Επικράνθη
Περιγραφή
Δια χειρός· έτσι υπέγραφαν οι παλιότεροι ζωγράφοι όταν τέλειωναν τα έργα τους, αφήνοντας τον πρώτο λόγο στην Τέχνη ή στο Θεό. Δια χειρός υπογράφει το στερνό του πίνακα κι ο εικοσιοχτάχρονος Αλέξης Ραζής, πριν παραδοθεί στην καταδίκη μιας βαριάς μελαγχολίας. Ο τίτλος του πίνακα Επικράνθη και συμβολικά η τελευταία του λέξη πριν την οδυνηρή σιωπή.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εργο ενός μετανοημένου επαναστάτη που νέος αγωνίστηκε για μια σοσιαλιστική κοινωνία, οι Δαιμονισμένοι. Ενώ το Επικράνθη... δείχνει σαν το μυθιστόρημα ενός αποθαρρημένου που κουβαλά την αίσθηση της οριστικής ματαίωσης των αγώνων. Ανακαλώντας η Ν. Αναστασία την αρχετυπική διάσταση των ηρώων από το μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι, φαίνεται σαν να αναμετρά ιδέες και κομματικές θέσεις, χωρίς παρωδική διάθεση, και αν παρόμοια εντύπωση δημιουργείται, μάλλον δεν πρέπει να καταλογιστεί στις συγγραφικές προθέσεις αλλά στις ίδιες τις καταστάσεις. Στην τσαρική Ρωσία του 1869, ένας αναρχικός, φίλος του Μπακούνιν, φθάνει ως την πολιτική δολοφονία. Στην αθηναϊκή πραγματικότητα του 1980, ένας αναρχικός, αποσκιρτήσας αριστεριστής, ρίχνει, σε πρωτομαγιάτικη διαδήλωση, γκαζάκι εναντίον πρώην σύντροφου ως χειρονομία διαμαρτυρίας για έλλειμμα επαναστατικότητας.
Οι μαρξιστικές οργανώσεις μαοϊκών και τροτσκιστικών αποκλίσεων, οι αριστερίστικες επί δικτατορίας, της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς κατά τη μεταπολίτευση, δεν έχουν εισέτι αποτελέσει, στην έκταση που τους αντιστοιχεί, αντικείμενο ιστορικού μελετήματος. Ιδού όμως που η μυθιστοριογραφία, για μια ακόμη φορά, σπεύδει, ανασυστήνοντας ιδίως στα εκτενή διαλογικά μέρη του βιβλίου τις ιδεολογικές αψιμαχίες των συντρόφων, σκιαγραφώντας μέσα από αυτές στάσεις και χαρακτήρες. Οι συνειδητοποιημένοι και αδιάλλακτοι, τέκνα, κατά τη μυθιστορηματική σύλληψη, καπετάνιων του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, ανυποχώρητων της Τασκένδης, που προτίμησαν να αφήσουν τα κόκαλά τους στη Σιβηρία. Ενώ οι αντιφρονούντες και διαγραφέντες γαλουχήθηκαν από αμφισβητίες και δηλωσίες. Οπως λέμε, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει.
Ακραία μορφή μεταξύ των «δαιμονισμένων» ο Κυρίλοφ. Αποκορύφωση του αθεϊκού παραλογισμού, παρατηρεί ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στην προ τεσσαρακονταετίας μελέτη του για τον ρώσο κλασικό, που πρόσφατα επανεκδόθηκε (Ελληνικά Γράμματα). Ο Κυρίλοφ, που, διεκδικώντας την ελευθερία του και φθάνοντας ως την αυτοκτονία, αναμετριέται με τον δημιουργό του, τον συγγραφέα, όπως τονίζει ένας χαρακτηριστικός ήρωας της Αναστασέα, που λόγω συγκυριών ούτε ζωγράφος έγινε ούτε σωστός επαναστάτης. Στα μέσα της δεκαετίας του '60, μυεί γυμνασιόπαιδες στην Τέχνη, με ύψιστο αγαθό την ελευθερία, μνημονεύοντας Κυρίλοφ και Αντριάν Λέβερκιν, τον «δαιμονισμένο» έτερου κλασικού. Μουσουργός ο Λέβερκιν, αφού ο Τόμας Μαν είχε αδυναμία στους μουσικούς. Ζωγράφος ο Αλέξης Ραζής της Αναστασέα, και αυτός φύση υπερήφανη και ψυχρή, μεγάλης δημιουργικής δύναμης, ως την εμφάνιση στα είκοσι οκτώ του μανιακών κρίσεων και τη βύθιση στην τρέλα. Ως συνέπεια, όχι αφροδισιακού νοσήματος όπως ο Λέβερκιν, ο Νίτσε ή ο δικός μας Βιζυηνός, αλλά κληρονομικότητας όπως ο Γιαννούλης Χαλεπάς, που στην ίδια συμπτωματικά ηλικία υπέστη παρανοϊκή διάλειψη διάρκειας είκοσι πέντε ετών.
Πάντως, ο Ραζής, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, βρίσκεται πάντοτε χαμένος σε σκοτεινή νύχτα, όταν παλαιός συνοδοιπόρος διοργανώνει αναδρομική έκθεση του έργου του και τον βίο του καταπιάνεται να ανασυνθέσει μυθιστορηματικά γιος φίλης που αυτοκτόνησε υποκύπτοντας όχι σε διαβολικές συνωμοσίες, όπως η Κλαρίσα του Μαν, αλλά στην πλήξη. Οπως ο Λέβερκιν, και ο Ραζής αποτραβιέται μακράν του πλήθους για να δημιουργήσει. Και αυτός, στο ενδιάμεσο κρίσεων και απόπειρας αυτοχειριασμού, παντρολογιέται με μια «λινομέταξη», σπρωγμένος από τη χήρα μάνα του. Αν και στο μυθιστόρημα της Αναστασέα, τα όποια φροϋδικά συμφραζόμενα ατονούν και τον παράφρονα Ραζή δεν θα περιθάλψει η μητέρα αλλά μια κοπέλα παιδιόθεν ερωτευμένη μαζί του. Αλλωστε διαφορετική είναι και η δομή του μυθιστορήματος, όπου η εξιστόρηση του βίου του ζωγράφου συνιστά μέρος μόνο του συνόλου, εναλλασσόμενη με τις διηγήσεις φίλων και συντρόφων. Ενώ το εισαγωγικό κεφάλαιο παρουσιάζεται ως κατάλογος της έκθεσης, με περιεκτικές περιγραφές των πινάκων, από τις οποίες αρχίζουν να ξετυλίγονται οι σκιαγραφήσεις των προσώπων, όπως άλλοι νεωτερικοί μυθιστοριογράφοι εκκινούν από φωτογραφίες.
Ωστόσο το κεντρικό σημείο της όλης σύλληψης βρίσκεται στη συνέχεια που δίνει η Αναστασέα σε αυτή τη συνομιλία της με τους κλασικούς. Υστατο έργο τού Λέβερκιν, ένα είδος ορατορίου, όπου και σημειώνει: «Τοσούτον οδυνηρά θλίψις συνεκίνησεν τον Δόκτορα Φάουστους, ώστε εσκιαγράφησεν τον εαυτού οδυρμόν». Για τον Ραζή, ο «Εαυτού οδυρμός» είναι ο προτελευταίος πίνακας. Με δύο αλληλοκαλυπτόμενες αφηγήσεις διαφορετικής οπτικής γωνίας, από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου, αποτυπώνεται το πάθος του ζωγράφου που βιώνει οριακές καταστάσεις κατάθλιψης και μανίας. Συνάμα καταγράφεται η εξέλιξη της τέχνης του από τον εξπρεσιονισμό των πρώτων πινάκων στην έντονα συμβολική διάσταση των ύστερων, εστιασμένων στον πάσχοντα άνθρωπο. Για τον τελευταίο πίνακα, τον οποίο θα καταστρέψει, αντλεί από τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Με την «Ακρα Ταπείνωση», όπου στη θέση του Ιησού εικονίζεται ο ίδιος «ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών», του ελεήμονος, ο Ραζής δίνει τη δική του εκδοχή στον μυστικιστικό εξπρεσιονισμό των Γερμανών με γηγενείς ρίζες και παπαδιαμαντική χροιά. Ενας υλιστής που διήνυσε ολόκληρο το τόξο ως τη θυσία, την οποία ζήτησε ανέκαθεν και ο Μαρξισμός και η Εκκλησία του Χριστού. Ιδού λοιπόν στον εορταστικό σωρό, ένα πρώτο ενδιαφέρον μυθιστόρημα.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το ΒΗΜΑ, 28/01/2007
Κριτική:
Φιλόδοξο το σχέδιο της Νίκης Αναστασέα στο δεύτερο κατά σειρά μυθιστόρημά της, που έχει τον κάπως δύστροπο (ή και εξεζητημένο) τίτλο «Επικράνθη. Διά χειρός Αλέξη Ραζή». Από τη μια πλευρά είναι μια γενιά, η γενιά του Πολυτεχνείου, που προσπαθεί να υπομείνει στον παρόντα χρόνο τις διαψεύσεις των πολιτικών αγώνων τους οποίους έδωσε στα νιάτα της, υπό το βάρος της παρατεταμένης σύρραξης του Εμφυλίου. Από την άλλη μεριά στέκει η πολυκύμαντη προσωπικότητα ενός μοναχικού και πέρα για πέρα ανυποχώρητου καλλιτέχνη, ο οποίος θα θυσιάσει τη ζωή του σ' ένα αυτοκαταστροφικό όσο και τελείως μάταιο όραμα, καταλήγοντας στην πλήρη εκμηδένιση.
Φιλόδοξη, όμως, εμφανίζεται η Αναστασέα και ως προς το πλήθος, αλλά και το πάθος των προσώπων που λαμβάνουν μέρος στην ιστορία της: άντρες και γυναίκες που δένονται στενά μεταξύ τους μέσα από τη συμμετοχή τους στις αριστερές οργανώσεις της δεκαετίας του '70, για να βρεθούν δίπλα σε έναν άνθρωπο ο οποίος θα στοιχειώσει στο μέλλον ολόκληρη τη ζωή τους, και ο οποίος δεν είναι άλλος από τον οραματικό ζωγράφο Αλέξη Ραζή, που αποτελεί, όπως είπαμε, τη δεσπόζουσα μορφή τού «Επικράνθη».
Πολυπρόσωπη σκηνή
Φίλοι, μανάδες και ερωμένες, αλλά και δάσκαλοι, συναγωνιστές και συνοδοιπόροι έχουν φτιαχτεί από τη συγγραφέα για να σταθούν από την αρχή ώς το τέλος στο πλάι του Αλέξη Ραζή, φανατικά προσηλωμένοι στην καλλιτεχνική και τη διανοητική του παθολογία. Ο Νίκος Μαρκέτης, που θα σχολιάσει διά μακρών το έργο του, ο Σίμος Μιχαλίτσης, που δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ, ούτε για μια στιγμή, όποια στάση κι αν θα του επιφυλάξει ο ίδιος κατά καιρούς, ανάλογα με τις ούτως ή άλλως σκοτεινές ψυχικές του διαθέσεις, ο Βλάσης Βερσής, που θα τον μισήσει με ένα μίσος ισάξιο με τη δύναμη της αρχικής του λατρείας, ο Κωστής Σκαρλάτος, που θα παρατήσει τα πάντα για να γράψει ένα μυθιστόρημα με βάση αποκλειστικά την περίπτωσή του (μυθιστόρημα σε μεγάλο βαθμό εγκιβωτισμένο στην κεντρική αφήγηση του «Επικράνθη»), αλλά και η Κατερίνα και η Νίνα, που θα του δώσουν ολόψυχα την αγάπη τους, παίρνοντας μόνο ψίχουλα για ανταμοιβή.
Πολυπρόσωπο υπήρξε και το πρώτο μυθιστόρημα της Αναστασέα, το «Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε», που δικαίως απέσπασε πριν από δέκα χρόνια τα επαινετικά σχόλια της κριτικής. Η πολυπροσωπία, εντούτοις, οδηγεί εκεί σε μιαν έντονη και ιδιαίτερα λειτουργική πολυφωνία, η οποία απουσιάζει πανηγυρικά από τη σημερινή προσπάθεια. Τα πρόσωπα της Αναστασέα στο «Επικράνθη» δεν διαθέτουν στην πραγματικότητα καμία αφηγηματική και ψυχική υπόσταση -αποτελούν, απλώς, δορυφόρους οι οποίοι έχουν τεθεί σε τροχιά γύρω από τον Ραζή προκειμένου να τονίσουν με όλους τους δυνατούς τρόπους τον νοσηρό πλην καλλιτεχνικά και ιδεολογικά απολύτως ριζοσπαστικό του κόσμο. Ετσι, όμως, η Αναστασέα μοιάζει να επιδίδεται σε μια τεράστια σπατάλη υλικών και δυνάμεων: τόσες, υποτίθεται, ατομικές ιστορίες, για τη βιογραφική σκηνοθέτηση των οποίων έχουν καταβληθεί πολλοί και ειλικρινείς κόποι, καλούνται εν κατακλείδι να χρησιμεύουν μόνον ως αυτοματοποιημένοι μηχανισμοί στήριξης (σχεδόν διαφήμισης) των χαρακτηριστικών του κεντρικού μυθιστορηματικού προσώπου.
Το πράγμα θα σήκωνε κάποια ανοχή (με αυξημένους, βεβαίως, και πάλι, περιορισμούς) αν το περί ου ο λόγος κεντρικό πρόσωπο κατάφερνε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων στο οποίο θέλει να το τοποθετήσει η αφήγηση. Ατυχώς, όμως, ούτε αυτό συμβαίνει και ο λόγος της αποτυχίας είναι εξόφθαλμος και συνδέεται εκ νέου με τους δευτερεύοντες ήρωες. Η ακατάσχετη ορμή, ο πόνος που επιζητεί να μεταστοιχειωθεί σε καυτή δημιουργία, η υπέρβαση της ζωής διά της τέχνης, αλλά και ο πανικός μπροστά στην τελειότητα της καλλιτεχνικής μορφής ή ο τρόμος ενώπιον του ενδεχομένου της διαφυγής του πυρήνα της έσχατης ουσίας (όλα, με δυο λόγια, τα γνωρίσματα τα οποία σπεύδουν μετά βαΐων και κλάδων να υποδεχτούν στη βιοθεωρία του Αλέξη Ραζή οι δορυφόροι του, τσακισμένοι από τη γοητεία και το μέγεθος του όγκου του) απαιτούν ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο για να αναδειχθούν και να ενεργήσουν: όχι έναν στρατό υμνητών και μυροφόρων, αλλά αληθινές (με συγκρούσεις, ανατροπές και αντιφάσεις) ανθρώπινες σάρκες, πάνω στις οποίες θα βάλουν βαθύ και συνάμα ανάγλυφο το στίγμα τους.
Ελλειψη οικονομίας
Χωρίς γνήσιο αντίκρισμα στον περίγυρό του και σκιαγραφημένος μέσω εντελώς μονοκόμματων σχέσεων μαζί του (σχέσεων παραλυτικής λατρείας και ανήκουστης απώθησης), ο Ραζής δεν μπορεί παρά να μετατραπεί σε έναν ολοφάνερα ψεύτικο, φλύαρο και εντελώς αναξιόπιστο ως προς ό,τι τρομακτικό του ζητείται να αντιπροσωπεύσει ήρωα: έναν ήρωα αγκιστρωμένο τυραννικά στο εξωτερικό του περίβλημα, αλλά και έρμαιο της ιδεοληπτικής του σύλληψης στο εσωτερικό μιας ανοικονόμητης και αδύναμης για τις οποιεσδήποτε λύσεις αφήγησης - μιας αφήγησης η οποία από ένα σημείο και πέρα δεν ξέρει πώς να χειριστεί και το πολιτικό ή το ιστορικό σκηνικό των πρωταγωνιστών της, που χάσκει σαν άσχετο στέγαστρο πάνω από τον ιδιωτικό βίο και την καθημερινότητά τους, χωρίς να μπορεί να συνδεθεί αιτιακά με τους προσανατολισμούς και τις επιλογές τους, αλλά και χωρίς να είναι σε θέση να υποδείξει τον προσδιοριστικό του ρόλο στις απογοητεύσεις και τις πολλαπλές (μόνο ρητορικά τονισμένες) καταρρεύσεις τους.
Είναι ενδεχομένως λυπηρό, αλλά η Αναστασέα έκανε κυριολεκτικώς ό,τι περνούσε από το χέρι της με το «Επικράνθη» για να κλείσει τον δρόμο τον οποίο με τόσες υποσχέσεις άνοιξε στο προ δεκαετίας βιβλίο της.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/04/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις