0
Your Καλαθι
Οι Έλληνες μηχανικοί
Θεσμοί και ιδέες 1900-1940
Περιγραφή
Στο βιβλίο εξετάζονται οι σπουδές, οι επαγγελματικοί θεσμοί, οι τομείς της απασχόλησης, η κοινωνική σύνθεση και ο τεχνοκρατικές ιδέες που ενέπνευσαν τους Έλληνες μηχανικούς. Η εξέταση αυτή συνδέεται με την παρουσίαση των αντίστοιχων εξελίξεων σχετικά με τους μηχανικούς και τις τεχνοκρατικές ιδέες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο του Γιάννη Αντωνίου εξερευνά την ανάδυση μιας νέας κοινωνικής ομάδας στη σύγχρονη εποχή. Πέρα από την προσφορά στο ιστοριογραφικό πεδίο, το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του είναι ότι επιχειρεί να εγγράψει την ιστορία αυτή στο πλαίσιο του διεθνούς προβληματισμού για το τεχνολογικό φαινόμενο, όπως αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια. Στη διεθνή αυτή συζήτηση απορρίπτονται οι παλαιές, επικές προσεγγίσεις της ιστορίας της τεχνολογίας, αλλά και η θετικιστική θεώρηση της τεχνολογίας ως αυτόματης εφαρμογής της επιστήμης, και ανιχνεύονται οι όροι ανάδυσης του τεχνολογικού φαινομένου, από το τέλος του 19ου αιώνα, ως νέου μορφώματος που προσδιορίζεται από τις κοινωνίες και τις προσδιορίζει ταυτοχρόνως, και προκύπτει από τη σύγκλιση επιστήμης και τεχνικής, από τη συνέργεια οικονομικών πιέσεων, κοινωνικών ανακατατάξεων και πολιτικών επιλογών. Προσδιορίζεται, επίσης, από τη δραστικότητα του λόγου περί τεχνολογίας, δηλαδή από τους τρόπους νοηματοδότησης της τεχνολογίας και τις ιδεολογίες που καθιστούν δρώντα τα υποκείμενα του πεδίου αυτού. Οι προσεγγίσεις αυτές αντιπαρατίθενται στον τεχνολογικό ντετερμινισμό, την αναγόρευση της τεχνολογίας σε αυτόνομη, κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Πρόκειται, όπως λέει ο Αντωνίου ανακεφαλαιώνοτας τη συζήτηση αυτή στις εξαιρετικά πυκνές και διαφωτιστικές πρώτες σελίδες του βιβλίου, για την «ορμητική εισβολή της κοινωνίας, της πολιτικής, των πολιτιστικών καταβολών, των επιστημολογικών παραδόσεων [...], της γεωγραφίας» (σ. 82) στους απροβλημάτιστους τόπους της θετικιστικής ορθοδοξίας. Οι προβληματισμοί αυτοί αναδεικνύουν την περιπλοκότητα των ιστορικών διεργασιών: δεν υπάρχουν αυτοτελείς οικονομικές διαδικασίες ούτε τεχνολογική εξέλιξη ως ανεξάρτητη μεταβλητή, δεν υπάρχουν αυτόνομες, ανιδιοτελείς επιστημονικές αναζητήσεις, δεν υπάρχουν σταθερές κοινωνικές ταυτότητες και αυτοτελώς σχεδιασμένες επιδιώξεις κοινωνικών ομάδων. Υπάρχει συν-διαμόρφωση, σύμπλευση όλων αυτών, εν κινήσει, σε αξεδιάλυτη ενότητα μεταξύ τους, και μαζί με τις ιδέες που διαμορφώνουν για όλα τούτα οι άνθρωποι. Το βιβλίο επιχειρεί να προσεγγίσει αυτή την πολυπλοκότητα μέσα από την ιστορία των μηχανικών. Χαρακτηριστικά, η ιστορία του αυτή σε μεγάλο βαθμό γράφεται μέσα από τους ανθρώπους, τους συγκεκριμένους ανθρώπους με σάρκα και οστά, με τα βιογραφικά τους, τα έργα τους και τον λόγο τους για τα έργα τους, την κατεξοχήν δηλαδή ενσάρκωση αυτής της πολυπλοκότητας, την αξεδιάλυτη σύνθεση υλικότητας και πνεύματος, σκέψης και πράξης.
Πρόσωπα, θεσμοί και ιδέες: το βιβλίο εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους οι μηχανικοί συγκροτήθηκαν ως επάγγελμα, διαμόρφωσαν τους θεσμούς που το πλαισίωσαν, κατασκεύασαν την ταυτότητά τους και επιδίωξαν να κατακτήσουν υψηλή θέση στις κοινωνικές ιεραρχίες, αλλά και να νομιμοποιήσουν την παρέμβασή τους. Στην εισαγωγική αναδρομή στον 19ο αιώνα, ο συγγραφέας παρακολουθεί τη σταδιακή αναβάθμιση του Πολυτεχνείου (του Σχολείου των Τεχνών) και άλλες θεσμικές αλλαγές, όπως η αναδιοργάνωση των κρατικών τεχνικών υπηρεσιών στην τρικουπική περίοδο, που διαμόρφωσαν τις συνθήκες για τη συγκρότηση των πρώτων ομάδων μηχανικών, εκτός των στρατιωτικών, οι οποίοι αποτελούσαν την πρώτη μορφή του επαγγέλματος. Το τέλος του 19ου και οι αρχές του 20ού αι. είναι η κρίσιμη στιγμή όπου οικονομικές εξελίξεις, πολιτικές αλλαγές αλλά και η προοδευτική-θετικιστική ιδεολογία, στοιχεία που εκτυλίσσονταν ήδη με διαφορετικές χρονικότητες και λογικές σε όλη τη διάρκεια του αιώνα, πυκνώνουν και συντονίζονται με τέτοιον τρόπο που εντέλει αναδύεται μια νέα κοινωνία, παράγοντας συγχρόνως και τις αντιδράσεις και αντιστάσεις σ' αυτήν. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι μηχανικοί θα διεκδικήσουν μια θέση ως επαγγελματική ομάδα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, θα οικειοποιηθούν τον μεσσιανικό λόγο της σωτηρίας διά της επιστήμης, της ορθολογικότητας και της τεχνολογίας, θα δημιουργήσουν τα πρώτα όργανά τους (τον Ελληνικό Πολυτεχνικό Σύλλογο) συμμαχώντας με τους «θετικούς» επιστήμονες, των οποίων δανείζονται την -παλαιότερη και δεδομένη- αίγλη. Δεν κυριαρχούν οι κινήσεις αυτές στην κοινωνική σκηνή: πρόκειται για μικρές μειοψηφίες. Ωστόσο, η συμβολή τους είναι πολύ σημαντική στις ζυμώσεις που αναπλάθουν τον κοινωνικό ιστό την εποχή εκείνη.
Η εξέλιξη του Πολυτεχνείου στον Μεσοπόλεμο καταλαμβάνει σημαντικό μέρος του βιβλίου, καθώς η διαμόρφωση των σπουδών, οι ταλαντεύσεις και η αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ «καθαρής» επιστήμης και τεχνικών εφαρμογών ή επαγγελματικών απαιτήσεων αποτέλεσαν κεντρικό διακύβευμα για τη συγκρότηση της φυσιογνωμίας του επαγγέλματος διεθνώς. Είναι το πιο πρωτότυπο, από ιστοριογραφική άποψη, μέρος του έργου, καθώς εδώ αξιοποιείται πολύτιμο υλικό από το αρχείο του Πολυτεχνείου. Ως προς τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του εκπαιδευτικού ιδρύματος, διαπιστώνεται ο θεωρητικός προσανατολισμός των σπουδών και η σοβαρή υστέρηση της εργαστηριακής εκπαίδευσης. Από τα πολλά άλλα χαρακτηριστικά του που εντοπίζονται, ας τονιστεί κατ' αρχήν η επιμονή με την οποία οι καθηγητές επιχείρησαν και κατάφεραν να διαφυλάξουν την αυτοτέλεια του ιδρύματος, που κατ' επανάληψη απειλήθηκε από τις παρεμβάσεις των πολιτικών ηγεσιών. Οπως λέει ο συγγραφέας, «οι συνθήκες διαμόρφωσης των εσωτερικών συσχετισμών στο Πολυτεχνείο δεν σχετίζονταν μόνο με εξωγενείς πολιτικές επιρροές» (σ. 217). Στους μεγάλους πολιτικούς κραδασμούς και στις αντίστοιχες παρεμβάσεις (τον Διχασμό, στα 1933-1935, 1939, 1942 κ.ο.κ.) το εσωτερικό μέτωπο παρέμενε περίπου αρραγές απέναντι στην απειλή της κατάργησης «της δικαιοδοσίας του σώματος των καθηγητών να αναπαράγει εαυτόν» (σ. 218). Μόνον ο σεισμός του Εμφυλίου φαίνεται πως κατάφερε να διαλύσει τη βασική ομοθυμία που είχε οικοδομηθεί με τα υλικά της κοινωνικής/ επαγγελματικής ιδιοτέλειας αλλά και της θετικιστικής ιδεολογίας - έστω και με την τεχνοκρατική εκτροπή της, μετά το 1930. Ενα δεύτερο σημείο που αναδεικνύεται στο τμήμα αυτό είναι η εξίσου επίμονη κατασκευή της εικόνας ενός ιδρύματος υψηλού κύρους, εγχείρημα που επιτεύχθηκε με τη δυσκολία των όρων πρόσβασης, τις υψηλές απαιτήσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών, αλλά και με τα κατάλοιπα του στρατιωτικού ύφους και της εθνοπατριωτικής ιδεολογίας που είχαν εμφυσήσει οι στρατιωτικοί μηχανικοί, όταν διηύθυναν το ίδρυμα στο τέλος του 19ου αιώνα - στην προ-πανεπιστημιακή του φάση.
Η φυσιογνωμία του επαγγέλματος, σε συνδυασμό με την πορεία του κεντρικού οργάνου του, του Τεχνικού Επιμελητηρίου, είναι η δεύτερη μεγάλη ενότητα ζητημάτων που πραγματεύεται το βιβλίο. Ενα επάγγελμα ανδρικό, που συγκροτεί μια κοινωνική ελίτ, συγκεντρωμένο σε σημαντικό ποσοστό στην πρωτεύουσα, με υψηλή ακόμη συμμετοχή των σπουδαγμένων στο εξωτερικό, και κυρίως, με συντριπτική παρουσία των ειδικοτήτων που σχετίζονται με την οικοδομή, με αδύναμη συμμετοχή των ειδικοτήτων της βιομηχανίας: αυτή είναι η εικόνα του επαγγέλματος στον Μεσοπόλεμο, όπως προκύπτει από την αξιοποίηση των απογραφικών διαβημάτων του ΤΕΕ. Παρά την πρόσκαιρη συμμαχία με τη δυναμική ομάδα των πρωτοπόρων βιομηχάνων, παρά την παρέμβαση ορισμένων μηχανικών στην υπόθεση του εξορθολογισμού της βιομηχανίας και της «επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας», η βιομηχανία δεν θα αποτελέσει τον κύριο χώρο προσέλκυσης και διαμόρφωσης της ταυτότητας των μηχανικών. Τα τεχνικά έργα και η οικιστική δράση του κράτους είναι τα πεδία που διαμόρφωσαν τις δεξιότητες των μηχανικών του Μεσοπολέμου. «Το κράτος», συνοψίζει ο Αντωνίου, «αποτελούσε τον άξονα γύρω από τον οποίο αρθρωνόταν και αναπτυσσόταν το επάγγελμα του μηχανικού» (σ. 350). Από την πλευρά του, το ΤΕΕ θα επιχειρήσει να ανταποκριθεί στον διπλό του ρόλο: διεκδικώντας θέση στον σχεδιασμό της τεχνικής πολιτικής του κράτους, προωθώντας την υπόθεση της τεχνικής κουλτούρας -πάντα σε αντιπαράθεση με τον παραδοσιακό, και αναποτελεσματικό, όπως τον αντιλαμβάνονταν οι μηχανικοί, κλασικισμό- και συγχρόνως υπερασπίζοντας τα συμφέροντα των μελών του, με σταθερή επιδίωξη να αποκλειστούν από το επάγγελμα οι παλαιότεροι δικαιούχοι -στρατιωτικοί μηχανικοί και εμπειροτέχνες- αλλά και οι αλλοδαποί μηχανικοί.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο συγγραφέας παρακολουθεί τη διαμόρφωση του τεχνοκρατικού ιδεώδους, όπως αυτό διατυπώθηκε τελικά με τον πιο ακραίο τρόπο από τον Νίκο Κιτσίκη, πρόσωπο κομβικό, καθώς κατείχε ηγετικές θέσεις και στους δύο θεσμούς, το ΕΜΠ και το ΤΕΕ. Οι πρώτες διατυπώσεις των τεχνοκρατικών ιδεών, με την έννοια των ιδεών που επαγγέλλονταν την ικανότητα της τεχνολογίας και των φορέων της, ήτοι των μηχανικών, να αντιμετωπίσουν όλα τα προβλήματα, ακόμη και τα κοινωνικά, ως τεχνικά προβλήματα που επιδέχονται ορθολογικές και αποτελεσματικές λύσεις, κινούνταν ακόμη στο κλίμα του θετικισμού, της πίστης στην αντικειμενικότητα της επιστήμης και συνεπώς στην ουδετερότητα της εφαρμογής της, δηλαδή της τεχνολογίας. Είναι το κλίμα του Ηλία Αγγελόπουλου, εμβληματικής φυσιογνωμίας της πρώιμης ιστορίας του επαγγέλματος. Οι αναδιατυπώσεις, αν όχι εκτροπές, του τεχνοκρατικού ιδεώδους, αυτές που θα διεκδικήσουν επιβολή της τεχνοκρατίας επί της πολιτικής, αυτές που θα οραματιστούν το «τεχνικόν κράτος», θα προκύψουν μετά την κρίση του 1929, αλλά από πολλούς δρόμους. Πρώτα πρώτα, από την ίδια την εξέλιξη των μηχανικών, που είναι οι ίδιοι αναπόσπαστο μέρος τής υπό διαμόρφωση γραφειοκρατίας και του ανερχόμενου κρατισμού. Υστερα από τις ανατροπές που συντελούνται στον χώρο της οικονομίας και ευνοούν την άνοδο του κρατισμού και της ρύθμισης - της «συντεταγμένης νεωτερικότητας», όπως λέει ο Αντωνίου, ή της «διευθυνόμενης οικονομίας», όπως έλεγαν τότε.
Η διεκδίκηση επιβολής του τεχνοκρατικού ιδεώδους δεν θα ευοδωθεί. Ούτε θα εξασφαλίσει την καθολική συναίνεση του κόσμου των μηχανικών η «τεχνολογική ουτοπία» του Νίκου Κιτσίκη: η στροφή του τελευταίου στον κομμουνισμό στη συνάφεια της Κατοχής αποτελεί λογική συνέπεια της υπόγειας επικοινωνίας που εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, και η τεχνοκρατική ιδεολογία, ανάμεσα στα διάφορα παρεμβατικά-κρατιστικά πολιτικά προγράμματα του Μεσοπολέμου. Στο μεταξύ, η αμφισβήτηση του κοινοβουλευτισμού, την οποία συμπαρέσυρε η κατάρρευση του οικονομικού φιλελευθερισμού, είχε ανοίξει τον δρόμο για την αυταρχική εκτροπή του μεταξικού καθεστώτος. Στο δικό του κλίμα, οι φορείς του τεχνοκρατικού ιδεώδους θα προχωρήσουν σε αυτό που ο Αντωνίου αποκαλεί «νέα ιδεολογική σύνθεση»: θα αναγνωρίσουν δηλαδή την πρωτοκαθεδρία των παραδοσιακών αξιών της εθνικιστικής συντηρητικής ιδεολογίας, όπως τις κωδικοποιεί ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός», «την υπαγωγή της επιστήμης και της τεχνικής στα ιδανικά και τις αξίες του νέου κράτους: την πατρίδα, τη θρησκεία, την οικογένεια» (σ. 408).
Το τμήμα αυτό του έργου είναι από τα πιο ευρηματικά. Ενδεχομένως θα ήθελε κανείς εδώ περισσότερες συσχετίσεις με άλλα διακυβεύματα, μια πληρέστερη ένταξη δηλαδή της συζήτησης αυτής στα ευρύτερα πνευματικά και ιδεολογικά ρεύματα που διατρέχουν την κοινωνία του Μεσοπολέμου. Ωστόσο, η ανάδειξη και μόνο του ζητήματος της τεχνοκρατίας, των μεταλλάξεων του τεχνοκρατικού ιδεώδους στην Ελλάδα, αποτελεί συμβολή στην ανασύνθεση του πνευματικού τοπίου της εποχής.
Ο συγγραφέας καταλήγει ότι στη μακρά διάρκεια, αν υπάρχει κάποιο νήμα που συνδέει τις διαφορετικές συσσωματώσεις ανθρώπων, θεσμών και ιδεών που διαμορφώνουν την ιστορία των μηχανικών από τον 19ο στον 20ό αιώνα, αυτό είναι «οι διάφορες εκδοχές του ιδεώδους της προόδου» (σ. 420). Δεν ξέρω αν είναι μόνο το ιδεώδες της προόδου. Εκείνο που δείχνει με πειστικότητα το βιβλίο είναι πως κάθε διάβημα, κάθε κίνηση, κάθε πράξη των ανθρώπων φέρει μαζί της τις ιδέες που της δίνουν σχήμα, αλλά και εκείνες που επιχειρούν να τη νομιμοποιήσουν στα μάτια των άλλων.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΓΡΙΑΝΤΩΝΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/03/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις