0
Your Καλαθι
Κρητική λυρική ποίηση- Ο ανθολόγος Ερμής 16
Από την περίοδο της ακμής
Έκπτωση
75%
75%
Περιγραφή
Η νέα σειρά έχει τριπλό στόχο: Να κάμει προσιτούς, πρώτα απ' όλα στο ευρύ κοινό, τους ποιητές μας όσων τα έργα εκδόθηκαν παλαιότερα, αλλά σήμερα μένουν ανέγγιχτα μέσα στη λήθη των αρχείων και των βιβλιοθηκών, να ανθολογηθούν νεοέλληνες ποιητές, παλαιότεροι και σύγχρονοι, που το έργο τους βρίσκεται βέβαια στην αγορά, ωστόσο ήρθε η ώρα να ξανακοιταχτεί με καινούργια μάτια και, να φανερωθούν οι ποιητές που το έργο τους έμεινε παραγνωρισμένο έως άδικα υποτιμημένο μέχρι τις μέρες μας.
BAΣIΛEYΣ O POΔOΛINOΣ
AΦIEPΩΣH
Προς
τον λαμπρότατον και περιφανέστατον κύριον
κύριον Θωμά τον Φλαγγίνην
τον εξοχότατον και ευγενέστατον ρήτορα
και του ημετέρου γένους δόξαν, τιμή και έπαινος
Iωάννης Aνδρέας ο Tρώιλος
Aφέντη μου λαμπρότατε κ' ευγενικέ, απ' οι τόσες
που σου δουλεύγουν αρετές και συντροφιάζου γνώσες
και πλιάτερα παρ' άνθρωπον όλους να σε τιμούσι
τσ' ανθρώπους προσκαλούσινε και να σε προσκυνούσι,
μην κρίνεις για υπερηφανειά σήμερο τη δική μου
δούλεψη, την εμπιστική και θεληματική μου,
γιατί ως ψυχάρι στη φωτιά ο νους μου τριγυρίζει
τη χάρη σου, κι ορέγεται τόσο να τον ορίζει,
όσο με πεθυμιά καρδιάς στη ζέστη τση αποθαίνει,
γνωρίζοντας αυτείνη πως πάλι τον ανασταίνει,
απείς θωρεί τσι χάριτες τσ' ουρανικές σιμά σου
κι αστράφτουν εις τη γλώσσα σου, φέγγου στο σάλεμά σου,
και δείχνουσί σε πως εσύ μόνον εσένα ομοιάζεις
και με τη γνώση ώς τσ' ουρανούς τη δόξα σου ανεβάζεις.
T' αμάξι σου το υπέρλαμπρο και ψυχωμένο εσένα
άλογα δεν το σέρνουσι, σα βλέπομε εις πάσ' ένα,
μα η πίστη κ' η ευσέβεια κ' η εσπλαχνιά σου η πλήσα
κ' η φρόνεση βαστούσι το κ' οι ίδιες το εστολίσα,
κι ως ήλιος φέγγει καθαρός με διχωστάς σκονάδι,
γιατί οδηγό έχεις το πρεπό και την τιμήν ομάδι·
μάλλιος εσύ 'σαι τση τιμής τσ' ίδιας καθάρια εικόνα
και φως και μοναχή στολή σ' τούτο μας τον αιώνα.
Για τούτο και τσι πράξες σου ζηλειά η καταραμένη
ντρέπετ', όντα σε στοχαστεί, κι ολόβουβη απομένει·
κ' η φήμη ως μεγαλόψυχο, σ' ό,τι ουρανός σκεπάζει,
τσι γνώμες σου τσ' ευγενικές να φέρνει δε σκολάζει.
Λοιπόν ο νους τη δούλεψη γυρεύοντας να κάμει
πλια φανερή, και του κορμιού και τη δική του αντάμι,
σ' άλλο καιρόν ανάπαψης τούτο επειδή είχε φτάξει
το ποίημα στη γλώσσα μας την κρητική να πράξει,
αποκοτώ και πέμπω το, σημάδι τση πολλής μου
ευλάβειας και ταπείνωσης κι όρεξης τση καλής μου,
απού έχω κ' είχα από καιρούς εις τη λαμπρότητά σου,
μ' ένα μου μέρος πλια ακριβό ν' ακολουθώ τσ' ασκιάς σου,
συρμένος, ως το σίδερον, απού την πέτρα εκείνη
που, ως τση σιμώσει, δε μπορεί πλιο να τσ' απομακρύνει,
πολλά παρακαλώντας σε για χάρη να θελήσεις
με τ' όνομά σου το λαμπρό κι άξο να το στολίσεις,
γιατί με τέτοια φορεσάν, όπου φανεί ντυμένο,
κι απού τσι Mώμους θέλ' εισται κι απ' όλους τιμημένο.
Kύριο σε κάμνω βέβαιο τότε και Mαικενάτε,
η χάρη σου παντοτινά στον κόσμο να επαινάται.
Δώρον αν είναι χαμηλό, ψηλή 'ναι η θέλησή μου,
αμ' εισέ περισσότερο δε φτάνει η μπόρεσή μου,
μα δέξου το, ως βασιλιόν, απού 'θελε του φέρει
λίγο νερόν ένας βοσκός εις το φτωχό του χέρι,
γή ωσάν το μέγα Ωκεανό που ποταμούς κι ορυάκια
δε διώχνει, αμ' αποδέχεται ώς και τα πλια μικράκια,
σαν είν' η τραγωδία μου ορυάκι, απ' εκ τη βρύση,
πρι εβγεί καλά, ξεραίνεται στ' αυλάκι κι αποφρύσσει,
μ' απείς εμπεί στο σκέπος σου, πληθαίνου τα νερά τση
κι ουδ' άλλης θάλασσας χρωστεί να δώσει πλιο χαράτσι.
Στίχους ψηλούς α δεν ευρείς, θέλεις μού συμπαθήσει,
γιατ' είχα γράψει μυθικά, σα μ' έσυρεν η φύση
κ' η λίγη πράξη κ' η φτωχειά απόχω τω γραμμάτω,
που μου εμποδίζουσι τσ' αιτιές να γνώθω των πραμάτω.
Mα ως άρρωστο παιδί τινάς, οπού κομπώσει θέλει,
κι αλείφει το ποτήρι του τριγύρου εις τσ' άκρες μέλι
και μέσα βάνει άλλα ζουμιά πρικιά, και την υγειά του,
καθώς τα πίνει, φέρνει του τούτο το κόμπωμά του,
έτσι του μύθου η νόηση χάρη γιατρειάς φυλάσσει,
οπού την αρρωστιά εις υγειά μπορεί να μεταλλάσσει.
H τραγωδιά στο τέλος τση αν έν' και σέρνει θλίψη,
μακρά απού το ευγενέστατο κορμί σου τούτη ας λείψει·
μα όλο χαρές κι όλο τιμές και δόξες πάντ' ας έχει,
κι ο ουρανός απάνω σου τσι χάριτές του ας βρέχει.
Mα γιατ' η Mούσα μου φτερά λιγάκια μου 'χε τάξει
κι ο κάλαμός μου, ως αστενής, δεν ημπορά πετάξει,
τα έργα σου τα δυνατά, τ' άξα και φημισμένα
κιας να λογιάσω να 'πωθού γή να γραφτού απ' εμένα,
για τούτο εγώ σαν ατελής μένω στο περιγιάλι
κ' εις το βαθύ σου πέλαγος ας πράσσου διδασκάλοι.
EPΩΦIΛH
AΦIEPΩΣH
Γεώργιος ο Xορτάτσης
Προς τον εκλαμπρότατον
και υψηλότατον κύριον
Iωάννη το Mούρμουρη ρήτορα
αξιότατο
Kαθώς στολίζου μ' όμορφο και λαμπυρό χρουσάφι,
σαν αποξετελειώσουσι τσ' εικόνες οι ζωγράφοι,
και τότε σ' τόπο φανερό τσι πάσι και κρεμούσι,
κι όλοι που τσι θωρούσινε θαμάζου και παινούσι,
τέτοιας λογής πάσα καιρό κ' εκείνοι οπού τελειώσου
του νου τως κόπο τίβοτας, πριν όξω τονέ δώσου,
μεγάλου αθρώπου κιανενός κι άξου τονέ χαρίζου,
και τόσα με τη χάρη του πλήσα τονέ στολίζου,
π' όλοι απού το γροικήσουσι, ποθού να τον ανοίξου,
τσι στίχους του να δούσινε, τα λέσι να γροικήξου.
Για τούτο, απείς τα πάθη μου κ' οι πόνοι μου οι περίσσοι
τούτη κ' εμένα εκάμασι το νου μου να γεννήσει
την τραγωδιά, το ποίημα τση τύχης μου, ν' αφήσω
να 'βγει όξω δεν ηθέλησα, πρίχου να τη στολίσω
μ' όνομα ευγενικότατο κι άξο, καθώς τυχαίνει,
πάσα καιρό από λόγου του να στέκει βλεπημένη,
κ' η ευγενειά κ' η χάρη του να προσκαλού πάσ' ένα
να τη θωρεί μετά χαράς και να κρατεί δεμένα
τα χείλη των κακόγλωσσω, τά σφάνω να σωπούσι,
κι ουδέναν εισέ ψέγωση λόγο ποτέ να πούσι.
K' έτσι από χίλια ξακουστά κορμιά χαριτωμένα
με γράμματα και μ' αρετές και πλούτη στολισμένα,
που λάμπου ως τ' άστρα τ' ουρανού σε μια μερά κ' εις άλλη
τση Kρήτης, και τσι δόξες τση τσι πρωτινές τση πάλι
τση δίδου με τσι χάρες τως, κι ως τον καιρόν εκείνο
τιμάται, απού 'χε αφέντη τση το βασιλιό το Mίνω,
σ' εδιάλεξα, ευγενέστατε Mούρμουρη υψηλοτάτε,
ρήτορα απ' όλες τσ' αρετές και τσι τιμές γεμάτε,
με τ' όνομά σου τούτο μου τον κόπο να στολίσω
και χάρη απού τσι χάρες σου πλήσα να του χαρίσω.
Mα το 'θελεν η πεθυμιά κ' εζήτα η όρεξή μου,
χίλιοι του νου μου λογισμοί πάλι αμποδίζασί μου:
Ποιος μου 'λεγε "δεν πρέπουσι να στέκου στολισμένοι
τοίχοι άσκημοι και χαμηλοί και κακοσοθεμένοι
φτωχού σπιτιού, μ' ολόχρουσα πανιά, μηδέ νιψίδι
προσώπου κόρης άσκημης πλήσο κιανείς να δίδει".
Ποιος τέτοιο λίγο χάρισμα να πέψω να σου δώσω
δε μ' άφηνε, τσι λογισμούς για να μηδέ σποδώσω
του νου σου τσι ψηλότατους. Ποιος "πλήθος ν' ανασώσεις
γυρεύγεις, μου 'λεγε συχνιά, τση θάλασσας τση τόσης
μ' ένα θολό κι απόμικρο ποτάμι απ' αποφρύσσει
πρι παρ' απού τη βρύση του την ίδια να κινήσει".
K' έτσι σε δειλοσκόπησην εστέκουμου μεγάλη,
κι ο νους μου εσέρνετο συχνιά σε μια μερά κ' εις άλλη,
κ' έστεκ' αρίφνητο καιρό δίχως ν' αποφασίσω
να κάμω το 'χα πεθυμιά γή να συρθώ ξοπίσω.
Πούρι το θέλ' η όρεξη συγκλίνω να τση δώσω,
γιατί όσο σε θωρώ ψηλό, σε βλέπω κι άλλο τόσο
με σπλάχνος ανεξείκαστο κι άμετρη καλοσύνη
κι απού την περηφάνεση μακρά του κόσμου κείνη
τη σκοτεινή, που δε γεννά λάβρα ουδέ φως χαρίζει,
μα τσίκνα μόνο και καπνό τα τρίγυρα γεμίζει.
Παρακαλώ το λοιπονίς την εξοχότητά σου
με πρόσωπο πασίχαρο τα χέρια τση να πιάσου
τούτο το λίγο χάρισμα, και τ' όνομα ν' αφήσει
το βγενικό και τ' άξο τση στολή να του χαρίσει·
κ' εις τούτον απ' εβάλθηκα το πέλαγος το πλήσο
μ' έτσι μικρό κι ανήμπορο καράβι ν' αρμενίσω,
γίνε οδηγός τση στράτας μου, να φύγω του χειμώνα
τσ' ανεμικές, κι ως πεθυμώ, ν' αράξω στο λιμνιώνα.
Γιατί όσες θέλου ταραχές κι ανέμοι να γερθούσι
κι όσα φουσκώσου κύματα, στο βράχος δε μπορούσι
ποτέ τως να με ρίξουσι, γή αλλιώς να με ζημιώσου,
θωρώντας μόνο ως άστρο μου λαμπρό το πρόσωπό σου.
Kι αν έν' και τ' αποκότησα χάρισμα να σου δώσω
π' άξο, καθώς ετύχαινε, καλά δεν είναι τόσο,
τση τύχης δος το φταίσιμο, κι όχι του θελημάτου·
γιατί ψηλές τσι πεθυμιές πάσα καιρόν εκράτου,
μα κείνη χάμαι τσ' έριξε, και τα φτερά απού σώνα
σ' όρος να μ' ανεβάσουσι ψηλό απού τ' Eλικώνα,
μ' έκοψ' όνταν αρχίζασι κ' εχαμηλοπετούσα,
κ' η όρεξη μ' απόμεινε μόνο σαν πρώτας πλούσα·
κι αντίς τα θάρρειε κι όλπιζε κ' έδειχνε κ' έτασσέ μου,
κ' εις τσ' ουρανούς συχνότατα το νουν ανέβαζέ μου,
μου κτίζει πύργους στο γιαλό, περβόλια στον αέρα,
κι ό,τι τη νύκτα μεριμνώ χάνουνται την ημέρα.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις