0
Your Καλαθι
Μύθοι και αλήθειες για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Πώς να ξεχωρίσει κανένας τους μύθους από τις αλήθειες, που συνδέονται με τη μεγαλύτερη προσωπικότητα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας των τελευταίων πενήντα χρόνων του 20ού αιώνα; Ο Γιώργος Αναστασόπουλος το επιχειρεί, τρία χρόνια μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, με το δοκίμιο αυτό.
Το βιβλίο δεν έρχεται να προστεθεί στις γνωστές βιογραφίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Διεκδικεί μονάχα μια καινούργια, πιο ισορροπημένη, προσέγγιση του Έλληνα πολιτικού, με τις μεγάλες αρετές και τις όποιες αδυναμίες.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο τού επί σειράν ετών αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Γεωργίου Αναστασόπουλου πραγματεύεται συγκεκριμένες πτυχές της πολιτικής δράσης και σταδιοδρομίας μιας εκ των σημαντικοτέρων προσωπικοτήτων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Κατά τα λεγόμενα του συγγραφέα, το δοκίμιο αυτό «δεν αποτελεί βιογραφία». Εν τούτοις έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά συγγραμμάτων που αναφέρονται στην πολιτική δράση και την προσωπικότητα του μακεδόνα ηγέτη. Προσφέροντας μια αυθεντική ιστορική μαρτυρία ο Γ. Αναστασόπουλος γνωστοποιεί (ενίοτε με ανεκδοτολογικό ύφος) αδημοσίευτες πληροφορίες και πραγματεύεται κρίσιμα γεγονότα της πολιτικής ιστορίας της χώρας.
Πέραν των εισαγωγικών σελίδων του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας αφηγείται προσωπικές του εμπειρίες με τον Κ. Καραμανλή, το κυρίως έργο του έχει ως αφετηρία την αφήγηση περιστατικών της μεταπολιτευτικής περιόδου, τα οποία ξεδιπλώνουν τις σχέσεις του Καραμανλή με τους συνεργάτες του και συμβάλλουν στην αποτίμηση του πολύπλευρου χαρακτήρα του. Ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε υψώσει ανάμεσα στον εαυτό του και τους άλλους ένα «τείχος» προκειμένου να κυβερνήσει αποτελεσματικά, αλλά πίσω από αυτό κρυβόταν «ένας βαθύς συναισθηματισμός που αγωνιζόταν να καταπνίξει». Το κεφάλαιο που ακολουθεί, αναφορικά με τις σχέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τους εκπροσώπους του Τύπου, επιβεβαιώνει την εικόνα του αυτοελεγχόμενου και οργανωτικού Καραμανλή ο οποίος, καίτοι ευέλικτος, «δεν εννοούσε να θυσιάσει τη σοβαρότητά του και την υπευθυνότητά του στον βωμό των εντυπώσεων». Η παρένθεση αυτή φωτίζει άγνωστες πτυχές του αναμορφωτή της Ελλάδας στην επαφή του με την τετάρτη εξουσία και αποτελεί πολύτιμη πρώτη ύλη για μια μελέτη σε βάθος των σχέσεων πολιτικής και ΜΜΕ.
Το κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Ο Καραμανλής και οι ξένοι» ουσιαστικά αφιερώνεται στη διαδικασία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, τις σχετικές πεποιθήσεις και αποφάσεις του και είναι πλήρες διδαγμάτων. Ακόμη και ο αναγνώστης που δεν διάκειται ευνοϊκά προς τον μακεδόνα ηγέτη, όπως και προς τις «ατομοκεντρικές» εξηγήσεις της πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι ο ρόλος του Καραμανλή στη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν καθοριστικός. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας δείχνει πως η ευρωπαϊκή πορεία του τόπου δεν ήταν προκαθορισμένη και ανεξάρτητη από την καταλυτική παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, χωρίς τον οποίον οι εξελίξεις θα μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικές.
Το μεγαλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται «Η αποχώρηση» και αναφέρεται στην αποχώρηση του Καραμανλή από την πρωθυπουργία, την πρώτη «συγκατοίκησή» του με τον Ανδρέα Παπανδρέου στα δύο ύψιστα αξιώματα της ελληνικής πολιτείας, αλλά και την επάνοδό του στο προεδρικό μέγαρο. Το δοκίμιο τεκμηριώνει πως για τον Καραμανλή, πέρα και πάνω από τη «ρευστότητα» των όποιων διαπροσωπικών σχέσεων, εκείνο που προείχε στις σχέσεις του με τον τότε πρωθυπουργό ήταν η εξυπηρέτηση των πάγιων συμφερόντων του τόπου. Αυτή η στάση είχε αντίκτυπο σε κρίσιμα ζητήματα. Κυρίαρχο παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια διασφάλισης, εκ μέρους του τότε προέδρου, του δυτικού προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Ακόμη και αν δεχθεί κανείς ότι η μεταβολή του πλαισίου αυτού δεν αποτελούσε απώτερη προσδοκία της κυβέρνησης Παπανδρέου, οι σημαντικές ρητορικές της αποκλίσεις και οι αρκετές άκρως συμβολικές «αντι-δυτικές» κινήσεις της χρειάζονταν ένα «αντίβαρο» το οποίο παρείχε ο Καραμανλής. Αυτό ίσχυε τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, κυρίως λόγω της απήχησης και του κύρους του Καραμανλή στο διεθνές στερέωμα. Οι διαφορές αυτές δημιούργησαν ένα κλίμα που οδήγησε στην άρνηση του τότε πρωθυπουργού να υποστηρίξει μια νέα θητεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας. Η διεξοδική εξιστόρηση των γεγονότων που κατέληξαν στην «πολιτική απάτη» της 9ης Μαρτίου του 1985, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου παρά τις δημόσιες δηλώσεις του και τις κατ' ιδίαν διαβεβαιώσεις του δεν πρότεινε την ανανέωση της προεδρικής θητείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εμπλουτίζει τη γνώση μας για μια κρίσιμη περίοδο της πρόσφατης πολιτικής μας ιστορίας και αποσαφηνίζει το πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα εκείνων των δύσκολων ημερών.
Ενα άλλο σημαντικό ζήτημα που θέτει ο συγγραφέας είναι πως, αν και δεν λείπει η γενική αναγνώριση της συμβολής του Καραμανλή στην αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, δεν έχει επαρκώς αναγνωρισθεί η μεγάλη του συμβολή στη «διατήρηση της πολιτικής ομαλότητας και σταθερότητας και τη διασφάλιση της αδιατάραχτης εναλλαγής των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία». Το δοκίμιο είναι γραμμένο από έναν δεινό χειριστή της ελληνικής γλώσσας και η αφήγησή του είναι συναρπαστική. Ο Καραμανλής έχει μπει στην Ιστορία και αυτή θα τον κρίνει τελικά. Εν τούτοις αυτό που καταδεικνύει ο Γ. Αναστασόπουλος είναι πως, παρ' όλη τη σχετική κατασίγαση των πολιτικών παθών και την παρέλευση ενός εύλογου χρονικού διαστήματος, η ορθή εκτίμηση συγκεκριμένων έστω στοιχείων της πολιτικής δράσης του Καραμανλή ακόμη πάσχει. Τη διόρθωση της ασυμμετρίας αυτής τη χρειάζεται λιγότερο ο ίδιος ο Καραμανλής και περισσότερο οι Ελληνες, αν τουλάχιστον σκοπός της Ιστορίας είναι να λειτουργεί ως γνώμονας για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον.
Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος (αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 10-03-2002
Το βιβλίο δεν έρχεται να προστεθεί στις γνωστές βιογραφίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Διεκδικεί μονάχα μια καινούργια, πιο ισορροπημένη, προσέγγιση του Έλληνα πολιτικού, με τις μεγάλες αρετές και τις όποιες αδυναμίες.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο τού επί σειράν ετών αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Γεωργίου Αναστασόπουλου πραγματεύεται συγκεκριμένες πτυχές της πολιτικής δράσης και σταδιοδρομίας μιας εκ των σημαντικοτέρων προσωπικοτήτων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Κατά τα λεγόμενα του συγγραφέα, το δοκίμιο αυτό «δεν αποτελεί βιογραφία». Εν τούτοις έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά συγγραμμάτων που αναφέρονται στην πολιτική δράση και την προσωπικότητα του μακεδόνα ηγέτη. Προσφέροντας μια αυθεντική ιστορική μαρτυρία ο Γ. Αναστασόπουλος γνωστοποιεί (ενίοτε με ανεκδοτολογικό ύφος) αδημοσίευτες πληροφορίες και πραγματεύεται κρίσιμα γεγονότα της πολιτικής ιστορίας της χώρας.
Πέραν των εισαγωγικών σελίδων του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας αφηγείται προσωπικές του εμπειρίες με τον Κ. Καραμανλή, το κυρίως έργο του έχει ως αφετηρία την αφήγηση περιστατικών της μεταπολιτευτικής περιόδου, τα οποία ξεδιπλώνουν τις σχέσεις του Καραμανλή με τους συνεργάτες του και συμβάλλουν στην αποτίμηση του πολύπλευρου χαρακτήρα του. Ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε υψώσει ανάμεσα στον εαυτό του και τους άλλους ένα «τείχος» προκειμένου να κυβερνήσει αποτελεσματικά, αλλά πίσω από αυτό κρυβόταν «ένας βαθύς συναισθηματισμός που αγωνιζόταν να καταπνίξει». Το κεφάλαιο που ακολουθεί, αναφορικά με τις σχέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τους εκπροσώπους του Τύπου, επιβεβαιώνει την εικόνα του αυτοελεγχόμενου και οργανωτικού Καραμανλή ο οποίος, καίτοι ευέλικτος, «δεν εννοούσε να θυσιάσει τη σοβαρότητά του και την υπευθυνότητά του στον βωμό των εντυπώσεων». Η παρένθεση αυτή φωτίζει άγνωστες πτυχές του αναμορφωτή της Ελλάδας στην επαφή του με την τετάρτη εξουσία και αποτελεί πολύτιμη πρώτη ύλη για μια μελέτη σε βάθος των σχέσεων πολιτικής και ΜΜΕ.
Το κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Ο Καραμανλής και οι ξένοι» ουσιαστικά αφιερώνεται στη διαδικασία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, τις σχετικές πεποιθήσεις και αποφάσεις του και είναι πλήρες διδαγμάτων. Ακόμη και ο αναγνώστης που δεν διάκειται ευνοϊκά προς τον μακεδόνα ηγέτη, όπως και προς τις «ατομοκεντρικές» εξηγήσεις της πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι ο ρόλος του Καραμανλή στη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν καθοριστικός. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας δείχνει πως η ευρωπαϊκή πορεία του τόπου δεν ήταν προκαθορισμένη και ανεξάρτητη από την καταλυτική παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, χωρίς τον οποίον οι εξελίξεις θα μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικές.
Το μεγαλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται «Η αποχώρηση» και αναφέρεται στην αποχώρηση του Καραμανλή από την πρωθυπουργία, την πρώτη «συγκατοίκησή» του με τον Ανδρέα Παπανδρέου στα δύο ύψιστα αξιώματα της ελληνικής πολιτείας, αλλά και την επάνοδό του στο προεδρικό μέγαρο. Το δοκίμιο τεκμηριώνει πως για τον Καραμανλή, πέρα και πάνω από τη «ρευστότητα» των όποιων διαπροσωπικών σχέσεων, εκείνο που προείχε στις σχέσεις του με τον τότε πρωθυπουργό ήταν η εξυπηρέτηση των πάγιων συμφερόντων του τόπου. Αυτή η στάση είχε αντίκτυπο σε κρίσιμα ζητήματα. Κυρίαρχο παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια διασφάλισης, εκ μέρους του τότε προέδρου, του δυτικού προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Ακόμη και αν δεχθεί κανείς ότι η μεταβολή του πλαισίου αυτού δεν αποτελούσε απώτερη προσδοκία της κυβέρνησης Παπανδρέου, οι σημαντικές ρητορικές της αποκλίσεις και οι αρκετές άκρως συμβολικές «αντι-δυτικές» κινήσεις της χρειάζονταν ένα «αντίβαρο» το οποίο παρείχε ο Καραμανλής. Αυτό ίσχυε τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, κυρίως λόγω της απήχησης και του κύρους του Καραμανλή στο διεθνές στερέωμα. Οι διαφορές αυτές δημιούργησαν ένα κλίμα που οδήγησε στην άρνηση του τότε πρωθυπουργού να υποστηρίξει μια νέα θητεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας. Η διεξοδική εξιστόρηση των γεγονότων που κατέληξαν στην «πολιτική απάτη» της 9ης Μαρτίου του 1985, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου παρά τις δημόσιες δηλώσεις του και τις κατ' ιδίαν διαβεβαιώσεις του δεν πρότεινε την ανανέωση της προεδρικής θητείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εμπλουτίζει τη γνώση μας για μια κρίσιμη περίοδο της πρόσφατης πολιτικής μας ιστορίας και αποσαφηνίζει το πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα εκείνων των δύσκολων ημερών.
Ενα άλλο σημαντικό ζήτημα που θέτει ο συγγραφέας είναι πως, αν και δεν λείπει η γενική αναγνώριση της συμβολής του Καραμανλή στην αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, δεν έχει επαρκώς αναγνωρισθεί η μεγάλη του συμβολή στη «διατήρηση της πολιτικής ομαλότητας και σταθερότητας και τη διασφάλιση της αδιατάραχτης εναλλαγής των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία». Το δοκίμιο είναι γραμμένο από έναν δεινό χειριστή της ελληνικής γλώσσας και η αφήγησή του είναι συναρπαστική. Ο Καραμανλής έχει μπει στην Ιστορία και αυτή θα τον κρίνει τελικά. Εν τούτοις αυτό που καταδεικνύει ο Γ. Αναστασόπουλος είναι πως, παρ' όλη τη σχετική κατασίγαση των πολιτικών παθών και την παρέλευση ενός εύλογου χρονικού διαστήματος, η ορθή εκτίμηση συγκεκριμένων έστω στοιχείων της πολιτικής δράσης του Καραμανλή ακόμη πάσχει. Τη διόρθωση της ασυμμετρίας αυτής τη χρειάζεται λιγότερο ο ίδιος ο Καραμανλής και περισσότερο οι Ελληνες, αν τουλάχιστον σκοπός της Ιστορίας είναι να λειτουργεί ως γνώμονας για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον.
Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος (αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 10-03-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις