0
Your Καλαθι
Στέλιος Αναστασιάδης
Δίγλωσσο
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Η δίγλωσση έκδοση (ελληνικά, γαλλικά) παρουσιάζει για πρώτη φορά το έργο του ζωγράφου και επιχειρεί μια ολοκληρωμένη αποτίμηση της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του Στέλιου Αναστασιάδη (Χανιά 1926 - Αθήνα 1995). Ο περιθωριακός αυτός ζωγράφος, που μόνο μια φορά στη ζωή του δέχτηκε να εκθέσει έργα του και ουδέποτε συμβιβάστηκε με τους κανόνες της αγοράς τέχνης, παρά τις τρομακτικές οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπισε στη ζωή του, παρουσιάζεται στο βιβλίο αυτό με την εισαγωγή του Νίκου Χατζηνικολάου, καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την οδύσσεια αυτού του μποέμ και αντικομματικού αριστερού, που νεαρός έφυγε από την Αλεξάνδρεια το 1945 για να σπουδάσει στο Παρίσι. Στη συνέχεια πήγε στη Βουδαπέστη όπου έζησε το δράμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της Ουγγαρίας (1949-56). Με πληγωμένα τα οράματα επέστρεψε στη Δύση (Λονδίνο, Παρίσι, Αθήνα) για να συνεχίσει την περιπέτεια της τέχνης και της ζωής. Το έργο του Αναστασιάδη χωρίζεται σε δύο μέρη: τα πορτρέτα που ζωγράφισε στην Ευρώπη και την Ελλάδα και τα τοπία που φιλοτέχνησε αφότου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα το 1964. Την εκτενή εισαγωγή για τον άνθρωπο και το έργο του συμπληρώνουν με βιογραφικά στοιχεία ο Δημήτρης Τζώρτζης, η Νατάσα Δομνάκη και η Ρεγγίνα Γκοντιέ.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ένα λεύκωμα-αφιέρωμα στον Στέλιο Αναστασιάδη, τον ζωγράφο, ηθοποιό και μάγειρο, που χάθηκε το 1995. Χιούμορ, ειρωνεία, δράση και μια σπάνια αντίληψη ζωής.
Ο ζωγράφος Στέλιος Αναστασιάδης απουσιάζει από λεξικά και ιστορίες. Μόλις προχθές συμπεριελήφθη στο τετράτομο Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών (εκδόσεις Μέλισσα), με ένα ανυπόγραφο και ελλιπέστατο λήμμα, που αρκείται στη διαπίστωση ότι στο έργο του κυριαρχεί η σχηματοποίηση της ανθρώπινης μορφής, χωρίς καμία αναφορά στα ζωγραφικά του τοπία. Αντ' αυτού αξιολογείται η πληροφορία ότι δούλεψε ως ηθοποιός σε ταινίες του Σταύρου Τορνέ. Δεν δημοσιεύεται έργο του και η βιβλιογραφία, αντί κριτικών κειμένων, παραπέμπει σε δύο συνεντεύξεις του.
Ωστόσο για τον Σ. Αναστασιάδη «ήρθε ο καιρός να του δοθεί η θέση που του αξίζει στα πλαίσια της νεοελληνικής τέχνης», σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης Ν. Χατζηνικολάου. Υποτίθεται πως αυτό το πλήρωμα του χρόνου έφθασε με την έκδοση του δίγλωσσου (ελληνικού - γαλλικού) λευκώματος, πεντέμισι χρόνια μετά τον θάνατό του, στις 20 Ιουλίου 1995. Μάλιστα η έκδοση συνοδεύτηκε από εκδήλωση στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, που έγινε με κάθε επισημότητα. Αραγε αν ζούσε ο Σ. Αναστασιάδης θα παρευρισκόταν ή, ως άλλος Παπαδιαμάντης, θα πήγαινε στον χασάπη του, της Καλλιδρομίου, για τσικουδιά; Σε κάθε περίπτωση, γι' αυτόν τον καθυστερημένο φόρο τιμής μάλλον δεν δικαιούνται να επαίρονται οι Αθήνησι φίλοι του.
Ύστερα από μια μακρά περιπλάνηση εν μέρει εκουσία και εν μέρει αναγκαστική ο Σ. Αναστασιάδης επέλεξε την Αθήνα, «την πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου», για τόπο διαμονής του. Ωστόσο είχε αμέσως οσφρανθεί πως η Αθήνα προσφέρεται για συζήτηση και πιοτό, τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά για ζωγραφική, για τις επαγγελματικές όμως δοσοληψίες είναι προτιμότεροι οι Κεντροευρωπαίοι. Τα έργα του πουλιόνταν κυρίως στη Ζυρίχη, με ενδιάμεση μια καλή του φίλη, τη Ρεγγίνα Γκοντιέ. Αμέσως μετά τον θάνατό του οι ελβετοί φίλοι του θέλησαν να συγκεντρώσουν σε ένα λεύκωμα όλο το ζωγραφικό έργο του, ξεκινώντας από το φωτογραφικό αρχείο που τους είχε ο ίδιος εμπιστευθεί και χάρη στο οποίο γνωρίζουμε τα σχέδια και τους πίνακες μιας ολόκληρης περιόδου, που καταστράφηκαν από τη φωτιά στο διαμέρισμα της οδού Καλλιδρομίου. Η αρχική ιδέα ήταν το λεύκωμα να είναι έτοιμο για την 1η Δεκεμβρίου 1996, όταν ο Σ. Αναστασιάδης θα έκλεινε, αν ζούσε, τα εβδομήντα.
Τα έργα του όμως βρίσκονταν σπαρμένα, κυριολεκτικά, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, με αποτέλεσμα η έκδοση να καθυστερήσει. Τελικά η αναζήτηση απέφερε προσωπογραφίες και τοπία. Αναλυτικότερα: Επτά σχέδια προσωπογραφιών, 42 προσωπογραφίες, από τις οποίες 40 σε κάρβουνο και δύο σε τέμπερα, τέσσερα σχέδια γυμνών, εν μέσω αυτών και η «παρτούζα» του, μια σπουδή που, ελλείψει λοιπών στοιχείων, την τιτλοφόρησαν «Ο μπουζουκτσής», και μια μελέτη σε γλυπτό. Στη δεύτερη ενότητα, των τοπίων, συγκεντρώθηκαν 31 σχέδια με μολύβι και 38 πίνακες, οι περισσότεροι μεγάλων διαστάσεων, 23 σε κάρβουνο και 15 σε χρώμα. Κατά τους Ρεγγίνα και Αλέν Γκοντιέ, αυτός ο κατάλογος περιλαμβάνει ολόκληρο το διασωζόμενο έργο του. Δεν αποκλείεται, ωστόσο για έναν άνθρωπο της αυθορμησίας και της κινητικότητας του Σ. Αναστασιάδη τίποτα δεν είναι σίγουρο. Επί παραδείγματι, υπάρχει ένας Καβάφης, που είχε χρησιμεύσει και ως εξώφυλλο σε σχετική μελέτη του φίλου του, Φρ. Σομμαρίπα.
Χορηγοί του λευκώματος, οι ελβετοί φίλοι του. Την έκδοση ετοίμασαν οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και γιατί ο Σ. Αναστασιάδης ήταν Κρητικός την καταγωγή. Παρ' όλο που εγκατέλειψε βρέφος τη γενέτειρα για την Αλεξάνδρεια, τα τελευταία χρόνια είχε επανασυνδέσει τις σχέσεις του με τη «Λεβεντογέννα». Την εισαγωγή ανέλαβε ο καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Ν. Χατζηνικολάου, ώστε να εντάξει, με το κύρος του, τον άγνωστο και περιθωριακό Σ. Αναστασιάδη στο σώμα της ελληνικής ζωγραφικής. Ένας φίλος του Σ. Αναστασιάδη από παλαιότερες εποχές, ο Δ. Τζώρτζης, έδωσε ορισμένα «σημεία βιογραφίας» μέσα από τη δική του οπτική γωνία. Ωστόσο θα περιμέναμε ο εγκλεισμός του Σ. Αναστασιάδη σε ψυχιατρείο, το 1950, στη Βουδαπέστη, καθώς και η εκεί επιβαλλόμενη «ηλεκτροσπασμοθεραπεία» να μην εξακολουθούν, μισό αιώνα αργότερα, να αποδίδονται «σε βαριά κατάθλιψη».
Το χρονολόγιο συντάσσουν οι Ρ. Γκοντιέ και Ν. Δομνάκη. Επί τη ευκαιρία, να σημειώσουμε μια παράλειψη, επουσιώδη, ωστόσο ενδιαφέρουσα, γιατί δείχνει την επίδοση του Σ. Αναστασιάδη σε έναν ακόμη τομέα. Για ένα διάστημα έγραφε το σενάριο της ραδιοφωνικής εκπομπής του Βαγγέλη Γκούφα «Πικρή, μικρή μου αγάπη». Κι αυτός ένας τρόπος βιοπορισμού αλλά και μία ακόμη πηγή ανεκδότων. Λέγεται πως στη Βουδαπέστη έφτιαχνε πολιτικά ανέκδοτα που αντάλλασσε με καφέ και ποτό. Στην Αθήνα εξακολουθούσε να σκαρώνει ανέκδοτα για το σινάφι των κουλτουριάρηδων, ένα πρόσθετο δέλεαρ για ολονύκτιες κρασοκατανύξεις.
Πέρα όμως από την άνεση στον γραπτό λόγο, αντίστοιχη της σκαμπρόζικης προφορικής του αφήγησης, διέθετε και ένα αλάνθαστο κριτήριο. Γι' αυτό και θα διαφωνούσε με τον Ν. Χατζηνικολάου, όταν αποφαίνεται πως η «Χαμένη Ανοιξη» του Στρατή Τσίρκα είναι «ένα κακό, κομματικό βιβλίο, που αναφέρεται στον Στέλιο Αναστασιάδη με βαθιά περιφρονητικό τρόπο». Ο ίδιος καταλάβαινε και τις συναισθηματικές εμπλοκές και τις συγγραφικές επιταγές που ώθησαν τον Τσίρκα στη δημιουργία ενός μυθιστορηματικού ήρωα όπως ο Κακομοίρας της Χαμένης Ανοιξης.
Παρ' όλο που ο Ν. Χατζηνικολάου δεν γνώρισε τον Σ. Αναστασιάδη, θεωρεί σκόπιμο να δώσει την εικόνα που σχημάτισε γι' αυτόν μέσα από τις διηγήσεις των άλλων. Από τα ποικίλα γραφικά που ακούει, συμπεραίνει πως επρόκειτο για έναν άνθρωπο γεμάτο αθωότητα και καλοσύνη. Περιγραφή που καθόλου δεν ταιριάζει στον ευφυέστατο χιουμορίστα που υπήρξε ο Σ. Αναστασιάδης. Ο τελευταίος των μποέμ, με όλο το αλλοτινό φορτίο της λέξης, σήμερα, μάλλον παρεξηγημένης. Απολάμβανε να σοκάρει τους καθωσπρέπει και μέτραγε ακριβοδίκαια τους γνωστούς του, όντας απόλυτος στις συμπάθειες και στις αντιπάθειές του. Θύμα του μύθου του, ο Σ. Αναστασιάδης. Λ.χ., η γνωριμία του με τον Αλεξανδρινό Γ. Γεωργαλά διογκώνεται σε «φιλικές σχέσεις με αποβράσματα της απριλιανής δικτατορίας».
Ο Ν. Χατζηνικολάου είναι ένας αποστασιοποιημένος κριτής. Επιμένει σε πιθανές επιρροές, παραθέτοντας πίνακες των δασκάλων του Σ. Αναστασιάδη, της εποχής του Παρισιού και μεταγενέστερα, της Βουδαπέστης, όπως και συγκαιρινών του, με τους οποίους βρίσκει αναλογίες. Ο κριτικός απορρίπτει τα συλλογικά πορτρέτα, τα γυμνά, τον «Μπουζουκτσή», ακόμη τις προσωπογραφίες από τη δεκαετία του '70 και μετά, γιατί διακρίνει «μια διακοσμητικότητα που έχει κάτι το ρηχό». Παρομοίως, στα τοπία διαβλέπει «μιαν ανάγκη διακοσμητικότητας», αλλά και «τη φρεσκάδα της παιδικής ζωγραφικής». Ωστόσο το συμπέρασμα μιας εισαγωγής σε λεύκωμα επιβάλλεται να είναι θετικό: Υπάρχουν προσωπογραφίες σπάνιας δύναμης και τοπία αριστουργήματα.
Κάθε έργο τέχνης όμως ζητεί τον παραλήπτη του. Για παράδειγμα, η ταινία «Καρκαλού» του Σ. Τορνέ, με πρωταγωνιστή τον Σ. Αναστασιάδη, απορρίφθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ωστόσο ο γάλλος κριτικός Σ. Ντανέ την καθιέρωσε, εξυμνώντας την αισθητική της. Και η ζωγραφική του Σ. Αναστασιάδη περιμένει έναν αποδέκτη που θα εξάρει το χαροποιό και δυναμικό στοιχείο των τοπίων και την ψυχολογία των πορτρέτων. Εμείς, σε αυτή τη «μάσκα» με «τα ορθάνοιχτα μάτια», διακρίνουμε το ανασφαλές και το φιλήδονο, σε δύο πορτρέτα, των οποίων τα μοντέλα τυχαίνει να έχουμε γνωρίσει.
Παραδόξως στο λεύκωμα δεν γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα ξυστά του Σ. Αναστασιάδη. Ανάγλυφα τοπία, που συνιστούν μια τρίτη κατηγορία δίπλα στις προσωπογραφίες και στα ζωγραφιστά τοπία, της ίδιας ή και μεγαλύτερης αξίας. Τεχνική ιταλικής καταγωγής, το ξυστό, οικείο από τα διακοσμητικά που έφτιαχναν άλλοτε στα μαστιχοχώρια της Χίου. Από όσο μπορούμε να ξέρουμε δεν την έχει αξιοποιήσει κανένας άλλος εικαστικός καλλιτέχνης. Πώς ακριβώς στράφηκε προς αυτήν ο Σ. Αναστασιάδης, προσαρμόζοντας το εικαστικό του ιδίωμα, θα μείνει μάλλον άγνωστο. Πάντως η εξοικείωσή του με τα δομικά υλικά θα πρέπει να έγινε στο Παρίσι, όταν επιδιδόταν σε συμπληρωματικές οικοδομικές εργασίες προς βιοπορισμό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κρίσεις των Τ. Γκρίτση-Μιλλιέξ, Δ. Χατζή και Στρ. Τσίρκα για τη ζωγραφική του Σ. Αναστασιάδη, με αφορμή τη μία και μοναδική έκθεσή του, το 1979. Δυσεύρετος ο κατάλογος, πιστεύουμε πως τα κείμενα θα μπορούσαν να είχαν συμπεριληφθεί στο λεύκωμα, όπως και η μοναδική κριτική στον Τύπο της εποχής, της Ντ. Ηλιοπούλου-Ρογκάν. Τέλος, γνωρίζοντας πόσο είχε απογοητευθεί ο Σ. Αναστασιάδης από τον εικονογραφημένο μαγειρικό του οδηγό, που εκδόθηκε το 1989, είναι ζητούμενο αν θα έμενε ικανοποιημένος με το σχήμα του λευκώματος και την τυποτεχνική απόδοση των έργων του. Πάντως τους κριτικούς εικαστικών, κινηματογράφου και λογοτεχνίας φαινομενικά τους υποληπτόταν, απέφευγε όμως να πίνει κρασί μαζί τους.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 14-01-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις