0
Your Καλαθι
Τζίντζερ
Έκπτωση
1%
1%
Περιγραφή
Στην έρημο των αιώνων, στην απεραντοσύνη του ορίζοντα, στην άλλη, την πραγματική έρημο, μια ζωή που κρατάει 3.000 χρόνια μπορεί να είναι εντελώς πραγματική. Αυτός είναι ο Τζίντζερ. Περιπλανιέται από την Αρχαία Αίγυπτο ως το Βρετανικό Μουσείο και τη συμβολική νήσο Εγκαδί για να αποδείξει, με την τέχνη του, ότι ο θάνατος για την αιωνιότητα είναι το ύστατο αισθητικό γεγονός της ζωής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ενα φανταστικό μυθιστόρημα που κουβαλά αλληγορικό φορτίο θέτει το ερώτημα της ενδεικνυόμενης διαφάνειας. Γιατί, αν το πλασματικό περίβλημα πυκνώσει καθ' υπερβολήν, σύμβολα και μεταφορές κινδυνεύουν να μείνουν μετέωρα και σκοτεινά. Από την άλλη, αν όλα είναι πρόδηλα, τότε ο αλληγορικός μύθος χάνει σε υποβλητικότητα. Κυπρία η Ευτέρπη Αραούζου έχει εκδώσει σε αθηναϊκούς εκδοτικούς οίκους μέσα σε μία δεκαετία τρία μυθιστορήματα. Και στα τρία, αλλόκοτα και μυστηριώδη όντα εμπλέκονται σε ιστορίες τρόμου, ενώ οι συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου μένουν εσκεμμένα ασαφείς ή και συγκεκαλυμμένες. Αν οι αφηγήσεις τής Ευ. Αραούζου είναι τω όντι αλληγορικές, τότε δείχνουν μάλλον απόκρυφες σαν ιερογλυφική γραφή που ζητά την αποκωδικοποίησή της ή, ίσως ορθότερα, που απευθύνεται σε λιγοστούς και μυημένους. Πιθανώς και νουνεχής επιλογή, όταν η τολμηρότητα κάποιων παραβολικών διηγήσεων αγγίζει τα όρια της αποκοτιάς.
Τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματα παρέτασσαν παράξενες και μακάβριες ιστορίες τις οποίες υποτίθεται ότι αφηγούνται τα κεντρικά πρόσωπα. Στο πρώτο, Αιχμάλωτος (εκδόσεις Εστία, 1993), η δεσμώτρια στον κρατούμενό της, στο δεύτερο, Μπλου (εκδόσεις Ωκεανίδα, 1997), όπου και πάλι πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι, γίνονται και οι δύο, με τη σειρά, αφηγητές φρικιαστικών ιστοριών που φαίνονται και ως διαφορετικές εκδοχές ενός κοινού σε όλες μύθου. Περισσότερο συνεκτικό το πρόσφατο μυθιστόρημα αναπτύσσεται ως μια ενιαία ιστορία, τοποθετημένη ωστόσο εντός μιας άλλης που χρησιμεύει ως μυθοποιητικό πλαίσιο αναφοράς. Και πάλι προτάσσεται σημείωση της συγγραφέως, υποτίθεται, διαφωτιστική των προθέσεών της. Κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της, τα δύο τελευταία μυθιστορήματα συνιστούν μέρη μιας τριλογίας, προσδιοριζομένης χρωματικώς, όπως δείχνουν οι τίτλοι, ή και ειδολογικώς, αφού το Μπλου χαρακτηρίζεται «γοτθικό μυθιστόρημα» και το Τζίντζερ θα μπορούσε να προσδιοριστεί και ως αιγυπτιακό. Ανεξάρτητα αν το πρόσφατο δείχνει να συγγενεύει μάλλον με το πρώτο μυθιστόρημά της, πιθανώς και προδίδοντας την εξέλιξη της φιλοπατρίας της συγγραφέως στα ενδιάμεσα χρόνια.
Το 1900 το Βρετανικό Μουσείο παρέλαβε μια μούμια της προδυναστικής Νουβίας, δηλαδή των μέσων της τέταρτης χιλιετίας π.Χ., την οποία οι αρχαιολόγοι βάφτισαν Τζίντζερ χάρη στα βαμμένα με χένα κόκκινα μαλλιά της. Λίγο καιρό μετά την άφιξη της μούμιας κλάπηκε ο δείκτης του αριστερού χεριού της. Αυτή η παράξενη κλοπή, όπως μαθαίνουμε στο καταληκτικό κεφάλαιο, έδωσε την ιδέα στον επιμελητή τότε των αιγυπτιακών αρχαιοτήτων του μουσείου, που εκτός από αρχαιολόγος ήταν και συγγραφέας, να επινοήσει ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα τρόμου γύρω από τη μούμια Τζίντζερ, το οποίο τελικά και αποτελεί το φερώνυμο βιβλίο. Συγγραφέας με φιλοσοφικές τάσεις ο άγγλος αρχαιολόγος με τη φαντασία του πλάθει μια ψυχή που έρχεται στον κόσμο για να βοηθήσει τους ανθρώπους να καταπολεμήσουν τον φόβο του θανάτου. Παρά τις αγαθές προθέσεις της ψυχής, της οποίας οι εξομολογήσεις προς τις λοιπές ψυχές καταλαμβάνουν ένα ολόκληρο κεφάλαιο, τελικά ενσαρκώνεται σε έναν μεσσία του Σατανά. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη· το πρώτο ξεκινά το 3500 π.Χ. στις εκβολές του Νείλου, κατά την πρώτη ενσάρκωση της ψυχής σε Νούβιο, ενώ το δεύτερο, το 1520 π.Χ., πάλι στην Αίγυπτο, την εποχή του Θουθμώσεως Β' και της ετεροθαλούς αδελφής και συζύγου του Χατσεπσού, όταν η ψυχή μετενσαρκώνεται σε ιερέα του θεού Ηλιου. Ολα αυτά όμως τα αιγυπτιολογικά καρυκεύματα χρησιμεύουν ως υποβλητικό προανάκρουσμα για την τελευταία μετενσάρκωση, που γίνεται στο ξεκίνημα της δεύτερης χιλιετίας μ.Χ. σε ένα νησί.
Το ανθρώπινο πλάσμα που γεννιέται στις 28 Φεβρουαρίου του 1900 περιγράφεται τερατόμορφο και διαβολικό. Επιπροσθέτως, του λείπει ο δείκτης του αριστερού χεριού και φέρει κόκκινη κόμη, γι' αυτό και οι νησιώτες τον βάφτισαν Πυρρούς. Οπως έχει αποδείξει και στα προηγούμενα βιβλία της η Ευ. Αραούζου μυθοπλάττει με άνεση στον χώρο τού γκροτέσκο εκμεταλλευόμενη γνωστά μοτίβα. Ο Πυρρούς φέρνει τον θάνατο σε όποιον τον πλησιάζει, με αποτέλεσμα να στεριώσει μόνο στο κοιμητήριο ως νεκροπομπός. Χάρη όμως σε μια εγγλέζα συνταξιούχο θα διδαχθεί την τέχνη του ταριχευτή, που επαγγελλόταν και στην προηγούμενη ζωή του. Μέσα από αλλεπάλληλες καταστροφές θα βρει τον προορισμό του φτιάχνοντας στην πρωτεύουσα του νησιού ένα μουσείο βαλσαμωμένων πτωμάτων, οπότε και η δράση απογειώνεται με διαδοχικά ευρήματα διατηρώντας μέχρι τέλους το σασπένς.
Στρωτή αφήγηση, χωρίς πλατειασμούς, με δεσπόζουσα την παρουσία του συγγραφικού εγώ στο πλήθος των συλλογισμών που παρεμβάλλονται στη διήγηση δίκην αποφθέγματος. Και πάλι ανησυχίες στοχαστικής φύσεως ή και σχετικές με τη διαδικασία της γραφής, που κάποτε ηχούν και λίγο πομπώδεις. Το μυθιστόρημα δείχνει να επιζητεί έναν ευρωπαΐζοντα αέρα με τα μότο, τις γραμματειακές παραπομπές και τη χρήση πλάγιων στοιχείων προς έμφαση, όχι πάντα δικαιολογημένη. Σε κάθε περίπτωση δεν εγκαταλείπεται στη ζοφερή διάθεση μιας θεματικής θανάτου, αλλά βρίσκει το απώτερο νόημά του στο φανταστικό, εκ πρώτης όψεως, νησί που πλάθει η συγγραφέας.
Και το πρώτο μυθιστόρημα τής Ευ. Αραούζου διαδραματίζεται σε ένα νησί. Αν και δεν κατονομάζεται, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η συγγραφέας έχει κατά νου τον γενέθλιο τόπο. Στο επόμενο μυθιστόρημα γίνεται επιτροχάδην μόνο αναφορά σε ένα απόμακρο νησί. Στις αρχές της τρίτης χιλιετίας μ.Χ., πλείστοι όσοι λόγοι σπρώχνουν την Ευ. Αραούζου σε μια φορτισμένη αλληγορία εστιασμένη και πάλι στο προσφιλές νησί. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα το νησί προσδιορίζεται ως αποικία της Αγγλίας ευρισκομένη πλησίον της Αιγύπτου και φέρουσα το όνομα Εγκαδί. Η πρωτεύουσα του νησιού είναι μια παραλιακή πόλη με κάστρο κτισμένο την εποχή της Α' Σταυροφορίας. Χαρακτηριστικό είναι το σχήμα του νησιού, σαν «ξεχειλωμένο παπούτσι πεταμένο στη θάλασσα». Χλευαστική η περιγραφή των κατοίκων του· φτωχοί σε φαντασία, φοβούνται να γελάσουν, ακόμη και να χαμογελάσουν, φαντασμένοι νεόπλουτοι, ζουν μέσα στη χλιδή χωρίς να έχουν προσφέρει τίποτε στην ανθρωπότητα. Τελικά φτάνουν στο σημείο να πουλάνε τα πτώματα των αγαπημένων τους για δέκα στερλίνες. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον πατέρα ή και επίσκοπο Αρσένιο· ηγεμονική η θέση του στο πρώτο μυθιστόρημα, διακοσμητική στο πρόσφατο. Οσο για τον ευγενή άγγλο κυβερνήτη του νησιού, αυτός ικανοποιείται όταν μια ντόπια νάνος τού μαστιγώνει τα λευκά και άτριχα οπίσθια. Το κάστρο της παραλιακής πρωτεύουσας θα μετατραπεί σε μουσείο πτωμάτων και τον Πυρρούς, ως εξιλαστήριο θύμα, θα τον γδάρουν ζωντανό. Ενα τέλος που θυμίζει τον Ενετό Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο, τελευταίο υπερασπιστή της Αμμοχώστου προτού πέσει στα χέρια των Οθωμανών. Πόσο δηλωτικά όμως είναι τα ονόματα, οι περιγραφές και οι ημερομηνίες; Πόσο σκόπιμοι οι αναχρονισμοί; Ως ποιο σημείο μπορούμε να σπρώξουμε την ερμηνεία της αλληγορίας χωρίς τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε υπερβολές πέραν των συγγραφικών προθέσεων; Μια πόλη-φάντασμα όπως η Αμμόχωστος σήμερα, πόσο άραγε γονιμοποίησε τη συγγραφική φαντασία, δεδομένων και των πρόσφατων εξελίξεων;
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 14-07-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις