0
Your Καλαθι
Νάρκισσος και Ιανός
Η νεωτερική πεζογραφία στην Ελλάδα.
Περιγραφή
[...]Τα κείμενα (αποσπάσματα και λήμματα) που απαρτίζουν τον Νάρκισσο και Ιανό θέλουν να αναδείξουν την ενταφιασμένη από πολλούς αξία του Μοντερνισμού. Από τον Ανώνυμο του 1789 ώς τον Ν.Γ. Πεντζίκη, και εκείθεν ώς τις σημερινές μεταμορφώσεις του, ο Μοντερνισμός στην πεζογραφία της σύγχρονης Ελλάδας αποτελεί ό,τι πιο ζωντανό και βιώσιμο φάνηκε σ' αυτό το διάστημα. Τα ανθολογούμενα κείμενα συγκροτούν ένα corpus (προσωρινό αναμφίβολα) της νεωτερικής πεζογραφίας που έλειπε ώς τα σήμερα.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Προσωπικά, αν και συμπεριλαμβάνομαι σ΄ αυτό το ανθολόγιο ελληνικής νεωτερικής λογοτεχνίας του Γιώργου Αριστηνού, ελάχιστα ενδιαφέρομαι για το αν το πεζογραφικό έργο μου είναι νεωτερικό, προνεωτερικό, μετανεωτερικό ή δεν ξέρω τι άλλο. Το ίδιο ισχύει, φαντάζομαι, για τους περισσότερους συγγραφείς. Και ακόμα λιγότερο απασχολούν τέτοια ερωτήματα τους αναγνώστες, που διαβάζουν λογοτεχνία για οποιονδήποτε άλλο λόγο εκτός από περιέργεια για το πώς εφαρμόζονται στην πράξη οι λογοτεχνικές θεωρίες. Γιατί αυτό είναι που κόντεψε να σκοτώσει τη λογοτεχνία το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα: η ασφυξία από την υπερθεωρητικοποίηση. Αντί να εμπνέει η λογοτεχνία τη θεωρία, υπαγόρευε η θεωρία τη λογοτεχνία, και οι λογοτεχνικοί σταρ της εποχής δεν ήταν λογοτέχνες μα θεωρητικοί όπως ο Μπαρτ, ο Ντεριντά, ο Τοντορόφ ή η Κρίστεβα.
Ωστόσο, αυτό ακριβώς το φαινόμενο δεν υποδεικνύει άραγε μια κρίση της λογοτεχνίας με ρίζες βαθύτερες από τα καταχθόνια σχέδια των θεωρητικών για την «αποικιοποίησή» της; Δεν ήταν τάχα ολοφάνερη η αμηχανία στην οποία είχε περιέλθει η λογοτεχνία πολύ πριν παραδοθεί στη θεωρία; Μπορούσε ο λογοτέχνης ακόμα να σημαίνει τα πράγματα με την ίδια σιγουριά και πειστικότητα όπως την εποχή του Σταντάλ ή του Τολστόι; Μήπως ο μοντερνισμός (αλλά και τα μεταμοντέρνα ρεύματα που τον διαδέχτηκαν) δεν ήταν μαζί διάγνωση, σύμπτωμα και πρόταση για την υπέρβαση της κρίσης; Και, τέλος πάντων, ποια είναι αυτή η κρίση για την οποία μιλάμε εδώ;
Ο Αριστηνός προτάσσει στην ανθολογία του μια εκτενή εισαγωγή, για να εξηγήσει την εκ πρώτης όψεως παράδοξη απόφασή του να απλώσει την έννοια της νεωτερικής λογοτεχνίας τόσο πολύ ώστε να χωρούν σ΄ αυτή συγγραφείς και κείμενα πολύ προγενέστερα από την εμφάνιση του μοντερνισμού, ως συνειδητού και συγκροτημένου κινήματος: ακόμα και ο Σολωμός, ακόμα και ο Ανώνυμος του 1789. Η εισαγωγή αυτή είναι ένα οξυδερκές και πυρετώδες δοκίμιο, που ανακινεί με αγωνία ερωτήματα όπως τα παραπάνω. Ο Αριστηνός, μοντερνιστής θεωρητικός και πεζογράφος ο ίδιος (έχει σημασία εδώ η διπλή ιδιότητα, γιατί διαστέλλει την ευαισθησία καθενός από τα δύο μέρη της), δεν επιδίδεται σε μια αυτάρεσκη, επηρμένη απολογία του μοντερνισμού μα παρουσιάζει τη νεωτερική γραφή σαν έναν διηνεκή σπασμό του σώματος της λογοτεχνίας, αδιευθέτητη και ανησυχητική εκκρεμότητα, ροπή του λογοτεχνικού κειμένου να γίνει κάτι άλλο και ταυτόχρονα πυράκτωσή του από την τριβή πάνω στα ίδια τα ανελαστικά υλικά του, δηλαδή τη γλώσσα. Αυτό είναι που κάνει σημαντική την εισαγωγή του Αριστηνού. Καθώς ο μοντερνισμός έχει πάψει προ πολλού να είναι η κυρίαρχη κατεύθυνση των λογοτεχνικών αναζητήσεων και η θεωρητική ορθοδοξία της κριτικής, είμαστε σήμερα σε καλύτερη θέση να ξεσκαρτάρουμε την κληρονομιά του, να διαχωρίσουμε τις γόνιμες επιδράσεις του από τα βαρίδια του, να αναψηλαφήσουμε τα ερωτήματα που έθεσε και άφησε ανοιχτά πριν αποστεωθεί σε δόγμα με τελεσίδικες απαντήσεις. Η κρίση που σημάδεψε τη λογοτεχνία από τα τέλη του δέκατου ένατου ώς τα τέλη του εικοστού αιώνα (και για πολλούς είναι αξεπέραστη ώς σήμερα) ήταν μια διαταραχή του γλωσσικού σημείου, της σχέσης σημαίνοντος- σημαινόμενου, που σε τελική ανάλυση απέρρεε από την κρίση του αστικού κόσμου. Ψάχνω για έναν απλό και παραστατικό τρόπο να την περιγράψω, προσδιορίζοντας έτσι το πλαίσιο της προβληματικής του Αριστηνού, και καταλήγω στο εξής παράδειγμα.
Όταν, στους Αθλίους του Ουγκό, ο Μάριος λέει στην Τιτίκα «Σας αγαπώ», η δήλωση αυτή πρέπει να εκληφθεί κυριολεκτικά: εκφράζει επακριβώς αυτό που αισθάνεται ο Μάριος ως ρομαντικός χαρακτήρας σε μια ρομαντική εποχή. Έναν αιώνα αργότερα, όμως, η φράση αυτή δεν είχε πια την ίδια αθωότητα. ΄Ηταν διαμεσολαβημένη από διαφημιστικά κλισέ, γλυκερά μυθιστορήματα και κινηματο γραφικές ταινίες της βιομηχανοποιημένης κουλτούρας, διαβρωμένη από ψυχαναλυτικές ερμηνείες με μαζική απήχηση, από καινούργια σεξουαλικά ήθη κ.λπ. Όταν, λοιπόν, μια σύγχρονη συγγραφέας αισθηματικών μυθιστορημάτων, ας πούμε η φοβερή Μπάρμπαρα Κάρτλαντ, βάζει έναν ήρωά της να λέει «Σ΄ αγαπώ», διεκδικεί γι΄ αυτή την έκφραση μια αυθεντικότητα που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί πια να έχει. Δηλαδή ψεύδεται. Χρησιμοποιεί μια αλλοτριωμένη γλώσσα σαν να ήταν ακόμα άδολη.
Συνειδητοποιώντας το πρόβλημα, ένας μοντερνιστής συγγραφέας θα περιέγραφε μια τέτοια σκηνή μ΄ έναν τρόπο όπως αυτός εδώ: «“Σ΄ αγαπώ”, της είπε, νιώθοντας όμως σαν να το έλεγε κάποιος άλλος, σαν να μετέφραζε κάποιος λόγια δικά του σε μια ξένη γλώσσα, όπου άφηναν μια αίσθηση πολύ διαφορετική». Ας προσέξουμε: ο μοντερνιστής συγγραφέας δεν αρνείται ότι ο ήρωας τρέφει κάποια γνήσια συναισθήματα για την ηρωίδα, αρνείται όμως ότι η συγκεκριμένη φράση διατηρεί το νόημά της ως πιστή αναπαράσταση αυτών των συναισθημάτων. Ο μοντερνισμός πιστεύει ακόμα σε μια αυθεντικότητα, που συγκρούεται όμως με τη συμβατική γλώσσα και για να αναδειχτεί χρειάζεται μια διαφορετικής μορφής γλωσσική σήμανση.
Αλλά ένας συγγραφέας που δεν πιστεύει πια σ΄ αυτή την αυθεντικότητα θα χρησιμοποιούσε τους συμβατικούς κώδικες για να δείξει όχι μόνο την κενότητά τους μα και την απουσία οποιουδήποτε αληθινού σημαινόμενου πίσω από αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, η ερωτική εξομολόγηση θα έπαιρνε τη μορφή μιας στιχομυθίας όπως στο περίφημο τραγούδι με τον Σερζ Γκενσμπούρ και την Τζέιν Μπίρκιν: «Σ΄ αγαπώ» «Ούτε εγώ». Αυτή είναι η στάση του μεταμοντερνισμού στη μία από τις δύο εκδοχές του, τη ριζοσπαστική και μηδενιστική. Η άλλη εκδοχή, η μετριοπαθής, όχι όμως λιγότερο ειρωνική, θα εκφραζόταν από την εξής δήλωση: «Όπως θα έλεγε η Μπάρμπαρα Κάρτλαντ, σ΄ αγαπώ»! Αυτός που κάνει τη δήλωση στέλνει δύο μηνύματα: αναγνωρίζει ότι χρησιμοποιεί έναν κώδικα επικοινωνίας που έχει αλλοιωθεί από τις πολλές διαμεσολαβήσεις, συγχρόνως όμως υποδεικνύει μέσω αυτού κάτι αληθινό, που δεν μπορεί να εκφραστεί αλλιώς. Αυτός είναι ο διπλός κώδικας για τον οποίο κάνει λόγο ο Ουμπέρτο ΄Εκο.
Ολόκληρο το δράμα της νεότερης λογοτεχνίας ορίζεται από αυτή τη ρήξη του μοντερνισμού με την αναπαραστατική λογοτεχνία (όπου η γλώσσα αξιώνει να περιγράφει την πραγματικότητα αδιαμεσολάβητα, άμεσα, σε αντιστοιχία 1 προς 1) και, αργότερα, τη στροφή από τον μοντερνισμό προς το μεταμοντέρνο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτή η δεύτερη εξέλιξη δεν ήταν μια πραγματική τομή, μια ασυνέχεια, μα μια παραλλαγή του μοντερνισμού, που ανέπτυξε τάσεις ή δυνατότητες ενδιάθετες σ΄ αυτόν εξαρχής. Πράγματι, αν και ο μοντερνισμός διατηρεί την πίστη του σε μια απώτερη ουσία των πραγμάτων, σε κάτι «που είναι εκεί έξω», θεωρεί ότι ο συγγραφέας δεσμεύεται μόνον από τη γλώσσα και ότι, μέσα σε αυτά τα όρια, μπορεί να αναπλάσει ελεύθερα την πραγματικότητα, να φτιάξει «τη δική του» πραγματικότητα. Αυτό οδήγησε στο γνωστό αυτιστικό παραλήρημα μερικών μοντερνιστών, που το πολύ πολύ να ενδιέφερε τους μελετητές της λογοτεχνίας. Όταν ήρ θε έπειτα η αποδόμηση να διακηρύξει ότι η γλώσσα δεν αναφέρεται σε κάτι έξω από αυτήν, ότι δεν υπάρχει τίποτα έξω από το κείμενο, δεν έκανε κάτι περισσότερο από το να υποβαθρώσει θεωρητικά μια ήδη αναπτυσσόμενη, απόλυτα αυτοαναφορική μετανεωτερική λογοτεχνία, για την οποία το ζητούμενο είναι η κατασκευή μύθων από τα σκόρπια υλικά άλλων μύθων, που και εκείνοι προέρχονται από άλλους μύθους, και πάει λέγοντας, ώς... το τίποτα.
ΟΑριστηνός αντιλαμβάνεται τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούν τη λογοτεχνία τέτοιοι δρόμοι, παραθέτει τα επιχειρήματα εκείνων που εντοπίζουν την αφετηρία τους στην ίδια την καταστατική συνθήκη του μοντερνισμού και αφήνει το ζήτημα ανοιχτό. Η πρόθεσή του δεν είναι να υπερασπίσει τον μοντερνισμό ως κίνημα μα να επαναφέρει στη συζήτηση τους προβληματισμούς που τον γέννησαν και που τα σπέρματά τους μπορούν να ανιχνευτούν σε προγενέστερα κείμενα. Γι΄ αυτό αναφέρεται σε νεωτερική λογοτεχνία, αποφεύγοντας τους συνειρμούς δόγματος που προκαλεί κάθε «ισμός». Η νεωτερική λογοτεχνία είναι κάτι ευρύτερο από τον μοντερνισμό και καλύπτει όλα τα κείμενα που αρνούνται την αναπαραστατική λειτουργία της λογοτεχνικής γλώσσας. Από αυτή την άποψη, ο Αριστηνός κατορθώνει να αιτιολογήσει πειστικά το εγχείρημά του.
Ωστόσο, καθώς η αναπαραστατικότητα δεν υπήρξε κυρίαρχο αίτημα της λογοτεχνίας παρά μόνο σε μια ορισμένη φάση της ιστορικής διαδρομής της, την εποχή του επιστημονισμού (με αντίστοιχα φαινόμενα στη λογοτεχνία τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό), και καθώς η φάση αυτή έχει παρέλθει προ πολλού, αναρωτιέμαι μήπως το διάβημα του Αριστηνού ελαύνεται από ένα ερέθισμα πιο επίκαιρο από την αναπόληση μιας παλιάς επανάστασης, όπως ήταν ο μοντερνισμός στην τέχνη. Διότι, αν η αναπαραστατική λογοτεχνία έχει σβήσει ως ρεύμα με μια συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη και ένα συγκεκριμένο οντολογικό περιεχόμενο, επελαύνει ξανά στις μέρες μας ως ψευδεπίγραφος ρεαλισμός, με τη μορφή της μαζικής ελαφριάς, «ψυχαγωγικής» λογοτεχνίας, που κατακλύζει τους καταλόγους των εκδοτικών οίκων, σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και εκμαυλίζει με το κουδούνισμα του πουγκιού της ολοένα περισσότερους συγγραφείς που «έδειχναν πως θα γινόνταν άλλοι».
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ
ΤΑ ΝΕΑ 8-3-2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις