0
Your Καλαθι
Πριν πέσει η Νύχτα
Αυτοβιογραφία
Περιγραφή
«Δίνω τέλος στη ζωή μου γιατί δεν μπορώ να εξακολουθήσω να εργάζομαι. Κανένα από τα πρόσωπα που με περιβάλλουν δεν ευθύνεται γι' αυτή την απόφαση. Μόνο ένας είναι ο υπεύθυνος: ο Φιδέλ Κάστρο».
Στις 7 Δεκεμβρίου 1990 ο Κουβανός συγγραφέας Ρεϊνάλντο Αρένας, ασθενής στο τελικό στάδιο του AIDS αυτοκτονεί στη Νέα Υόρκη. Αφήνει πίσω του αυτή την ανατριχιαστική προσωπική και πολιτική μαρτυρία, την οποία ολοκλήρωσε λίγες μέρες πριν βάλει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του, λίγο πριν πέσει η τελευταία νύχτα, σκεπάζοντας ανέκλητα μια θυελλώδη ζωή, σημαδεμένη από την ανελέητη καταδίωξη, το φρενήρες πάθος για τον έρωτα, το αδιάκοπο κυνήγι της λύτρωσης μέσω της λογοτεχνίας. Ο Αρένας, όντως συγκέντρωνε τρεις ιδανικές προϋποθέσεις για να μετατραπεί σε έναν από τους απόκληρους που γεννά η ανακριτική και σωφρονιστική κόλαση της καστρικής Κούβας: ήταν συγγραφέας, ομοφυλόφιλος και αντιφρονών. Όσες προσπάθειες κι αν έγιναν να αποσιωπηθεί αυτό το βιβλίο, όπως και το υπόλοιπο έργο του συγγραφέα, δεν στάθηκαν ικανές να σκιάσουν την οδυνηρή πορεία του Αρένας από τον υπόκοσμο της Αβάνας, όπου σέρνονται οι αποκλεισμένοι του συστήματος, και τις φυλακές της Κρατικής Ασφάλειας, ώς τον αγώνα για επιβίωση στις ΗΠΑ, ενάντια στη διακριτική ουδετερότητα της επαναπαυμένης Αριστεράς που τον ανέμενε, όπως και κάθε άλλο Κουβανό εξόριστο.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ζωή του μοιάζει με μυθιστόρημα. Γι' αυτό και ο Τζούλιαν Σνάμπελ έσπευσε να την κάνει ταινία, με τον Χαβιέρ Μπαρντέμ να υποδύεται τον επαναστάτη και αντικομφορμιστή κουβανό συγγραφέα στις αθηναϊκές αίθουσες προβάλλεται ήδη από προχθές Παρασκευή.
Γεννημένος σε μια οικογένεια φτωχών και αγράμματων χωρικών το 1943, ο Ρεϊνάλντο Αρένας μεγάλωσε σε έναν προστατευτικό κλοιό από γυναίκες (τη μητέρα του και τις θείες του), οι οποίες καθώς τα αρσενικά της οικογένειας είχαν εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη τον μπόλιασαν με τις ευαισθησίες τους και του έμαθαν την καρτερικότητα και την υπομονή. Ριγμένος στη σκληρή βιοπάλη και έφηβος ακόμη θα ακούσει τη φωνή της καρδιάς του και θα οργανωθεί στους «γκερίγιας» του Φιντέλ Κάστρο, που λίγο αργότερα θα ανατρέψουν τον δικτάτορα Μπατίστα και θα εγκαταστήσουν στην Κούβα ένα φιλοσοβιετικό καθεστώς.
Υπάλληλος ήδη της Εθνικής Βιβλιοθήκης στην Αβάνα, ο Αρένας θα εκδώσει το 1967 το πρώτο του μυθιστόρημα Ο Σελεστίνο την αυγή, που θα του δώσει κάποια φήμη αλλά θα σημάνει και την απαρχή των δεινών του. Το υπουργείο Προπαγάνδας τον εντάσσει στη μαύρη λίστα της λογοκρισίας καθώς το βιβλίο όχι μόνο εκλαμβάνεται ως οξεία κριτική των κακώς κειμένων και της σοσιαλιστικής γραφειοκρατίας αλλά αποπνέει και τις πασίδηλα αποκλίνουσες ερωτικές προτιμήσεις του. Από 'δώ και πέρα η «ρετσινιά» του αντεπαναστάτη συγγραφέα θα τον ακολουθεί, με όλα τα επακόλουθα που αυτή συνεπάγεται σε ένα τέτοιο καθεστώς.
Χάνει τη δουλειά του και ζει έναν πλάνητα βίο. Οι προσβολές και οι ταπεινώσεις βρίσκεται πάντοτε υπό την αυστηρή επιτήρηση των αρχών ασφαλείας συντρίβουν την αξιοπρέπειά του και τον οδηγούν στην κατάθλιψη. Ως μόνη διέξοδος προβάλλει η φυγή. Οι αλλεπάλληλες απόπειρες απόδρασης στις ΗΠΑ θα του κοστίσουν στις αρχές της δεκαετίας του '70 διετή εγκλεισμό στις φυλακές του καθεστώτος. Παρ' όλα αυτά γράφει κρυφά και σκέφτεται τρόπους για να βγάλει τα κείμενά του στη Δύση. Τελικά το 1980 καταφέρνει να αποδράσει στο Μαϊάμι εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση από τη μαζική φυγή συμπατριωτών του από το λιμάνι Μαριέλ.
Ο ποθητός παράδεισος όμως δείχνει και σε αυτόν, όπως και στους άλλους φυγάδες, το πραγματικό του πρόσωπο. Από τους καταυλισμούς των προσφύγων ακόμη νιώθει τη ρατσιστική αντιμετώπιση η υποκρισία της κοινωνίας περισσεύει. Μόλις τα φώτα των τηλεοπτικών συνεργείων σβήσουν κανένας δεν ενδιαφέρεται πια για την τύχη μερικών «αναθεματισμένων» φυγάδων από το νησί του Κάστρο. Βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά περιστασιακών εραστών. Είναι η εποχή που το AIDS θερίζει· προσβάλλεται και αυτός από τον ιό. Τώρα πια είναι ακόμη πιο μόνος από πριν. Ενας παρίας, ένας άπατρις, ένας απόκληρος, χαμένος στη Νέα Υόρκη. Το τέλος πλησιάζει και εκείνος το αισθάνεται. Δεν θα το περιμένει όμως να έρθει. Θα προτιμήσει την εθελουσία έξοδο από τη ζωή στις 7 Δεκεμβρίου 1990. Η αυτοβιογραφία του κυκλοφορεί δύο χρόνια αργότερα. Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα θα τη χαρακτηρίσει «μια από τις πιο ανατριχιαστικές μαρτυρίες για την εξέγερση και την καταπίεση». Και οι κριτικοί θα συγκρίνουν το έργο του με τα γραπτά του βλάσφημου Ζενέ και του αποσυνάγωγου Σελίν, χαρακτηρίζοντάς τον μια από τις πιο σημαντικές μορφές των λατινοαμερικανικών γραμμάτων τα τελευταία 50 χρόνια.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 23-09-2001
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Eισαγωγή
Tο τέλος
Πίστεψα ότι πεθαίνω το φθινόπωρο του 1987. Υπέφερα από τρομερούς πυρετούς, εδώ και μήνες. Συμβουλεύτηκα έναν γιατρό και η διάγνωσή του ήταν AIDS. Κι ενώ χειροτέρευα όλο και περισσότερο, έβγαλα ένα εισιτήριο για το Μαϊάμι, με τη σκέψη να πεθάνω στη θάλασσα. Όχι ειδικά στο Μαϊάμι, αλλά στην ακτή. Ό,τι επιθυμεί όμως κανείς περισσότερο φαίνεται πως από μια διαβολική γραφειοκρατία καθυστερεί, ακόμα και ο θάνατος.
Στην πραγματικότητα, δεν προσπαθώ να πω πως ήθελα να πεθάνω, αν δεν έχεις όμως άλλη επιλογή από τον πόνο, χίλιες φορές καλύτερος ο θάνατος. Πριν από μήνες, μπήκα σ' ένα δημόσιο ουρητήριο, δίχως να μου δημιουργηθεί εκείνη η αίσθηση της προσδοκίας και της συνενοχής που πάντα ένιωθα. Κανείς δεν μου έδωσε σημασία, κι όσοι ήταν εκεί συνέχιζαν τις ερωτικές τους περιπτύξεις. Εγώ πλέον δεν υπήρχα. Δεν ήμουν νέος. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή σκέφτηκα, καλύτερα ο θάνατος. Το να ζητάς τη ζωή σαν χάρη πάντα έλεγα πως είναι αθλιότητα. Ή ζει κανείς όπως αυτός θέλει ή τα παρατάει. Στην Κούβα, παρά τις τόσες φρικαλεότητες που γνώρισα, υπήρχε πάντα η ελπίδα της φυγής, το ενδεχόμενο να σωθούν τα χειρόγραφά μου. Τώρα, το μόνο που μου απέμενε ήταν ο θάνατος. Σχεδόν όλα τα χειρόγραφα, που είχαν βγει από την Κούβα, διορθώθηκαν από μένα και βρίσκονταν στα χέρια φίλων μου ή είχαν δημοσιευτεί. Στη διάρκεια της πενταετούς εξορίας μου είχα γράψει ακόμα ένα δοκίμιο για την κουβανική πραγματικότητα, "Ανάγκη ελευθερίας", έξι θεατρικά έργα δημοσιευμένα υπό τον γενικό τίτλο "Καταδίωξη", κι ολοκλήρωσα τα μυθιστορήματα "Ο θυρωρός" και "Ταξίδι στην Αβάνα", παρότι όταν έγραφα αυτό το βιβλίο, ήμουν ήδη άρρωστος. Θλιβόμουν ωστόσο που θα πέθαινα, πριν καταφέρω να τελειώσω την "Πενταγωνία", έναν κύκλο πέντε βιβλίων, από τα οποία είχαν ήδη δημοσιευτεί το "Ο Σελεστίνο πριν την αυγή", "Το μιαρό, πάλλευκο παλάτι" και το "H θάλασσα, άλλη μια φορά". Στενoχωριόμουν που θα άφηνα τους φίλους μου, τον Λάζαρο, τον Χόρχε και τη Μαργαρίτα. Σκεφτόμουν τη θλίψη που θα προκαλούσε σε αυτούς και τη μητέρα μου ο θάνατός μου. Ο θάνατος, όμως, ήταν εκεί κι έπρεπε να τον αποδεχτώ.
Ο Λάζαρος, ξέροντας πόσο άσχημα ήμουν, ήρθε αεροπορικώς στο Μαϊάμι και με μετέφερε, αναίσθητο, στο New York Hospital. Aντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα, όπως μου διηγήθηκε ο ίδιος, για να μου κάνουν εισαγωγή, επειδή δεν είχα κοινωνική ασφάλιση. Το μόνο που είχα στην τσέπη μου ήταν ένα αντίγραφο της διαθήκης, την οποία είχα στείλει στον Χόρχε και τη Μαργαρίτα. Κι ενώ εγώ ψυχορραγούσα, οι γιατροί αρνούνταν την είσοδό μου, γιατί δεν είχα να πληρώσω. Ευτυχώς υπήρχε εκεί κάποιος Γάλλος γιατρός, τον οποίο ο Χόρχε και η Μαργαρίτα γνώριζαν, και με βοήθησε να μπω στο νοσοκομείο. Eν πάση περιπτώσει, όπως μου είπε ένας άλλος γιατρός, ο δόκτωρ Γκίλμαν, είχα μόνον δέκα τοις εκατό πιθανότητες επιβίωσης.
Μπήκα στα επείγοντα, ενώ όλοι βρίσκονταν σε κατάσταση αγωνίας. Από παντού πάνω μου έβγαιναν σωληνάκια: από τη μύτη, το στόμα, τα μπράτσα. Στην πραγματικότητα, μάλλον με εξωγήινο έμοιαζα παρά με ασθενή. Δεν πρόκειται να εξιστορήσω όσα τράβηξα στο νοσοκομείο. Η ουσία είναι ότι δεν πέθανα τότε που όλοι το περιμέναμε. Ο ίδιος Γάλλος γιατρός, ο δόκτωρ Oλιβιέ Aμεσέν (ένας εξαίρετος συνθέτης κατά τα άλλα), μου πρότεινε να του γράψω τους στίχους κάποιων τραγουδιών, για να τους μελοποιήσει. Εγώ, με όλα εκείνα τα σωληνάκια και μια συσκευή τεχνητής αναπνοής, μουντζούρωσα όπως όπως τα λόγια δυο τραγουδιών. Ο Oλιβιέ ερχόταν ολοένα στον θάλαμο του νοσοκομείου, όπου όλοι πεθαίναμε, να τραγουδήσει τα τραγούδια που του έγραψα κι εκείνος μελοποίησε. Έφερνε μαζί του κι ένα ηλεκτρονικό συνθεσάιζερ, ένα μουσικό όργανο που παρήγαγε όλων των ειδών τους ήχους, μιμούμενο οποιοδήποτε άλλο όργανο. Η αίθουσα των επειγόντων περιστατικών γέμισε από τις νότες του συνθεσάιζερ και τη φωνή του Oλιβιέ. Θεωρώ ότι οι ικανότητές του στη μουσική υπερείχαν αυτών στην Ιατρική. Εγώ, φυσικά, δεν μπορούσα να μιλήσω και, επιπλέον, είχα στον λαιμό μου έναν σωλήνα συνδεμένο με τους πνεύμονες. Στην πραγματικότητα, ήμουν ζωντανός επειδή εκείνο το πράγμα ανέπνεε αντί για μένα, αλλά με λίγη προσπάθεια κατάφερα να γράψω σ' ένα σημειωματάριο τη γνώμη μου για τις συνθέσεις του Oλιβιέ. Μου άρεσαν πραγματικά εκείνα τα τραγούδια. Το ένα είχε τίτλο "Ένα λουλούδι στη μνήμη" και το άλλο "Ύμνος".
Ο Λάζαρος μ' επισκεπτόταν καθημερινά. Ερχόταν με μια ανθολογία ποίησης, άνοιγε το βιβλίο στην τύχη και μου διάβαζε κάποιο ποίημα. Αν δεν ήταν του γούστου μου, μετακινούσα τα σωληνάκια που ήταν συνδεμένα στο κορμί μου, κι ο Λάζαρος μου διάβαζε κάποιο άλλο. Ο Χόρχε Καμάτσο τηλεφωνούσε από το Παρίσι κάθε βδομάδα. Μετέφραζαν τον "Θυρωρό" στα γαλλικά, κι ο Χόρχε μού ζητούσε συμβουλές για κάποιες δύσκολες λέξεις. Αρχικά, μπορούσα να απαντάω μόνον με ψελλίσματα. Kατόπιν η κατάστασή μου βελτιώθηκε κάπως και με μετέφεραν σε ένα μονόκλινο δωμάτιο. Μολονότι δεν σάλευα, ήμουν τυχερός να βρίσκομαι σε κείνο το δωμάτιο, όπου τουλάχιστον είχα λίγη ησυχία. Κι επιπλέον, τώρα μου είχαν βγάλει τον σωλήνα από το στόμα και μπορούσα να μιλάω. Έτσι τέλειωσε η μετάφραση του "Θυρωρού".
Στους τρεισήμισι μήνες πάνω, μου έδωσαν εξιτήριο. Δεν μπορούσα ακόμα να περπατήσω σχεδόν, κι ο Λάζαρος με βοήθησε ν' ανέβω στο διαμέρισμά μου, που δυστυχώς βρίσκεται στο έκτο πάτωμα, χωρίς ασανσέρ. Έφτασα με δυσκολία εκεί πάνω. Ο Λάζαρος έφυγε πολύ στενοχωρημένος. Στο σπίτι μου πια, βάλθηκα όπως μπορούσα να τινάζω τη σκόνη. Ξαφνικά, πάνω στο κομοδίνο, έπεσα σ' ένα φακελάκι το οποίο περιείχε κάποιο δηλητήριο για τα ποντίκια που λέγεται Τροκεμιτσέλ. Αυτό με γέμισε κουράγιο, προφανώς κάποιος έβαλε εκεί αυτό το δηλητήριο για να το πάρω. Και κείνη τη στιγμή αποφάσισα πως η αυτοκτονία, που είχα σχεδιάσει στα μουλωχτά, μπορούσε για την ώρα να αναβληθεί. Δεν γινόταν να δώσω αυτή την ευχαρίστηση σε όποιον μου άφησε εκείνο το φακελάκι στο δωμάτιο.
Οι πόνοι ήταν φριχτοί και η κούραση απέραντη. Σε λίγα λεπτά, ήρθε ο Ρενέ Σιφουέντες και με βοήθησε να καθαρίσω το σπίτι και να πάρω κάτι να φάω. Ύστερα έμεινα μόνος. Κι όπως δεν είχα δυνάμεις μήτε για να κάτσω στη γραφομηχανή, βάλθηκα να υπαγορεύω στο μαγνητόφωνο την ιστορία της ζωής μου. Μιλούσα λίγο, ξεκουραζόμουν και συνέχιζα. Είχα ήδη αρχίσει, όπως θα δείτε παρακάτω, την αυτοβιογραφία μου στην Κούβα. Την είχα ονομάσει "Πριν πέσει η νύχτα", γιατί έπρεπε να τη γράφω πριν σκοτεινιάσει, μια και ζούσα κυνηγημένος στο δάσος. Τώρα η νύχτα αναμενόταν και πάλι με τον πλέον ανέκκλητο τρόπο. Ήταν η νύχτα του θανάτου. Τώρα ναι, έπρεπε να τελειώσω την αυτοβιογραφία μου πριν πέσει η νύχτα. Το πήρα ως πρόκληση. Και συνέχισα να δουλεύω τις αναμνήσεις μου. Τις έγραφα σε μια κασέτα και την έδινα σ' έναν φίλο, τον Αντόνιο Βάγιε, να τις δακτυλογραφήσει.
Είχα ηχογραφήσει πάνω από είκοσι κασέτες κι ακόμα δεν σκοτείνιαζε.
Την άνοιξη του 1988, κυκλοφόρησε στη Γαλλία "Ο Θυρωρός". Απέσπασε ευνοϊκές κριτικές και μεγάλη δημοσιότητα. Το βιβλίο ήταν υποψήφιο, μαζί με δύο άλλα, για το βραβείο Medicis καλύτερου ξένου μυθιστορήματος. Ο εκδοτικός οίκος μού έστειλε ένα αεροπορικό εισιτήριο, γιατί ήμουν προσκεκλημένος στην εκπομπή της γαλλικής τηλεόρασης Apostrophes. Ήταν η πολιτιστική εκπομπή με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα στη Γαλλία και μεταδιδόταν ζωντανά σε όλη την Ευρώπη. Δέχτηκα την πρόταση χωρίς να ξέρω αν θα καταφέρω να κατέβω έστω τις σκάλες του σπιτιού μου και να φτάσω στο αεροπλάνο. Η ενθάρρυνση των φίλων μου, Χόρχε και Μαργαρίτας, όμως, με βοήθησε. Έφτασα στο Παρίσι και εμφανίστηκα στην εκπομπή. Και όσο εγώ μιλούσα σε κείνη την εκπομπή, που κράτησε παραπάνω από μισή ώρα, σχεδόν κανένας δεν ήξερε ότι ουσιαστικά ήμουν στα πρόθυρα του θανάτου. Πέρασα μερικές μέρες στο Παρίσι και επέστρεψα στην αυτοβιογραφία μου. Τη δούλευα, ταυτόχρονα με την επιμέλεια της εξαιρετικής μετάφρασης που μου έκανε η Λιλιάν Xασόν στο "Ο Τύμβος του Aγγέλου", μια σαρκαστική και τρυφερή παρωδία της "Σεσίλια Βαλντές" του Σιρίλιο Βιγιαβέρδε.
Oι σωματικές ταλαιπωρίες, όμως, δεν σταματούσαν, τουναντίον, εξακολουθούσαν ακάθεκτες. Έπαθα ένα είδος πνευμονίας, τη λεγόμενη PCP, την ίδια που είχα ήδη πάθει και πρωτύτερα. Τώρα οι ελπίδες να βγω ζωντανός ήταν ελάχιστες, γιατί ο οργανισμός ήταν ακόμα πιο εξασθενημένος. Επέζησα από την πνευμονία, αλλά την ίδια στιγμή, μες στο νοσοκομείο, έπαθα άλλες τρομερές ασθένειες, όπως καρκίνο, σάρκωμα Καπόζι, φλεβίτιδα και κάτι φριχτό, που λέγεται τοξοπλάσμωση και σημαίνει τη δηλητηρίαση του αίματος στον εγκέφαλο. Ο ίδιος ο γιατρός που με παρακολουθούσε, ο δόκτωρ Χάρμαν, θαρρώ πως με κοιτούσε με τόση θλίψη, που μερικές φορές ήμουν εγώ που τον παρηγορούσα. Όπως και να 'χει, ξεπέρασα τότε εκείνες τις αρρώστιες ή τουλάχιστον τον μεγάλο κίνδυνο. Έπρεπε να τελειώσω την "Πενταγωνία". Μέσα στο νοσοκομείο βάλθηκα να γράψω το μυθιστόρημα "Το χρώμα του καλοκαιριού". Έγραφα με τον ορό και φυσικά δυσκολευόμουν, υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου να φτάσω όπου μπορούσα. Ξεκίνησα αυτό το βιβλίο (το βασικό αυτού του κύκλου) από ένα κεφάλαιο με τίτλο "Τα ρημαδογκουάγκουα". Όταν βγήκα από το νοσοκομείο, τελείωσα την αυτοβιογραφία μου (με εξαίρεση, φυσικά, αυτή την εισαγωγή) και συνέχισα να δουλεύω Το χρώμα του καλοκαιριού. Επίσης προχωρούσα, μαζί με τον Ρομπέρτο Βαλέρο και τη Μαρία Μπαντίας, την επιμέλεια του πέμπτου βιβλίου της "Πενταγωνίας", "Η έφοδος". Ουσιαστικά, μιλάμε για ένα χειρόγραφο γραμμένο του σκοτωμού στην Κούβα, μήπως μπορέσω και το φυγαδεύσω από τη χώρα. Ο Ρομπέρτο και η Μαρία επωμίστηκαν το καθήκον της μεταγραφής από μια γλώσσα σχεδόν ακατάληπτη στα ισπανικά. Το θέμα είναι ότι το μυθιστόρημα καθαρογράφτηκε και προστέθηκε στα πρωτότυπα, στη βιβλιοθήκη Firestone του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, όπου μπορεί κανείς να ανατρέξει.
Εκείνες τις μέρες ήρθε κι η μητέρα μου από την Κούβα, με κείνες τις περίεργες άδειες που παραχωρεί ο Κάστρο σε άτομα μεγάλης ηλικίας για να μαζεύει δολάρια. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά από το να ταξιδέψω στο Μαϊάμι. Η μητέρα μου δεν κατάλαβε ότι ήμουν στα τελευταία μου, και εγώ τη συνόδευσα να κάνει όλα τα ψώνια της. Δεν της είπα τίποτα για την αρρώστια μου και ακόμα και σήμερα (στα μέσα του 1990) δεν της έχω πει το παραμικρό. Στο Μαϊάμι, έπαθα κι άλλη πνευμονία. Έφτασα στη Νέα Υόρκη και πήγα κατευθείαν στο νοσοκομείο. Βγήκα και πήγα στην Ισπανία, στην αγροικία του Χόρχε και της Μαργαρίτας. Εκεί τουλάχιστον μπορούσα ν' αναπνεύσω καθαρό αέρα.
Θυμάμαι ότι στη διάρκεια της παραμονής μου στην αγροικία του Χόρχε, μέσα στο κτήμα Λος Πάχαρες (ήταν τότε Οκτώβριος του 1988), μας ήρθε η ιδέα να συντάξουμε μια ανοιχτή επιστολή προς τον Φιδέλ Κάστρο, ζητώντας του τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, όπως είχε κάνει κι ο Πινοσέτ. Ο Χόρχε μού είπε να υπαγορεύσω το γράμμα και ριχτήκαμε και οι δύο στη δουλειά. Έπειτα το υπογράψαμε αυτός κι εγώ: ακόμη κι αν δεν μαζεύαμε άλλες υπογραφές, θα το στέλναμε με τις δικές μας, ταπεινές υπογραφές. Δεν έγινε έτσι, μαζέψαμε χιλιάδες υπογραφές, συμπεριλαμβανομένων και των οκτώ προσωπικοτήτων που είχαν πάρει Βραβείο Νόμπελ. Μιλάμε για μια απίστευτη δουλειά σε κείνη την κατοικία, που δεν είχε ούτε φως ούτε νερό. Η επιστολή δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες και ήταν ένα τρομερό πλήγμα για τον Κάστρο, γιατί αποκάλυπτε ότι η δικτατορία του ήταν ακόμα χειρότερη από αυτήν του Πινοσέτ, αφού ο ίδιος ουδέποτε θα προκήρυσσε ελεύθερες εκλογές. Κι όσοι αφελώς υποκρίνονται πως διατηρούν έναν διάλογο με τον Κάστρο θα έπρεπε να θυμηθούν την αντίδρασή του σε αυτή την επιστολή, αφού αρχικά αποκάλεσε τους υπογράφοντες "πράκτορες της CIA", και μετά "πουτανογεννημένους". Οπωσδήποτε ο Κάστρο τώρα έχει μόνο μια διέξοδο για να παραμείνει στην εξουσία, τον διάλογο με όσους βρίσκονται στην εξορία. Το απίστευτο είναι ότι πολλά εξόριστα πρόσωπα, που θεωρούνται μάλιστα και διανοούμενοι, είναι υπέρ του διαλόγου. Αυτό σημαίνει παντελή άγνοια της προσωπικότητας του Κάστρο και των φιλοδοξιών του. Είναι φανερό ότι ο Κάστρο, από την Κούβα, έχει φτιάξει επιτροπές προ-διαλόγου, και ότι αυτά τα άτομα περνάν ακόμα και ως πρόεδροι των επιτροπών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από τη μία λοιπόν έχουμε τους πράκτορες του Κάστρο, εκτός και εντός Κούβας, οι οποίοι εργάζονται για λογαριασμό του, και από την άλλη, τους φιλόδοξους με διάθεση να διακριθούν, ενώ δεν λείπουν κι εκείνα τα παλιοτόμαρα που όλο και κάτι λογαριάζουν "να βγάλουν" από την επιχείρηση του διαλόγου.
Κάποια μέρα, ωστόσο, ο λαός θα ανατρέψει τον Κάστρο και το λιγότερο που θα κάνει είναι να εκτελέσει όλους εκείνους που ατιμωρητί συνεργάστηκαν με τον τύραννο. Τα άτομα που υποκινούν έναν διάλογο με τον Κάστρο, γνωρίζοντας (όπως το ξέρουν όλοι) ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την εξουσία με το καλό και ότι αυτό που έχει ανάγκη είναι μια ανακωχή και μια οικονομική βοήθεια για να ισχυροποιήσει τη θέση του, είναι τόσο ένοχα όσο και οι μπράβοι που βασανίζουν και σκοτώνουν τον κόσμο, ή ίσως και περισσότερο, γιατί στην Κούβα ζεις κάτω από τον απόλυτο τρόμο. Όταν είσαι εκτός, μπορείς τουλάχιστον να επιλέξεις κάποια πολιτική αξιοπρέπεια. Όλοι αυτοί λοιπόν οι φιγουρατζήδες, που ονειρεύονται να εμφανιστούν στις τηλεοπτικές οθόνες σε μια χειραψία με τον Κάστρο για να μετατραπούν σε σημαντικές πολιτικές φιγούρες, πρέπει να έχουν πιο αντικειμενικά όνειρα: πρέπει να ονειρευτούν το σκοινί από το οποίο θα αιωρούνται στο Πάρκο Σεντράλ της Αβάνας, γιατί ο λαός της Κούβας, μες στη γενναιοδωρία του, θα τους κρεμάσει, όταν θα έρθει η ώρα της αλήθειας. Έτσι θα πεθάνουν γλυκά, αφού δεν θα πάνε τουλάχιστον από αιμορραγία. Ίσως αυτή η πράξη δικαιοσύνης χρησιμεύσει ως παράδειγμα στο μέλλον, γιατί η Κούβα είναι μια χώρα που γεννάει παλιοτόμαρα, εγκληματίες, δημαγωγούς και δειλούς σε πολύ μεγάλη δυσαναλογία με τον πληθυσμό της.
Γυρνώντας στο δημοψήφισμα: το υπέγραψαν διάφοροι πρόεδροι Δημοκρατίας και αναρίθμητοι διανοούμενοι όλων των πολιτικών αποχρώσεων. Αυτό μου προκάλεσε πολλά προβλήματα, γιατί το διαμέρισμά μου γέμισε από φωτογράφους και δημοσιογράφους. Από την άλλη, δεν είχα ακόμα τελειώσει "Το χρώμα του καλοκαιριού", μυθιστόρημα που συνοψίζει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, και κυρίως της νεότητάς μου, όλα αυτά φυσικά με τον πιο φρενήρη και φανταστικό τρόπο. Επίσης είναι ένα έργο που αφηγείται την ιστορία ενός γηραιού, τρελαμένου δικτάτορα και αγγίζει με ευθύτητα το θέμα της ομοφυλοφιλίας, θέμα ταμπού για όλους σχεδόν τους Κουβανούς και για όλο σχεδόν το ανθρώπινο γένος. Το έργο εκτυλίσσεται σ' ένα μεγάλο καρναβάλι, στο οποίο ο λαός καταφέρνει να αποκολλήσει το Nησί από τη βάση του και να φύγει με αυτό, σαν να ήταν πλοιάριο. Με το που ανοίγεται όμως στο πέλαγος, κανείς δεν συμφωνεί σχετικά με το πού θα αράξουν ή τι είδος διακυβέρνησης θα επιλέξουν. Ξεσπάει μεγάλος σαματάς, απ' αυτούς που ξέρουν οι Κουβανοί, και το Νησί, εν μέσω όλης αυτής της αναταραχής, καταποντίζεται.
Βρισκόμουν στα μισά ακόμα αυτού του μυθιστορήματος, που υπερβαίνει τις εξακόσιες σελίδες, έχοντας τελειώσει επίσης την επιμέλεια της ποιητικής ανθολογίας "Λεπροκομείο", που είναι υπό έκδοση, και την εξαιρετική αγγλική μετάφραση, την οποία έκανε η Ντολόρες Μ. Κοχ, του βιβλίου "Ο Θυρωρός", που βγαίνει σύντομα.
Βλέπω πως φτάνω σχεδόν στο τέλος αυτής της παρουσίασης, που στην ουσία είναι το τέλος μου, και δεν έχω κάνει αρκετά λόγο για το AIDS. Δεν μπορώ να κάνω, γιατί δεν ξέρω τι είναι. Κανείς δεν το ξέρει ουσιαστικά. Έχω επισκεφθεί δεκάδες γιατρούς και για όλους παραμένει ένα αίνιγμα. Παρακολουθούν τις ασθένειες τις σχετικές με το AIDS, αλλά το ίδιο το AIDS μοιάζει μάλλον με κρατικό μυστικό. Το μόνο που μπορώ να ισχυριστώ γι' αυτήν την αρρώστια είναι ότι δεν μοιάζει με όλες τις άλλες. Οι αρρώστιες είναι προϊόν της φύσης και γι' αυτό, όπως καθετί φυσικό, δεν είναι τέλειες, μπορεί κανείς να τις παλέψει, ακόμα και να τις εξαλείψει. Το AIDS είναι το τέλειο κακό, επειδή είναι εκτός της ανθρώπινης φύσης, και ο σκοπός του είναι να ξεπαστρέψει το ανθρώπινο ον με τον πιο σκληρό και συστηματικά δυνατό τρόπο. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν γνωρίσαμε έναν τόσο άτρωτο ιό. Αυτή η διαβολική τελειότητα είναι που μας κάνει πολλές φορές να σκεφτόμαστε τον παράγοντα της ανθρώπινης παρέμβασης. Οι κυβερνήτες του κόσμου μας, η αντιδραστική τάξη, πάντα στην εξουσία, και οι ισχυροί κάτω από οποιοδήποτε σύστημα, πρέπει να αισθάνονται πολύ ικανοποιημένοι με το AIDS, αφού ένα μεγάλο μέρος του περιθωριακού πληθυσμού, που δεν έχει άλλη φιλοδοξία πλην της επιβίωσης, και γι' αυτό είναι εχθρός κάθε δόγματος και κάθε πολιτικής υποκρισίας, με αυτήν τη μάστιγα θα εξαφανιστεί.
Η ανθρωπότητα, όμως, η δύστυχη ανθρωπότητα, δεν φαίνεται πως μπορεί να καταστραφεί εύκολα. 'Αξιζαν τον κόπο όλα όσα έπαθα, αφού (τουλάχιστον) κατάφερα να είμαι παρών στην πτώση μιας από τις πιο δυσοίωνες αυτοκρατορίες της ιστορίας, της σταλινικής αυτοκρατορίας.
Επιπλέον, φεύγω χωρίς να χρειαστεί να περάσω πρώτα από την ύβρη του γήρατος.
Όταν έφτασα από το νοσοκομείο στο διαμέρισμά μου, σύρθηκα ως τη φωτογραφία που έχω στον τοίχο, του Βιρχίλιο Πινιέρα, νεκρού από το 1979, και του μίλησα ως εξής: "'Ακου τι πρόκειται να σου πω, χρειάζομαι τρία ακόμα χρόνια για να ολοκληρώσω το έργο μου, που είναι η εκδίκησή μου ενάντια σε όλο σχεδόν το ανθρώπινο γένος". Θαρρώ πως η μορφή του Βιρχίλιο συνοφρυώθηκε, λες και του ζήτησα κάτι υπερβολικό. Έχουν περάσει πια σχεδόν τρία χρόνια από κείνη την απεγνωσμένη ικεσία. Το τέλος μου έρχεται όπου να 'ναι. Ελπίζω να διατηρήσω την ψυχική μου ακεραιότητα ως την τελευταία στιγμή.
Ευχαριστώ, Βιρχίλιο.
Νέα Υόρκη, Αύγουστος του 1990.
Oι πέτρες
Ήμουν δύο χρονών. Γυμνός, όρθιος, έσκυβα και έγλειφα το χώμα. Η πρώτη γεύση που θυμάμαι είναι η γεύση του χώματος. Έτρωγα χώμα με την ξαδέρφη μου, Γλυκιά Οφηλία, που ήταν δύο χρονών. Ήμουν ένα αδύνατο παιδί με κοιλιά πρησμένη απ' τα σκουλήκια που μεγάλωναν στο στομάχι μου με τόσο χώμα που έτρωγα. Τρώγαμε χώμα στον αχυρώνα του σπιτιού. Εκεί που απάγκιαζαν τα ζωντανά, τα άλογα, δηλαδή, οι αγελάδες, τα γουρούνια, οι κότες, τα πρόβατα. Ο αχυρώνας ήταν κολλητά στο σπίτι.
Κάποιος μάς μάλωνε που τρώγαμε χώμα. Ποιο ήταν αυτό το άτομο που μας μάλωνε; Η μάνα μου, η γιαγιά μου, μια από τις θείες μου, ο παππούς μου; Μια μέρα νιώθω μια σουβλιά στην κοιλιά, δεν πρόλαβα να πάω στον καμπινέ, που ήταν εκτός σπιτιού, και χρησιμοποίησα το καθίκι που ήταν κάτω από το κρεβάτι στο οποίο κοιμόμουν με τη μητέρα μου. Το πρώτο που έβγαλα ήταν ένα τεράστιο σκουλήκι, ένα κόκκινο ερπετό με πολλά πόδια, σαν σαρανταποδαρούσα, που αναπηδούσε μέσα στο δοχείο, αλλόφρον, το δίχως άλλο, επειδή εκτοπίστηκε από το στοιχείο του τόσο βιαίως. Πήρα από πολύ μεγάλο φόβο εκείνο το σκουλήκι, ώστε το 'βλεπα συνεχώς, κάθε νύχτα, να προσπαθεί να μπει στην κοιλιά μου, ενώ εγώ αγκάλιαζα τη μητέρα μου.
Η μάνα μου υπήρξε πολύ ωραία γυναίκα, πολύ μόνη. Γνώρισε μόνο έναν άντρα: τον πατέρα μου. Χάρηκε τον έρωτά του μόνο μερικούς μήνες. Ο πατέρας μου ήταν ένας τυχοδιώκτης: ερωτεύτηκε τη μητέρα μου, τη "ζήτησε" από τον παππού μου και πάνω στους τρεις μήνες την άφησε. Η μάνα μου έμεινε τότε στο σπίτι των πεθερικών της, τον περίμενε εκεί έναν χρόνο, ο πατέρας μου όμως δεν ξαναγύρισε ποτέ. Όταν έγινα τριών μηνών, η μάνα μου ξαναγύρισε στο σπίτι των παππούδων μου, επέστρεφε μαζί μου, με τον καρπό της αποτυχίας της. Δεν θυμάμαι το μέρος που γεννήθηκα, δεν γνώρισα ποτέ την οικογένεια του πατέρα μου, θαρρώ όμως πως ήταν κάπου στα βόρεια της επαρχίας του Οριέντε, στην ανοιχτή πεδιάδα. Η γιαγιά μου και όλοι στο σπίτι πάσχιζαν μονίμως να μου εμφυσήσουν ένα μεγάλο μίσος για τον πατέρα μου, γιατί παραπλάνησε -αυτή ήταν η λέξη- τη μητέρα μου. Θυμάμαι, μου έμαθαν ένα τραγούδι που έλεγε την ιστορία κάποιου γιου, ο οποίος, από εκδίκηση, σκότωνε τον πατέρα του για να αποζημιώσει την παρατημένη του μητέρα. Έλεγα εκείνο το τραγούδι παρουσία όλης μου της οικογένειας, που άκουγε μαγεμένη. Το τραγούδι ήταν πολύ δημοφιλές εκείνη την εποχή και ιστορούσε τις περιπέτειες μιας γυναίκας που είχε προσβληθεί από τον εραστή της, ο οποίος, αφού της έκανε ένα παιδί, εξαφανίστηκε. Το τραγούδι τέλειωνε ως εξής:
Το παιδί μεγάλωσε και έγινε άντρας
και στον πόλεμο πήγε να αγωνιστεί
κι από εκδίκηση σκότωσε τον πατέρα του.
Έτσι κάνουν οι γιοι που ξέρουν να αγαπούν.
Μια μέρα, η μητέρα μου κι εγώ πηγαίναμε με τα πόδια στο σπίτι μιας θείας μου. Κατηφορίζοντας στο ποτάμι είδαμε έναν άντρα, που ερχόταν προς το μέρος μας, ήταν ένας άντρας ψηλός, καλοφτιαγμένος, σταρένιος. Η μάνα μου ξαφνικά έγινε πυρ και μανία, βάλθηκε να παίρνει πέτρες από το ποτάμι και να τις πετάει κατακέφαλα σ' εκείνον τον άντρα, που παρά το πετροβόλημα συνέχιζε να μας πλησιάζει. Έφτασε ως το μέρος μου, έβαλε το χέρι στην τσέπη, μου έδωσε δυο πέσος, χάιδεψε με το χέρι του το κεφάλι μου κι έφυγε τρέχοντας, προτού καμιά κοτρόνα του σπάσει τη ραχοκοκαλιά. Στην υπόλοιπη διαδρομή η μάνα μου έκλαιγε, και όταν φτάσαμε στο σπίτι της θείας μου, έμαθα πως εκείνος ο άντρας ήταν ο πατέρας μου. Δεν τον ξανάδα από τότε, μήτε και τα δυο πέσος, η θεία μου τα ζήτησε από τη μητέρα μου δανεικά κι αγύριστα.
Η μάνα μου ήταν μια γυναίκα "παρατημένη", όπως έλεγαν εκείνον τον καιρό. Ήταν δύσκολο να βρει σύζυγο, ο γάμος ήταν για τις δεσποινίδες και εκείνη πιάστηκε κορόιδο. Κι αν την πλησίαζε κάποιος άντρας, ήταν, όπως έλεγαν τότε, για να "επωφεληθεί" από αυτήν. Γι' αυτό, η μάνα μου έπρεπε να είναι πολύ καχύποπτη. Πηγαίναμε μαζί στους χορούς, μ' έπαιρνε πάντα μαζί της, μολονότι εγώ ήμουν τότε μόλις τεσσάρων χρονών. Όταν ένας άντρας τής ζητούσε να χορέψουν, εγώ καθόμουν σ' ένα παγκάκι, άμα τέλειωνε το κομμάτι που χόρευαν, η μητέρα μου ερχόταν και καθόταν πλάι μου. Κι όταν κάποιος καλούσε τη μητέρα μου για ένα ποτήρι μπίρα, εκείνη έπαιρνε κι εμένα μαζί της, δεν έπινα μπίρα, αυτός όμως που ενδιαφερόταν για τη μητέρα μου θα μου αγόραζε πολλά "ξυλάκια", όπως λέγαμε τότε στο χωριό τα παγωτά που είχαν λιμαριστεί με πριόνι από ένα κομμάτι πάγου. Η μητέρα μου λογάριαζε ίσως να συναντήσει σε κείνους τους χορούς έναν σοβαρό άντρα, που θα την παντρευόταν, δεν τον συνάντησε ή δεν θέλησε να τον συναντήσει. Θαρρώ πως η μητέρα μου, πιστή πάντα στην απιστία του πατέρα μου, επέλεξε την αγνότητα, μια αγνότητα πικρή και συνάμα αφύσικη και σκληρή, γιατί εκείνη την περίοδο ήταν μόλις είκοσι χρονών. Η αγνότητα της μητέρας μου ήταν χειρότερη κι από την παρθενία, γιατί εκείνη γνώρισε για κάποιους μήνες την ηδονή κι έπειτα την απαρνήθηκε για όλη της τη ζωή. Όλα αυτά της προκάλεσαν μια μεγάλη απογοήτευση.
Μια νύχτα, ενώ ήμασταν στο κρεβάτι, η μητέρα μου μού έκανε μια ερώτηση που, προς στιγμήν, με έκανε να τα χάσω. Με ρώτησε αν θα στενοχωριόμουν πολύ σε περίπτωση που εκείνη θα πέθαινε. Γαντζώθηκα πάνω της και έμπηξα τα κλάματα, θαρρώ πως έκλαψε και κείνη και μου είπε να το ξεχάσω. Αργότερα, ή ίσως την ίδια κιόλας στιγμή, κατάλαβα ότι η μητέρα μου σκεφτόταν την αυτοκτονία κι εγώ της ματαίωσα το σχέδιο.
Εξακολουθούσα να είμαι ένα πανάσχημο αγόρι, με φουσκωμένη κοιλιά και τεράστιο κεφάλι. Τότε, δεν νομίζω ότι η μητέρα μου είχε κάποια πρακτική αντίληψη ως προς την ανατροφή του παιδιού της, νέα και άπειρη, ζούσε στο σπίτι της γιαγιάς μου, κι ήταν εκείνη που ασκούσε τα καθήκοντα της οικοδέσποινας. Για να το πω με δικά της λόγια, ήταν η γιαγιά μου αυτή που "κρατούσε το τιμόνι του σπιτιού". Η μάνα μου ήταν μια ανύπαντρη γυναίκα μ' ένα παιδί κι επιπλέον ζούσε κάτω από την επίβλεψη της μάνας της. Η ίδια δεν μπορούσε να πάρει την παραμικρή απόφαση, ούτε καν για μένα. Δεν ξέρω αν εκείνο το διάστημα η μάνα μου με αγαπούσε, θυμάμαι ότι, όταν άρχιζα να κλαίω, με σήκωνε ψηλά, το έκανε όμως πάντα τόσο άγαρμπα που ξέφευγα από τους ώμους της κι έπεφτα χτυπώντας το κεφάλι μου. 'Αλλοτε, με κούναγε σε μια τσουβαλένια αιώρα, μα οι κινήσεις της, καθώς έσπρωχνε εκείνη την αιώρα, ήταν τόσο άτσαλες που εγώ κατέληγα πάλι στο έδαφος. Ίσως γι' αυτό το κεφάλι μου γέμιζε καρούμπαλα και σημάδια, πάντως επέζησα από κείνες τις πτώσεις, ευτυχώς, δηλαδή, που το πάτωμα του σπιτιού, μιας καλύβας ανοικονόμητης, ήταν χωμάτινο.
Σε κείνο το σπίτι έμεναν κι άλλες γυναίκες. Ανύπαντρες θείες, το ίδιο νέες με τη μητέρα μου, κι άλλες, που θεωρούνταν γεροντοκόρες γιατί είχαν πια περάσει τα τριάντα Έμενε και μια νύφη, παρατημένη από κάποιον γιο των παππούδων μου, η μητέρα της Γλυκιάς Οφηλίας. Οι παντρεμένες θείες έρχονταν κι αυτές στο σπίτι, όπου περνούσαν αρκετό καιρό, έφερναν και τους γιους τους, που ήταν μεγαλύτεροι από μένα και τους οποίους κοίταζα με ζήλια, γιατί είχαν έναν πατέρα που τον ήξεραν κι αυτό τους έδινε έναν αέρα αυτοπεποίθησης και σιγουριάς τον οποίο εγώ δεν κατάφερα ποτέ μου ν' αποκτήσω. Όλοι αυτοί οι συγγενείς ζούσαν δίπλα στο σπίτι του παππού μου. Περιστασιακά μάς επισκέπτονταν, και η γιαγιά μου έφτιαχνε γλυκό, κι όλο αυτό κατέληγε σε πανηγύρι. Σε κείνο το σπίτι ζούσε επίσης και η προγιαγιά μου, μια γριούλα σχεδόν καθηλωμένη, που περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου της αφημένη σ' ένα σκαμνί, πλάι σε μια ραδιόλα, την οποία ποτέ δεν άκουγε.
Η ψυχή του σπιτιού ήταν η γιαγιά μου, που κατουρούσε όρθια και κουβέντιαζε με τον Θεό, ζητούσε συνέχεια λογαριασμό από τον Θεό και την Παρθένα Μαρία για όλα τα κακά που μας παραμόνευαν ή μας βρίσκανε: τις ξηρασίες, τα αστροπελέκια που καρβούνιαζαν τις φοινικιές ή σκότωναν κάποιο άλογο, τις γελάδες που ψόφαγαν από κάποια αρρώστια ενάντια στην οποία δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα, τα μεθύσια του παππού μου, που ερχόταν και την ξυλοφόρτωνε. Η γιαγιά μου είχε τότε έντεκα ανύπαντρες θυγατέρες και τρεις παντρεμένους γιους, με τον καιρό οι κόρες έβρισκαν προσωρινούς γαμπρούς, αυτοί τις έπαιρναν και, όπως και τη μάνα μου, ύστερα από λίγους μήνες τις παρατούσαν. Ήταν γοητευτικές γυναίκες, αλλά ήταν της μοίρας τους να μην κρατάνε άντρα. Το σπίτι των παππούδων μου ασφυκτιούσε από τις ετοιμόγεννες θυγατέρες ή από κλαψιάρικα παιδιά όπως εγώ. Ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας ήταν ένας κόσμος γεμάτος από εγκατελειμμένες γυναίκες, ο μόνος αρσενικός σε κείνο το σπίτι ήταν ο παππούς μου. Ο παππούς μου, που υπήρξε κάποτε δον Ζουάν, ήταν τώρα ένας φαλακρός γέρος. Σε αντίθεση με τη γιαγιά μου, ο παππούς μου δεν κουβέντιαζε με τον Θεό, μιλούσε μόνος του, κάποιες φορές, όμως, κοιτούσε τον ουρανό και ξεστόμιζε κατάρες. Είχε αρκετά παιδιά με άλλες γυναίκες της περιοχής, που με τον καιρό ήρθαν κι αυτά να μείνουν στο σπίτι της γιαγιάς μου. Από τότε, η γιαγιά μου αποφάσισε να μην πλαγιάσει πια με τον παππού μου, οπότε, έκανε κι αυτή αποχή και ήταν το ίδιο απελπισμένη με τις θυγατέρες της.
Ο παππούς μου ήταν με τα φεγγάρια του. Έκοβε και την καλημέρα, έμενε βουβός, χανόταν απ' το σπίτι και έπαιρνε τα βουνά, περνώντας βδομάδες ολάκερες κάτω από τα δέντρα. Έλεγε πως ήταν άθεος και, την ίδια στιγμή, περνούσε τη ζωή του ρίχνοντας μπινελίκια στη μάνα του Θεού, ίσως το έκανε για να παιδεύει τη γιαγιά μου, η οποία, πεσμένη στα γόνατα, καταμεσής στο χωράφι, ζητούσε πάντα κάποια χάρη από τον ουρανό, αίτημα που, γενικά, δεν εισακουόταν.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις