Για τον Γιώργο Ιωάννου
40%
Περιγραφή
Ο Γιώργος Αράγης, συγγραφέας και γιατρός στο επάγγελμα, είναι ένας από τους συστηματικότερους μελετητές του έργου του Θεσσαλονικιού συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου. Φίλοι καλοί κατά την περίοδο που ο Ιωάννου ζούσε και εργαζόταν στην Αθήνα, μοιράστηκαν σκέψεις, έγνοιες και συζητήσεις γύρω σε θέματα των νεοελληνικών γραμμάτων, ο δε Ιωάννου εμπιστεύθηκε σε αυτόν την πρώτη ανάγνωση πολλών αδημοσίευτων ακόμη κειμένων του.
Στα κείμενα του ανα χείρας τόμου ο Αράγης ξετυλίγει με περίτεχνο και συνάμα διακριτικό τρόπο τα στοιχεία της προσωπικότητας του Γ.Ι., όλα όσα διαμόρφωσαν τον πεζογράφο, τον χρονογράφο αλλά και τον περιηγητή της Αθήνας Ιωάννου, ο οποίος είχε το σθένος αλλά και την ταπείνωση να υπερασπίζει το έργο του με τρόπους σιωπηλούς και σίγουρα ενάντια στο τότε λογοτεχνικό κατεστημένο. Ο αναγνώστης θα βρει κείμενα σχετικά με το πεζογραφικό ύφος του συγγραφέα, για τις ανεξερεύνητες ακόμα αρετές των χρονογραφημάτων του, για το λογοτεχνικό αλλά και προσωπικό περιβάλλον εντός του οποίου ο Ιωάννου έζησε και δημιούργησε. Ξεχωριστή θέση κατέχει, στο τέλος του βιβλίου, το κείμενο που ο Αράγης γράφει λίγες στιγμές μετά την κηδεία του φίλου του, στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης.
Κριτική:
Ετοιμότητα πνεύματος
Διακρίνοντας μέσα στο κοινό και το συνηθισμένο το ξεχωριστό και το σημαδιακό
Τα κείμενα που συνθέτουν το ανά χείρας βιβλίο, γραμμένα κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας (1985-1995) και υποκινημένα από διαφορετική, το καθένα, αιτία, καλύπτουν, εντέλει, και αναδεικνύουν, στο σύνολό τους, τις χαρακτηριστικότερες πτυχές της προσωπικότητας και του απολύτως συνυφασμένου μ' αυτήν πεζογραφικού έργου του Γιώργου Ιωάννου. Επιστήθιος φίλος του Θεσσαλονικιού πεζογράφου, αλλά και, αποδειδειγμένα, βαθύς γνώστης του έργου του, ο Γιώργος Αράγης ξεκινά από την κατάθεση στοιχείων της καθημερινότητας και της εντελώς ιδιότυπης προσωπικότητάς του, με αντικειμενικότητα και χωρίς ωραιοποιητικές προθέσεις, μολονότι γνωρίζει -και επισημαίνει- το ενδεχόμενο της αφερεγγυότητας ερμηνειών ενός έργου βασισμένων στη βιογραφία του δημιουργού του. Το επιχειρεί, ωστόσο, επειδή πιστεύει ότι οφείλει να δώσει όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, προκειμένου να τον διαφυλάξει από μελλοντικές αυθαίρετες αναφορές στο πρόσωπό του κι ακόμα, ίσως γιατί εντόπιζε, στον άνθρωπο και φίλο Ιωάννου, υφολογικά στοιχεία καθοριστικά του τρόπου με τον οποίο λειτούργησε, εντέλει, και ως πεζογράφος. Η ροπή του, λ.χ. να μην αναπτύσσει, ως συνομιλητής, το εκάστοτε θέμα του σφαιρικά, να μην επιμένει στην αρχική του προσέγγιση, αλλά να προχωρεί με συνεχείς παρεκβάσεις προς διαφορετικές κατεθύνσεις, χαρακτήριζε και τον αφηγηματικό του λόγο· στον οποίο είναι αποτυπωμένη και η αδρή και πολύπτυχη προσωπικότητά του, η ιδιαίτερα, όσο και υποδόρια, εντυπωσιακή, για όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά.
Εν συνεχεία επιχειρεί ενδιαφέρουσες, επαληθευτικές των όσων εξαρχής επισημαίνει για τον συγγραφέα, προσεγγίσεις στο πεζογραφικό έργο του, καταλήγοντας σε καίριες επισημάνσεις λογοτεχνικού και αισθητικού ενδιαφέροντος, δίνοντας έμφαση, πρωτίστως, στο γεγονός ότι στην πεζογραφία του Ιωάννου κυριαρχεί η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση, αφού όλα μάς δίνονται «μέσα από την όραση, τα συναισθήματα, τη σκέψη και την αίσθηση ενός μονάχα ανθρώπου», ο οποίος παραμένει αμετακίνητος στο πεδίο των εμπειριών του. Κάτι που πραγματοποιεί ακολουθώντας την τακτική της διάσπασης του εκάστοτε θέματός του σε μικρές, κάποτε διαφορετικές, θεματικές ψηφίδες, οι οποίες τελικά συγκλίνουν, σχηματίζοντας μία συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση, αυτήν του υποκειμένου της αφήγησης. Οπως συγκλίνουν και, εντέλει, συντίθενται διαφορετικές μεταξύ τους χρονικές στιγμές, του παρελθόντος και του παρόντος, δημιουργώντας στον αναγνώστη των πεζογραφημάτων του την αίσθηση μιας συγκινησιακά φορτισμένης αιώρησης στον χρόνο.
Συγκεφαλαιώνοντας τα όσα, συστηματικά και τεκμηριωμένα, έχει, κατά καιρούς, επισημάνει για τα κύρια αισθητικά συστατικά της πεζογραφίας του Ιωάννου, ο μελετητής δίνει έμφαση στην ιδιοτυπία, στο ευδιάκριτο και στην υποβλητικότητα της φωνής του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν παύει να θυμίζει την ανθρώπινη φωνή της καθημερινής ομιλίας. Γιατί ο γραπτός λόγος του Ιωάννου ποτέ δεν παύει να διατηρεί αναλλοίωτα, κάποτε και εντέχνως υποδηλώνοντάς τα, τα στοιχεία της καταγωγής του, που είναι, βέβαια, ο προφορικός λόγος· γι' αυτό και είναι ο λόγος του αρητόρευτος, χαμηλόφωνος, εμπιστευτικά εξομολογητικός, με αποτέλεσμα τα περισσότερα πεζογραφήματά του να αποτελούν λόγο προς εαυτόν και πολλά να έχουν την υφή μονολόγου. Εμφαση δίνει ακόμη ο μελετητής και στην καθαρότητα με την οποία ο πεζογράφος βλέπει το εκάστοτε αντικείμενό του· στο απολύτως προσηλωμένο και αδιάθλαστο βλέμμα του προς αυτό -άλλο αν εν συνεχεία η αφήγησή του διαθλάται και διασπάται από συνεχείς συνειρμικά υποκινούμενες μετακινήσεις του υποκειμένου της αφήγησης-, με συνέπεια να υπάρχει, στο τέλος, ένα πραγματικά αφηγηματικό αντικείμενο και όχι κάποια σκηνοθετημένη εκδοχή του. Ακόμα, ανάμεσα στα σημαντικότερα ποιοτικά γνωρίσματα του αφηγηματικού λόγου του Ιωάννου, εκτός από την έλλειψη της ρητορικότητας, ο Αράγης συγκαταλέγει και τη συμφωνία, την έλλειψη διάστασης ανάμεσα σ' αυτό που δηλώνουν και σ' αυτό που υποδηλώνουν τα γραφτά του ως βίωμα. Κάτι που αποδίδει στο γεγονός ότι στα κείμενα του Θεσσαλονικιού πεζογράφου δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς «αλλότρια κίνητρα», καθώς «από διαίσθηση και υπαρξιακή έφεση είχε ψηλά στη συνείδησή του το δέον της συγγραφικής πράξης»· γι' αυτό και «ο λόγος του, υποδηλώνοντας την πηγή του, μας παραπέμπει σαφώς στην ενδοχώρα μιας ύπαρξης βιωματικά πλούσιας και ενεργού».
Τις ιδιαιτερότητες και τις αρετές που ο μελετητής επισημαίνει αναφερόμενος στα κατεξοχήν λογοτεχνικά κείμενα του Ιωάννου, τις απαριθμεί και στα χρονογραφήματα· ένα είδος ιδιότυπο, κινούμενο μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας, με το οποίο ο τελευταίος ασχολήθηκε, κατά περιόδους, συστηματικά, αφήνοντάς μας μερικά από τα καλύτερα νεοελληνικά κείμενα αυτής της κατηγορίας. Πρόκειται για χρονογραφήματα που, μονολότι σε γενικές γραμμές ακολουθούν τις πάγιες αρχές του είδους, ξεχωρίζουν «τόσο ως προς το θέμα όσο και ως προς την ανάπτυξη», υποδηλώνοντας τη γνωστή από τα σημαντικότερα πεζά του («Για ένα φιλότιμο», 1964, «Σαρκοφάγος», 1971 και «Η μόνη κληρονομιά», 1974) οξύτατη παρατηρητικότητα και αισθαντικότητα του συγγραφέα τους και προσφέρονται για την επιβεβαίωση στοιχείων απολύτως χαρακτηριστικών της αφηγηματικής του ποιότητας και τεχνικής. Στοιχείων που έχουν να κάνουν με την οξύτητα της αντίληψής του, την άγρυπνη, όσο και αισθαντική, συνείδηση που τον καθοδηγούσε, εκ του ασφαλούς, στον εντοπισμό και εκτίμηση των, κατά την υποκειμενική του αντίληψη, χαρακτηριστικότερων πτυχών της καθημερινότητας και την «ετοιμότητα πνεύματος, προκειμένου να διακρίνει έγκαιρα μέσα στο κοινό και συνηθισμένο το ασυνήθιστο και σημαδιακό». Τα δοκιμιακής υφής κείμενα του βιβλίου πλαισιώνονται από το «Αντί Προλόγου» πρώτο και το «Σκόρπιες σκέψεις μπροστά στη σορό του Γιώργου Ιωάννου» τελευταίο, ενδεικτικά και τα δύο της γνωστικής και εμπειρικής σχέσης του Αράγη τόσο με τη ζωή και το έργο του Ιωάννου όσο και με το ευρύτερα νοούμενο μεταπολεμικό λογοτεχνικό μας γίγνεσθαι.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 1/06/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις