Άνσκι, Σαλόμ

Ο Σαλόμ Άνσκι ―άγνωστος σχεδόν στην Ελλάδα― υπήρξε μια πολύπλευρη προσωπικότητα και ένας από τους σημαντικότερους οικοδόμους της νεότερης εβραϊκής κουλτούρας στην Ευρώπη. Δραματουργός, ποιητής, εθνολόγος και δραστήριος σοσιαλιστής, έζησε τη σύντομη ζωή του σαν γνήσιος περιπλανώμενος Ιουδαίος, παρά το γεγονός ότι από την ηλικία των 15 ετών είχε αποκηρύξει τον εβραϊσμό του. Γεννήθηκε το 1863 στο Vitesk, που ανήκε τότε στη Λιθουανία, και το όνομά του ήταν Shloyme Rappoport? το άλλαξε όμως διαδοχικά στην πορεία του βίου του, αρχικά σε Solomon Antonovitch, ύστερα σε Semyon Akimovitch, για να καταλήξει τελικά στο ―μη εβραϊκό― S. Ansky. Το Vitesk ―όπως άλλωστε και όλη η Λιθουανία, Πολωνία, Λευκορωσία και Ουκρανία― αποτελούσε τότε το κέντρο του εβραϊκού μυστικιστικού κινήματος του χασιδισμού, μιας απόκλισης από τον ορθόδοξο ιουδαϊσμό, η οποία εμφανίσθηκε στην ανατολική Ευρώπη το 1730, με τα κηρύγματα του ραβίνου Γισραέλ Μπεν Ελιέζερ, που αργότερα έγινε γνωστός ως Baal Shem Tov. Ο άγιος αυτός δίδασκε ότι ο Θεός ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα και ότι η ευσέβεια είναι ζήτημα εσωτερικότητας του κάθε ατόμου, που υπερισχύει της μόρφωσης και της δυνατότητας μελέτης και μάθησης του Ταλμούδ? διότι μέχρι τότε η διδασκαλία και η ερμηνεία του Ταλμούδ ―συλλογής του προφορικού νόμου και των παραδόσεων του Ισραήλ― ήταν έργο των ραβίνων και ο απλοϊκός και αμόρφωτος Εβραίος αποκτούσε πρόσβαση σε αυτό μόνο μέσω των ιερέων του. Οι χασιδιστές ―το όνομα τους στα εβραϊκά σημαίνει «ευσεβείς»― έκαναν επίσης ευρεία χρήση του μυστικισμού και των μαγικών συμβόλων της Καμπάλα, η οποία ήταν απολύτως απαγορευμένη στους ταλμουδιστές. Υπό την πλέον αθώα εκδοχή της, η Καμπάλα ―οι απαρχές της οποίας ανάγονται στον 10ο αιώνα στην Ισπανία― αποτελούσε την εσωτερική (μυστική) γνώση της Βίβλου· σύντομα όμως πολλοί χασιδιστές, από την πρακτική εξάσκησή τους σε αυτό το πεδίο της γνώσης, δημιούργησαν μία αχανή παράδοση θρύλων και μαγείας ―εξορκισμών, δαιμονοληψίας, επίκλησης ή αποβολής πονηρών πνευμάτων, ακόμη και ανάστασης νεκρών― ικανών να τρομάξουν και τον πιο νηφάλιο άνθρωπο, εάν έκανε το λάθος να τα πάρει στα σοβαρά. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα πνευματικής «ευφορίας» μεγάλωσε ο Άνσκι. Από πολύ νέος σχετίστηκε με τους επαναστατικούς κύκλους των ρώσων σοσιαλιστών, με αποτέλεσμα να καταστεί ο «συνήθης ύποπτος» της τσαρικής αστυνομίας. Έτσι αναγκάστηκε να περάσει μερικά χρόνια κρυμμένος σε ένα κοινόβιο των χασιδιστών στα περίχωρα του Vitesk, αλλά εντοπίστηκε και απομακρύνθηκε από εκεί. Για να ζήσει, έκανε τον δάσκαλο σε νεαρούς Εβραίους στα γύρω χωριά. Σε ηλικία 27 ετών, και για τρία χρόνια, δούλεψε σε ένα ρωσικό ορυχείο στο Αικατερινοσλάβ, αλλά εντοπίστηκε και πάλι από τις αρχές και υποχρεώθηκε να κατοικήσει στην Αγία Πετρούπολη. Στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον αυτής της μεγαλούπολης, παρά την κλονισμένη υγεία του, ο Άνσκι γνωρίστηκε με διανοούμενους και συγγραφείς και άρχισε «να ζει από την πένα του», γράφοντας σε εφημερίδες τις εμπειρίες του με τους ρώσους εργάτες. Αλλά και πάλι, για πολιτικούς λόγους, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πόλη, οπότε πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί και να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Εκεί, επί έξι χρόνια, εργάστηκε σαν γραμματέας του ρώσου φιλοσόφου και επαναστάτη Piotr Lavrov, διάγοντας, κατά τα λοιπά, μια απόλυτα μποέμικη και καταστροφική ζωή – τις συνέπειες της οποίας «κουβάλησε» για πολλά χρόνια ύστερα. Επιστρέφοντας το 1905 στην Αγία Πετρούπολη, εντάχτηκε για πρώτη φορά ―συγκλονισμένος από τις διώξεις των Εβραίων τότε, σε όλη την ανατολική Ευρώπη―, στο Ιουδαϊκό Εργατικό Κίνημα, γράφοντας μάλιστα και τον ύμνο του κινήματος (τον «Όρκο») μολονότι ποτέ, έως τότε, δεν τον είχε απασχολήσει ο εβραϊκός εθνικισμός. Η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί το δεύτερο και πιο γόνιμο μέρος της ζωής του Άνσκι, κάνοντάς τον να συνειδητοποιήσει ότι η επιβίωση της φυλής του ήταν πλέον συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εβραϊκού πολιτισμού: ένας «άσωτος υιός» που επέστρεψε και πάλι στην πατρική αγκάλη. Η μεταστροφή συντελέστηκε, κυρίως, από την επιρροή που άσκησε επάνω του ο εβραίος συγγραφέας I. L. Peretz, ο οποίος του μετέδωσε την πίστη ότι η εβραϊκή γλώσσα Yiddish είναι δυνατόν να γίνει το όχημα για τη δημιουργία αξιόλογης και σεβαστής, από όλους, ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Αποτελεί δε η γλώσσα Yiddish (γνωστή και ως γλώσσα των Ασκενάζ), ένα είδος γερμανικής διαλέκτου, ομιλούμενης μεταξύ των Εβραίων της ανατολικής Ευρώπης και γραφόμενης με το εβραϊκό αλφάβητο. Έτσι ο Άνσκι άρχισε να γράφει στα Yiddish εβραϊκούς θρύλους, μύθους των χασιδιστών, και μικρές ιστορίες κοινωνικού περιεχομένου, κατακτώντας επάξια τον τίτλο του συγγραφέα. Από το 1911 έως το 1914, ταξίδεψε στην ανατολική Ευρώπη συλλέγοντας υλικό για την Ιουδαϊκή Ιστορική και Εθνογραφική Εταιρεία. Το 1917 εξελέγη αντιπρόσωπος του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά αμέσως μετά την επικράτηση της Ρωσικής Επανάστασης, περιέπεσε σε δυσμένεια και εξορίστηκε από το λενινιστικό καθεστώς. Για να σωθεί, αναγκάστηκε να καταφύγει αρχικά στη Vilna της Λιθουανίας και αργότερα στη Βαρσοβία. Οι ομαδικές εκτελέσεις των Εβραίων κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δυνάμωσαν ακόμη περισσότερο την πίστη του στον ιουδαϊσμό. Αλλά, ήδη, ήταν πολύ αργά για τον Άνσκι. Η κλονισμένη υγεία του τον είχε φέρει στα πρόθυρα του θανάτου. Πέθανε το 1920 στη Βαρσοβία από επιπλοκή πνευμονίας σε ηλικία 57 ετών και τάφηκε στο Εβραϊκό Νεκροταφείο της πόλης. Ο τάφος του υπάρχει ακόμη? σώζεται, επίσης, και ένα πορτρέτο του το οποίο φιλοτέχνησε ο ζωγράφος και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών της Μόσχας Λεονίντ Πάστερνακ (πατέρας του Μπορίς Πάστερνακ).