0
Your Καλαθι
Προς άγνωστη κατεύθυνση
Διηγήματα
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Τρία διηγήματα- τρεις ιστορίες διαφορετικές η μία από την άλλη, που όμως συνδέονται μεταξύ τους.
Το συναίσθημα, το πάθος, η χαρά και ο πόνος, ο έρωτας και ο πόθος, οι αλήθειες , το ψέμα.
Το μυστήριο της καρδιάς που κρύβεται αλλά και που μπορεί να ξεπεταχτεί σαν λάβα ξαφνικά.
Και κάτι που θα μας κάνει να σκεφτούμε :μία αλληγορία που έχει πολλά να πεί.
Το σπίτι μας ξεχώριζε στη γειτονιά από τα πολλά γεράνια και τις ροδιές, που ομόρφαιναν τον μικρό μας κήπο.
Εμείς, οικογενειακώς, μέναμε στον απάνω όροφο και στον κάτω η γιαγιά με τις τρεις θείες, αδερφές της μάνας μου, σε ξεχωριστά διαμερίσματα.
Συχνά, μαζευόταν το σόι και μου άρεσε να παρατηρώ τους χαρακτήρες τους, που ήταν εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Όπως ο θείος Άρης, σύζυγος της θείας του κάτω ορόφου, της Ωραιοζήλης. Αριστείδη τον ελέγανε, αλλά τον φωνάζαμε Άρη, γιατί η γυναίκα του έλεγε πως επειδή ήταν φωνακλάς, του ταίριαζε καλύτερα τ’ όνομα του θεού του πολέμου. Ο θείος είχε μια φωνή δυνατή και βραχνή, που έμοιαζε σαν να μάλωνε συνέχεια, ακόμα και με τον αέρα. Και σαν ο μεγαλύτερος του σογιού, έδινε συνέχεια τη γνώμη του, έδινε συμβουλές χωρίς να τον ρωτάει κανένας, προπαντός σε μας τα παιδιά. Αλλά ποιος τις άκουγε, αυτό βέβαια ήταν άλλο θέμα!
Ύστερα, ήταν η θεία Πουλχερία, η μεγαλύτερη αδερφή της μάνας μου, παχουλή, καλοφαγού και γλυκατζού, με την ακατάπαυστη κουβέντα της που τέλειωνε πάντα με τη φράση: «Εγώ, τα λέω πάντα ίσια και σταράτα». Άντρας της ήταν ο θείος Θοδωρής, ένας ήρεμος και ευγενικός άνθρωπος, που όταν έκλεινε το τεχνικό του γραφείο και μαζεύονταν όλοι κάτω, έδειχνε το ταλέντο του. Μεγάλος ταβλαδόρος!
Είχαν έναν γιο, πρώτο ξάδερφο δικό μου και του αδερφού μου. Τον Μάκη, τελειόφοιτο του λυκείου!
Μου άρεσε ο χειμώνας, γιατί τα βράδια, που μαζεύονταν και οι πάνω και οι κάτω μπροστά από το αναμμένο τζάκι, αρχίζανε συζήτηση για την επικαιρότητα, αλλά μου άρεσε και για το ότι, όταν τους ακούγαμε εμείς, τα παιδιά γελούσαμε με την καρδιά μας, ειδικά τον καιρό της εφηβείας μας, που όλοι ήθελαν να μας συμβουλέψουν για το
επαγγελματικό μας μέλλον. Γελούσαμε και δε δίναμε σημασία, κι όταν τα μεσημέρια που γυρίζαμε από το σχολείο και βγαίναμε στον κήπο πετούσαμε με τον αδελφό μου φλούδες μανταρινιών, ο ένας στα μάτια του άλλου και παίρνοντας το ύφος και προσπαθώντας να μιμηθούμε τις φωνές τους, αλλά και του πατέρα και της μητέρας μας, επαναλαμβάναμε τις αιώνιες συμβουλές τους.
Το σπίτι μας ήταν ανοιχτό στους συμπατριώτες μας τους Μικρασιάτες, που έρχονταν από άλλες πόλεις για
δουλειές περαστικοί και το ουζάκι με τον μεζέ δεν έλειψε ποτέ από το τραπέζι μας.
Το συναίσθημα, το πάθος, η χαρά και ο πόνος, ο έρωτας και ο πόθος, οι αλήθειες , το ψέμα.
Το μυστήριο της καρδιάς που κρύβεται αλλά και που μπορεί να ξεπεταχτεί σαν λάβα ξαφνικά.
Και κάτι που θα μας κάνει να σκεφτούμε :μία αλληγορία που έχει πολλά να πεί.
Το σπίτι μας ξεχώριζε στη γειτονιά από τα πολλά γεράνια και τις ροδιές, που ομόρφαιναν τον μικρό μας κήπο.
Εμείς, οικογενειακώς, μέναμε στον απάνω όροφο και στον κάτω η γιαγιά με τις τρεις θείες, αδερφές της μάνας μου, σε ξεχωριστά διαμερίσματα.
Συχνά, μαζευόταν το σόι και μου άρεσε να παρατηρώ τους χαρακτήρες τους, που ήταν εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Όπως ο θείος Άρης, σύζυγος της θείας του κάτω ορόφου, της Ωραιοζήλης. Αριστείδη τον ελέγανε, αλλά τον φωνάζαμε Άρη, γιατί η γυναίκα του έλεγε πως επειδή ήταν φωνακλάς, του ταίριαζε καλύτερα τ’ όνομα του θεού του πολέμου. Ο θείος είχε μια φωνή δυνατή και βραχνή, που έμοιαζε σαν να μάλωνε συνέχεια, ακόμα και με τον αέρα. Και σαν ο μεγαλύτερος του σογιού, έδινε συνέχεια τη γνώμη του, έδινε συμβουλές χωρίς να τον ρωτάει κανένας, προπαντός σε μας τα παιδιά. Αλλά ποιος τις άκουγε, αυτό βέβαια ήταν άλλο θέμα!
Ύστερα, ήταν η θεία Πουλχερία, η μεγαλύτερη αδερφή της μάνας μου, παχουλή, καλοφαγού και γλυκατζού, με την ακατάπαυστη κουβέντα της που τέλειωνε πάντα με τη φράση: «Εγώ, τα λέω πάντα ίσια και σταράτα». Άντρας της ήταν ο θείος Θοδωρής, ένας ήρεμος και ευγενικός άνθρωπος, που όταν έκλεινε το τεχνικό του γραφείο και μαζεύονταν όλοι κάτω, έδειχνε το ταλέντο του. Μεγάλος ταβλαδόρος!
Είχαν έναν γιο, πρώτο ξάδερφο δικό μου και του αδερφού μου. Τον Μάκη, τελειόφοιτο του λυκείου!
Μου άρεσε ο χειμώνας, γιατί τα βράδια, που μαζεύονταν και οι πάνω και οι κάτω μπροστά από το αναμμένο τζάκι, αρχίζανε συζήτηση για την επικαιρότητα, αλλά μου άρεσε και για το ότι, όταν τους ακούγαμε εμείς, τα παιδιά γελούσαμε με την καρδιά μας, ειδικά τον καιρό της εφηβείας μας, που όλοι ήθελαν να μας συμβουλέψουν για το
επαγγελματικό μας μέλλον. Γελούσαμε και δε δίναμε σημασία, κι όταν τα μεσημέρια που γυρίζαμε από το σχολείο και βγαίναμε στον κήπο πετούσαμε με τον αδελφό μου φλούδες μανταρινιών, ο ένας στα μάτια του άλλου και παίρνοντας το ύφος και προσπαθώντας να μιμηθούμε τις φωνές τους, αλλά και του πατέρα και της μητέρας μας, επαναλαμβάναμε τις αιώνιες συμβουλές τους.
Το σπίτι μας ήταν ανοιχτό στους συμπατριώτες μας τους Μικρασιάτες, που έρχονταν από άλλες πόλεις για
δουλειές περαστικοί και το ουζάκι με τον μεζέ δεν έλειψε ποτέ από το τραπέζι μας.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις