0
Your Καλαθι
Ο καλόγερος (του Λιούις) ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
46%
46%
Περιγραφή
Ο Καλόγερος, που ο Αντρέ Μπρετόν το θεωρεί ως ένα από τα αριστουργήματα του φανταστικού μυθιστορήματος, παρασύροντας την προσοχή και, στη συνέχεια, το θαυμαστό των μελετητών και του κοινού στον 20ό αιώνα, ανάμεσά τους και του Αντονέν Αρτό που με αυτή τη διασκευή του τον έφερε πιο κοντά στις αφηγηματικές δομές της εποχής μας και του Λουίς Μπουνιουέλ που επανειλημμένα επιχείρησε να το μεταφέρει στην οθόνη για να πραγματοποιήσει, τελικά, το εγχείρημά του ο Άδωνις Κύρου, είναι το έργο ενός ευφάνταστου νεαρού, του Μάθιου Γκρέγκορι Λιούις.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με την είσοδο του γοτθικού μυθιστορήματος στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, που εγκαινιάζεται το 1764, όταν κυκλοφορεί στην Αγγλία «Το κάστρο του Οτράντο», του Χόρας Γουόλπολ, δεν κατατίθεται μόνο μια νέα λογοτεχνική πρόταση θεματικής και συμβόλων αλλά, κυρίως, μια επαναστατική διερεύνηση του άγνωστου έως τότε, εσωτερικού ανθρώπινου σύμπαντος. Τα όνειρα και οι φαντασιώσεις βρίσκουν σ' αυτό την καλύτερη ερμηνευτική τους. Τα τοπία της «ψυχής» αποκαλύπτουν τις κρυμμένες όψεις τους. Το σκοτάδι δεν είναι πλέον ο διάδοχος της ημέρας, αλλά μια «ζωντανή» οντότητα που γεννά φαντάσματα· και το θαύμα, φωτεινό ή σκοτεινό, κατοικεί σε ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, επαναπροσδιορίζοντας με την παρουσία του τις διαστάσεις της φύσης. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, ρήγμα στον παραδοσιακό ορθολογισμό το επιφέρει ο ίδιος ο άνθρωπος, αφού με τις εκδηλώσεις του αναιρεί τη θεϊκή δημιουργία του. Το γοτθικό μυθιστόρημα αποκαλύπτει τα «τέρατα» που συγκατοικούν στο εσωτερικό του άδυτο, κατ' ανεξήγητο τρόπο, με τους «αγγέλους», ανοίγοντας έτσι, μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων του, το δρόμο για την ψυχανάλυση, τη νέα επιστήμη που θα επιχειρήσει να διερευνήσει την παρουσία τους.
Ο Μάθιου Γκρέγκορι Λιούις (1773-1818), με τον μνημειώδη «Καλόγερό» του, που κυκλοφόρησε το 1796 στο Λονδίνο, και τον οποίο η κριτική υποδέχτηκε με διθυραμβικά σχόλια, κατορθώνει να διεισδύσει στο άγνωστο σύμπαν της ανθρώπινης ύπαρξης και να φέρει στο φως τον προαναφερθέντα «άλλο εαυτό» που εμφωλεύει στο απώτερο βάθος της. Είναι και το χαρακτηριστικό εκείνο στοιχείο εξάλλου που τον διαφοροποιεί από τους άλλους ομότεχνούς του αυτής της περιόδου. Τον Χόρας Γουόλπολ, που το οριακό μυθιστόρημά του «Το κάστρο του Οτράντο», 1764, εγκαινιάζει το γοτθικό μυθιστόρημα, την Κλάρα Ριβς («Ο γερο-Αγγλος βαρόνος» 1778), την Αν Ράντκλιφ («Τα μυστήρια του Ουντόλφο» 1794), ακόμη και τον Τσαρλς Ρόμπερτ Ματιούριν («Μέλμοθ ο περιπλανώμενος» 1820), που εμφανίζεται, όπως φαίνεται, αργότερα. Ο Λιούις δεν αρκείται στην περιγραφή του τρόμου, αλλά καταδεικνύει αποκαλυπτικά ότι είναι προϊόν της «διαβολικότητας» των ηρώων και της σχέσης τους με το απαγορευμένο. Κυρίως, ότι είναι «συστατικό» του ανθρώπου και ότι αρκεί το κατάλληλο ερέθισμα για να εκδηλωθεί και να λειτουργήσει. Πριν απ' αυτόν τα πρόσωπα του γοτθικού μυθιστορήματος ήταν στερεότυπες φιγούρες χωρίς ψυχολογικό υπόβαθρο· ο Λιούις τους εμφύσησε στην κυριολεξία ζωή. Και είναι αυτή ακριβώς η παθιασμένη ζωή τους που υπαγορεύει τις πράξεις τους και δημιουργεί τελικά την τραγική ιστορία τους. Πάσχουν, υποφέρουν, βασανίζονται, και το μαρτύριό τους, στο οποίο είναι υπόδουλα, διαποτίζει απ' άκρη σ' άκρη την περιπέτειά τους. Ετσι, ολόκληρο το μυθιστόρημα, στη σκοτεινή αρένα του οποίου κυκλοφορούν παγιδευμένα, πάλλεται και δονείται από τη δηλητηριώδη ανάσα τους, που αναδίνεται δύσοσμη και πικρή απ' τα ανήλιαγα έγκατά τους, από εκεί όπου βρίσκεται «η σκοτεινή ρίζα της κραυγής», όπως θα ονομάσει το ανεξερεύνητο ασυνείδητο, χρόνια αργότερα, ο Λόρκα. Σ' αυτόν το «μεγαλόπρεπο ουρανό της καταιγίδας που τον συνταράζει ολόκληρο η πνοή του θανάτου», γράφει για τον «Καλόγερο» ο Αντρέ Μπρετόν, «είναι το πάθος της αιωνιότητας που συνεπαίρνει αδιάκοπα τα πρόσωπα, αποσπώντας από τη συμφορά τους αξέχαστους τόνους».
Ο μύθος του μπορεί να μοιάζει ο τυπικός του γοτθικού μυθιστορήματος, αλλά η αποκαλυπτική οπτική με την οποία τον αντιμετωπίζει ο Λιούις τον διαφοροποιεί. Ο καλόγερος Αμβρόσιος, αυστηρός, απρόσιτος και ψυχρός, πρότυπο ιερωμένου, περνά στο στρατόπεδο του Σατανά έχοντας προσηλυτιστεί από τη Ματθίλδη, «ένα πνεύμα του κακού που το 'στειλαν σ' αυτόν τα Τάρταρα». Διαφθείρει ένα αθώο κορίτσι, εγκληματεί, καταφεύγει στη μαύρη μαγεία και, για να γλιτώσει από την Ιερή Εξέταση, πουλά την ψυχή του στον Διάβολο.
Η «γήινη κόλαση» μέσα στην οποία ο Λιούις τοποθετεί τους ήρωές του είναι οικοδομημένη με όλα τα υλικά της ανθρώπινης παράνοιας. Ναοί, μοναστήρια, μαυσωλεία, κοιμητήρια, τάφοι, υπόγεια, στοές, κρύπτες, οστά, μάγοι, μάγισσες, τελετουργίες, θεοί και διάβολοι και δαίμονες και τέρατα συνθέτουν την προσωπογραφία ενός κόσμου οι πρακτικές του οποίου είναι οι φρικαλεότητες της πολιτικής εξουσίας, οι ανηθικότητες του ιερατείου, οι θηριωδίες του όχλου και οι κτηνωδίες του ανθρώπου είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο. Απ' αυτή την άποψη, η σταδιακή απογύμνωση των ηρώων από τη συμβατικότητα της καθημερινής τους εμφάνισης και η αποκάλυψη του «πραγματικού» (;) προσώπου τους δεν είναι καθόλου μια ακόμη «διαστροφή» του ανθρώπου που έρχεται στο φως, ένα επιπλέον «σκοτεινό σύμπτωμά» του. Δεν είναι τελικά ούτε καν η «επιστροφή στο αρχέγονο ζωώδες» του. Είναι, κυρίως, η εκδήλωση του «Κακού» που ενυπάρχει μέσα του. Αυτό ακριβώς το Κακό, με τις φοβερές περσόνες του, σχεδιάζει ο Λιούις, σε τούτο το μεγάλο «μαύρο» μυθιστόρημα, το «αριστούργημα της φανταστικής λογοτεχνίας», όπως σημειώνει και ο Πιέρ - Αντρέ Τουτέν, τις σκηνές του οποίου διαπερνά μια δαιμονική πνοή που συγκλονίζει και συνταράζει. Αυτός ο άνεμος της φρίκης μοιάζει να «φυσά», δυσοίωνος και δηλητηριώδης, ακόμη και μέσα στις επί μέρους ιστορίες με τις οποίες είναι διάσπαρτο, σύμφωνα με τα λογοτεχνικά πρότυπα της εποχής. Ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος και η Ματωμένη Καλόγρια, που εμφανίζονται στο προσκήνιό του, ως «φυσιολογικές» εκβλαστήσεις του ήδη ασθενούς σώματος, εντάσσονται και αυτές στη «μυθολογία του σκότους».
Το 1931, ο Αντονέν Αρτό, ο οραματιστής του θεάτρου της σκληρότητας, παρουσιάζει στο Παρίσι μια επεξεργασμένη διασκευή του «Καλόγερου» έχοντας συμπυκνώσει τους πλατειασμούς του και διορθώσει τους διαλόγους του χωρίς, όμως, να επέμβει στη δομή του ούτε και να αλλοιώσει τη μορφή, το περιεχόμενο και τη φιλοσοφία του. Σκοπός του ήταν να το μεταφέρει στον κινηματογράφο. Το σχέδιό του δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το επιχείρησε αργότερα, το 1972 πλέον, ο Αδωνις Κύρου, με σενάριο των Λουίς Μπονιουέλ και Ζαν Κλοντ Καριέρ, και με πρωταγωνιστές τον Φράνκο Νέρο και τη Ναταλί Ντελόν στους ρόλους του Αμβρόσιου και της Ματθίλδης αντίστοιχα, αλλά με μετριότατα αποτελέσματα.
Πολύ ωραία η μετάφραση του Αλέξη Ζήρα.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/09/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις