0
Your Καλαθι
Άπαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα Δεμένο
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πρόκειται για μία αναλυτικά -την ώς τώρα αναλυτικότερη- σχολιασμένη έκδοση του Καβάφη, την οποία οι τρεις σχολιαστές πραγματοποίησαν παρακινημένοι: από δύο ιδέες: α) «ότι πιστοί του Σολωμού ως κορυφαίου της ποίησής μας», ένιωσαν «ξαφνικά» να μην τους «μιλάει όπως άλλοτε» («να μη βρίσκουμε αρετές του κι όλες όσες θεωρούσαμε κατεξοχήν, ν' αναγκαζόμαστε συχνά να παραδεχτούμε πως πολλές διανοητικές συμβάσεις απαιτούνταν για να μελωδήσουν και να φλογίσουν, ν' απογειώσουν, αφαιρέσεις και μεταστάσεις λόγιες σε στιγμές άλλες...») και β) ότι ο Καβάφης «μπορεί να θεωρηθεί και να τεθεί σαν γενναίος εισηγητής μιας νέας Ελληνιστικής παιδείας, ολοένα εντονότερα ζητούμενης, μιας και ο ευρωπαϊκός εν γένει πολιτισμός, ναι μεν με πρώτες ιδέες τις καταβολικές του εκείνες απ' την ουμανιστική Αναγέννηση κλασσικές Ελληνικές αφωρμή, η αναπτυχθείσα όμως περαιτέρω, και κρισιμώτατα στον εικοστό αιώνα, διαλλεκτική προβληματική του, κατεξοχήν κριτική κι αναθεωρητική, στην Ελληνιστική πνευματική κατάθεση ανάγεται φυσικώτερα. [....] Κι αυτήν ακριβώς την εποχή και τις τάσεις της ο Καβάφης τις εκφράζει άμεσα, όσο λίγοι».
Εκείνο, όμως, που προσδίδει ιδιαίτερη πρωτοτυπία και αξία στο εγχείρημά τους, είναι η τόλμη με την οποία παρεμβαίνουν στο αποτελούμενο από 154 ποιήματα καβαφικό corpus, χωρίζοντάς το σε δύο ομάδες. Στην πρώτη καταχωρίζουν τα 74 κατά τη γνώμη τους «Επίλεκτα» ποιήματα, και στη δεύτερη τα υπόλοιπα 80, που θεωρούν «Αδύναμα», ικανά, κατά τη γνώμη τους, ακόμα και να «εκθέσουν» το σημαντικότατο δημιουργό τους. Παρακάμπτουν, ωστόσο, την ενδότερη επιθυμία τους να τα παραλείψουν, κρίνοντας ότι «παρ' ότι "καταδικαστέα", θά 'πρεπε να συμπεριληφθούν, γιατί πολλά τους, στενά συναρτημένα με τα Επίλεκτα, φωτίζουν όψεις απαραίτητες για την πληρέστερη κατανόηση του έργου του».
Η τολμηρή παρεμβατική διάθεση-πρόθεση των τριών σχολιαστών δεν σταματά εδώ: συνεχίζεται και γίνεται ακόμα τολμηρότερη, όταν, αξιολογώντας τα «Επίλεκτα», δεν διστάζουν να εκφράσουν τη γνώμη τους σχετικά με το ποιο απ' αυτά είναι «ισχυρότερο βαθύτερο, αρμονικώτερο αλλά και ποιο ασθενέστερο ή επιφανειακώτερο». Οσο για τα «Αδύναμα», προβαίνουν σε λεπτομερείς αξιολογήσεις και σε αισθητικές κρίσεις για το καθένα απ' αυτά χωριστά, αιτιολογώντας τους λόγους για τους οποίους τα θεώρησαν τέτοια, ενώ δεν διστάζουν, στα 154 «αναγνωρισμένα» ποιήματα του Καβάφη, να προσθέσουν και άλλα τρία «Ανέκδοτα» κάτω από τον τίτλο «Τα άριστα από τα Ανέκδοτα», με το αιτιολογικό ότι «θα 'ταν κρίμα να λείπουν από μιαν αξιολογική έκδοση».
Με ομολογημένη την πρόθεσή τους, εξάλλου, να αναδείξουν το κοινό ύφος που χαρακτηρίζει τις ομάδες των «Επιλέκτων» καβαφικών ποιημάτων, δεν διστάζουν να προτάξουν τα στοχαστικά-φιλοσοφικά-διδακτικά των ιστορικών ή των «εντός ιστορικού πλαισίου εντεταγμένων», αφήνοντας τελευταία τα ερωτικά, ηδονικά, αναμνηστικά. Κι αυτό το κάνουν βασισμένοι στην τεκμαιρόμενη από «σχεδιάγραμμα» -κατά πάσα πιθανότητα- του ίδιου του ποιητή (δημοσιευμένο στην «Αλεξανδρινή Τέχνη» το 1927) και αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση της ανάγκης μιας «γραμμικής» ανάπτυξης του υπομνηματισμού τους, ώστε να αποφεύγονται οι πιθανές κουραστικές επαναλήψεις ή οι αναπομπές σε θέματα που έχουν ήδη αντιμετωπιστεί.
Οσο για τον υπομνηματισμό των ποιημάτων, αυτός είναι αφ' ενός φιλολογικός-λογοτεχνικός, αισθητικός και γλωσσικός και αφ' ετέρου ιστορικός, πράγμα που ιδιαιτέρως χρειαζόταν, προκειμένου να διορθωθούν, ρητά ή σιωπηρά, λάθη και ακρισίες του παρελθόντος· με προφανή τη μέριμνα των «υπομνηματιστών» να κάνουν γενικές αναλύσεις των εποχών, δίνοντας έμφαση στο «άρωμα των καιρών» και όχι στα ανούσια γεγονότα. Κι ακόμα φροντίζοντας για τον εντοπισμό των πραγματικών ιστορικών ή άλλων «πηγών» του Καβάφη, για την αποκατάστασή του. Επειδή, όπως επισημαίνουν, πολλοί, δυσπιστώντας στην πρωτοτυπία του, αναζήτησαν τις ρίζες των εμπνεύσεών του σε μεγάλα ονόματα της δυτικής λογοτεχνίας, ενώ πολλά από τα ιστορικά του ποιήματα τα θεώρησαν κάτι σαν «αναμάσημα» κλασικών χωρίων ή «ψάρεμα σαγηνευτικών μορφών από νεώτερα ιστορικά συγγράμματα». Και το επιτυγχάνουν αυτό, «ελέγοντας όλες τις αναφορές, ξεδιαλέγοντας αυτές που πράγματι αποτέλεσαν το υπόβαθρο της καβαφικής δημιουργίας από εκείνες που είναι διαβολικές συμπτώσεις πνευματικής ώσμωσης ή καμία σχέση δεν έχουν».
Επίσης τολμηρή και άλλο τόσο αυστηρή είναι και η κριτική που ασκούν, άλλοτε ρητά και άλλοτε σιωπηρά, σε όλες τις προγενέστερες, κατά την κρίση τους λιγότερο ή περισσότερο λαθεμένες, ερμηνευτικές προσεγγίσεις του καβαφικού έργου, ώστε με λεπτομερειακή δουλειά, σαν «με το τσιμπιδάκι», να ξεκαθαρίσουν το τοπίο από «συσσωρευμένες σκωρίες δεκαετιών». Αρνούμενοι εκ προοιμίου όλες τις αποφάνσεις γύρω από λογής κίνητρα του Αλεξανδρινού (ερωτικά, πεισιθάνατα, ρομαντικά, ιδεολογικά κ.λπ.). Κυρίως αρνούμενοι τη γραφική, όπως χαρακτηρίζουν, διένεξη των δύο Αιγυπτιωτών μελετητών του Καβάφη: του Τίμου Μαλάνου και του Στρατή Τσίρκα, εκ των οποίων ο πρώτος αναφέρθηκε αποκλειστικά στον ιδιότυπο ερωτισμό του ποιητή και ο δεύτερος «επινόησε μιαν ανύπαρκτη πολιτική ιδεολογία [...] κι ανέλυσε το έργο του ως δήθεν συμβολικό ανένδοτων κοινωνικών αγώνων».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, εξάλλου, κι ο τρόπος με τον οποίο συνεργάστηκαν οι τρεις (πατέρας και γιοι) σχολιαστές και υπομνηματογράφοι του τόμου, οργανωμένος έτσι, ώστε το κάθε κείμενο να έχει εν τέλει την ανεπιφύλακτη έγκριση και των τριών, εκτός μιας περιπτώσεως που στο τέλος των σχολίων αναφέρεται και η προκύψασα διαφωνία του ενός με τους άλλους δύο («Ο υπομνηματισμός του κάθε ποιήματος έγινε, κατ' αρχάς, από έναν εκ των τριών, χωρίς προηγούμενη αναδίφηση της βιβλιογραφίας, ώστε ανεπηρέαστα να διατυπωθούν οι όποιες κρίσεις και εκτιμήσεις. Στη συνέχεια μελετήθηκαν όλες οι σχετικές μονογραφίες, αναλύσεις και άρθρα, σημειώσεις και νύξεις ακόμα, που αξιολογήθηκαν και είτε ενσωματώθηκαν [...] είτε αναιρέθηκαν. Με πλήρη πλέον εποπτεία, επαναδιαμορφώθηκε ένα νέο κείμενο και υποβλήθηκε στην κρίση των άλλων δύο, ώστε να έχει εντέλει την ανεπιφύλακτη έγκριση και των τριών»).
Εν κατακλείδι, θα μπορούσε κανείς να πει, με βεβαιότητα, ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, όσο και πρωτότυπη, φιλολογική εργασία, που καλύπτει, σε έναν ικανό βαθμό, τη διαπιστωμένη έλλειψη μιας κριτικής έκδοσης των ποιημάτων του Κ.Π. Καβάφη. Για μια εργασία που, παρά το φιλολογικό, ιστορικό και, γενικότερα, σχολιαστικό και υπομνηματιστικό της χαρακτήρα, συνιστά ένα ιδιοτύπως ελκυστικό και κάποτε με αφηγηματικές αρετές, καθώς και με προσωπικής υφής παρεμβατικές εμμονές, εγχείρημα. Ισως γιατί η σε όλα τα επίπεδα (φιλολογική, αισθητική, ιστορική και λογοτεχνική) επάρκεια των τριών σχολιαστών συχνά εκδηλώνεται με μια τάση «συζητητική» πρώτα απέναντι στον ποιητή (κάποτε τα σχόλια και οι υπομνηματισμοί μοιάζουν με σημειώσεις που κρατήθηκαν, για περαιτέρω συζήτηση, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των ποιημάτων, στο περιθώριο των σελίδων, από κάποιον βαθύ γνώστη και λάτρη του Καβάφη και συνάμα εμβριθή ιστοριοδίφη) και ύστερα απέναντι στον αναγνώστη.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/03/2003
Πρόκειται για μία αναλυτικά -την ώς τώρα αναλυτικότερη- σχολιασμένη έκδοση του Καβάφη, την οποία οι τρεις σχολιαστές πραγματοποίησαν παρακινημένοι: από δύο ιδέες: α) «ότι πιστοί του Σολωμού ως κορυφαίου της ποίησής μας», ένιωσαν «ξαφνικά» να μην τους «μιλάει όπως άλλοτε» («να μη βρίσκουμε αρετές του κι όλες όσες θεωρούσαμε κατεξοχήν, ν' αναγκαζόμαστε συχνά να παραδεχτούμε πως πολλές διανοητικές συμβάσεις απαιτούνταν για να μελωδήσουν και να φλογίσουν, ν' απογειώσουν, αφαιρέσεις και μεταστάσεις λόγιες σε στιγμές άλλες...») και β) ότι ο Καβάφης «μπορεί να θεωρηθεί και να τεθεί σαν γενναίος εισηγητής μιας νέας Ελληνιστικής παιδείας, ολοένα εντονότερα ζητούμενης, μιας και ο ευρωπαϊκός εν γένει πολιτισμός, ναι μεν με πρώτες ιδέες τις καταβολικές του εκείνες απ' την ουμανιστική Αναγέννηση κλασσικές Ελληνικές αφωρμή, η αναπτυχθείσα όμως περαιτέρω, και κρισιμώτατα στον εικοστό αιώνα, διαλλεκτική προβληματική του, κατεξοχήν κριτική κι αναθεωρητική, στην Ελληνιστική πνευματική κατάθεση ανάγεται φυσικώτερα. [....] Κι αυτήν ακριβώς την εποχή και τις τάσεις της ο Καβάφης τις εκφράζει άμεσα, όσο λίγοι».
Εκείνο, όμως, που προσδίδει ιδιαίτερη πρωτοτυπία και αξία στο εγχείρημά τους, είναι η τόλμη με την οποία παρεμβαίνουν στο αποτελούμενο από 154 ποιήματα καβαφικό corpus, χωρίζοντάς το σε δύο ομάδες. Στην πρώτη καταχωρίζουν τα 74 κατά τη γνώμη τους «Επίλεκτα» ποιήματα, και στη δεύτερη τα υπόλοιπα 80, που θεωρούν «Αδύναμα», ικανά, κατά τη γνώμη τους, ακόμα και να «εκθέσουν» το σημαντικότατο δημιουργό τους. Παρακάμπτουν, ωστόσο, την ενδότερη επιθυμία τους να τα παραλείψουν, κρίνοντας ότι «παρ' ότι "καταδικαστέα", θά 'πρεπε να συμπεριληφθούν, γιατί πολλά τους, στενά συναρτημένα με τα Επίλεκτα, φωτίζουν όψεις απαραίτητες για την πληρέστερη κατανόηση του έργου του».
Η τολμηρή παρεμβατική διάθεση-πρόθεση των τριών σχολιαστών δεν σταματά εδώ: συνεχίζεται και γίνεται ακόμα τολμηρότερη, όταν, αξιολογώντας τα «Επίλεκτα», δεν διστάζουν να εκφράσουν τη γνώμη τους σχετικά με το ποιο απ' αυτά είναι «ισχυρότερο βαθύτερο, αρμονικώτερο αλλά και ποιο ασθενέστερο ή επιφανειακώτερο». Οσο για τα «Αδύναμα», προβαίνουν σε λεπτομερείς αξιολογήσεις και σε αισθητικές κρίσεις για το καθένα απ' αυτά χωριστά, αιτιολογώντας τους λόγους για τους οποίους τα θεώρησαν τέτοια, ενώ δεν διστάζουν, στα 154 «αναγνωρισμένα» ποιήματα του Καβάφη, να προσθέσουν και άλλα τρία «Ανέκδοτα» κάτω από τον τίτλο «Τα άριστα από τα Ανέκδοτα», με το αιτιολογικό ότι «θα 'ταν κρίμα να λείπουν από μιαν αξιολογική έκδοση».
Με ομολογημένη την πρόθεσή τους, εξάλλου, να αναδείξουν το κοινό ύφος που χαρακτηρίζει τις ομάδες των «Επιλέκτων» καβαφικών ποιημάτων, δεν διστάζουν να προτάξουν τα στοχαστικά-φιλοσοφικά-διδακτικά των ιστορικών ή των «εντός ιστορικού πλαισίου εντεταγμένων», αφήνοντας τελευταία τα ερωτικά, ηδονικά, αναμνηστικά. Κι αυτό το κάνουν βασισμένοι στην τεκμαιρόμενη από «σχεδιάγραμμα» -κατά πάσα πιθανότητα- του ίδιου του ποιητή (δημοσιευμένο στην «Αλεξανδρινή Τέχνη» το 1927) και αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση της ανάγκης μιας «γραμμικής» ανάπτυξης του υπομνηματισμού τους, ώστε να αποφεύγονται οι πιθανές κουραστικές επαναλήψεις ή οι αναπομπές σε θέματα που έχουν ήδη αντιμετωπιστεί.
Οσο για τον υπομνηματισμό των ποιημάτων, αυτός είναι αφ' ενός φιλολογικός-λογοτεχνικός, αισθητικός και γλωσσικός και αφ' ετέρου ιστορικός, πράγμα που ιδιαιτέρως χρειαζόταν, προκειμένου να διορθωθούν, ρητά ή σιωπηρά, λάθη και ακρισίες του παρελθόντος· με προφανή τη μέριμνα των «υπομνηματιστών» να κάνουν γενικές αναλύσεις των εποχών, δίνοντας έμφαση στο «άρωμα των καιρών» και όχι στα ανούσια γεγονότα. Κι ακόμα φροντίζοντας για τον εντοπισμό των πραγματικών ιστορικών ή άλλων «πηγών» του Καβάφη, για την αποκατάστασή του. Επειδή, όπως επισημαίνουν, πολλοί, δυσπιστώντας στην πρωτοτυπία του, αναζήτησαν τις ρίζες των εμπνεύσεών του σε μεγάλα ονόματα της δυτικής λογοτεχνίας, ενώ πολλά από τα ιστορικά του ποιήματα τα θεώρησαν κάτι σαν «αναμάσημα» κλασικών χωρίων ή «ψάρεμα σαγηνευτικών μορφών από νεώτερα ιστορικά συγγράμματα». Και το επιτυγχάνουν αυτό, «ελέγοντας όλες τις αναφορές, ξεδιαλέγοντας αυτές που πράγματι αποτέλεσαν το υπόβαθρο της καβαφικής δημιουργίας από εκείνες που είναι διαβολικές συμπτώσεις πνευματικής ώσμωσης ή καμία σχέση δεν έχουν».
Επίσης τολμηρή και άλλο τόσο αυστηρή είναι και η κριτική που ασκούν, άλλοτε ρητά και άλλοτε σιωπηρά, σε όλες τις προγενέστερες, κατά την κρίση τους λιγότερο ή περισσότερο λαθεμένες, ερμηνευτικές προσεγγίσεις του καβαφικού έργου, ώστε με λεπτομερειακή δουλειά, σαν «με το τσιμπιδάκι», να ξεκαθαρίσουν το τοπίο από «συσσωρευμένες σκωρίες δεκαετιών». Αρνούμενοι εκ προοιμίου όλες τις αποφάνσεις γύρω από λογής κίνητρα του Αλεξανδρινού (ερωτικά, πεισιθάνατα, ρομαντικά, ιδεολογικά κ.λπ.). Κυρίως αρνούμενοι τη γραφική, όπως χαρακτηρίζουν, διένεξη των δύο Αιγυπτιωτών μελετητών του Καβάφη: του Τίμου Μαλάνου και του Στρατή Τσίρκα, εκ των οποίων ο πρώτος αναφέρθηκε αποκλειστικά στον ιδιότυπο ερωτισμό του ποιητή και ο δεύτερος «επινόησε μιαν ανύπαρκτη πολιτική ιδεολογία [...] κι ανέλυσε το έργο του ως δήθεν συμβολικό ανένδοτων κοινωνικών αγώνων».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, εξάλλου, κι ο τρόπος με τον οποίο συνεργάστηκαν οι τρεις (πατέρας και γιοι) σχολιαστές και υπομνηματογράφοι του τόμου, οργανωμένος έτσι, ώστε το κάθε κείμενο να έχει εν τέλει την ανεπιφύλακτη έγκριση και των τριών, εκτός μιας περιπτώσεως που στο τέλος των σχολίων αναφέρεται και η προκύψασα διαφωνία του ενός με τους άλλους δύο («Ο υπομνηματισμός του κάθε ποιήματος έγινε, κατ' αρχάς, από έναν εκ των τριών, χωρίς προηγούμενη αναδίφηση της βιβλιογραφίας, ώστε ανεπηρέαστα να διατυπωθούν οι όποιες κρίσεις και εκτιμήσεις. Στη συνέχεια μελετήθηκαν όλες οι σχετικές μονογραφίες, αναλύσεις και άρθρα, σημειώσεις και νύξεις ακόμα, που αξιολογήθηκαν και είτε ενσωματώθηκαν [...] είτε αναιρέθηκαν. Με πλήρη πλέον εποπτεία, επαναδιαμορφώθηκε ένα νέο κείμενο και υποβλήθηκε στην κρίση των άλλων δύο, ώστε να έχει εντέλει την ανεπιφύλακτη έγκριση και των τριών»).
Εν κατακλείδι, θα μπορούσε κανείς να πει, με βεβαιότητα, ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, όσο και πρωτότυπη, φιλολογική εργασία, που καλύπτει, σε έναν ικανό βαθμό, τη διαπιστωμένη έλλειψη μιας κριτικής έκδοσης των ποιημάτων του Κ.Π. Καβάφη. Για μια εργασία που, παρά το φιλολογικό, ιστορικό και, γενικότερα, σχολιαστικό και υπομνηματιστικό της χαρακτήρα, συνιστά ένα ιδιοτύπως ελκυστικό και κάποτε με αφηγηματικές αρετές, καθώς και με προσωπικής υφής παρεμβατικές εμμονές, εγχείρημα. Ισως γιατί η σε όλα τα επίπεδα (φιλολογική, αισθητική, ιστορική και λογοτεχνική) επάρκεια των τριών σχολιαστών συχνά εκδηλώνεται με μια τάση «συζητητική» πρώτα απέναντι στον ποιητή (κάποτε τα σχόλια και οι υπομνηματισμοί μοιάζουν με σημειώσεις που κρατήθηκαν, για περαιτέρω συζήτηση, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των ποιημάτων, στο περιθώριο των σελίδων, από κάποιον βαθύ γνώστη και λάτρη του Καβάφη και συνάμα εμβριθή ιστοριοδίφη) και ύστερα απέναντι στον αναγνώστη.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/03/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις