχαμνή» από το «Οζούν σοκάκι», όμως υποταγμένη. Σε αυτούς προστίθενται άνθρωποι που βρίσκονται στη δούλεψη της οικογένειας και συμπάσχουν· αυτοί, κυρίως γυναίκες, φαίνεται να παίρνουν τη θέση του χορού που κλείνει το κάθε μέρος με τη δική του ερμηνεία.

Το 1954 η Αμαλία έχει ζήσει 25 χρόνια στο αρχοντικό του αντρός της, ανασταίνοντας τους γιους της, ενώ ο αξιωματικός έχει φύγει, σε αναζήτηση της περιπέτειας, όπως άλλωστε και ο μεγαλύτερος γιος της στα δεκαέξι του· στον πυρήνα του μυθιστορήματος, αυτοί οι δύο αντιδιαμετρικοί χαρακτήρες· απόλυτος της Αμαλίας, ρηχός του αξιωματικού. Χωρίς να δραματοποιεί η συγγραφέας, με ελλειπτικό τρόπο, σκιαγραφεί την τάξη των πραγμάτων στη δεκαετία του '50, ιδιαίτερα στην επαρχία, όταν η ζωή ευθυγραμμιζόταν με τις ηθικές αξίες, τότε που η αξιοπρέπεια και η ντροπή βάραιναν καθοριστικά.

Η κατ' εξοχήν δυσκολία της συνεκδοχικής γραφής είναι η ιδιοπροσωπία των ηρώων και ταυτόχρονα αφηγητών. Οι διηγήσεις πρέπει να ποικίλλουν, σε συμφωνία με το πρόσωπο του αφηγητή, όπως αυτό προβάλλει σαν συνισταμένη όσων ανιστορούνται γι' αυτόν. Στο μυθιστόρημα της Ν. Αναστασέα κάποιοι χαρακτήρες ευτυχούν, ενώ άλλοι υπολείπονται, καθώς ο τρόπος που αντιλαμβάνονται όσα συμβαίνουν δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στον ψυχισμό τους. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια ιδιότυπη τεχνική, ιδιαζόντως απαιτητική στην εφαρμογή της. Οταν το 1959 ο Νίκος Κάσδαγλης εξέδωσε τους «Κεκαρμένους»­ πιθανόν το αρτιότερο, ακόμη ως σήμερα, δείγμα παρόμοιας γραφής, με απευθείας καταγωγή από τα Ιερά Ευαγγέλια ­ πολλοί ήταν εκείνοι που τότε εντόπισαν ασθενή σημεία. Ωστόσο υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά: ο Ν. Κάσδαγλης ανασυνθέτει τρόπους προφορικού λόγου.

Μόνο μία από τις διηγήσεις τής Ν. Αναστασέα εμφανίζεται ως αυτούσιος προφορικός λόγος· η εξομολόγηση του αξιωματικού, πλέον απόστρατου λοχαγού, σε ένα μαγέρικο, «πέρα στο Χατζηκυριάκειο», δεκαετίας του '50. Ισως πρόκειται για μια από τις ευτυχέστερες στιγμές του μυθιστορήματος. Το σημαντικότερο είναι πως συνολικά η συγγραφέας ευστοχεί· οι επί μέρους διηγήσεις, προπάντων αυτές των γυναικών, όπως λ.χ. ο τρόπος ιστόρησης της αλαφροΐσκιωτης αδελφής, ανασυνθέτουν τον πίνακα μιας εποχής. Σε αυτόν τον πίνακα συμβάλλουν και οι ερωτικές ιστορίες που διαγράφονται ιδιαζόντως ρομαντικές, είτε συμβαίνουν στην Ξάνθη, στη δεκαετία του '50 είτε στη Σμύρνη, παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Εκείνο που κατ' εξοχήν συντάσσει η Ν. Αναστασέα είναι μια ελεγεία της παλιάς πόλης της Ξάνθης και των ανθρώπων της με τις νοοτροπίες τους. Μια κοινωνία που στη δεκαετία του '20 γνώρισε μια δεύτερη περίοδο ακμής και στη συνέχεια αφανίστηκε. Μια πόλη με τα αρχοντικά των καπνεμπόρων και, παραδίπλα, τους μαχαλάδες που τέλειωναν στα καπνοχώραφα. Δημιούργημα των καπνεμπόρων που είχαν ευρωπαϊκές προτιμήσεις στην αμφίεση, στη διακόσμηση των σπιτιών τους και στις διασκεδάσεις. Ηδη όμως το 1954 η διάθεση των Ξανθιωτών βαραίνει καταθλιπτική πάνω στα πράγματα.

Αυτή την αίσθηση την υποβάλλει το μυθιστόρημα, όπως ενσωματώνει, στα δεινά της συγκεκριμένης οικογένειας, συμβάντα από την ιστορία της πόλης αλλά και τα θλιβερά οδόσημα της ιστορίας ολόκληρου του τόπου: Ακροναυπλία, Γράμμος. Αποφεύγοντας τους υψηλούς τόνους, η συγγραφέας διανθίζει το χρονικό με σποραδικές νύξεις, όσο χρειάζεται για να δημιουργηθεί ένα χαρακτηριστικό βάθος πεδίου. (Παραδόξως η μυθοπλασία ελάχιστα επωφελείται από τα δεινά της πόλης στην περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων).

Ενα λογοτεχνικό προσωπείο για την πόλη της Ξάνθης, που υστερεί σε σχέση με τη διπλανή πόλη της Καβάλας. Τα τελευταία χρόνια αρκετοί νεότεροι πεζογράφοι πλάθουν το λογοτεχνικό προσωπείο του γενέθλιου τόπου τους. Να συγκρατήσουμε την Καβάλα στο μυθιστόρημα «Αγάθος» του Ν. Βασιλειάδη, τη Δράμα στο «Εκτός έδρας» του Β. Τσιαμπούση και την Κομοτηνή στο «Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου» του Μ. Φάις. Σε αυτά τα προσωπεία έρχεται να προστεθεί η Ξάνθη του πρόσφατου μυθιστορήματος της Ν. Αναστασέα. Αυτά, αν περιοριστούμε σε πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης.



Μ. Θεοδοσοπούλου

ΤΟ ΒΗΜΑ, 12-07-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!