0
Your Καλαθι
Το ταξίδι του Ματαρόα, 1945
Στον καθρέφτη της μνήμης
Περιγραφή
Χωρίς το υψηλό επίπεδο υλικής και τεχνικής υποδομής που προσέφερε η Γαλλία εκείνη την εποχή, είναι αμφίβολο εάν οι υπότροφοι θα κατάφερναν να διαπρέψουν, ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι πολλοί εξ αυτών εργάζονταν υπό τη συνεχή απειλή της δαμοκλείου σπάθης της απέλασης. Η διαφυγή από την Ελλάδα αποτελούσε μονόδρομο για την προσωπική σωτηρία, αλλά κια για την επιστημονική παραγωγή και την επαγγελματική καταξίωση. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της χούντας, πολλοί Έλληνες σπουδαστές και διανοούμενοι που κατέφυγαν στο παρίσι βρέθηκαν κάτω από τον αστερισμό των υποτρόφων του '45, ενώ ακόμα και εξήντα χρόνια αργότερα η «γυνάικα με τα μεγάλα μάτια» εξακολουθεί να μας σαγηνεύει με το βαθύ της βλέμμα.
[Από το επίμετρο του Γ. Καλπαδάκη]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στην Πολυνησία «Ματαρόα» σημαίνει «γυναίκα με μεγάλα μάτια». Λίγο μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το αγγλικό μεταγωγικό πλοίο «Ματαρόα» απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για να μεταφέρει 200 Ελληνες, ηλικίας από 20 ως 30 ετών, στο Παρίσι. Από αυτή την «ομαδική έξοδο», όπως τη χαρακτήρισε ο Κώστας Αξελός, ένας από τους επιβάτες του πλοίου, καλλιεργήθηκε μεταπολεμικά ο υπέροχος σκληρός πυρήνας της ελληνικής διανόησης στη Δύση.
Εκείνο το βράδυ, όμως, στις 21 Δεκεμβρίου 1945, αυτοί οι νέοι ανέμεναν το πλοίο σαν «κιβωτό ελευθερίας». Ξεμπαρκάροντας από τον Πειραιά θα έριχναν μαύρη πέτρα στην Ελλάδα, που διήνυε τότε την πιο μακάβρια και ζοφερή φάση της σύγχρονης ιστορίας της - την αλλοφροσύνη που είχε οδηγήσει στα Δεκεμβριανά, στις φονικές μάχες, στην πείνα. Είχαν «το αντίο στο στόμα», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Νέλλη Ανδρικοπούλου στο νέο βιβλίο της Το ταξίδι του Ματαρόα. Μπροστά τους ανοιγόταν το αβέβαιο αλλά και η ελπίδα για το καλύτερο. Το ότι θα βρίσκονταν πάνω στο άρμα της πρωτοπορίας, στη φιλοσοφία, στα γράμματα, στη γλυπτική, στην αρχιτεκτονική, στις επιστήμες, ουδείς το φανταζόταν.
Ολο το φως του ελληνικού πνεύματος ήταν εκεί: πολιτικοί επιστήμονες και φιλόσοφοι όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Παπαϊωάννου, η Μιμίκα Κρανάκη, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς, ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, ο ποιητής Ανδρέας Καμπάς, οι αρχιτέκτονες Αριστομένης Προβελέγγιος, Πάνος Τζελέπης, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης, Αθανάσιος Γάττος, Νικόλαος Χατζημιχάλης, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, οι γιατροί Ανδρέας Γληνός και Ευάγγελος Μπρίκας και πολλοί άλλοι. Μία από αυτούς, η Νέλλη Ανδρικοπούλου, η οποία διδάχθηκε γλυπτική στο Παρίσι και αργότερα μετέφρασε Χαίλντερλιν, Φόστερ, Τσέλαν και Μπένγιαμιν.
Η υποτροφιάδα
Η πρωτοβουλία και η ευθύνη της οργάνωσης για την αποστολή των υποτρόφων στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού με το «Ματαρόα» ανήκε στον διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, ένθερμο φιλέλληνα Οκτάβ Μερλιέ και στον επίσης φιλέλληνα γενικό γραμματέα του Ινστιτούτου Ροζέ Μιλλιέξ. Και οι δύο υπήρξαν αντιστασιακοί, αριστερών φρονημάτων και παντρεμένοι με Ελληνίδες. Το Γαλλικό Ινστιτούτο άλλωστε ως και το τέλος της Κατοχής αποτέλεσε καταφύγιο για μεγάλο αριθμό αντιστασιακών, ακόμη και ενός γερμανού αντιφρονούντος.
Ο Μερλιέ, ο οποίος υπήρξε μυστικός εκπρόσωπος του Σαρλ ντε Γκωλ στην Ελλάδα, είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς το 1941 και είχε ανακληθεί στη Γαλλία από την κυβέρνηση του Βισύ. Το ζεύγος Μερλιέ έζησε τρία χρόνια στη γαλλική επαρχία, όπου ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Ωστόσο η Ελλάδα δεν έσβησε ποτέ από τον ορίζοντά του. Και στις αρχές Ιουλίου 1945, όταν επέστρεψε, εμπνεύστηκε το πρωτότυπο σχέδιό του να ενεργοποιήσει το πρόγραμμα υποτροφιών που έδινε η γαλλική κυβέρνηση για σπουδές Ελλήνων στη Γαλλία. Με διάφορες αλχημείες αύξησε και τον αριθμό τους.
Βεβαίως οι καιροί ευνοούσαν μια τέτοια «εκστρατεία»: οι Μεγάλες Δυνάμεις ανταγωνίζονταν τότε για την άγρα προικισμένων νέων στην προσπάθειά τους να διευρύνουν την ακτίνα της επιρροής τους. Μόνο οι τυφλοί δεν μπορούσαν να διαβλέψουν ότι στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Γηραιάς Ηπείρου οι Αγγλοι θα είχαν το προβάδισμα. Επιφανείς Γάλλοι σε όλη την Ευρώπη προσπαθούσαν να περιορίσουν την απήχηση της αγγλικής έναντι της γαλλικής γλώσσας.
Επελέγησαν τελικά φοιτητές από 60 κλάδους και ειδικότητες. Μεταξύ των διαφυγόντων υπήρξαν και διάφοροι οι οποίοι δεν είχαν υποτροφία και θα έβγαζαν τα προς το ζην με μικροδουλειές παράλληλα με το πανεπιστήμιο.
Η περιπλάνηση
Δύο μήνες κράτησε το ταξίδι των φοιτητών, μέσω Ελβετίας και Ιταλίας, για να φθάσουν τελικά στην Gare de l' Est, στο Παρίσι, τα μεσάνυχτα της 28ης Δεκεμβρίου και να οδηγηθούν άλλοι στο ελληνικό περίπτερο της Cite Universitaire και άλλοι στο «Lutetia», ξενοδοχείο της αριστερής όχθης του Σηκουάνα, όπου είχαν καταλύσει αντιναζιστές συγγραφείς, όπως ο γερμανός νομπελίστας Τόμας Μαν και ο Τζέιμς Τζόις. Μισό αιώνα μετά ο Κορνήλιος Καστοριάδης χαρακτήρισε αυτό το ταξίδι «ιστορικό γεγονός στην πορεία της νεότερης Ελλάδας που κάποτε πρέπει να γραφτεί».
Μέσα στο γενικότερο χάος της εποχής ο Μερλιέ δυσκολευόταν να βρει πλοίο και, όταν τελικά παρουσιάστηκε η περίπτωση του «Ματαρόα», αναβλήθηκε δύο φορές η άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά. Η ανυπομονησία μετατρεπόταν σιγά σιγά σε οργή. «Ολοι νιώθαμε αδικημένοι» γράφει η Νέλλη Ανδρικοπούλου «χάνοντας έστω και μία ώρα από το δικαίωμα φυγής που μόλις είχαμε αποκτήσει». Δύο μήνες πέρασαν για να διαφανεί η σκοτεινή σιλουέτα του «Ματαρόα» με το λοξό φουγάρο στο λιμάνι του Πειραιά.
Με τα τσιγάρα
Τι είδους συνάλλαγμα είχαν οι νέοι αυτοί; Η δραχμή τότε δεν περνούσε στο εξωτερικό. Πέρα από ελάχιστα ξένα χαρτονομίσματα, το πιο σίγουρο μέσο συναλλαγής ήταν τα τσιγάρα. «Αυτά είχαν πέραση παντού - απλά και πρωτόγονα, έκανες τράμπα». Από τροφή η κατάσταση δεν φαινόταν βελτιωμένη. «Πολλοί είχαν ναυτία και δεν παρουσιάζονταν για πρωινό» διηγείται ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας στη Νέλλη Ανδρικοπούλου. «Και τρώγαμε εμείς διπλή μερίδα και ήμασταν πανευτυχείς». Μετά τις κατοχικές πείνες το εγγλέζικο πρωινό ήταν, το δίχως άλλο, μια όαση. Ινδοί καμαρότοι με άσπρα σακάκια σερβίριζαν βούτυρα, κουάκερ, λουκάνικα, μαρμελάδες...
Από την πρώτη ημέρα οι Αγγλοι επέβαλαν στους νεαρούς επιβάτες να κάνουν ασκήσεις σωστικών μέτρων. Οι εκπαιδευτές ταλαιπωρήθηκαν, ιδιαίτερα στην περίπτωση της χρήσης των σωσιβίων. Δύο σειρές στάθηκαν η μία αντικριστά στην άλλη. Ο άγγλος αξιωματικός έδωσε τις πρώτες οδηγίες και προτού προλάβει να στρίψει ολόκληρη η σειρά είχε ρίξει τα σωσίβια στη θάλασσα: «Θέλαμε να είμαστε ελεύθεροι, να φύγουμε, και τούτα τα σωσίβια μας ήταν εμπόδιο» γράφει ο Ντίκος Βυζάντιος στο γοητευτικό επίμετρο «Η οδύσσειά μου πάνω στο "Ματαρόα"».
«Κάθε λογής συναισθήματα στρέφονται στην Ελλάδα που όλοι αφήσαμε πίσω μας τα ξημερώματα. Θα την ξαναδούμε άραγε;..» θυμάται η συγγραφέας. «Ξορκίζοντας την παγωνιά με γέλια και κουβέντες, μικρές συντροφιές πνίγουν την αγωνία τους σε μια μπουκάλα κονιάκ». Τραυματισμένοι πολιτικά, όπως εξομολογήθηκε ο Αξελός στην Ανδρικοπούλου, «συζητούσαμε περί φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, τέχνης, περί ζωής, αλλά πολιτικά καθόλου».
Πορτρέτα
Στην αφήγηση της Νέλλης Ανδρικοπούλου παρεμβάλλονται ανάγλυφες περιγραφές προσώπων και σχέσεων. Δίνονται άγνωστες πληροφορίες για πρόσωπα όπως η Μιμίκα Κρανάκη, η οποία ασχολιόταν ήδη με τον Χέγκελ. «Η φρόνιμη εμφάνισή της δεν σε προϊδέαζε για τους ισπανικούς χορούς που αγαπούσε να χορεύει στριφογυρίζοντας τις καστανιέτες ούτε για τον διεκδικητικό της χαρακτήρα». Ο Αξελός αργότερα θα εξηγήσει ότι ήταν «σαν υδράργυρος... σαν ένα ταλέντο θεωρητικό να βρισκόταν στο τέλος υποταγμένο στον ψυχολογικό παράγοντα».
Η Μιμίκα είχε συστήσει στη Νέλλη τον σπουδαίο Κορνήλιο Καστοριάδη, ο οποίος έμελλε να επηρεάσει φιλοσοφικά τους πνευματικούς κύκλους του Παρισιού και να γίνει «σημαία» του γαλλικού Μάη του '68. Πέρα από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που παρατίθενται, η Ανδικοπούλου σημειώνει: «Χωρίς να ζήσουμε ποτέ μαζί - "από δειλία, δική μου ιδίως" ισχυριζόταν προς το τέλος της ζωής του - αφορούσαμε πάντα ο ένας τον άλλον και αυτό το γνώριζαν όλοι οι μετέπειτα σύντροφοι της διαδρομής μας - "ένας Ερως με κεφαλαίο Ε και με όλο το πλάτος και το βάθος της λέξης" όπως μου έγραψε από το Παρίσι τον Δεκέμβρη του '96, ένα χρόνο πριν πεθάνει».
Στον Τάραντα
Το θαλασσοδαρμένο σκαρί του «Ματαρόα» έφθασε στον βομβαρδισμένο σταθμό του Τάραντα στην Ιταλία στις 24 Δεκεμβρίου. Στα βαγόνια του τρένου όπου επιβιβάστηκαν, ξαπλώνοντας στα σανίδια ανά οκτώ, δεν υπήρχαν ούτε παράθυρα ούτε φως ούτε νερό - και σύντομα σχεδόν ούτε τουαλέτες. Για τροφή αντήλλαξαν τσιγάρα για μερικά πορτοκάλια. Το χειρότερο ήταν ότι στον Τάραντα είχε ξεσπάσει πανούκλα. Μετά από μερικούς σταθμούς και αλλαγές τρένων έφθασαν τελικά στη χώρα του Ερυθρού Σταυρού, στην Ελβετία, στις 27 Δεκεμβρίου. Στη Βασιλεία τόσο οι γιατροί όσο και οι ένστολοι άνδρες τους αντιμετώπισαν σαν μαγαρισμένα ζώα. Τους οδήγησαν για καραντίνα μέσα σε ένα μεγάλο καταθλιπτικό νοσηλευτικό ίδρυμα όπου ξεκίνησε ο περιβόητος ψεκασμός με DDT από πάνω ως κάτω και ανάμεσα στα σκέλια ανδρών και γυναικών. «Δεν έπρεπε μικρόβιο μήτε ψείρα να επιβιώσει σε τούτο τον παράδεισο της αυτοσυντήρησης» σημειώνει η Ανδρικοπούλου.
Αυτή η ιστορία, όμως, ως γνωστόν, είχε καλό τέλος. Την Πρωτοχρονιά οι φερέλπιδες φοιτητές γιόρτασαν σε δεξίωση της Fondation Hellenique. Ηταν αληθινά το γύρισμα μιας νέας σελίδας. Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές του Μάνου Ζαχαρία, τις οποίες παραθέτει η συγγραφέας: «Ηταν ο πόλεμος, η Κατοχή, γλιτώσαμε, επιζήσαμε και βρεθήκαμε ελεύθεροι στην Ευρώπη. Αυτό ήτανε. Τίποτε άλλο... Τρελαθήκαμε και ήμαστε μεθυσμένοι...»
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΑΦΕΡΜΟΥ
Το ΒΗΜΑ, 06/01/2008
Κριτικές
19/08/2013, 14:07