0
Your Καλαθι
Ελληνική οικονομική ιστορία (2 τόμοι) - Δεμένο
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Υποκείμενα αυτής της ιστορίας είναι οι ελληνικοί πληθυσμοί της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των βενετικών κτήσεων: πρόκειται συνεπώς για μια ιστορία των κατακτημένων που θέλει να δείξει όσους μηχανισμούς ρύθμιζαν την οικονομία στην οποία αυτοί μετείχαν ως συντελεστές της παραγωγής, είτε γιατί την πραγματοποιούσαν είτε γιατί την ιδιοποιούτναν ως συντελεστές πλέον της αγοράς. Είναι ένας οικονομικός κόσμος πολύμορφος· το βιβλίο τον εξετάζει διακρίνοντάς τον στις θεματικές ενότητες και στις χρονικές κατηγορίες που προκύπτουν απ' αυτόν τον ίδιο: ο κόσμος των κατακτημένων στις παραγωγικές του νησίδες, στην οικονομική του θέση μέσα στο εξουσιαστικό σύστημα που επέβαλε η κατάσταση, στη διασύνδεσή του με την ευρύτερη σφαίρα των ανταλλαγών και στη συνακόλουθη μερική ή βαθμιδωτή ενωμάτωσή του σ' αυτή τόσο ως δημιουργού αξιών όσο και ως διαχειριστή τους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το ογκώδες δίτομο έργο του Σπύρου Ασδραχά φέρνει μαζί του αρκετές καινοτομίες, οι οποίες αρχίζουν από τον τίτλο, περνάνε από τη σύνταξη και φτάνουν φυσικά στο περιεχόμενο και τη μορφή. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πει κανείς πως το έργο αυτό προορίζεται να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην ιστορική έρευνα, διαδεχόμενο μια άλλη επίσης κρίσιμη έκδοση που είχε επιμεληθεί στις εκδόσεις «Μέλισσα» ο Ασδραχάς το 1979, την Οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Ουσιαστικά η έκδοση εκείνη αποτέλεσε μια επιτομή ιδεών και μεθόδων της οικονομικής ιστορίας, με πεδίο αναφοράς κυρίως την Τουρκοκρατία.
Από τότε πέρασαν 25 χρόνια. Στο διάστημα αυτό εργασίες με το ίδιο πεδίο αναφοράς και στην ίδια μεθοδολογική κατεύθυνση συγκρότησαν ένα εντυπωσιακό ποσοτικά ιστοριογραφικό έργο. Πλήθος τεκμηρίων παρουσιάστηκαν για τη ζωή των ελληνικών πληθυσμών μετά την Αλωση, ενώ και οι επεξεργασίες των τεκμηρίων αυτών καθοδηγήθηκαν από τη συστηματικότητα, την επιστημονική ακρίβεια, τη χρήση στατιστικών μεθόδων και την εξαντλητική χρήση των δημοσιευμένων πηγών. Ολο αυτό το ιστοριογραφικό σκηνικό των τελευταίων χρόνων στήθηκε σίγουρα πάνω στον απόηχο εκείνης της έκδοσης και πάνω στη δυναμική προοπτική που κόμιζε τότε στην ελληνική ιστοριογραφία η ομάδα των Ελλήνων ιστορικών που διαμορφώθηκαν μέσα στο κλίμα της γαλλικής ιστορικής επιστήμης και της περιβόητης σχολής των Annales.
Ποια ήταν η νέα εκείνη προοπτική; Η απαλλαγή από έναν στείρο ακαδημαϊσμό και το άνοιγμα της ιστορικής έρευνας σε καινούργια πεδία και νέες μεθόδους. Ενα από αυτά ήταν ασφαλώς η οικονομική ιστορία, ενώ πρέπει να προστεθούν η ιστορία των ιδεών και η πολιτική ιστορία. Βεβαίως δεν έχουμε παρθενογένεση. Ουσιαστικά η νέα ελληνική ιστοριογραφία καθάρισε τότε το ιστοριογραφικό τοπίο από τη ρητορεία και τη γεγονοτολογία, αλλά ωστόσο συνέχισε την καλή ιστοριοδιφική μας παράδοση και την προσήλωση στη μελέτη του εθνικού μας βίου, προσθέτοντας όμως τις κοινωνικές παραμέτρους, τη μελέτη δηλαδή των δομών.
Η ανανέωση αυτή στηρίχτηκε κυρίως σε μια εργαλειακή σύλληψη της έρευνας, θέλοντας ακριβώς να αμβλύνει τις στρεβλώσεις μιας ιστοριογραφικής ρητορικής. Αυστηρή προσήλωση στις πηγές και χρήση λογικών των θετικών επιστημών -αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν. Ωστόσο η ανάγκη σύνταξης βασικών μελετών, που να στηρίζουν από τεχνικής απόψεως την ιστορική έρευνα, δημιούργησε όλα αυτά τα χρόνια ένα κενό σύνθεσης και αξιολόγησης. Ο κίνδυνος ενός ακραίου θετικισμού, που πάντα ενυπάρχει στις αναλυτικές προσεγγίσεις, έγινε εμφανής. Ο κίνδυνος αυτός έρχεται τώρα να διασκεδαστεί από τον ίδιο άνθρωπο που στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια ηγήθηκε ουσιαστικά της ανανεωτικής ιστοριογραφικής κίνησης στην Ελλάδα. Ο Σπύρος Ασδραχάς μας δίνει τώρα το συμπέρασμά του.
Αλλά δεν το δίνει μόνος. Συνεργάτες του σ' αυτήν την προσπάθεια ήταν ιστορικοί, όπως ο Trajan Stoianovich και ο Michel Sivignon, και νεότεροι, όπως ο Νίκος Καραπιδάκης, η Ολγα Κατσιαρδή - Hering, η Ευτυχία Λιάτα και η Αννα Ματθαίου. Ποιες είναι οι καινοτομίες του εγχειρήματος; Πρώτα στη μορφή. Οι συνεργάτες του Σπύρου Ασδραχά, καθώς και ο ίδιος, εισφέρουν μεν τη δική τους εκδοχή, ωστόσο δεν έχουμε ένα τυπικό άθροισμα μονογραφιών, αλλά μια συνεκτική κοινή αφήγηση.
Η δεύτερη καινοτομία σχετίζεται με το περιεχόμενο. Εδώ δεν έχουμε μια αναμενόμενη κατάτμηση του αντικειμένου -αγροτική παραγωγή, βιοτεχνία, εμπόριο-, αλλά μια σταθερή διαπλοκή των διαφορετικών μορφών του υλικού βίου και της ανθρώπινης παρουσίας, σε μια σύνθεση με καθαυτό εννοιολογικούς διαχωρισμούς. Ετσι η πρωτογενής παραγωγική δραστηριότητα εμφανίζεται αρχικά ως ανθρώπινη πράξη, με σκοπό να ερμηνευθούν η χρονικότητα και η συγκυρία, στη συνέχεια ως γεωγραφικός καταναγκασμός, μετά ως παράγοντας της ανθρώπινης διακίνησης, ως καθαυτό παραγωγή και τέλος, ως παράμετρος της αγροτικής οικονομίας συνολικά. Η παραγωγή δηλαδή αγροτικών προϊόντων εξετάζεται από διαφορετικές κάθε φορά οπτικές γωνίες - ουσιαστικά κάτω από ένα πλαίσιο εννοιολογικών διαχωρισμών.
Το ίδιο συμβαίνει με το εμπόριο, το οποίο επίσης μεταμορφώνεται σταδιακά από θεσμική μορφή σε ανθρώπινη πράξη και από κει σε παράμετρο συγκέντρωσης πληθυσμών, μέχρι να φτάσει στην τελική του καθαρή μορφή της ανταλλακτικής πράξης και να καταλήξει στη συνείδηση και στη «βίωση του οικονομικού». Είναι προφανές πως έχουμε μπροστά μας μια υπαγωγή της ιστορικής ανάλυσης στις ανάγκες ενός συνεκτικού λόγου, την υπαγωγή δηλαδή των εμπειρικών δεδομένων σε ένα σύστημα εννοιών, σε μια λογική κατασκευή. Η δεύτερη λοιπόν καινοτομία του έργου είναι η σχετική απομάκρυνση από τη θετικιστική μεθοδολογία -μοντέρνα ή μεταμοντέρνα, αδιάφορο- που τόσο ταλαιπωρεί συνήθως τις κοινωνικές επιστήμες. Ενιαία αφήγηση και υπαγωγή των εμπειρικών δεδομένων σε καθολικές έννοιες τοποθετούν το έργο αυτό στο χώρο μιας καθαρά ρεαλιστικής σύνθεσης, όπου τα πράγματα αντιστοιχούνται συστηματικά με έννοιες.
Αναλυτικότερα τώρα: το πρώτο κεφάλαιο τοποθετεί τους «γεωγραφικούς υπερκαθορισμούς» -το κλίμα, ο χώρος, οι καταναγκασμοί του τοπίου- δίνοντας έτσι το πλαίσιο της φυσικής τάξης των πραγμάτων που δρουν πάνω στις ανθρώπινες δραστηριότητες εξαναγκαστικά και θα λέγαμε, λίγο πιο τολμηρά, υπεριστορικά. Ακολουθεί το «ανθρώπινο δίχτυ» που αναφέρεται στα πληθυσμιακά δεδομένα, δίχτυ το οποίο νοείται κι αυτό σχεδόν σαν υπερκαθορισμός του οικονομικού. Τη φυσική τάξη τη συμπληρώνει έτσι η ανθρώπινη. Στα δύο λοιπόν πρώτα κεφάλαια, φύση και άνθρωπος, γεωγραφία και δημογραφία, δημιουργούν το ιστορικό πλαίσιο. Ακολουθεί το κεφάλαιο που παρουσιάζει την παραγωγή αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων μέσα στο πλαίσιο που έθεσαν τα δύο προηγούμενα κεφάλαια, μέσα δηλαδή στους καθορισμούς της φυσικής και ανθρώπινης τάξης. Ελληνική ύπαιθρος και πόλη στην περίοδο της τουρκοκρατίας αναδύονται πλέον σαν μια πραγματικότητα ιστορικά και φυσικά αιτιολογημένη. Η ίδια ακριβώς υπαγωγή γίνεται και στο επόμενο κεφάλαιο που αναφέρεται στη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών, κεφάλαιο που κλείνει το πρώτο μέρος του έργου. Πώς το κλείνει; Παρουσιάζοντας τις σταθερές παραμέτρους, τοποθετώντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ακολουθήσει η ανάλυση των καθαυτό ιστορικών παραμέτρων της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Παραγωγή, εμπόριο, τεχνικές και θεσμοί θα επανεξεταστούν τώρα στο φως της χρονικότητας. Πρώτα οι θεσμοί. Οθωμανικοί και βενετικοί. Προσφέρουν ένα νέο σύνολο παραμέτρων, μεταβαλλόμενων φυσικά, που ερμηνεύουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Αυτοί εμφανίζονται άλλοτε ως τιμαριώτες, άλλοτε ως ενοικιαστές φόρων για λογαριασμό της κατακτητικής κοινωνίας και άλλοτε ως απλοί παραγωγοί. Μετά έρχεται το χρήμα. Αυτό λειτουργεί επίσης μέσα στους θεσμικούς καταναγκασμούς, αφού την κίνησή του την έχουν προκαθορίσει η φύση και η λειτουργία της εξουσίας. Το ποιος θα απολαύσει το οικονομικό πλεόνασμα δεν ορίζεται από τους μηχανισμούς της αγοράς, αλλά κυρίως από θεσμικές πραγματικότητες, εξωοικονομικές. Ετσι, όταν έρχεται η ώρα να εξεταστεί το εμπόριο, έχουν ήδη τοποθετηθεί τα καταναγκαστικά πλαίσια πάλι: των θεσμών και του χρήματος.
Είναι αυτή η εντυπωσιακά συνεχής επανεμφάνιση των καταναγκασμών, σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα, που δίνει έναν πραγματικά ασφυκτικό τόνο στην αφήγηση -σαν ένα μαγικό χέρι να έχει ρυθμίσει τα πάντα, ώστε το ένα επίπεδο ανάλυσης να έχει καθοριστεί από το προηγούμενο. Αυτή η αριστοτελική μεθοδολογία, που όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια αναβιώνει και που ασφαλώς σχετίζεται άμεσα με τη μαρξιστική κατ' αρχάς αντίληψη για την υλικότητα του βίου, εδράζεται στην πεποίθηση της αντικειμενικότητας της φύσης. Δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε συστηματικά τα ιστορικά φαινόμενα και αντικειμενικά την παράμετρο της βούλησης. Αυτή θα εισαχθεί - υποχρεωτικά, εφόσον μιλάμε για την Ιστορία και για τις ανθρώπινες πράξεις- μέσα στο φυσικό πλαίσιο. Ετσι ο διαχωρισμός εμπειρίας και νόησης, ο κλασικός δηλαδή εμπειρισμός, η αναγωγή των καθολικών εννοιών σε αφηρημένες έννοιες και της εμπειρίας σε καθαρή μορφή -μια σταθερά της λεγόμενης «ποσοτικής» ιστοριογραφίας- δεν αναγνωρίζεται εύκολα στο έργο του Σπύρου Ασδραχά.
Η τρίτη καινοτομία έρχεται από τον ίδιο τον τίτλο: «Ελληνική Οικονομική Ιστορία». Πρόκειται ασφαλώς για μια τολμηρή διατύπωση, καθώς επαναφέρει στο προσκήνιο, με τρόπο σαφή, το εθνικό πλαίσιο, με συμβατικό ορόσημο μάλιστα το 15ο αιώνα. Το πλαίσιο αυτό, υπό την επίδραση της λεγόμενης «νέας ιστορίας» και την έξαρση του αγγλοσαξονικού νεοθετικισμού, έχει τα τελευταία χρόνια εξοβελιστεί από την ερευνητική ματιά, ακολουθώντας, κατά κάποιον τρόπο, την πορεία απόσυρσης των λαογραφικών μελετών. Οι τελευταίες, πιεζόμενες αφόρητα από τις ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, που κινούνται ασφαλώς πέραν των εθνικών ταυτοτήτων, έχασαν αρκετή από τη λάμψη τους. Η όλη μόδα, που συνοδεύεται από την προσπάθεια απαξίωσης της εθνικής ιστοριογραφίας και από τη μελέτη των ανθρώπινων κοινωνιών έξω από τους εθνικούς, κυρίως, αλλά και τους θρησκευτικούς περιορισμούς, ξαναφέρνει τον κλασικό όσο και αδιέξοδο εμπειρισμό από το παράθυρο της πολυπολιτισμικής προσέγγισης. Το ιστορικό παρελθόν τακτοποιείται σ' αυτήν την εκδοχή ως μια διαδικασία κατασκευών που στοχεύουν στη γένεση της εθνικής συνείδησης. Η κεντρική υπόθεση είναι ότι η συνείδηση αυτή «κατασκευάζεται» περίπου στα τέλη του 18ου αιώνα ως κρατικό σχέδιο, με αποτέλεσμα να στηρίζεται επαρκώς και το ευφυολόγημα περί «φαντασιακών» εθνικών κοινοτήτων. Η ιστορία αποκτά έτσι ένα νέο μεταφυσικό νόημα, πολιτικής καθαρά τάξεως. Εθνη και λαοί νοούνται πλέον ως πολιτικές κατασκευές, όχι σαν αντικειμενικές ιστορικές πραγματικότητες.
Το πόσο αρμονικά δένει η τάση αυτή με τις σύγχρονες αναγκαιότητες της παγκόσμιας πολιτικής τάξης είναι προφανές. Ωστόσο, εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το γεγονός ότι το έργο του Σπύρου Ασδραχά παρακάμπτει σαφώς τη μεταφυσική των κατασκευών και προσανατολίζει την έρευνα στο αντικειμενικό ιστορικό πεδίο. Ο κόσμος του παρελθόντος υπάρχει έξω από μας. Υπήρξε με τη δική του λογική. Η οικονομία επομένως των περιοχών που μπαίνει στο μικροσκόπιο της έρευνας είναι μια ελληνική οικονομία, στο βαθμό που αυτό προσδιορίζεται από τις συνειδήσεις των ιστορικών υποκειμένων. Οι ίδιες συνειδήσεις ορίζουν και την πραγματικότητα της κατάκτησης, αφού έτσι μόνο γίνεται αντιληπτή η πραγματικότητα των υποκειμένων. Μιλάμε, σε κάθε περίπτωση, για μια οικονομία των κατακτημένων και για τις λειτουργίες της κατακτητικής οθωμανικής κοινωνίας.
Ο Σπύρος Ασδραχάς μας παραδίδει ένα έργο για την ελληνική κοινωνία στα χρόνια της τουρκοκρατίας και της βενετοκρατίας, το οποίο ασφαλώς θα είναι στο εξής σημείο αναφοράς. Ο ελληνικός κόσμος και οι δραστηριότητές του τοποθετούνται με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποκαλύπτεται επαρκώς το πλέγμα των ταξικών και των εθνικών σχέσεων, μέσα σε ένα σχήμα ερμηνευτικό μιας πορείας που οδηγεί στην επανάσταση. Αν κάτι λείπει ακόμα από τη σύνθεση είναι η ερμηνεία της σχέσης ανάμεσα στην οικονομία και τη συνείδηση. Το κεφάλαιο για τη «βίωση του οικονομικού», δηλαδή για τον τρόπο που ο ελληνικός αγροτικός κόσμος προσλαμβάνει τον οικονομικό καταναγκασμό και τον εκχρηματισμό, μάλλον συνειδητά δεν ολοκληρώνεται. Διότι η σύγκρουση ανάμεσα στην παραδοσιακή ελληνική αγροτική κοινότητα και στο εμπορικό κεφάλαιο είναι μια υπόθεση που εκφεύγει των ορίων μιας οικονομικής ιστορίας: έχει τις ρίζες της στη βυζαντινή περίοδο και διατρέχει όλη την τουρκοκρατία, φτάνοντας μέχρι και τις μέρες μας. Η σύγκρουση αυτή ασφαλώς δημιουργεί συνείδηση, ταυτότητα εθνική ή θρησκευτική. Και αντίστροφα. Η εθνική και θρησκευτική παράδοση προσδιορίζουν τη στάση απέναντι στην οικονομική πραγματικότητα. Ο Σπύρος Ασδραχάς άνοιξε εδώ το σχετικό κεφάλαιο, δίνοντας ταυτόχρονα τις παραμέτρους για να ερμηνεύσουμε τον τρόπο που ο ελληνικός κόσμος μπήκε στο 19ο αιώνα, στην εποχή δηλαδή της κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Παρ' ότι το κρίσιμο αυτό ζήτημα μένει ανοιχτό, θα πρέπει να πούμε πως ήταν και πάλι ο Σπ. Ασδραχάς που με τη σημαντική μονογραφία του για τους κληρικούς Νεκτάριο Τέρπο και Αργύρη Φιλιππίδη και τα Χρονικά τους, έθεσε, στις αρχές της δεκαετίας του '80, το θέμα της σχέσης του χρήματος με τη λαϊκή συνείδηση, την ελληνορθόδοξη παράδοση. Η σχέση αυτή ανοίγει ίσως το πιο ενδιαφέρον πεδίο για την ιστορία της νεοελληνικής συνείδησης, αλλά και για την εν γένει ιστορία μας. Τι λένε στα χρονικά τους ο Τέρπος και ο Φιλιππίδης; Πως η αγορά είναι αμαρτία, το εμπόριο είναι αμαρτία. Ηταν μια φωνή που ερχόταν βεβαίως από την ελληνορθόδοξη παράδοση, αλλά προέτρεπε σε μια οικονομική συμπεριφορά που δεν θα διαταράσσει το σύστημα οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας. Η διατήρηση του συστήματος αυτού διέσωσε στα χρόνια της τουρκοκρατίας την εθνική και θρησκευτική μας διαφορετικότητα και έφερε τον ελληνικό κόσμο στις παραμονές της Επανάστασης.
Αν θέλαμε ευσύνοπτα να δώσουμε την αίσθηση του έργου του Σπ. Ασδραχά, θα μπορούσαμε να πούμε τα λόγια που είπε ο Φρανσουά Φενελόν στα 1714: « Η τελειότητα μιας ιστορίας συνίσταται κυρίως στην τάξη και τη διευθέτηση...Ο ιστορικός οφείλει να δει το σύνολο με μια ματιά. Πρέπει να δείξει την ενότητά του και να αντλήσει, ούτως ειπείν, από μία και μόνη πηγή, όλα τα βασικά γεγονότα».
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/07/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις