0
Your Καλαθι
Στην παραλία
On the beach
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
... Ο Γιώργος Δεπόλλας κρατά ίσες αποστάσεις από τα δύο ισχυρά ρεύματα του σύγχρονου ελληνικού θυμικού: την άκρατη εξιδανίκευση και τον άλογο ενθουσιασμό από τη μία, την κατηφή μοιρολατρία και τον θλιμμένο ρομαντισμό από την άλλη. Η αναπαράσταση του φυσικού και ψυχολογικού χώρου που επιτυγχάνει αντιδιαστέλλεται εμφατικά στις εισαγόμενες τοπιογραφικές ιδεοληψίες που σαγήνευσαν όψιμα την Ελλάδα του 20ού αιώνα: τη γραφικότητα και τον κλασικισμό. Με εργαλεία πολύτιμα την ελεύθερη δημιουργική φαντασία, την προσεκτική κοινωνική παρατήρηση και την εύστοχη κριτική αμφισβήτηση καταδύεται στα βαθιά νερά του ελληνικού δημόσιου βίου για να αλιεύσει τους φωτογραφικούς του καρπούς...
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Γιώργος Δεπόλλας αποτελεί ίσως την πιο ενεργητική παρουσία, από άποψη εκδόσεως λευκωμάτων, ανάμεσα στους φωτογράφους της γενιάς του, με μια πολύπλευρη γκάμα επιλογών, που ξεκινάει από ταξιδιωτικές τουριστικές φωτογραφίες, περνάει από το ντοκουμέντο και καταλήγει σε σκηνοθετημένες λήψεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια αισθητική αντίληψη τραβηγμένη στα άκρα. Τη δεκαετία του '80, και πιο συγκεκριμένα τη διετία 1985-1986, λίγο προτού στραφεί προς τη φωτοδημοσιογραφία, ασχολήθηκε με την παραγωγή μιας σειράς εικόνων τραβηγμένων σε παραλίες της Αττικής και ιδιαίτερα στη Λούτσα. Παρ' όλο που οι φωτογραφίες αυτές συνιστούν ίσως την ευρύτερα γνωστή φωτογραφική εργασία της Νέας Ελληνικής Φωτογραφίας - έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε πολλές εκδόσεις και έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις -, το φωτογραφικό λεύκωμα που κυκλοφόρησε πρόσφατα και τιτλοφορείται Στην Παραλία παρουσιάζει για πρώτη φορά το σύνολο της εργασίας. Η ιδιαιτερότητα των εικόνων συνίσταται στη θαμπή όψη τους και στην ασυνήθιστη γκρίζα ατμόσφαιρα που αναδύεται μέσα από τις συμπιεσμένες τονικότητες του ασπρόμαυρου. Η αίσθηση ότι οι εικόνες αποτελούν αναπαραγωγές μέσα από απορροφητικά στυπόχαρτα, όπου το μαύρο μελάνι διαχέεται και θολώνει τα περιγράμματα, μαθαίνουμε από τον ίδιο τον φωτογράφο ότι οφείλεται στη χρήση φιλμ των οποίων η ημερομηνία λήξης είχε εκπνεύσει προ πολλού.
Το γεγονός αυτό ίσως να μην είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν το αποτέλεσμα δεν υποστήριζε μια ενδιαφέρουσα προσωπική φωτογραφική αφήγηση. Γιατί πιστεύουμε ότι η τεχνική επέμβαση έχει βαρύνουσα παρουσία από τη στιγμή που λειτουργεί σε δεύτερο επίπεδο, υπόγεια, και μόνο υποστηρικτικά για να αναδυθούν το περιεχόμενο και η ουσία της ατομικής φωτογραφικής έκφρασης. Οι φωτογραφίες του εμφανίζουν ημιδιαφανείς επιφάνειες, οι οποίες απομακρύνονται από την καθημερινή ανθρώπινη οπτική και αποτελούν ταυτόχρονα καθρέφτες και παράθυρα ενός κόσμου που δείχνει να ανιχνεύει τον αλλοιωμένο εαυτό του. Οι παραλίες του Δεπόλλα βρίθουν παράδοξων καταστάσεων και αινιγματικών στιγμών. Δεν ξενίζουν όμως σε αυτές τα παράδοξα μιας σουρεαλιστικής σύνθεσης όσο οι αλλόκοτες συζυγίες που γεννούν αυτές οι παραλίες: φιγούρες που συγχωνεύονται μυστηριωδώς με τις σκιές τους, ένας καθρέφτης που λάμπει μέσα σε ένα συνονθύλευμα από πλαστικά, ξεχαρβαλωμένοι σομιέδες, μια λεοπαρδαλέ πολυθρόνα και ένα δέντρο στο φόντο, όλα ανάκατα σε κάποια μεριά της παραλίας, δύο βάρκες που η μία τους επιπλέει και η άλλη αιωρείται, η κυρία που γονατίζει και ο κύριος που την παρακολουθεί.
Οι συνοδευτικοί χειρόγραφοι τίτλοι δεν παρέχουν καμία απολύτως πληροφορία αλλά δηλώνουν το πασιφανές: «Δεσποινίς που ποζάρει», «Ζευγάρι που αθλείται», «Νεαρός που σκύβει», «Σκύλος που κάθεται». Κατευθύνουν τον θεατή σε ένα συγκεκριμένο, συνήθως στο πιο εξέχον, αντικείμενο του κάδρου και τον καλούν αυτόματα να εστιάσει το βλέμμα αλλά και τη σκέψη του εκεί. Οι τίτλοι αυτοί μαζί με ιδιόχειρες υπογραφές με μολύβι στο κάτω μέρος της κάθε φωτογραφίας τονίζουν τη σαρκαστική διάθεση του φωτογράφου, ειρωνεύονται την αξία των ίδιων των φωτογραφιών και υπονομεύουν τα δρώμενα. Ο Δεπόλλας σκιαγραφεί συμπεριφορές και συνήθειες της παραλίας, μέσα από την αχλύ του καυτού ήλιου, τη χαλαρότητα και τη γλυκιά χαύνωση του καλοκαιριού. Φωτογραφίες, όπως το καροτσάκι που πουλάει φραπέ, η χοντρή κυρία με το σκουφί και τα μπρατσάκια που βγαίνει από τη θάλασσα, ο άνδρας με τη ριγέ πλαστική παντόφλα, την κοιλίτσα και το τσιγάρο στο χέρι, πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στις εικόνες του γίνονται μετωνυμικοί αντιπρόσωποι μιας ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας.
Κοιτάζοντας το πλαίσιο του Δεπόλλα κάποιος υποψιάζεται ότι η φαιδρότητα των λουόμενων Νεοελλήνων, έτσι όπως απεικονίζονται, έχει προσεγγιστεί με τη σαρκαστική διάθεση ενός τελείως αθώου κολυμβητή - αθέατου παρατηρητή φωτογράφου ο οποίος απολαμβάνει να δείχνει πόσο εύκολα η φωτογραφική μηχανή μπορεί να γίνει ο υποκειμενικός επινοητής μιας ενδιαφέρουσας μυθοπλασίας. Η παραλία έχει αποτελέσει χώρο δράσης πολλών φωτογράφων, όπως για παράδειγμα του χιουμορίστα Elliot Erwitt, ο οποίος παρουσίασε κάποιες φωτογραφίες από την παραλία στο Brighton το 1970 - για πρώτη φορά στις φωτογραφίες του διαγράφεται μια λανθάνουσα δυσοίωνη και βαριά ατμόσφαιρα. Από τις πιο κοντινές αναφορές, που φαινομενικά πραγματεύεται το ίδιο θέμα, είναι αυτή του άγγλου φωτογράφου Martin Parr, ο οποίος την ίδια περίοδο με τον Δεπόλλα, με έγχρωμο φιλμ 6Χ7cm και φλας, καυτηρίασε τις συνήθειες των ομοεθνών του κατά τη διάρκεια των διακοπών τους στο Brighton. Στις φωτογραφικές παρουσιάσεις που η επέμβαση στα φωτογραφικά μέσα αλλοιώνει τον «συμβατικό» τρόπο έκφρασης και λειτουργεί «ερεθιστικά ή δελεαστικά» στο μάτι του θεατή, παραμονεύει ο κίνδυνος μαζί με τις πολύ καλές στιγμές να γίνουν αποδεκτές και κάποιες εικόνες στις οποίες προτάσσεται μονομερώς η έντονη φόρμα τους. Οι λίγες τέτοιες στιγμές στο βιβλίο του Δεπόλλα δεν χαρακτηρίζουν την έκδοση, η οποία είναι εξαιρετική αισθητικά και συνιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα φωτογραφική πρόταση που διατηρεί τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια της παρ' όλα τα χρόνια που έχουν περάσει.
Νίνα Κασσιανού (ερευνήτρια φωτογραφικών αρχείων)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 20-04-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις