0
Your Καλαθι
Μικρές ασήμαντες τυραννίες
Περιγραφή
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Δ.Ε.Ν.
Με βαριά καρδιά σηκώθηκε εκείνο το πρωϊνό και πήγε στη διεύθυνση που του είχανε υποδείξει. Στα κεντρικά γραφεία της Δ.Ε.Ν. Της Δημόσιας Επιχείρησης Νερού. Το και το, του είχε πει ο πεθερός του, μεγαλοπαράγοντας του κυβερνώντος κόμματος. «Αλλά μην ανοίξεις το στόμα σου κι αρχίσεις πάλι αυτά τα επαναστατικά σου, κατουρημένες ποδιές φίλησα για να το πετύχω αυτό!» τον είχε δασκαλέψει οργισμένος.
Δεν φτάνει που του πήρε την κόρη του, άφραγκος κι ακαμάτης, έπρεπε τώρα να υποχρεώνεται και στον κάθε κερατά να τον τακτοποιήσει. Όχι τίποτα άλλο, αλλά τον είχε φάει και η κόρη του. Τί να κάνει κι αυτός με τα πολλά της έκανε το χατήρι, πήρε καναδυό τηλέφωνα και του κανόνισε την πρόσληψη. «Και όχι όπου κιόπου, μόνιμος στη Δ.Ε.Ν. παρακαλώ. Ρε άλλοι δίνουνε εκατομμύρια για μια τέτοια θέση» πε-
ρηφανευότανε. «Αλλά, όλα κι όλα, άσε τα πολιτικά στην άκρη. Να κοιτάζεις τη δουλειά σου κι άσε τα υπόλοιπα. Κλείσε το στοματάκι σου, επιτέλους. Άχνα σε κανέναν. Τσιμουδιά!» έκανε απηυδισμένος με νοήματα στην κόρη του, σαν να τις έλεγε που πήγες κι έμπλεξες να κάνεις προκοπή με τον λεγάμενο.
Ο θυρωρός έπινε το καφεδάκι του σαχλαμαρίζοντας με δυό τρείς άλλους και σαν να ενοχλήθηκε στο ερώτημα του. «Παρακαλώ, η Διεύθυνση Προσωπικού;» έβαλε όλη του την ευγένεια όσο ακόμη λειτουργούσε η παρενέργεια από τις
πιεστικές παραινέσεις του πεθερού κι από την 10 κρεββατομουρμούρα της κόρης. Όσο ακόμη έκανε δουλειά στο μέσα του, αυτή η κουφάλα η ανάγκη, σφαίρα στο περίστροφο της απελπισίας κατά τον κολλητό του τον Παύλο.
«Στον τρίτο, δεύτερος διάδρομος αριστερά» του πέταξε κατάμουτρα ο βαριεστημένος θυρωρός κι αυτό το «αριστερά» λες και τον βρήκε στο δόξα πατρί. «Τί κάνω ο μαλάκας!»προβληματίστηκε περιμένωντας το ασανσέρ και πήρε το δύσκολο δρόμο της σκάλας.
Χτύπησε και πάλι ευγενικά την πόρτα αλλά η απάντηση ήταν ανάλογη των προτροπών του πεθερού του. Άχνα. Ξανακοίταξε την πινακίδα για να βεβαιωθεί πως δεν είχε κάνει λάθος. Βεβαιώθηκε. Και ξαναχτύπησε για να πάρει την ίδια απάντηση που δίνουν οι προσεκτικοί άνθρωποι που δεν θέλουν να μπλέξουν. Άχνα. Τσιμουδιά.
«Θα μπώ» σκέφτηκε και έσπρωξε διστακτικά το πόμολο της βαριάς ξύλινης πόρτας. Ο χώρος ήταν σχεδόν αχανής. Ικανός να χωρέσει όχι
μόνο τα δύο γραφεία που υπήρχαν στο βάθος, αλλά και άλλα δέκα αν χρειαζόταν. Οι κοπέλες σήκωσαν το βλέμμα απ΄ τις γραφομηχανές και τα περιοδικά ποικίλης ύλης που είχαν παραδίπλα και τον κοίταξαν διερευνητικά καθώς στεκόταν ακίνητος μπροστά στην μισάνοιχτη πόρτα. «Παρακαλώ» έκανε μελιστάλαχτα η μια απ’ τις δυό, ενώ η άλλη θυμήθηκε να βάλει χαρτί στη γραφομηχανή. «Παρακαλώ, η Διεύθυνση Προσωπικού;» την αντέγραψε κι αυτός γλυκά. «Ναι παρακαλώ, ορίστε» πήγε να επαναλάβει η γραμματέας που ανασηκώθηκε απ’ τη θέση της, αλλά εκείνος κατάλαβε πως βρίσκονταν εκεί που έπρεπε και την διέκοψε πριν ολοκληρώσει τη φράση της. «Ε...ε...έχω ραντε-
βού με τον κο Δρόσο» έριξε ένα μικρό κενό ανάμεσα στο αρχικό «ε» του ρήματος «έχω», ευθέως ανάλογο, με τα ελάχιστο κενό ανάμεσα στα τεράστια πόδια της που βρίσκονταν όμηροι μιας στενής μίνι φούστας.
«Το όνομα σας;» τον έβγαλε άγαρμπα κάπως απ΄ τα πόδια της, θυμίζοντας του το λόγο που βρισκόταν εκεί. Η απάντηση ήταν εύκολη και πήρε επιτέλους το δρόμο κατά το γραφείο της που δεν ήταν δα και παραπάνω από δέκα δεκαπέντε βήματα. Η στενή φούστα εξαφανίστηκε πάλι πίσω απ’ το γραφείο και έπρεπε να φτάσει ακριβώς από πάνω της για να θαυμάσει ξανά την υπέροχη θέα, καθώς εκείνη έσκυβε σε μια
λίστα με ραντεβού για να τσεκάρει το όνομα του.
Το χαρτί στην γραφομηχανή της άλλης κοπέλας, δεινοπαθούσε ανάμεσα στα φρεσκοβαμμένα κόκκινα νύχια της, μια στράβωνε, μια ζάρωνε, μια έστριβε, ώσπου το κορίτσι, με το δίκιο του, του έριξε ένα διακριτικό μπινελίκι και
ήρθε και ίσιωσε.
Δ.Ε.Ν.
Με βαριά καρδιά σηκώθηκε εκείνο το πρωϊνό και πήγε στη διεύθυνση που του είχανε υποδείξει. Στα κεντρικά γραφεία της Δ.Ε.Ν. Της Δημόσιας Επιχείρησης Νερού. Το και το, του είχε πει ο πεθερός του, μεγαλοπαράγοντας του κυβερνώντος κόμματος. «Αλλά μην ανοίξεις το στόμα σου κι αρχίσεις πάλι αυτά τα επαναστατικά σου, κατουρημένες ποδιές φίλησα για να το πετύχω αυτό!» τον είχε δασκαλέψει οργισμένος.
Δεν φτάνει που του πήρε την κόρη του, άφραγκος κι ακαμάτης, έπρεπε τώρα να υποχρεώνεται και στον κάθε κερατά να τον τακτοποιήσει. Όχι τίποτα άλλο, αλλά τον είχε φάει και η κόρη του. Τί να κάνει κι αυτός με τα πολλά της έκανε το χατήρι, πήρε καναδυό τηλέφωνα και του κανόνισε την πρόσληψη. «Και όχι όπου κιόπου, μόνιμος στη Δ.Ε.Ν. παρακαλώ. Ρε άλλοι δίνουνε εκατομμύρια για μια τέτοια θέση» πε-
ρηφανευότανε. «Αλλά, όλα κι όλα, άσε τα πολιτικά στην άκρη. Να κοιτάζεις τη δουλειά σου κι άσε τα υπόλοιπα. Κλείσε το στοματάκι σου, επιτέλους. Άχνα σε κανέναν. Τσιμουδιά!» έκανε απηυδισμένος με νοήματα στην κόρη του, σαν να τις έλεγε που πήγες κι έμπλεξες να κάνεις προκοπή με τον λεγάμενο.
Ο θυρωρός έπινε το καφεδάκι του σαχλαμαρίζοντας με δυό τρείς άλλους και σαν να ενοχλήθηκε στο ερώτημα του. «Παρακαλώ, η Διεύθυνση Προσωπικού;» έβαλε όλη του την ευγένεια όσο ακόμη λειτουργούσε η παρενέργεια από τις
πιεστικές παραινέσεις του πεθερού κι από την 10 κρεββατομουρμούρα της κόρης. Όσο ακόμη έκανε δουλειά στο μέσα του, αυτή η κουφάλα η ανάγκη, σφαίρα στο περίστροφο της απελπισίας κατά τον κολλητό του τον Παύλο.
«Στον τρίτο, δεύτερος διάδρομος αριστερά» του πέταξε κατάμουτρα ο βαριεστημένος θυρωρός κι αυτό το «αριστερά» λες και τον βρήκε στο δόξα πατρί. «Τί κάνω ο μαλάκας!»προβληματίστηκε περιμένωντας το ασανσέρ και πήρε το δύσκολο δρόμο της σκάλας.
Χτύπησε και πάλι ευγενικά την πόρτα αλλά η απάντηση ήταν ανάλογη των προτροπών του πεθερού του. Άχνα. Ξανακοίταξε την πινακίδα για να βεβαιωθεί πως δεν είχε κάνει λάθος. Βεβαιώθηκε. Και ξαναχτύπησε για να πάρει την ίδια απάντηση που δίνουν οι προσεκτικοί άνθρωποι που δεν θέλουν να μπλέξουν. Άχνα. Τσιμουδιά.
«Θα μπώ» σκέφτηκε και έσπρωξε διστακτικά το πόμολο της βαριάς ξύλινης πόρτας. Ο χώρος ήταν σχεδόν αχανής. Ικανός να χωρέσει όχι
μόνο τα δύο γραφεία που υπήρχαν στο βάθος, αλλά και άλλα δέκα αν χρειαζόταν. Οι κοπέλες σήκωσαν το βλέμμα απ΄ τις γραφομηχανές και τα περιοδικά ποικίλης ύλης που είχαν παραδίπλα και τον κοίταξαν διερευνητικά καθώς στεκόταν ακίνητος μπροστά στην μισάνοιχτη πόρτα. «Παρακαλώ» έκανε μελιστάλαχτα η μια απ’ τις δυό, ενώ η άλλη θυμήθηκε να βάλει χαρτί στη γραφομηχανή. «Παρακαλώ, η Διεύθυνση Προσωπικού;» την αντέγραψε κι αυτός γλυκά. «Ναι παρακαλώ, ορίστε» πήγε να επαναλάβει η γραμματέας που ανασηκώθηκε απ’ τη θέση της, αλλά εκείνος κατάλαβε πως βρίσκονταν εκεί που έπρεπε και την διέκοψε πριν ολοκληρώσει τη φράση της. «Ε...ε...έχω ραντε-
βού με τον κο Δρόσο» έριξε ένα μικρό κενό ανάμεσα στο αρχικό «ε» του ρήματος «έχω», ευθέως ανάλογο, με τα ελάχιστο κενό ανάμεσα στα τεράστια πόδια της που βρίσκονταν όμηροι μιας στενής μίνι φούστας.
«Το όνομα σας;» τον έβγαλε άγαρμπα κάπως απ΄ τα πόδια της, θυμίζοντας του το λόγο που βρισκόταν εκεί. Η απάντηση ήταν εύκολη και πήρε επιτέλους το δρόμο κατά το γραφείο της που δεν ήταν δα και παραπάνω από δέκα δεκαπέντε βήματα. Η στενή φούστα εξαφανίστηκε πάλι πίσω απ’ το γραφείο και έπρεπε να φτάσει ακριβώς από πάνω της για να θαυμάσει ξανά την υπέροχη θέα, καθώς εκείνη έσκυβε σε μια
λίστα με ραντεβού για να τσεκάρει το όνομα του.
Το χαρτί στην γραφομηχανή της άλλης κοπέλας, δεινοπαθούσε ανάμεσα στα φρεσκοβαμμένα κόκκινα νύχια της, μια στράβωνε, μια ζάρωνε, μια έστριβε, ώσπου το κορίτσι, με το δίκιο του, του έριξε ένα διακριτικό μπινελίκι και
ήρθε και ίσιωσε.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις