0
Your Καλαθι
Τα χρόνια της βραδύτητας
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
«ΕΓΩ, ΚΥΡΙΕ ΑΡΑΜΠΟΥΡΟΥ, για τους λόγους που γνωρίζετε, όταν ήμουν μικρός πέρασα εννιά χρόνια με κάποιους συγγενείς μου από το Σαν Σεμπαστιάν. Και να πώς έγινε: Η καημένη η μητέρα μου, όταν την παράτησε εκείνος ο παλιάνθρωπος που είχε παντρευτεί, τον οποίο αρνούμαι και να ονοματίσω σ’ αυτό το κείμενο, δεν ήταν σε θέση να συντηρήσει ούτε εμένα ούτε τα αδέρφια μου? έψαξε βοήθεια στο χωριό, δεν τη βρήκε, κι έτσι δεν της έμεινε άλλη λύση παρά να μας εμπιστευτεί στον Οίκο του Ελέους της Παμπλόνα.
Έλεγε κλαίγοντας πως ήταν μόνο για μερικούς μήνες, εμείς όμως υποπτευόμαστε ότι έλεγε ψέματα για να κάνει τον εγκλεισμό μας πιο υποφερτό. Λόγω της αγάπης που τρέφαμε γι’ αυτήν, κάναμε ότι πιστέψαμε πως σε λίγο καιρό θα ξαναγυρίζαμε στο σπίτι. Επειδή όμως δεν είναι αυτή η ιστορία που σας ενδιαφέρει για το μυθιστόρημά σας, θα τη συντομεύσω λέγοντας απλώς ότι η μητέρα μου είχε μια αδερφή που στα νιάτα της είχε πάει να δουλέψει σε μια πιλοποιία στο Σαν Σεμπαστιάν. Είχε μπει και υπηρέτρια στο σπίτι κάποιων Γάλλων και ούτε ξέρω τι άλλο.
Εκεί γνώρισε τον θείο μου τον Βιθέντε Μπαρριόλα, γέννημα θρέμμα αυτής της πόλης, πιο γνωστό με το παρατσούκλι Βισεντίκο. Παντρεύτηκαν κι έκαναν δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Αυτή η θεία μας, η Μαρία ντελ Πούι Αρανθάμπαλ, για μας θεία Μαριπούι, πρότεινε στη μητέρα μας να πάρει ένα από τα παιδιά της, σε καμία περίπτωση και τα τρία, αλλά μόνο το ένα, όπως είπα, επειδή δεν υπήρχε στο σπίτι της χώρος για όλα. Εγώ ήμουν ο μικρότερος, παιδάκι ακόμα, και είχα τη φήμη καλοαναθρεμμένου, γι’ αυτούς τους λόγους λοιπόν ευνοήθηκα. Όσο για τ’ αδέρφια μου, ανέπτυξαν έκτοτε ένα είδος τρυφερής ταύτισης που εξακολουθούν να έχουν και από την οποία εγώ δυστυχώς έμεινα αποκλεισμένος, παρόλο που τα πάω καλά και με τους δύο, καλύτερα αν τους συναντώ ξεχωριστά παρά όταν είμαστε και οι τρεις μαζί.
Μ’ αυτή τη δήλωση βάζω τέλος στην οικογενειακή εισαγωγή, που σας είναι αχρείαστη για το μυθιστόρημά σας. Ωστόσο έπρεπε να τη γράψω για να μη στερήσω νοήματος όσα ακολουθούν και επειδή, έχοντας στο μυαλό μου αυτό που μου είπατε, θεώρησα καλύτερο να έχει η εξιστόρηση των αναμνήσεών μου κάποια αρχή παρά να μην έχει καμία. Εσείς ο ίδιος με παροτρύνατε να εκφραστώ κατά το δοκούν, με ακρίβεια αλλά αδιαφορώντας για τη δομή ή το στιλ, αφού αυτό είναι δική σας δουλειά ως συγγραφέας που είστε».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο οχτάχρονος Τσίκι πηγαίνει να ζήσει µε τους θείους του στο Σαν Σεµπαστιάν. Μέσα από τα αθώα µάτια του παρακολουθούµε πώς κυλούν οι µέρες στην οικογένεια και στη γειτονιά: Ο θείος του ο Βιθέντε, άνθρωπος αδύναµου χαρακτήρα, µοιράζει τη ζωή του ανάµεσα στο εργοστάσιο και στο µπαρ, και στην πραγµατικότητα κουµάντο στην οικογένεια κάνει η θεία του η Μαριπούι, γυναίκα µε έντονη προσωπικότητα αλλά προσκολληµένη στις κοινωνικές και θρησκευτικές συµβάσεις της εποχής· η ξαδέρφη του η Μάρι Νιέβες ζει έχοντας συνεχώς το µυαλό της στα αγόρια, ενώ ο δύστροπος και λιγοµίλητος ξάδερφός του Χουλέν, επηρεασµένος από τη συστηµατική κατήχηση του ιερέα της ενορίας, προσχωρεί στην ΕΤΑ, που διανύει τα πρώτα στάδια της ζωής της. Η µοίρα όλων αυτών των ανθρώπων –κοινή µε τόσων άλλων κοµπάρσων της Ιστορίας, στριµωγµένων ανάµεσα στην ανάγκη και στην άγνοια– θα υποστεί, χρόνια αργότερα, µια δραµατική αλλαγή.
Εναλλάσσοντας τις αναµνήσεις του πρωταγωνιστή µε τις σηµειώσεις του συγγραφέα, τα Χρόνια της βραδύτητας προσφέρουν επιπλέον µια έξοχη απεικόνιση για το πώς η ζωή διυλίζεται για να µετατραπεί σε µυθιστόρηµα, πώς η συναισθηµατική ανάµνηση µεταµορφώνεται σε συλλογική µνήµη, ενώ η διαυγής γραφή αφήνει να διαφανεί το ζοφερό υπόβαθρο ενοχής πίσω από την πρόσφατη ιστορία της Χώρας των Βάσκων.
Έλεγε κλαίγοντας πως ήταν μόνο για μερικούς μήνες, εμείς όμως υποπτευόμαστε ότι έλεγε ψέματα για να κάνει τον εγκλεισμό μας πιο υποφερτό. Λόγω της αγάπης που τρέφαμε γι’ αυτήν, κάναμε ότι πιστέψαμε πως σε λίγο καιρό θα ξαναγυρίζαμε στο σπίτι. Επειδή όμως δεν είναι αυτή η ιστορία που σας ενδιαφέρει για το μυθιστόρημά σας, θα τη συντομεύσω λέγοντας απλώς ότι η μητέρα μου είχε μια αδερφή που στα νιάτα της είχε πάει να δουλέψει σε μια πιλοποιία στο Σαν Σεμπαστιάν. Είχε μπει και υπηρέτρια στο σπίτι κάποιων Γάλλων και ούτε ξέρω τι άλλο.
Εκεί γνώρισε τον θείο μου τον Βιθέντε Μπαρριόλα, γέννημα θρέμμα αυτής της πόλης, πιο γνωστό με το παρατσούκλι Βισεντίκο. Παντρεύτηκαν κι έκαναν δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Αυτή η θεία μας, η Μαρία ντελ Πούι Αρανθάμπαλ, για μας θεία Μαριπούι, πρότεινε στη μητέρα μας να πάρει ένα από τα παιδιά της, σε καμία περίπτωση και τα τρία, αλλά μόνο το ένα, όπως είπα, επειδή δεν υπήρχε στο σπίτι της χώρος για όλα. Εγώ ήμουν ο μικρότερος, παιδάκι ακόμα, και είχα τη φήμη καλοαναθρεμμένου, γι’ αυτούς τους λόγους λοιπόν ευνοήθηκα. Όσο για τ’ αδέρφια μου, ανέπτυξαν έκτοτε ένα είδος τρυφερής ταύτισης που εξακολουθούν να έχουν και από την οποία εγώ δυστυχώς έμεινα αποκλεισμένος, παρόλο που τα πάω καλά και με τους δύο, καλύτερα αν τους συναντώ ξεχωριστά παρά όταν είμαστε και οι τρεις μαζί.
Μ’ αυτή τη δήλωση βάζω τέλος στην οικογενειακή εισαγωγή, που σας είναι αχρείαστη για το μυθιστόρημά σας. Ωστόσο έπρεπε να τη γράψω για να μη στερήσω νοήματος όσα ακολουθούν και επειδή, έχοντας στο μυαλό μου αυτό που μου είπατε, θεώρησα καλύτερο να έχει η εξιστόρηση των αναμνήσεών μου κάποια αρχή παρά να μην έχει καμία. Εσείς ο ίδιος με παροτρύνατε να εκφραστώ κατά το δοκούν, με ακρίβεια αλλά αδιαφορώντας για τη δομή ή το στιλ, αφού αυτό είναι δική σας δουλειά ως συγγραφέας που είστε».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο οχτάχρονος Τσίκι πηγαίνει να ζήσει µε τους θείους του στο Σαν Σεµπαστιάν. Μέσα από τα αθώα µάτια του παρακολουθούµε πώς κυλούν οι µέρες στην οικογένεια και στη γειτονιά: Ο θείος του ο Βιθέντε, άνθρωπος αδύναµου χαρακτήρα, µοιράζει τη ζωή του ανάµεσα στο εργοστάσιο και στο µπαρ, και στην πραγµατικότητα κουµάντο στην οικογένεια κάνει η θεία του η Μαριπούι, γυναίκα µε έντονη προσωπικότητα αλλά προσκολληµένη στις κοινωνικές και θρησκευτικές συµβάσεις της εποχής· η ξαδέρφη του η Μάρι Νιέβες ζει έχοντας συνεχώς το µυαλό της στα αγόρια, ενώ ο δύστροπος και λιγοµίλητος ξάδερφός του Χουλέν, επηρεασµένος από τη συστηµατική κατήχηση του ιερέα της ενορίας, προσχωρεί στην ΕΤΑ, που διανύει τα πρώτα στάδια της ζωής της. Η µοίρα όλων αυτών των ανθρώπων –κοινή µε τόσων άλλων κοµπάρσων της Ιστορίας, στριµωγµένων ανάµεσα στην ανάγκη και στην άγνοια– θα υποστεί, χρόνια αργότερα, µια δραµατική αλλαγή.
Εναλλάσσοντας τις αναµνήσεις του πρωταγωνιστή µε τις σηµειώσεις του συγγραφέα, τα Χρόνια της βραδύτητας προσφέρουν επιπλέον µια έξοχη απεικόνιση για το πώς η ζωή διυλίζεται για να µετατραπεί σε µυθιστόρηµα, πώς η συναισθηµατική ανάµνηση µεταµορφώνεται σε συλλογική µνήµη, ενώ η διαυγής γραφή αφήνει να διαφανεί το ζοφερό υπόβαθρο ενοχής πίσω από την πρόσφατη ιστορία της Χώρας των Βάσκων.
Κριτικές
12/02/2021, 14:46