0
Your Καλαθι
Νιχάο Κίνα - ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
50%
50%
Περιγραφή
Χώρα, η Κίνα, πότε πολύχρωμη πότε μουντή, συχνά απροσπέλαστη αλλά πάντα σφύζουσα από αντιθέσεις και ανατροπές, ξετυλίγεται πάλλουσα και συγκλονιστική. Συγγραφέας η Κάτια Αντωνοπούλου, ξετυλίγεται και αυτή στο πιο προσωπικό της βιβλίο, ίσως και στο πιο πλούσια ταξιδιωτικό. Στις σελίδες του απλώνεται ολοζώντανο το τοπίο της ζωής, ιλαρής, με πολλά κωμικά περιστατικά, μεγαλειώδους, μικροπρεπούς, εξοργιστικής και τρυφερής, με συχνές βουτιές στην ιστορική μνήμη της χώρας και στη μνήμη της συγγραφέως, με αφήγηση άμεση, ειπωμένη μονορούφι σ' ένα πυρετικό γράμμα αγάπης 525 σελίδων προς τον χαμένο της σύντροφο.
Αλλά πώς βλέπουν άραγε την Κίνα τα μάτια μιας ελληνίδας ταξιδιώτισσας που την αναζητούν επίμονα και πεισματικά επί έξι μήνες; Στο παγωμένο Πεκίνο με τα πολυκαταστήματα - πόλεις, τις χιονισμένες στέπες της Απαγορευμένης Πόλης και το λαϊκό πρωτοχρονιάτικο πανηγύρι στον Ναό της Γης. Στη βροχερή art deco Σαγκάη, που ακόμη θυμίζει την ξέφρενη δεκαετία του '30, τότε που είχε ονομαστεί Σικάγο της Απω Ανατολής, με ξεναγό τον Ανδρέα, νεαρό Κινέζο που πήρε αυτό το όνομα «επειδή σημαίνει ανδρείος». Στους μελαγχολικούς τροπικούς της Σισουάν Μπάνα. Στην αιώνια άνοιξη του Κουμίν, παγκόσμια πρωτεύουσα των λουλουδιών και υπαίθριο χαρτοπαίγνιο. Στο απόκοσμο τοπίο του Γιανγκτσούο, τυλιγμένο «σαν τα τοπία της μνήμης» σε περαστικές ομίχλες, όπου η ιδιωτική πρωτοβουλία ονομάζει τα εστιατόριά της Micky Mao. Στις γοητευτικές μητριαρχικές κοινωνίες του Λιτζιάνγκ, παγκόσμια πρωτεύουσα κάποτε των ερωτικών αυτοκτονιών. Στο Τσενγκτού, τη γενέτειρα του Ντενγκ Χσιαοπίνγκ, την πόλη του μπροκάρ και των ιβίσκων με τα νοσταλγικά παλιά δρομάκια, τα ποδήλατα ανθοπωλεία και καπελάδικα, τον ωρολογιακό ρυθμό των ποδηλατιστών, τα παλιά τσαγάδικα-θέατρα. Στο κεφάτο, εκτυφλωτικό και πανσεξουαλικό Θιβέτ. Στο Σιάν, την παλιά πρωτεύουσα με τα νυχτερινά μαγέρικα, τα πολυτελή ξενοδοχεία και τον πήλινο στρατό τού πιο μεγαλοφυούς και μεγαλομανούς αυτοκράτορα της Κίνας που ο Μάο πολύ εθαύμαζε. Και από εκεί σ' ένα αργόσυρτο τρένο διασχίζοντας ερήμους με ποιητικά ονόματα, σταματώντας σε οάσεις σκιασμένες από κληματαριές με εκπληκτικά βουδιστικά ερείπια των χαμένων πόλεων του Δρόμου του Μεταξιού για να καταλήξει στο Πακιστάν ανεβαίνοντας τα χιονισμένα Παμίρ.
Στο χειμαρρώδες αυτό γράμμα η Κάτια Αντωνοπούλου δεν πέφτει σε καμιά από τις συνηθισμένες παγίδες της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας που συχνά νιώθει υποχρεωμένη να εκφράσει δέος προς τη χώρα ή να ισχυριστεί «εξυπνακίστικα» ότι την αποκωδικοποίησε. Διαβάζοντας το βιβλίο γίνεσαι τα μάτια της «τα μάτια μου, μοναδικό μου όπλο σε μια χώρα που δεν ξέρω τη γλώσσα, προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα σημάδια, τις χειρονομίες, τις φωνές, τους ήχους, να δώσουν φωνή σ' αυτή τη βουβή παντομίμα της ζωής που με περιτριγυρίζει», δυο μάτια άγρυπνα που ακόμη και όταν κοιμάται παρακολουθούν τα όνειρά της. Κάθε βράδυ αφήνει το ζουζούνισμα των κοσμοπλημμυρισμένων δρόμων για να γυρίσει στην εξοντωτική μοναξιά της κάμαράς της. Και κάθε πρωί ξαναρχίζει την πάλη με την Κίνα, μια πάλη που στόχος της είναι η εκπόρθηση του Σινικού Τείχους που γι' αυτήν είναι η ψυχή του Κινέζου και η προσωπική της απελπισία.
Στις σελίδες του «Νιχάο Κίνα» παρελαύνουν το κομφούζιο, πολλές φορές τραγελαφικό, μιας χώρας άκρως καπιταλιστικής με σοσιαλιστικό αμπαλάζ, οι πληγές της Πολιτιστικής Επανάστασης, η φρίκη της, ο παραλογισμός της και κυρίως η ντροπή, λέξη-κλειδί στην ψυχολογία του Κινέζου, λέξη που έσπρωξε στον θάνατο, ψυχικό ή βιολογικό, πολλούς κινέζους διανοούμενος τον καιρό εκείνο, γιατί στην ουσία η Κίνα παραμένει ακόμη μια κομφουκιανική κοινωνία στη βάση της.
Παρελαύνει επίσης και η παλιά Κίνα με πάμπολλες ιστορίες, παντοδύναμους αυτοκράτορες που στέλνουν στα πέρατα του κόσμου στρατιές ολόκληρες προς αναζήτηση του μαγικού μανιταριού της αθανασίας ή σχεδόν καταστρέφουν τη χώρα σε πολέμους για την απόκτηση των Ουράνιων Αλόγων, απόγονων των Θεσσαλικών του Μεγαλέξανδρου, ή εκσπερματώνουν μία φορά στις εκατό, ταοϊστική συνταγή αθανασίας ή τουλάχιστον μακροβιότητας.
Παρελαύνει η ποίηση αυτοκρατόρων, στρατηγών, αυλικών ποιητών, εγκαταλειμμένων παλλακίδων που φυλλορροούν στις εσχατιές των πίσω αυλών αλλά και στρατιωτών που εξορίζονταν σε βαρβαρικές περιοχές της Κίνας.
Παρελαύνει φυσικά και η μαγειρική, η οποία απομυθοποιείται τελείως. Θα περίμενε κανείς ότι η Κάτια Αντωνοπούλου θα μας έλεγε για τα θαυμάσια γεύματα που είχε στην Κίνα· αντ' αυτού «ατέλειωτες οι υπαίθριες κουζίνες καπνίζουν και αχνίζουν και κοχλάζουν και τσιτσιρίζουν και ξερνάνε σε μπολ, πιάτα και γαβάθες μια τερατώδη ποικιλία τροφών. Και στόματα. Χιλιάδες στόματα-χοάνες νηπίων, παιδιών, νέων και γέρων, φαφούτικα με ροζ ούλα, όπου τα ξυλάκια αστραπιαία μπαινοβγαίνουν πετώντας μέσα χιλιόμετρα λαζάνια και φιδέδες». Σύμφωνα με την κινεζική μαγειρική «όλα είναι βρώσιμα αρκεί να τα κόψεις σε μικρά κομματάκια», σκύλοι, γάτες, ποντίκια, ποντικοουρές, σκορπιοί και το κυριότερο όλα πρέπει να είναι ολόφρεσκα και τι το φρεσκότερον από κάτι που ξεψυχά καθώς το τρως, όπως τα μυαλά ζωντανού πιθήκου, η περιγραφή είναι ανατριχιαστική.
Παρελαύνουν επίσης και διάφοροι χαρακτήρες που συναντά καθ' οδόν, Κινέζοι ή ταξιδιώτες, και καθένας από αυτούς απαθανατίζεται γλαφυρότατα σαν χαρακτήρας μυθιστορήματος. Οι περιγραφές των προσώπων, οι χαρακτήρες των οποίων δεν δηλώνονται ποτέ καθαρά εξαρχής αλλά ξετυλίγονται σαν υπόθεση μέσα στην υπόθεση του βιβλίου, σε συνεπαίρνουν. Πότε σε ταξιδεύουν ονειρικά σε γοητευτικές εικόνες, πότε οι εικόνες ανατρέπονται εντελώς και σε προσγειώνουν κυνικά στα πεζά καθημερινά πάθη που όλοι κρύβουμε μέσα μας κάνοντάς σε να αναγνωρίσεις στοιχεία του εαυτού σου ή των ανθρώπων με τους οποίους κάποτε διασταυρώθηκες.
Με το «Νιχάο Κίνα» η Κάτια Αντωνοπούλου ολοκληρώνει την τετραλογία που ξεκίνησε από τις «Ινδίες μου» και συνεχίστηκε στο «Χίλιες και μια νύχτες στο Πακιστάν» και στο «Η κυρία Ουίλσον ταξιδεύει». «Μου πήρε έξι μήνες απεγνωσμένης πάλης με την Κίνα», γράφει, «γραπώνοντας κάθε τόσο λάθος σκιές, όπως στο παιχνίδι της τυφλόμυγας, ώσπου τραβώντας επιτέλους το μαντίλι από τα μάτια, μήνες μετά την επιστροφή μου, είδα την Κίνα». Αλλά και ο αναγνώστης, μετά από όλη αυτή τη χωρίς ανάσα αφήγηση, γραμμένη με μεγάλη δόση λεπτού χιούμορ, μένει με την εντύπωση πως εκπόρθησε και τη χώρα και τη συγγραφέα.
ΤΑΝΙΑ ΜΠΟΖΑΝΙΝΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 08-02-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις