0
Your Καλαθι
Η επέλαση των βαρβάρων ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Πρώτο βραβείο Σεναρίου Φεστιβάλ Καννών 2003
Έκπτωση
50%
50%
Περιγραφή
Ο Ρεμί, καθηγητής Ιστορίας, αρρωσταίνει και έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο. Οραματιστής, ιδεολόγος, λάτρης κάθε απόλαυσης, σωματικής ή πνευματικής, συνειδητοποιεί πως τα μεγάλα ιδανικά δεν μπορούν να σώσουν τον κόσμο αλλά ούτε και τον ίδιο από τις μεγάλες τραγωδίες.
Γύρω του θα συγκεντρωθούν όσοι τον αγάπησαν και τον απαρνήθηκαν: η πρώην γυναίκα του, ο αποξενωμένος γιος του, πρώην φιλενάδες, παλιοί φίλοι. Οι διάλογοι των ηρώων δεν καταφεύγουν ποτέ στο μελό, αλλά σχολιάζουν αδιάκοπα, σκληρά, όμως πάντα με χιούμορ ολόκληρη την Ιστορία και την κοινωνία. Το βιβλίο συγκινεί βαθιά, όχι όμως με τον θάνατο του πρωταγωνιστή, αλλά με τον τρόπο που έζησε τη ζωή του.
Η παλιά παρέα συγκεντρώνεται και πάλι για να γιορτάσει το τέλος ενός κύκλου και ο Ντενίς Αρκάν δημιουργεί έναν ύμνο στη φιλία, στις ανθρώπινες σχέσεις και την τέχνη της ζωής.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Το σενάριο είναι μια ιστορία ειπωμένη με εικόνες».
Σιντ Φιλντ, Αμερικανός θεωρητικός του κινηματογράφου
Και όμως, αυτή η μάλλον απλουστευτική άποψη για το κείμενο που προετοιμάζει τις κινηματογραφικές εικόνες είχε επικρατήσει στη θεωρία περί σεναρίου πριν από μερικά χρόνια. Σήμερα, χωρίς να έχει απολύτως εγκαταλειφθεί, δεν συζητιέται ανοιχτά, αφού η εμπειρία τού μεγάλου αυτού μέσου που λέγεται σινεμά έχει δώσει ποικίλους και πιο σύνθετους καρπούς.
Το σενάριο οφείλει τη γέννησή του -σε ποιους άλλους;- στους λογοκρατούμενους Γάλλους, στις αρχές του περασμένου αιώνα. Συγγραφείς αλλά και επιφυλλιδογράφοι λαϊκών περιοδικών στράφηκαν προς τη σύνθεση «ιστοριών» οι οποίες θα υπηρετούσαν, αρτιότερα από πριν, την αφήγηση μέσω των κινούμενων εικόνων. Λογοτέχνες κυρίως ήσαν, λοιπόν, εκείνοι που άρχισαν να ασχολούνται με το σενάριο. Για την ιστορία να πούμε ότι πατήρ της ιδιαίτερης αυτής γραφής θεωρείται ο Αλμπέρ Καπελανί, που εισηγήθηκε γραπτά του για το σινεμά γύρω στα 1903.
Η υπόθεση που λέγεται σενάριο προβλημάτισε ιδιαίτερα τους ενδιαφερομένους συν τω χρόνω, και βέβαια περισσότερο από την περίοδο των ομιλουσών εικόνων και μετά. Διάσημες φωνές της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και του θεάτρου στην πορεία του μέσου εργάστηκαν (και ορισμένοι από αυτούς εργάζονται) για λογαριασμό εταιρειών ως σεναριογράφοι: π.χ. ο Βλαντμίρ Μαγιακόφσκι, ο Σκοτ Φιτζέραλντ, ο Ουίλιαμ Φόκνερ, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Νόρμαν Μέιλερ, η Πατρίτσια Χάισμιθ, ο Σαμ Σέπαρντ βρίσκονται ανάμεσα στις πιο διάσημες, σχετικές περιπτώσεις.
Το βασικό ερώτημα που απασχόλησε και απασχολεί τους εμπλεκόμενους στη μεγάλη αυτή περιπέτεια της εικονιστικής καταγραφής του κόσμου αφορά τη φύση του σεναρίου: Δηλαδή αυτές οι σελίδες πάνω στις οποίες έχουν συλληφθεί και περιγράφονται σκηνές, πλάνα και ήχοι, πριν όλο αυτό το σύνθεμα γίνει «πράξη» στο φιλμ, έχουν κάποια λογοτεχνικότητα; Πρόκειται για ένα αυτόνομο, έντεχνο γραπτό, ή μήπως είναι απλώς ένα σκαρίφημα, ένα απλό όχημα μεταφοράς κάποιων δραματικών -με βάση τεχνικές προδιαγραφές- δεδομένων, τα οποία αποκτούν οντότητα μόνον όταν αποτυπωθούν στην επιφάνεια του υλικού που λέγεται σελιλόιντ;
Αυτό το κείμενο είναι άραγε, αναρωτιούνται, άξιο να εκδοθεί σε βιβλίο και να διαβαστεί έξω από τα συμφραζόμενα τα οποία -υποτίθεται- ότι το προϋποθέτουν; Εννοώντας τις εικόνες χάριν των οποίων έχει αυτό δημιουργηθεί. Μήπως το σενάριο τελικά είναι ένα είδος σκηνικών οδηγιών, όπως συμβαίνει στο θεατρικό έργο με τις καθοδηγητικές σημειώσεις του δραματικού συγγραφέα προς το σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς των παραστάσεων;
Κείμενο και σκηνή
Κατ' αναλογίαν, και στο χώρο του θεάτρου υπάρχει η διχογνωμία περί του εάν ένα έργο μπορεί να διαβαστεί μόνο ως κείμενο χωρίς τη σκηνική του πραγμάτωση.
Εχοντας υπόψη τους οι σημερινοί αρμόδιοι τις αντιφατικές μεταξύ τους σκέψεις των παλιότερων θεωρητικών περί του χαρακτήρα του σεναρίου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ...νίπτουν τας χείρας τους, αφήνοντας τα πράγματα περίπου στην τύχη τους...
Και έχουν δίκιο αν δούμε το κάπως θολό, σχετικό τοπίο των αντιδικιών. Αν σκεφθούμε, για παράδειγμα, ότι μία από τις πλέον εξέχουσες μορφές της θεωρίας, ο Ούγγρος Μπέλα Μπαλάζ, έλεγε κάποτε ότι το σενάριο θυμίζει έναν «σκελετό», μία οικοδομική σκαλωσιά την οποία χρησιμοποιούμε για την ανέγερση ενός κτιρίου (του φιλμ) και μετά την αποσύρουμε ως άχρηστη· τότε βρίσκεται κανείς σε αδιέξοδο έχοντας στα χέρια του τα έξοχα σενάρια - θεατρικά κομμάτια ή και λογοτεχνήματα αυτούσια, π.χ. του Μπέργκμαν... Ο κατάλογος δεν σταματά εάν ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τα «αξιόλογα» σενάρια του Μπουνιουέλ, του Τζαβατίνι, των Χάντκε - Βέντερς, του Νόρμαν Μέιλερ, του Τομ Στόπαρντ και πάει λέγοντας...
Το σενάριο, κακά τα ψέματα, στηρίχτηκε πάνω στην κλασική δραματουργία, στο λόγο, και μέσα σ' αυτό περιέχεται ολόκληρο το έργο που θα δούμε στη συνέχεια πάνω στο φιλμ. Τώρα, εάν ο σκηνοθέτης, αυτοσχεδιάζοντας κατά το γύρισμα, θελήσει να παραλλάξει ή να ξεχάσει κομμάτια του σεναρίου, αυτό δεν στρέφεται εναντίον της λογοτεχνικής φύσης του σεναρίου. Ακραία εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί το φαινόμενο ελάχιστων δημιουργών, οι οποίοι κρατώντας σημειώσεις απλώς πάνω στις ιδέες τους, τις υλοποίησαν εικονιστικά. Ομως ξέρουμε ότι και ο Ζαν- Λικ Γκοντάρ, που έδειχνε να κάνει σε ορισμένες ταινίες του κάτι ανάλογο, έλεγε ότι πριν από τους «αυτοσχεδιασμούς» είχε καταστρώσει ολόκληρο δραματουργικό σχέδιο σε τηλεγραφικού, έστω, τύπου κείμενα, στα οποία βασιζόταν απολύτως στη συνέχεια.
Ας μιλήσουμε, όμως, για το ανά χείρας βιβλίο, το οποίο πιστεύω ότι αξίζει μιας αυτόνομης αξιολόγησης. Ο Ντενίς Αρκάν (1941) είναι Καναδός σκηνοθέτης που με τις κοινωνικοπολιτκές, σατιρικές ταινίες του έχει γίνει ένα είδος συνείδησης των συμπατριωτών του, σαρκάζοντας τα τρωτά της χώρας του εδώ και περίπου τριάντα χρόνια. Σε δραματικούς και βιτριολικά χιουμοριστικούς τόνους συνθέτει τις σύγχρονες ηθολογίες του πάνω στις πολιτικές, ταξικές, σεξουαλικές και καθημερινές συμπεριφορές των Καναδών, με τρόπο διαπεραστικό και οξύ.
Πολλαπλά βιώματα
Η επέλαση των βαρβάρων, που ως φιλμ κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ των Κανών και το Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας για το 2003, παρακολουθεί ήρωες του Αρκάν, γνωστούς από προηγούμενη ταινία του (Η παρακμή της αμερικανικής αυτοκρατορίας). Το σενάριο συναντά έναν από τους χαρακτήρες αυτούς, τον καθηγητή της Ιστορίας Ρεμί, έναν άντρα γύρω στα 65, που είναι βαριά άρρωστος σε ένα μάλλον μέσο νοσοκομείο του Μόντρεαλ. Πρόκειται για πρόσωπο με πολλά βιώματα από την παλιά αριστερή του ένταξη και τον έκλυτο βίο, που είναι απελπισμένο βαθιά, εξαιτίας των διαψεύσεών του από τις ιδέες και τη σάρκα. Παρά ταύτα, ή μάλλον με αφορμή αυτούς τους λόγους, με πολύ χιούμορ και πικρό σαρκασμό αποδέχεται την ιδέα του μοιραίου. Χωρισμένος, με ένα γιο γιάπη που εργάζεται στο Λονδίνο και μια κόρη, πιλότο σε γιοτ στην Αυστραλία, περιστοιχίζεται στο κρεβάτι τού πόνου από πρώην σύζυγο και διάφορες ερωμένες, ενώ ξανασυγκεντρώνεται γύρω του η παλιά παρέα των πρώην μποέμ, πλην συμβιβασμένων πια φίλων. Εκείνων οι οποίοι μαζί του παλαιότερα έτρεφαν τις γνωστές αυταπάτες για ανατροπή των παρωχημένων αξιών και ταυτόχρονα έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν στην πράξη να τις υπηρετήσουν...
Ο Αρκάν με τις δραματικές και ιδεολογικές αποστάσεις που κρατάει απέναντι στους ήρωές του -εκφραστικοί προφανώς της δικής του γενιάς- προτείνει έναν ουσιαστικό όσο και τρυφερό κλαυσίγελω, κάνοντας ένα καίριο σχόλιο για το ατομικό και το συλλογικό πεπρωμένο. Ο Ρεμί, αυτός ο έμπλεος βιωμάτων ηλικιωμένος διανοούμενος και τέκνο της ζωής, κάνει μία ανακεφαλαίωση της ζωής του (πολύ πιο χιουμοριστική και άλλης ατμόσφαιρας από εκείνη του μπεργκμανικού ήρωα στις Αγριες φράουλες), εκτοξεύει αφορισμούς για την πορεία του κόσμου, αλλά πάνω απ' όλα έχει το απελπισμένο θάρρος να την αποχωριστεί εκούσια, σχεδόν εύθυμα. Οχι μόνο θυμοσοφώντας για τη ματαιότητά της (διαβάζει σε μια στιγμή απαισιόδοξα εδάφια από τον Σεν Σιμόν) αλλά και με μία εσωτερική γαλήνη, αποτέλεσμα, ακριβώς, της ικανοποίησής του από την πλησμονή ηδονής και άλλων εμπειριών του.
Περνώντας με φοβερή κινητικότητα από το ειδικό στο γενικό σχόλιο, από τον αφορισμό στην ψυχολογική απόχρωση, παίζοντας σε μεγάλη κλίμακα αισθημάτων, με τη συγκρατημένη οργή αλλά και κυρίως με την τρυφερή συγκατάβαση για τα ανθρώπινα, ο Αρκάν αναλύεται τελικά σε έναν ακροαστικό, πολύσημο γέλωτα.
Η Μυρσίνη Γκανά απέδειξε με την εύχυμη απόδοσή της ότι ήταν εξαιρετικά δεκτική σε έναν λόγο ασθματικό, νευρώδη και με πολλές άλλες σημάνσεις.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/03/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις