0
Your Καλαθι
Το πρόβλημα της λειτουργικής δέσμευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων
εν όψει του άρθρου 25 παρ. 2, 3 και 4 του συντάγματος
Έκπτωση
15%
15%
Περιγραφή
Η μελέτη αυτή ασχολείται με ορισμένα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, προβλήματα συνδεδεμένα με τις αμφιλεγόμενες καινοτομίες που εισάγουν στο συνταγματικό σύστημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 25 του Συντάγματος. Με τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις του άρθρου 25, το Σύνταγμά μας φαίνεται να μετατοπίζει τη ratio της αναγνώρισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων από την εγγύηση της ελευθερίας ως αυτοσκοπού στην εγγύηση της ελευθερίας ως μέσου εξασφάλισης λειτουργικών αναγκών του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος.
Σημείο εκκίνησης της έρευνας είναι το ερώτημα, αν οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 25 του Συντάγματος θέτουν στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ορισμένους δημόσιους ή κοινωνικούς σκοπούς και τα μεταβάλλουν έτσι από δικαιώματα για την επιδίωξη ιδιωτικών συμφερόντων σε δικαιώματα εξυπηρέτησης κυρίως ή μόνον αλλοτρίων ή συλλογικών συμφερόντων δηλαδή, κατά την ορολογία που χρησιμοποιείται τόσο στην επιστήμη του δημοσίου δικαίου όσο και στην επιστήμη του ιδιωτικού δικαίου, σε "λειτουργήματα" ή "λειτουργικά δικαιώματα".
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό αποτελεί την αφετηρία για την ερμηνεία του ισχύοντος συνταγματικού συστήματος των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αν τελικά γίνει δεκτή η άποψη ότι με το άρθρο 25§§ 2,3 και 4 καθιερώνεται η λειτουργική εκδοχή των θεμελιωδών δικαιωμάτων σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα αυτά διαπιστεύθηκαν στο υποκείμενο-φορέα τους προς χρήση χάριν του δημοσίου ή του κοινωνικού συμφέροντος και γι' αυτό συσχετίζονται με θετικά νομικά καθήκοντα και κατευθύνονται προς ορισμένους σκοπούς, τότε τα αντικειμενικά συμφέροντα που προστατεύουν οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 25 μπορούν να αποβούν αυτόνομη πηγή προσθέτων νομοθετικών και δικαστικών περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συντελώντας έτσι στον πολλαπλασιασμό των νομικών φραγμών που θέτει το Σύνταγμα στην άσκηση των κατ' ιδίαν θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η θεμελιακή θέση την οποία επιχειρεί να υποστηρίξει η παρούσα μελέτη είναι ότι το άρθρο 25 παρ. 2, 3 και 4, παρά την κατ' αρχήν εντύπωση που δημιουργεί το γραμματικό νόημα των διατάξεών του, δεν περιβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα με ένα γενικό λειτουργικό περιορισμό, συνδέοντας το σκοπό της άσκησής τους με το δημόσιο, το κοινωνικό ή οποιοδήποτε άλλο συλλογικό συμφέρον, πάντως με αξίες και σκοπούς που τοποθετούνται επάνω ή πέραν από την ανθρώπινη προσωπικότητα. Η "λειτουργικοποίηση" των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η απόσπαση δηλαδή από την "εξουσία βουλήσεως" του υποκειμένου-φορέα του δικαιώματος της ευχέρειας εκλογής του σκοπού της άσκησής του, δεν έχει καταστεί γενικό χαρακτηριστικό του ισχύοντος συνταγματικού συστήματος των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η μελέτη δεν περιορίζεται βέβαια σ' αυτήν την αρνητική διαπίστωση, αλλά επιχειρεί παράλληλα να διακριβώσει ποια ερμηνεία ανταποκρίνεται καλύτερα στο ιστορικο-αντικειμενικό νόημα του άρθρου 25 §§2,3 και 4 Συντ, χωρίς να απομακρύνεται από το ιστορικό νόημα του ισχύοντος Συντάγματος και το πνεύμα των θεμελιωδών αρχών του.
Σημείο εκκίνησης της έρευνας είναι το ερώτημα, αν οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 25 του Συντάγματος θέτουν στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ορισμένους δημόσιους ή κοινωνικούς σκοπούς και τα μεταβάλλουν έτσι από δικαιώματα για την επιδίωξη ιδιωτικών συμφερόντων σε δικαιώματα εξυπηρέτησης κυρίως ή μόνον αλλοτρίων ή συλλογικών συμφερόντων δηλαδή, κατά την ορολογία που χρησιμοποιείται τόσο στην επιστήμη του δημοσίου δικαίου όσο και στην επιστήμη του ιδιωτικού δικαίου, σε "λειτουργήματα" ή "λειτουργικά δικαιώματα".
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό αποτελεί την αφετηρία για την ερμηνεία του ισχύοντος συνταγματικού συστήματος των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αν τελικά γίνει δεκτή η άποψη ότι με το άρθρο 25§§ 2,3 και 4 καθιερώνεται η λειτουργική εκδοχή των θεμελιωδών δικαιωμάτων σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα αυτά διαπιστεύθηκαν στο υποκείμενο-φορέα τους προς χρήση χάριν του δημοσίου ή του κοινωνικού συμφέροντος και γι' αυτό συσχετίζονται με θετικά νομικά καθήκοντα και κατευθύνονται προς ορισμένους σκοπούς, τότε τα αντικειμενικά συμφέροντα που προστατεύουν οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 25 μπορούν να αποβούν αυτόνομη πηγή προσθέτων νομοθετικών και δικαστικών περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συντελώντας έτσι στον πολλαπλασιασμό των νομικών φραγμών που θέτει το Σύνταγμα στην άσκηση των κατ' ιδίαν θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η θεμελιακή θέση την οποία επιχειρεί να υποστηρίξει η παρούσα μελέτη είναι ότι το άρθρο 25 παρ. 2, 3 και 4, παρά την κατ' αρχήν εντύπωση που δημιουργεί το γραμματικό νόημα των διατάξεών του, δεν περιβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα με ένα γενικό λειτουργικό περιορισμό, συνδέοντας το σκοπό της άσκησής τους με το δημόσιο, το κοινωνικό ή οποιοδήποτε άλλο συλλογικό συμφέρον, πάντως με αξίες και σκοπούς που τοποθετούνται επάνω ή πέραν από την ανθρώπινη προσωπικότητα. Η "λειτουργικοποίηση" των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η απόσπαση δηλαδή από την "εξουσία βουλήσεως" του υποκειμένου-φορέα του δικαιώματος της ευχέρειας εκλογής του σκοπού της άσκησής του, δεν έχει καταστεί γενικό χαρακτηριστικό του ισχύοντος συνταγματικού συστήματος των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η μελέτη δεν περιορίζεται βέβαια σ' αυτήν την αρνητική διαπίστωση, αλλά επιχειρεί παράλληλα να διακριβώσει ποια ερμηνεία ανταποκρίνεται καλύτερα στο ιστορικο-αντικειμενικό νόημα του άρθρου 25 §§2,3 και 4 Συντ, χωρίς να απομακρύνεται από το ιστορικό νόημα του ισχύοντος Συντάγματος και το πνεύμα των θεμελιωδών αρχών του.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις