0
Your Καλαθι
Όσο μπορείς
μικρό γεροντικό πόλεων
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο κυρ Μανώλης ήταν ήσυχος άνθρωπος, αγαθός και λιγάκι αφελής. Είχε δέκα τέσσερα χρόνια νεωκόρος στους Αγίους Ταξιάρχες. Πριν ήταν σε άλλη επαρχία κι ήταν κι εκεί νεωκόρος, έτσι είχε πει. Όχι πως ένοιαζε και κανένα… Ήταν κι ο εφημέριος που τον προσέλαβε, ο παπα-Θεοδόσης, άνθρωπος άδολος.
Κάποια Κυριακή, ξεκίνησε ο νεωκόρος πρωί-πρωί για τον ναό. Θα είχαν μουσαφιραίους παπάδες από άλλη Μητρόπολη. Ο Δεσπότης είχε ζητήσει από τον παπα-Θεοδόση να τους φιλοξενήσει συλλειτουργούς στον ναό του.
Ο αγαθός νεωκόρος έφτασε αξημέρωτα στον ναό. Το κρύο τσουχτερό. Καθώς έκανε να βάλει το κλειδί στην είσοδο, διέκρινε λίγο απόμερα στο σκοτάδι κάτι να κινείται. Τον πλησίασε ένα παλληκάρι στο μπόι του. Ήταν διπλωμένος από τη στέρηση και μελανιασμένος από το κρύο. Φορούσε μονάχα τα εσώρουχά του! Κύριος οίδε σε τι είχε μπλεχτεί η από τι είχε ξεμπλέξει…
Ο κυρ Μανώλης τρόμαξε αρχικά, αλλά μετά σάστισε.
«Τι συνέβη ρε παιδί; Γιατί είσαι έτσι;».
«Άστα μπάρμπα… Έχεις τίποτα να μου δώσεις να φορέσω;».
«Που να βρω ρε παιδί;… Κάτσε, στάσου. Έλα μέσα…».
Μπήκαν στον πρόναο. Ο κυρ Μανώλης, χωρίς δεύτερη κουβέντα, βγάζει πανωφόρι, πουλόβερ, πουκάμισο, παντελόνι και του τα δίνει. Σάστισε τώρα ο νεαρός.
«Τι κάνεις εκεί ρε μπάρμπα;».
«Μη σε νοιάζει… Εγώ φοράω το ρασάκι μου πάνω από τα ρούχα κι είναι μακρύ, δεν θα φαίνεται… Κι ύστερα εδώ μέσα θα έχει ζέστη σε λίγο… Μη σε νοιάζει… Δεν κάθεσαι κι εσύ; Θα ζεσταθείς…».
Ο νεαρός είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του και κατέβαινε τα σκαλιά με τα ξένα ρούχα φορεμένα.
Η Λειτουργία προχωρούσε. Ο παπα-Θεοδόσης και άλλοι τρεις ιερείς, με τα άμφιά τους, συλλειτουργούσαν όρθιοι γύρω από την αγία Τράπεζα. Κάποια στιγμή, εκεί γύρω από το «πρόσχωμεν τα άγια τοις αγίοις…», ο παπα-Θεοδόσης σήκωσε το κεφάλι και πρόσεξε σε μια γωνιά του ιερού τον κυρ Μανώλη, που μόλις είχε μπει, εμπερίστατος και αγχωμένος όπως πάντα, για να τα προλάβει όλα.
«Βρε σε καλό του… », είπε από μέσα του ο καλόβουλος ιερέας, «σήμερα βρήκε ο ευλογημένος να κάνει τις κορδέλες του; Σήμερα που έχουμε κόσμο;… Αντί να βάλει το κλασικό του μαύρο ρασάκι, πήγε κι έβαλε αυτή τη λευκή κελεμπία; Σήμερα βρήκε;… Ίσα δηλαδή να τον δουν οι ξένοι και να βρούμε κάνα μπελά με τέτοια καμώματα… Θες να φτάσει και στ’ αυτιά του Δεσπότη κάνα τέτοιο: “Στους Ταξιάρχες το ρίξανε στα παρδαλά…”».
Μέχρι το τέλος της ακολουθίας, ο παπα-Θεοδόσης δεν μπορούσε να ηρεμήσει. «Ρε πειρασμός που μας βρήκε Κυριακάτικα… Κι από κει που δεν το περιμέναμε…».
Κήρυξε ένας από τους φιλοξενούμενους ιερείς. Κοινώνησαν τον κόσμο. Έβαλαν απόλυση.
Ο παπα-Θεοδόσης πήγαινε να σκάσει. Κάθε που έβλεπε τον κυρ Μανώλη να πηγαινοέρχεται μπροστά στους ξένους παπάδες, δαγκωνόταν…
Οι ιερείς έβγαλαν τα άμφιά τους, ετοιμάστηκαν.
«Πατέρες, θέλετε να κατεβείτε στο υπόγειο; Θα έχουμε καφέδες και κέρασμα. Θα χαρούμε να μείνετε… Να, κυρ Μανώλη», έκανε να φωνάξει τον νεωκόρο, «η μάλλον άσε», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. «Αντώνη, Αντώνη», φώναξε τον ψάλτη, «πάρε τους πατέρες κάτω, μέχρι να τελειώσω κι εγώ εδώ… Πατέρες, τελειώνω κι έρχομαι… ».
Οι ιερείς φύγανε. Έμεινε στο ιερό μονάχος του. Και να σου κι ο κυρ Μανώλης, φουριόζος, με χέρια φορτωμένα.
«Έλα δω, βρε Μανώλη, έλα δω… Τι σου ήρθε βρε ευλογημένε και μου σημαιοστολίστηκες σήμερα;».
«Πως;», έκανε ο κυρ Μανώλης με το χαρακτηριστικό βλέμμα του ανθρώπου που σε κοιτάει από το βάθος της αφέλειας.
«Που πήγες και το βρήκες βρε άνθρωπέ μου αυτό το ράσο; Μα ρεζίλι θέλεις να μας κάνεις;».
«Πάτερ μου εσείς μου το δώσατε… Είναι λίγο άπλυτο βέβαια… αλλά κεριά είναι, μη νομίζετε ότι φεύγουν και εύκολα…».
«Εγώ σου το έδωσα; Πότε μωρέ σου το έδωσα εγώ;».
«Όταν πρωτοήρθα βρε πάτερ μου, πριν δεκατέσσερα χρόνια… Μπάααα, τι πάθατε σήμερα;».
Θόλωσε ο παπα-Θεοδόσης. «Θα με τρελάνεις μωρέ; Δεν σου μιλάω για το μαύρο σου το ράσο… Για τούτο εδώ σου μιλάω… », και κάνει μια με θυμό και αρπάζει το ράσο του κυρ Μανώλη…
Σαν λέπι έπεσε απ’ τα μάτια του η αστραφτερή λευκάδα κι είδε στα χέρια του ένα μαύρο τριμμένο ρασάκι, θαμπό από τη χρήση και τα κεριά. Κι έτσι όπως το ανασήκωσε, βλέπει γυμνά τα πόδια του κυρ Μανώλη, σαν να φορούσε από μέσα κοντό παντελονάκι.
«Τι έγινε βρε Μανώλη;», ρώτησε με φωνή ξεψυχισμένη, σαν να του έχε έρθει ζαλάδα.
Ο αφελής νεωκόρος του τα είπε όλα με απλότητα.
Ο παπα-Θεοδόσης είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Ένιωθε μέσα του κάτι σαν ταπείνωση που εντούτοις τον γλύκαινε…
Πρόκειται για ένα βιβλίο με διάφορα αφηγήματα που θυμίζουν τα παλαιά γεροντικά της Εκκλησίας μας. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας στον πρόλογό του:
«Η αρχική ιδέα ήταν η εξής: να πάρω το γνωστό Γεροντικό (την ανθολογία του 5ου αιώνα) και να διαλέξω κάποιες ιστορίες. Να τις «ξαναδιαβάσω», δηλαδή να επιχειρήσω να τις αναδιατυπώσω, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους μέσα στα όρια των σύγχρονων αστικών συνθηκών. Με άλλα λόγια, να δοκιμάσω να ακούσω αν αντηχεί η ησυχία της «ερήμου» δέκα πέντε αιώνες μετά, εν μέσω αστικής βοής.
Αυτή τη δουλειά την κάνει η Εκκλησία σε κάθε εποχή, με τον ένα η τον άλλο τρόπο. Όμως αυτό που κάνει η Εκκλησία, δεν σημαίνει ότι μπορώ να το κάνω κι εγώ… Το έργο αποδείχτηκε πολύ βαρύ για τις πλάτες μου, πολύ μεγαλόπνοο για τη δική μου αναπνοή. Με ξεπερνούσε και ευτυχώς το κατάλαβα νωρίς, πριν μου κοπεί η ανάσα…
Έτσι, από την αρχική ιδέα κράτησα μονάχα την περιδιάβαση στο Γεροντικό. Το διάβαζα σελίδα-σελίδα και άρχισαν στο μυαλό μου να σχηματίζονται ιστορίες. Άλλοτε παρόμοιες με αυτές που διάβαζα, άλλοτε διαφορετικές. Κάποιες φορές, έπαιρνα τον πυρήνα μιας διήγησης του Γεροντικού και τον πλαισίωνα με διαφορετική μυθοπλασία, η (σπανίως) απλώς τον αναδιατύπωνα. Άλλοτε (συχνότερα) μία και μόνο φράση η λέξη της ιστορίας που διάβαζα, με οδηγούσε σε μονοπάτια άλλων συνειρμών και άλλων καταγραφών. Σε όλα αυτά προστέθηκαν διηγήσεις φίλων, περιστατικά που είχα ακούσει, διδαχές πατέρων, αναμνήσεις, εικόνες, γεγονότα, συμβουλές άλλων, παραδείγματα προς μίμηση και προς αποφυγή. Κάποια φανταστικά, κάποια πραγματικά. Κοινή συνισταμένη όλων είναι η έγνοια του πως μπορεί να σταθεί ο σημερινός χριστιανός των πόλεων απέναντι στην υπόθεση της πίστης του: που μπορεί να βρει τον εαυτό του και τους άλλους, τον βηματισμό του και τις διαδρομές των άλλων, πως θα μπορέσει να ακούσει τις εντολές του Θεού και να τις κάνει πράξη».
Κάποια Κυριακή, ξεκίνησε ο νεωκόρος πρωί-πρωί για τον ναό. Θα είχαν μουσαφιραίους παπάδες από άλλη Μητρόπολη. Ο Δεσπότης είχε ζητήσει από τον παπα-Θεοδόση να τους φιλοξενήσει συλλειτουργούς στον ναό του.
Ο αγαθός νεωκόρος έφτασε αξημέρωτα στον ναό. Το κρύο τσουχτερό. Καθώς έκανε να βάλει το κλειδί στην είσοδο, διέκρινε λίγο απόμερα στο σκοτάδι κάτι να κινείται. Τον πλησίασε ένα παλληκάρι στο μπόι του. Ήταν διπλωμένος από τη στέρηση και μελανιασμένος από το κρύο. Φορούσε μονάχα τα εσώρουχά του! Κύριος οίδε σε τι είχε μπλεχτεί η από τι είχε ξεμπλέξει…
Ο κυρ Μανώλης τρόμαξε αρχικά, αλλά μετά σάστισε.
«Τι συνέβη ρε παιδί; Γιατί είσαι έτσι;».
«Άστα μπάρμπα… Έχεις τίποτα να μου δώσεις να φορέσω;».
«Που να βρω ρε παιδί;… Κάτσε, στάσου. Έλα μέσα…».
Μπήκαν στον πρόναο. Ο κυρ Μανώλης, χωρίς δεύτερη κουβέντα, βγάζει πανωφόρι, πουλόβερ, πουκάμισο, παντελόνι και του τα δίνει. Σάστισε τώρα ο νεαρός.
«Τι κάνεις εκεί ρε μπάρμπα;».
«Μη σε νοιάζει… Εγώ φοράω το ρασάκι μου πάνω από τα ρούχα κι είναι μακρύ, δεν θα φαίνεται… Κι ύστερα εδώ μέσα θα έχει ζέστη σε λίγο… Μη σε νοιάζει… Δεν κάθεσαι κι εσύ; Θα ζεσταθείς…».
Ο νεαρός είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του και κατέβαινε τα σκαλιά με τα ξένα ρούχα φορεμένα.
Η Λειτουργία προχωρούσε. Ο παπα-Θεοδόσης και άλλοι τρεις ιερείς, με τα άμφιά τους, συλλειτουργούσαν όρθιοι γύρω από την αγία Τράπεζα. Κάποια στιγμή, εκεί γύρω από το «πρόσχωμεν τα άγια τοις αγίοις…», ο παπα-Θεοδόσης σήκωσε το κεφάλι και πρόσεξε σε μια γωνιά του ιερού τον κυρ Μανώλη, που μόλις είχε μπει, εμπερίστατος και αγχωμένος όπως πάντα, για να τα προλάβει όλα.
«Βρε σε καλό του… », είπε από μέσα του ο καλόβουλος ιερέας, «σήμερα βρήκε ο ευλογημένος να κάνει τις κορδέλες του; Σήμερα που έχουμε κόσμο;… Αντί να βάλει το κλασικό του μαύρο ρασάκι, πήγε κι έβαλε αυτή τη λευκή κελεμπία; Σήμερα βρήκε;… Ίσα δηλαδή να τον δουν οι ξένοι και να βρούμε κάνα μπελά με τέτοια καμώματα… Θες να φτάσει και στ’ αυτιά του Δεσπότη κάνα τέτοιο: “Στους Ταξιάρχες το ρίξανε στα παρδαλά…”».
Μέχρι το τέλος της ακολουθίας, ο παπα-Θεοδόσης δεν μπορούσε να ηρεμήσει. «Ρε πειρασμός που μας βρήκε Κυριακάτικα… Κι από κει που δεν το περιμέναμε…».
Κήρυξε ένας από τους φιλοξενούμενους ιερείς. Κοινώνησαν τον κόσμο. Έβαλαν απόλυση.
Ο παπα-Θεοδόσης πήγαινε να σκάσει. Κάθε που έβλεπε τον κυρ Μανώλη να πηγαινοέρχεται μπροστά στους ξένους παπάδες, δαγκωνόταν…
Οι ιερείς έβγαλαν τα άμφιά τους, ετοιμάστηκαν.
«Πατέρες, θέλετε να κατεβείτε στο υπόγειο; Θα έχουμε καφέδες και κέρασμα. Θα χαρούμε να μείνετε… Να, κυρ Μανώλη», έκανε να φωνάξει τον νεωκόρο, «η μάλλον άσε», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. «Αντώνη, Αντώνη», φώναξε τον ψάλτη, «πάρε τους πατέρες κάτω, μέχρι να τελειώσω κι εγώ εδώ… Πατέρες, τελειώνω κι έρχομαι… ».
Οι ιερείς φύγανε. Έμεινε στο ιερό μονάχος του. Και να σου κι ο κυρ Μανώλης, φουριόζος, με χέρια φορτωμένα.
«Έλα δω, βρε Μανώλη, έλα δω… Τι σου ήρθε βρε ευλογημένε και μου σημαιοστολίστηκες σήμερα;».
«Πως;», έκανε ο κυρ Μανώλης με το χαρακτηριστικό βλέμμα του ανθρώπου που σε κοιτάει από το βάθος της αφέλειας.
«Που πήγες και το βρήκες βρε άνθρωπέ μου αυτό το ράσο; Μα ρεζίλι θέλεις να μας κάνεις;».
«Πάτερ μου εσείς μου το δώσατε… Είναι λίγο άπλυτο βέβαια… αλλά κεριά είναι, μη νομίζετε ότι φεύγουν και εύκολα…».
«Εγώ σου το έδωσα; Πότε μωρέ σου το έδωσα εγώ;».
«Όταν πρωτοήρθα βρε πάτερ μου, πριν δεκατέσσερα χρόνια… Μπάααα, τι πάθατε σήμερα;».
Θόλωσε ο παπα-Θεοδόσης. «Θα με τρελάνεις μωρέ; Δεν σου μιλάω για το μαύρο σου το ράσο… Για τούτο εδώ σου μιλάω… », και κάνει μια με θυμό και αρπάζει το ράσο του κυρ Μανώλη…
Σαν λέπι έπεσε απ’ τα μάτια του η αστραφτερή λευκάδα κι είδε στα χέρια του ένα μαύρο τριμμένο ρασάκι, θαμπό από τη χρήση και τα κεριά. Κι έτσι όπως το ανασήκωσε, βλέπει γυμνά τα πόδια του κυρ Μανώλη, σαν να φορούσε από μέσα κοντό παντελονάκι.
«Τι έγινε βρε Μανώλη;», ρώτησε με φωνή ξεψυχισμένη, σαν να του έχε έρθει ζαλάδα.
Ο αφελής νεωκόρος του τα είπε όλα με απλότητα.
Ο παπα-Θεοδόσης είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Ένιωθε μέσα του κάτι σαν ταπείνωση που εντούτοις τον γλύκαινε…
Πρόκειται για ένα βιβλίο με διάφορα αφηγήματα που θυμίζουν τα παλαιά γεροντικά της Εκκλησίας μας. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας στον πρόλογό του:
«Η αρχική ιδέα ήταν η εξής: να πάρω το γνωστό Γεροντικό (την ανθολογία του 5ου αιώνα) και να διαλέξω κάποιες ιστορίες. Να τις «ξαναδιαβάσω», δηλαδή να επιχειρήσω να τις αναδιατυπώσω, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους μέσα στα όρια των σύγχρονων αστικών συνθηκών. Με άλλα λόγια, να δοκιμάσω να ακούσω αν αντηχεί η ησυχία της «ερήμου» δέκα πέντε αιώνες μετά, εν μέσω αστικής βοής.
Αυτή τη δουλειά την κάνει η Εκκλησία σε κάθε εποχή, με τον ένα η τον άλλο τρόπο. Όμως αυτό που κάνει η Εκκλησία, δεν σημαίνει ότι μπορώ να το κάνω κι εγώ… Το έργο αποδείχτηκε πολύ βαρύ για τις πλάτες μου, πολύ μεγαλόπνοο για τη δική μου αναπνοή. Με ξεπερνούσε και ευτυχώς το κατάλαβα νωρίς, πριν μου κοπεί η ανάσα…
Έτσι, από την αρχική ιδέα κράτησα μονάχα την περιδιάβαση στο Γεροντικό. Το διάβαζα σελίδα-σελίδα και άρχισαν στο μυαλό μου να σχηματίζονται ιστορίες. Άλλοτε παρόμοιες με αυτές που διάβαζα, άλλοτε διαφορετικές. Κάποιες φορές, έπαιρνα τον πυρήνα μιας διήγησης του Γεροντικού και τον πλαισίωνα με διαφορετική μυθοπλασία, η (σπανίως) απλώς τον αναδιατύπωνα. Άλλοτε (συχνότερα) μία και μόνο φράση η λέξη της ιστορίας που διάβαζα, με οδηγούσε σε μονοπάτια άλλων συνειρμών και άλλων καταγραφών. Σε όλα αυτά προστέθηκαν διηγήσεις φίλων, περιστατικά που είχα ακούσει, διδαχές πατέρων, αναμνήσεις, εικόνες, γεγονότα, συμβουλές άλλων, παραδείγματα προς μίμηση και προς αποφυγή. Κάποια φανταστικά, κάποια πραγματικά. Κοινή συνισταμένη όλων είναι η έγνοια του πως μπορεί να σταθεί ο σημερινός χριστιανός των πόλεων απέναντι στην υπόθεση της πίστης του: που μπορεί να βρει τον εαυτό του και τους άλλους, τον βηματισμό του και τις διαδρομές των άλλων, πως θα μπορέσει να ακούσει τις εντολές του Θεού και να τις κάνει πράξη».
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις