Οι Ρωμηοί της Πόλης
40%
Περιγραφή
Οι Έλληνες της Τουρκίας, που αυτοαποκαλούνται "Ρωμαίοι, Ρωμηοί" υπενθυμίζοντας τις ρίζες τους στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής, αποτελούσαν ένα από τα πιο δυναμικά στοιχεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά τα δράματα και οι κρίσεις που σημάδεψαν την Ανατολική Μεσόγειο στη διάρκεια του 20ού αιώνα δεν τους ευνόησαν. Σήμερα η κοινότητά τους περιορίζεται σε μερικές χιλιάδες ψυχές.
Η παρακμή είναι αθεράπευτη; Το τέλος επίκειται; Οι περισσότεροι παρατηρητές εκτιμούν ότι οι νόμοι της δημογραφίας καταδικάζουν σε εξαφάνιση την πολιτική ρωμηοσύνη, η οποία σύντομα θα επιβιώνει μόνο στη μνήμη των απογόνων αυτών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για να βρουν καταφύγιο στην Ελλάδα ή αλλού. Ωστόσο, το βιβλίο αυτό δίνει το λόγο και σε όσους πιστεύουν ακόμη σε μια κάποια αναζωογόνηση, σε όσους θεωρούν ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, η μειονότητα μπορεί να ξεπεράσει τα τραύματα των τελευταίων δεκαετιών και να προδιαγράφει το μέλλον με λέξεις ελπίδας.
Η μελέτη αφορά την παρούσα κατάσταση της πολιτικής ρωμηοσύνης: δημογραφία, οικονομική και κοινωνική ζωή, παιδεία, κοσμική και θρησκευτική ηγεσία, πολιτιστική κληρονομιά, τόποι μνήμης, σχέσεις με το τουρκικό στοιχείο. Δεν αγνοεί όμως και το βάρος της ιστορίας· η κατανόηση του μειονοτικού φαινομένου στη σημερινή Τουρκία είναι αδύνατη χωρίς την υπενθύμιση των κραδασμών αλλά και των περιόδων ειρηνικής συνύπαρξης του παρελθόντος.
Το βιβλίο αυτό, καρπός μακρόχρονου συγχρωτισμού με τον ρωμαίικο πληθυσμό της Πόλης, αποτελεί κυρίως μια μαρτυρία. Οι συγγραφείς του ωστόσο, πανεπιστημιακοί και οι δύο, σεβάστηκαν ένα θεμελιώδη κανόνα του επαγγέλματος: την επιστημονική αντικειμενικότητα. Η εργασία τους φέρει δηλαδή τόσο τα χρώματα της συγκίνησης όσο και αυτά της απαραίτητης ακαδημαϊκής απόστασης.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Οι τελευταίοι 2.000 Ελληνες της Πόλης
Μια «ακτινογραφία» των Ρωμηών της Πόλης και οι εικασίες για το μέλλον τους
Μόλις μερικές εκατοντάδες ψυχές ελληνόφωνων χριστιανών ορθόδοξων (από 2.000 ως 4.000 τις υπολογίζουν οι πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις) ζουν σήμερα στις ακτές του Βοσπόρου, από τις 160.000 που ήκμαζαν εκεί στις αρχές του 1900. Οι πολιτικές θύελλες και οι κρίσεις που σάρωσαν την Ανατολική Μεσόγειο σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα σχεδόν τις αφάνισαν. Σήμερα ακόμη και ο πιο απλοϊκός νους καταλαβαίνει ότι η συρρίκνωση της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εθνική μας υπόθεση, όπως για παράδειγμα η επιβίωση του Ορθόδοξου Πατριαρχείου.
Το τίμημα των επιμειξιών
Το βιβλίο των Αναστασιάδου και Ντυμόν επικεντρώνει στη σημερινή κατάσταση της πολίτικης ρωμηοσύνης, εξετάζοντας ζητήματα που αφορούν τη δημογραφία, την οικονομική και κοινωνική ζωή, την παιδεία, την κοσμική και θρησκευτική ηγεσία, την πολιτιστική κληρονομιά, τους τόπους μνήμης, τις σχέσεις με το τουρκικό στοιχείο. Οι δύο πανεπιστημιακοί, αν και αφήνουν κάποτε τα χρώματα της συγκίνησης να ποτίσουν το έργο τους, φροντίζουν να κρατήσουν την απαραίτητη απόσταση από το υλικό τους και τα συμπεράσματά τους είναι σημαντικά. Επισημαίνουν πως οι νόμοι της δημογραφίας καταδικάζουν την ελληνική κοινότητα της Πόλης σε μαρασμό και εξαφάνιση, παραθέτουν όμως συγχρόνως και την άποψη εκείνων που ισχυρίζονται (και όχι δίχως κάποια τεκμήρια) πως η πολύπαθη μειονότητα είναι σε θέση να ξεπεράσει την αιμορραγία των τελευταίων δεκαετιών και να οικοδομήσει ένα ελπιδοφόρο μέλλον. Αλλά, υποστηρίζουν, απαραίτητη προϋπόθεση γι' αυτό είναι η προσχώρηση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αναχαιτίσει τη φθορά και θα έδινε τη δυνατότητα στον ισχνό πυρήνα των Ρωμηών της Πόλης να συνεχίσουν να υπάρχουν «έστω και πληρώνοντας το τίμημα των επιμειξιών».
Αντίθετα οι απαισιόδοξοι θεωρούν πως η εξαφάνιση είναι αναπόφευκτη και πως τα ηνία θα αναλάβουν οι αραβόφωνοι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης. Μάλιστα αντιτείνουν πως συντομότερα θα επέλθει η εξαφάνιση της κοινότητας παρά η εισδοχή της Τουρκίας στην ΕΕ, όποτε και εφόσον αυτή πραγματοποιηθεί. Πάντως κάτι που δεν μας λένε οι απαισιόδοξοι είναι η σημασία της οικονομίας και η διείσδυση ελληνικών επιχειρήσεων στην αγορά της Πόλης. Οι επαφές αυτές αυξήθηκαν περαιτέρω με την ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1999. Στα 2002 και 2003 υπογράφηκαν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας περισσότερες από δέκα διμερείς συμφωνίες και πρωτόκολλα σε τομείς όπως η βιομηχανία, η τεχνολογία, οι μεταφορές κ.λπ. Αν κάποιος, προσποιούμενος τον αφελή, ρωτούσε τι σημασία μπορεί να έχουν όλα αυτά για τη μειονότητα, θα εισέπραττε την αποστομωτική απάντηση: νέες θέσεις εργασίας για τα μέλη της, αν και - δυστυχώς - η πλειοψηφία των νεαρών Ρωμηών που ενδιαφέρονται να δουλέψουν στις ελληνικές εταιρείες δεν διαθέτει ειδικές γνώσεις λογιστικής, μάρκετινγκ, πληροφορικής, δημοσίων σχέσεων κ.ά. Το πρόβλημα βέβαια μπορεί να ξεπεραστεί σύντομα, έχει όμως τις ρίζες του στη συντηρητική παιδεία που παρέχεται ακόμη και σήμερα στα μειονοτικά σχολεία, τα οποία δεν δίνουν παρά ελάχιστη σημασία στις ανάγκες της επαγγελματικής αποκατάστασης.
«Στοιχειωμένα καράβια»
Ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου (Παναγία του Πέρα), όπως φαίνεται από την Ιστικλάλ Τζαντεσί
Οι δύο πανεπιστημιακοί μάς δίνουν αρκετά στοιχεία για τα μειονοτικά σχολεία, που όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζουν «μοιάζουν με στοιχειωμένα καράβια». Στα 10 σχολεία που υπήρχαν την περίοδο 2004-2005 φοιτούσαν 221 μαθητές υπό την εποπτεία 96 εκπαιδευτικών. Μια «πληγή» συνιστούν τα ξένα εκπαιδευτήρια και τα δημόσια τουρκικά σχολεία που απορροφούν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό ελληνοπαίδων. Μια άλλη είναι η επιβεβλημένη με νόμο διγλωσσία (ελληνικά, τουρκικά), τουλάχιστον για ορισμένα μαθήματα, όπως θέσπισε η Συνθήκη της Λωζάννης. Οι ρωμηοί μαθητές όμως φαίνεται να χρησιμοποιούν πιο άνετα την τουρκική γλώσσα απ' ό,τι την ελληνική. Την κατάσταση επιδεινώνει το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πια ούτε βιβλιοπωλεία ούτε βιβλιοθήκες για να αγοράσει ή να δανειστεί κάποιος βιβλία στα ελληνικά. Και οι θεατρικές ή μουσικές εκδηλώσεις σε ελληνική γλώσσα σπανίζουν κι αυτές. Ενα τελευταίο, αλλά όχι έσχατο ζήτημα, είναι πως η τουρκική πλευρά συχνά ορθώνει μεγάλα εμπόδια στους μετακλητούς από την Ελλάδα εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να υπηρετήσουν σε σχολεία της μειονότητας. Ετσι, ανάλογα με τη συγκυρία, οι ελληνόφωνοι μαθητές γίνονται όμηροι του πολιτικού παιχνιδιού που παίζεται ανάμεσα στην Αγκυρα και στην Αθήνα. Πάντως, όπως επισημαίνουν οι Ρωμηοί της Πόλης, ο μαρασμός των μειονοτικών σχολείων οφείλεται κυρίως στον οικονομικό μαρασμό της μειονότητας.
Η διαδρομή που σκιαγραφούν οι συγγραφείς του τόμου περνά από σημαντικούς ιστορικούς σταθμούς που σφράγισαν τη δημογραφική κατάρρευση της ελληνικής μειονότητας: η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, η «στανική» επιβολή στους ρωμηούς προύχοντες της Πόλης (μαζί με τους Εβραίους και τους Αρμενίους) να υπογράψουν ότι παραιτούνται από κάθε δικαίωμα που τους παρείχαν οι διεθνείς συνθήκες ως μειονότητα (1925), το ανθελληνικό δολοφονικό πογκρόμ της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955 από τον μαινόμενο όχλο που πυρπόλησε 1.004 σπίτια Ελλήνων, 4.348 εμπορικά καταστήματα, 27 φαρμακεία, 21 εργοστάσια, 110 εστιατόρια, 73 εκκλησίες και 26 σχολεία, οι μαζικές απελάσεις του 1964 με φόντο τις εξελίξεις του Κυπριακού (τουλάχιστον 40.000 Ελληνες εκδιώχθηκαν τότε από την Πόλη), η τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974).
Στη σκέπη του Πατριαρχείου
Ενα κεφάλαιο στο οποίο θα πρέπει να γίνει ειδική αναφορά, όχι μόνο για τη σημασία που έχει για τον ελληνισμό αλλά και για την ξεχωριστή ευαισθησία και οξυδέρκεια με την οποία οι συγγραφείς αναπτύσσουν τις παραμέτρους του, είναι αυτό που αφορά το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α'. Αρχηγός μιας Εκκλησίας εγκατεστημένης σε τουρκικό έδαφος, ο χαρισματικός και ρεαλιστής Βαρθολομαίος κέρδισε την εκτίμηση ποικίλων κύκλων όχι μόνο για τη θετική αντιμετώπιση της θρησκείας του κυρίαρχου στοιχείου, αλλά και για το γενικότερο ενδιαφέρον που εκδηλώνει δημόσια σχετικά με τα κοινωνικά ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες της γείτονος. Το υψηλότατο κύρος που χαίρει στην Ελλάδα αλλά και η διεθνής ακτινοβολία του, απόρροια των πρωτοβουλιών που έχει πάρει στο πλαίσιο του διαλόγου και της κατανόησης των Εκκλησιών, έχουν καταστήσει το Φανάρι τον σημαντικότερο πυλώνα της ελληνικής παρουσίας στην Κωνσταντινούπολη. Και όσο αυτός ο πυλώνας δεν καταλύεται - αν και οι συγγραφείς επισημαίνουν πως το Πατριαρχείο είναι αρκετά ευάλωτο - οι Ρωμηοί της Πόλης θα μακροημερεύουν στην πολιτεία όπου γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές με την πεμπτουσία του ελληνισμού.
Δημήτρης Χουλιαράκης, Το ΒΗΜΑ, 13/05/2007
Κριτικές
02/09/2010, 00:56