0
Your Καλαθι
Βιώματα και μνήμες ιστορίας και ζωής
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
«Την επιχείρηση του πολέμου ο Μουσολίνι την έβλεπε χαμένη και άλλαξε πολλούς στρατηγούς. [...] Τον Ιανουάριο του 1941 έβαλε νέον στρατηγό, τον Κιλώτα. Αυτός σκέφθηκε να κάμει μία επίθεση με όλα τα όπλα να σπάσει την Μπολένα και να κυκλώσει την στρατιά της Χειμάρρας και την στρατιά του Τεπελενίου, διότι εάν έσπαγε την Μπολένα ο στρατός του θα κατέβαινε στο Κούτσι, θα έπαιρνε τον δημόσιο δρόμο και θα κατέβαινε στο Μπορς. [...] και έτσι ο ελληνικός στρατός θα ήταν όλος αιχμάλωτος. Αλλά έγινε το αντίθετο. Έφερε κατά μέτωπον της Μπολένας 180 πολυβόλα, άπειρους όλμους, αντιαεροπορικά, μυδράλια και πολύ στρατό. Άρχισε η επίθεση την πρώτη ημέρα, στις 24 Ιανουαρίου 1941. [...] Σκεφθείτε στο λεπτό πόσα βλήματα μας έριχναν... Το έδαφος το οργώσανε οι οβίδες, τα δένδρα και οι θάμνοι ανατινάζονταν στον αέρα, η κόλαση άνοιξε και κατάπινε ό,τι και να ήταν. Καπνός, φωτιά, τρομάρα, του κάκου όμως, τα πολυβόλα μας κροτάλιζαν, κάθε κίνηση του εχθρού πνιγόταν στο αίμα... Τα παλληκάρια μας στη θέση τους, ακλόνητοι και αποφασιστικοί, ουδείς απεθαρρύνθη και ας είχαμε νεκρούς και τραυματίες πολλούς».
(...) «Τρεις μήνες, σχεδόν, μαγειρευμένο φαγητό δεν φάγαμε, ούτε ψωμί χορτάσαμε. Οι κουραμάνες φθάνανε μουσκεμένες από τη βροχή και τριμμένες. [...] τα μουλάρια ψοφούσαν συνεχώς από το κρύο που έκαμε βαρυχειμωνιά. Και υπόφεραν και αυτά από την πείνα. Πότε να φάνε, που όλη νύχτα περπατούσαν, και άλλα έπεφταν από γκρεμνούς και σκοτωνόντανε. [...] Νερό γιομίζαμε την καραβάνα χιόνι και τη βάζαμε στη φωτιά και έλειωνε για να πιούμε. Όταν έβγαζε καμμιά λιακάδα και δεν γινόταν μάχη, η δουλειά μας ήταν να βγάζουμε τα πουκάμισά μας και να σκοτώνουμε ψείρες. [...] Τα ρούχα μας μία κουβέρτα και αυτή παλιά, τριμμένη. Θέλεις για στρώμα βαλ' την, θέλεις για σκέπασμα. Από τα γόνατα και κάτου δεν στεγνώσαμε ποτέ, άρβυλα δεν βγάζαμε ποτέ, με τις μπαλάσκες ξαπλώναμε. [...] Ζωή του μαρτυρίου».
(...) «Τρεις μήνες, σχεδόν, μαγειρευμένο φαγητό δεν φάγαμε, ούτε ψωμί χορτάσαμε. Οι κουραμάνες φθάνανε μουσκεμένες από τη βροχή και τριμμένες. [...] τα μουλάρια ψοφούσαν συνεχώς από το κρύο που έκαμε βαρυχειμωνιά. Και υπόφεραν και αυτά από την πείνα. Πότε να φάνε, που όλη νύχτα περπατούσαν, και άλλα έπεφταν από γκρεμνούς και σκοτωνόντανε. [...] Νερό γιομίζαμε την καραβάνα χιόνι και τη βάζαμε στη φωτιά και έλειωνε για να πιούμε. Όταν έβγαζε καμμιά λιακάδα και δεν γινόταν μάχη, η δουλειά μας ήταν να βγάζουμε τα πουκάμισά μας και να σκοτώνουμε ψείρες. [...] Τα ρούχα μας μία κουβέρτα και αυτή παλιά, τριμμένη. Θέλεις για στρώμα βαλ' την, θέλεις για σκέπασμα. Από τα γόνατα και κάτου δεν στεγνώσαμε ποτέ, άρβυλα δεν βγάζαμε ποτέ, με τις μπαλάσκες ξαπλώναμε. [...] Ζωή του μαρτυρίου».
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις