0
Your Καλαθι
Λάλον ύδωρ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
76%
76%
Περιγραφή
Ή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ, ΕΛΑΦΟΙ ΚΑΙ ΧΕΛΙΔΟΝΕΣ! Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ! ανεφώνησε ο Εύσθενος και κήρυξε την Απελευθέρωση του Κόσμου σύμπαντος, υποσχόμενος στις Ευσθενίδες κόρες του να την ολοκληρώσει το ταχύτερο. «Μα Δία, Καλλονές μου!» Έρριψε τελετουργικώς ένα, δύο, τρία... δώδεκα σπίρτα στους ποταμίσκους του πετρελαίου και φωτιά αυθωρεί εγεννήθη μεγάλη και ανυψώθη και καταύγασε τον ουρανό και περιτύλιξε το κρησφύγετο της Απολυταρχίας... οι βαρειές πόρτες της συναγωγής εκαίγοντο και έγερναν, οι υαλοπίνακες των παραθύρων θρυμματίζοντο και κατέπιπτον, οι πέτρινοι τοίχοι ρόδιζαν, και εν μέσω της φλόγινης αυτής ευδαιμονίας, καθ' ήν τα μόρια της φωτιάς έτριζαν και έμελπαν ωσάν αοιδοί και αηδόνες της Νεμέσεως, η ψυχή του εφλογίσθη και επυρώθη και φώναξε και κραύγασε: «Ζεύ, τιμώ σε και λατρεύω! Ζεύς Σωτήρ και Νίκη! Ζεύς Ελευθέριος! Ζήτωσαν η Ελλάς, οι Ίνκας και οι Ναβάχο!»
Ένας μεγαλοεφοπλιστής, με έδρα το Λονδίνο, ο Πώλ Κηρουλάριος-Εύσθενος, αναλαμβάνει να ελευθερώσει την Φύση και την Ανθρωπότητα από τον Χριστιανισμό και να επαναφέρει το Δωδεκάθεο και όλους τους Θεούς όλων των λαών της Γης, μετεξελίσσοντας τον πολιτισμό και αναδεικνύοντας τον Ευδαίμονα Άνθρωπο.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εκατόν τριάντα επτά έτη παρήλθαν από τον Ιουλιανόν τον Παραβάτη, το ασεβές δράμα του πρωτότοκου βλαστού του Α. Ρ. Ραγκαβή, το οποίο τόση αναστάτωση προκάλεσε με την αντιθρησκευτική του διάθεση στη μικρή και συντηρητική πρωτεύουσα του δευτέρου ημίσεος του 19ου αιώνα. Εικοσιτριάχρονο μειράκιο ήταν ο Κλέων Ραγκαβής όταν υπέβαλε το έργο του στον Βουτσιναίο διαγωνισμό και απέσπασε έπαινο, χάριν και της δεσπόζουσας σκιάς του πατρός του. Ουδεμία σχέση με το δεύτερο μυθιστόρημα του Α. Μ. Ασωνίτη, πέραν του βασικού ήρωα ή ορθότερα του πνεύματός του, που επανέρχεται σε μια δεύτερη ζωή, μυθιστορηματική αυτή τη φορά, στο κλεινόν άστυ, προσφιλές κέντρο του φιλοσοφικού και αισθητικού σύμπαντος του Ιουλιανού, του αποκαλούμενου Αποστάτη. Μια Αθήνα ωστόσο με ολωσδιόλου διαφορετικές ευαισθησίες, ανεχόμενη μεν την οιανδήποτε αιρετική άποψη σε δογματικά ζητήματα αλλά αδιάλλακτη σε θέματα φιλοζωίας, οπότε και πολύ θα εκτιμηθεί το πνεύμα ενός Ιουλιανού που θέτει στο ίδιο ύψος την ελευθερία απάντων των εμβίων, συμπεριλαμβανομένων των κατσαρίδων. Επιπροσθέτως, κατά Κλέωνα Ραγκαβή, βαίνει και το χειμαρρώδες ύφος του νεότερου συγγραφέα, όχι όμως και η γλώσσα, αρχαΐζουσα μεν αλλά κολυμβούσα σε ορφική θάλασσα επιθέτων και επιφωνημάτων.
Παρά την πρώτη εντύπωση ενός αμερικανικών προδιαγραφών μπεστ σέλερ, το μυθιστόρημα δείχνει εκ προθέσεως ελληνικότατο, όπως άλλωστε περιφανώς δηλώνουν και τα τέσσερα εναρκτήρια μότο, εκλεκτό εράνισμα από την ελληνική γραμματεία προς περαιτέρω στήριξη της συνέχειας του γένους των Ελλήνων. Ως πλαίσιο ή και ως περιτύλιγμα θα πρέπει να εκληφθούν τα πέντε κεφάλαια που σκόρπια εντός του βιβλίου - δύο στην αρχή, δύο ενδιάμεσα και το τελευταίο - κρατούν τον μίτο της πλοκής και με το στυλ της γραφής φέρνουν στον νου όσα ρομάντζα μονοπωλούν τελευταίως το ενδιαφέρον της παγκόσμιας αγοράς. Και αυτό γιατί ο συγγραφέας μάς ξεναγεί με δεινότητα στον συναρπαστικό κόσμο των μεγιστάνων και δη των οινούσσιων καραβοκύρηδων του Λονδίνου ή, επί το ακριβέστερον, των απανταχού αιγνουσιωτών εφοπλιστών. Με σκηνικό τα ειδυλλιακά Καρδάμυλα και τις μεγαλουπόλεις του διεθνούς τζετ-σετ, μέσα στα πλουσιότερα σαλόνια και στους λαμπρότερους κύκλους της λονδρέζικης κοινωνίας, του αγγλικού βασιλικού οίκου μη εξαιρουμένου, εκτυλίσσεται η δραματική ιστορία της κατάρας που κυνηγά τους έλληνες εφοπλιστές, στους οποίους συμπαρίστανται σύμπασες οι κεφαλές της Εκκλησίας, από τον Αρχιεπίσκοπο Βρετανίας και Θυατείρων ως τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Με τη νατουραλιστική καταγραφή ενδυματολογικών, διατροφικών και ψυχαγωγικών λεπτομερειών πιστεύουμε ότι ο συγγραφέας ζητεί να σπρώξει στα όρια της γελοιότητας αυτόν τον πολύ γκλάμουρ κόσμο. Σηματοδοτείται άραγε έτσι ο εκφυλισμός του Ελληνισμού στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους;
Σε αυτά τα μυθιστορηματικά συμφραζόμενα λαμβάνει χώρα η άνοδος και η πτώση ενός παιδιόθεν χαρισματικού Ελληνα, έγγαμου και πατέρα τριών θυγατέρων, ευρισκομένου επικεφαλής της μεγαλύτερης εφοπλιστικής οικογενείας, θρησκευομένης και με βαθύτατη, λέει, ελληνική συνείδηση, ανεξάρτητα αν τα μέλη της, λόγω κοινωνικής θέσεως και συγχρωτισμού, συνδιαλέγονται στην αγγλική και εξευρωπαΐζουν τα μικρά τους ονόματα. Αυτός ο Ελλην, μια τόσο δυναμική παρουσία στην παγκόσμια επιχειρηματική σκηνή, αποδεικνύεται ψυχασθενής καθ' όσον διακατέχεται από ιδέες μεγαλείου ένεκα του εξαιρετικώς ανεπτυγμένου υπερεγώ. Νοσηλευόμενος σε κλινική και πριν από το τραγικό τέλος του αυτοχειριασμού γράφει στον φορητό του υπολογιστή το προσωπικό έπος του αποκαλύπτοντας πως είναι η μετενσάρκωση του Ιουλιανού του Παραβάτη.
Κορμός του βιβλίου το εν λόγω έπος, συνιστάμενο από 25 κεφάλαια, αποκαλούμενα ραψωδίες, σε τριτοπρόσωπη απόδοση αλλά με εστίαση στον γράφοντα. Ως φαίνεται, από τον αυτοκράτορα Ιουλιανό ο ήρωας δεν έχει πάρει ούτε την εμφάνιση ούτε τη μυστικοπαθή ιδιοσυγκρασία του, μόνο την έντονη επιθυμία για θρησκευτική ανατροπή και επαναφορά του Δωδεκάθεου, που στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται περίπου ως ένθεη ή και ουρανοκατέβατη. Γι' αυτό και οι ραψωδίες δεν χρονοτριβούν σε νεοπλατωνικής φύσεως στοχασμούς ή πολιτικής τάξεως σκέψεις, αλλά επιμένουν στη φαεινή ιδέα να ξαναδιαβάσουμε την ιστορία από την πλευρά των ηττημένων. Με άλλα λόγια, αντί, λ.χ., να διηγούμεθα τους διωγμούς των χριστιανών, να ανιστορούμε τα βασανιστήρια των Εθνικών. Ή και στην ακόμη φαεινότερη, που θέλει την καθαίρεση των σημερινών κρατούντων, πλουσίων και μονοθεϊστών, και την αποκατάσταση μιας ελληνικής θαλασσοκρατίας, με συμμάχους τους απανταχού επιζώντες πρωτόγονους, αυτόχθονες και πολυθεϊστές. Το έπος δείχνει να εξαντλείται σε δοξαστικού χαρακτήρα διακηρύξεις, που διακόπτονται από διθυραμβικά ιντερμέδια. Οι ραψωδίες δίνουν την εντύπωση ενός λόγου παραληρηματικού μεν αλλά μετά πίστεως και άνευ ευτραπελίας εκφερομένου. Σπαράγματα κειμένων του Ιουλιανού και λοιπών πολεμίων της χριστιανικής θρησκείας αραιώνονται μέσα στη ρητορεία του μετενσαρκωμένου ή και ψυχοπαθούς ήρωα.
Τελικά αδίκως ταλαιπωρήθηκε το πνεύμα ενός Ιουλιανού μέχρι του σημείου να συζητεί με μια βλάττη, κοινώς κατσαρίδα, για το πλάσιμο ενός ήρωα που προσομοιάζει μάλλον με Τζέιμς Μποντ και διαπράττει αντιστοίχου κλέους κατορθώματα. Αν και δεν πρόκειται ακριβώς για κατορθώματα, μια και δεν κινδυνεύει ούτε ταλαιπωρείται αλλά περισσότερο για μια σειρά περιπέτειες διαφορετικού ύψους και έντασης. Μεγαλειώδεις πυρπολήσεις ναών από τη Νότια Ιταλία ως το Μεξικό ή η φιλόδοξη οικοδόμηση ιερού του Διός στον Ολυμπο σε συνδυασμό με άλλες μικρότερης εμβέλειας, όπως η νεκρανάσταση αστακού από πιατέλα του εστιατορίου των «Ριτζ» ή η εναπόθεση κατσαρίδας στη συζυγική κλίνη, χωρίς να λείπουν και οι πάσης φύσεως προσωπικές εξομολογήσεις, ακόμη και περί αφοδεύσεων. Παρεμπιπτόντως, αυτά τα δύο θέματα, οι κατσαρίδες και τα κόπρανα, πολύ απασχολούν εσχάτως το ελληνικό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα. Και εν μέσω όλων αυτών η ανακάλυψη της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας από ένα δελφίνι που παρουσιάζεται ως προηγούμενη μετενσάρκωση του Ιουλιανού, αλλά και από τον γόνο Αλικαρνασσέως, γέννημα θρέμμα της συνοικίας του Αιγάλεω, του οποίου ο δραματικός βίος καλύπτει τουλάχιστον τρεις ραψωδίες.
Κατά τα άλλα, ο ήρωας δεν παρουσιάζει ψυχολογικές διακυμάνσεις καθώς επιδίδεται σε έναν μάλλον μονόχορδο λόγο. Διονυσιαζόμενος και εν πλήρη ευδαιμονία, επαναλαμβάνοντας την κραυγή των βακχευόντων «ευοί ευάν», αραδιάζει ονόματα, επικαλούμενος θεούς και μυθικούς ήρωες, ιερείς και μάντεις, ως τον Πλήθωνα τον Γεμιστό, τους οπλαρχηγούς της Επαναστάσεως ή και τον όψιμο ήρωα Κουκίδη. Ως φαίνεται, ο συγγραφέας ανακάλυψε «παγάν λαλέουσαν» κατά τα μεταφραστικά του εγχειρήματα. Μύδρους εξαπέλυσαν εναντίον του οι ειδήμονες, προ διετίας, όταν εμφανίστηκε ως μεταφραστής και φιλολογικός σχολιαστής αρχαίων συγγραφέων. Οπότε και αυτός ταμπουρώθηκε πίσω από την ασυλία της μυθιστοριογραφίας. Εκεί όπου το «λάλον ύδωρ» όχι μόνο δεν απέσβετο αλλά ρέει παφλάζον κατοχυρώνοντας τα πάντα: βαρβαρισμούς, σολοικισμούς, νεολογίες, με μοναδικό κίνδυνο ο σημερινός αναγνώστης, αγνοώντας τα βαθύτερα στρώματα της ελληνικής, να μην εκτιμήσει το μέγεθος καθώς και το κάλλος των παρασπονδιών. Μπορεί τελικά ο ήρωας του Α. Μ. Ασωνίτη να μη στέκεται στο ύψος ενός Ιουλιανού, φαίνεται ωστόσο αντιπροσωπευτικός των σύγχρονων χλαμυδοφόρων που συγκεντρώνονται ετησίως στον Ολυμπο για την αναβίωση της πίστης στο Δωδεκάθεο ή και προς καταπολέμηση της πλήξης. Υστερα πιστεύουμε ότι ο συγγραφικός οίστρος θα μεταγγίσει σε μερίδα τουλάχιστον του αναγνωστικού κοινού το ρίγος της ελληνικότητας καθώς συνάδει και προς τον αναμηρυκασμό έμφορτων λέξεων, χωρίς και πολλή εμβάθυνση στα πάντοτε επισφαλή σημαινόμενα, τόσο προσφιλή στις ημέρες μας.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 12-05-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μπορεί ένας εκ Χίου μεγαλοεφοπλιστής, που έχει έδρα του το Λονδίνο, να ακούει στο όνομα Πωλ Κηρουλάριος (έλκοντας απευθείας την καταγωγή από τον Πατριάρχη του Τρίτου Σχίσματος) και να νιώθει ταγμένος στον αγώνα για την παγκόσμια αποκατάσταση του πολυθεϊσμού; Μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να είναι πεπεισμένος πως αποτελεί μετενσάρκωση του Ιουλιανού του Παραβάτη, να συνομιλεί με τις καλύτερες στιγμές του αρχαιοελληνικού πνεύματος και να βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τους μαγικούς θρύλους των Μάγιας, των Τσιάπας, των Ινδιάνων, των Εσκιμώων και των Aborigines; Μπορεί, ακόμη, ο δαφνοστεφής αυτός εκλεκτός των θεών να αυτοαποκαλείται Εύσθενος, να μάχεται για την αποκάλυψη της ιστορικής συνωμοσίας του χριστιανισμού κατά της ειδωλολατρίας και να ετοιμάζεται οσονούπω να ενσταλάξει κάτι από τη θεία ουσία και στη δική του (ανεβασμένη από καιρό στη σφαίρα του ιερού) υπόσταση;
Και μπορεί τάχα ένας εκλεκτός του σύμπαντος, ένας ως εξ ορισμού ευνοημένος των φυσικών δυνάμεων, να ανακαλύπτει τα μυστικά της ύπαρξης στο εκστατικό βλέμμα μιας κατσαρίδας (σύμβολο του απανταχού της γης αφυπνισμένου παγανισμού), η οποία, ωστόσο, δεν θα αποφύγει στο τέλος την πεπατημένη τού διά συνθλίψεως θανάτου; Και μπορεί, επιπλέον, ο εφοπλιστής μας από τα Καρδάμυλα να εισάγεται, ύστερα από πρωτοβουλία των οικείων του, σε πολυτελές ψυχιατρείο, για να αποσπάσει διάγνωση του διευθυντή του ότι πάσχει από έναν ακίνδυνο και γοητευτικό (ποιος είπε ότι οι εκστατικές κατσαρίδες δεν επιτρέπουν και εκστασιασμένους ψυχιάτρους;) κοσμοδιορθωτισμό; Και μπορεί, τέλος (όλα τα πράγματα έχουν κάποτε ένα τέλος), μια τόσο ήπια και αγαθή νόσος, της οποίας το βασικό σύμπτωμα, πάντα κατά την ψυχιατρική διάγνωση, είναι ο αδιάπτωτος ενθουσιασμός, να οδηγεί σ' έναν γενναίο πήδο στη θάλασσα -σε μια τρανταχτή, με άλλα λόγια, αυτοκτονία, που βυθίζει στο πένθος δικούς και ξένους;
Κι όμως, δεν πρόκειται περί κωμωδίας.
Ολα αυτά θα ήταν δυνατό να συμβούν θαυμάσια στο καινούριο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Μ. Ασωνίτη και να μας φαιδρύνουν (ή και να μας ενθουσιάσουν, κατά το πρότυπο του θεϊκού Εύσθενου) τα μάλα, υπό μία και μοναδική προϋπόθεση: ότι ο συγγραφέας δεν θα σκηνοθετούσε στα σοβαρά το μύθο του. Το υλικό που σχηματίζει ο Ασωνίτης στο «Λάλον Υδωρ» είναι υλικό για τη δημιουργία μιας δαιμονικής αταξίας και ακαταστασίας, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε άγρια και ανελέητη παρωδία, χλευάζοντας και ξηλώνοντας εμπνευσμένα τα πάντα -ξεκινώντας από την αρχαιοπληξία και τον ένδοξό μας βυζαντινισμό και φτάνοντας ώς το ύφος των κοσμικών στηλών, την αγωνία των λογοτεχνών για το στήσιμο παγκοσμιοποιημένων βιβλίων ή την πληθώρα των άνευ λόγου και αιτίας ογκωδών μυθιστορημάτων των τελευταίων ετών.
Θα πρέπει να ομολογήσω πως νόμισα για ένα ορισμένο διάστημα, όσο ήμουν ακόμη στα πρώτα κεφάλαια, πως ο Ασωνίτης θα προχωρούσε όντως προς μιαν ανάλογη κατεύθυνση, πετώντας μας προκλητικά το γάντι και βάζοντάς μας σ' ένα σπαρταριστό παιχνίδι, που θα έδιωχνε αμέσως μακριά κάθε αίσθημα πιθανής πλήξης και μπουχτίσματος. Γρήγορα, ωστόσο, κατάλαβα πως το μέγα ατύχημα με το «Λάλον Υδωρ» είναι πως ο συγγραφέας του εννοεί απολύτως όσα λέει και γράφει. Και αν στέλνει πρώτα στο ψυχιατρείο και μετά στα βάθη της θαλάσσης τον Πωλ Κηρουλάριο, δεν το κάνει για να οργανώσει μια μαύρη, παραλυτική στις οριακές της συνέπειες κωμωδία, αλλά επειδή, με τα σωστά του, πιστεύει στο μεγαλείο της ιεροσύνης του ήρωά του, τον οποίο και σπεύδει να καθαγιάσει με τα διαπιστευτήρια της τρέλας και της αυτοχειρίας.
Με ποιον τρόπο γίνεται η λογοτεχνία;
Αλλά, θεοί, την ευσπλαχνία σας. Γίνεται με τέτοιον τρόπο λογοτεχνία; Γίνεται να συζητήσουμε στ' αλήθεια για το τι είναι καλό και τι είναι κακό σ' ένα βιβλίο, το οποίο επαναλαμβάνει την ίδια έμμονη ιδέα ανά παράγραφο, ανά φράση και ανά λέξη επί 544 ατελείωτες και αδιάβαστες σελίδες; Χωρίς βάση εκκίνησης, χωρίς δράση και χωρίς ορίζοντα προσδοκίας (σε όποιο σημείο κι αν σταθούμε θα δούμε τον Πωλ Κηρουλάριο να σώζει τον κόσμο από τη βαριά κληρονομιά του χριστιανισμού, γνωρίζοντας την αποθέωση μεταξύ των ομονοούντων του), το «Λάλον Υδωρ» δεν ανήκει πουθενά: δεν έχει πλοκή και κίνηση, δεν σκιαγραφεί χαρακτήρες, δεν αποτυπώνει κοινωνικές ή υπαρξιακές καταστάσεις, δεν καταγίνεται με άτομα, δεν προβάλλει σύνολα, δεν ξέρει από διαβαθμίσεις φωνής και τόνου -δεν μπορεί καν να υπερασπιστεί τις όποιες ιδεολογικές πεποιθήσεις του, αφού στερείται οιουδήποτε μέσου λογικής προσέγγισης και πειθούς. Εκείνο, όμως, που πετάει απευθείας (και εντελώς βάναυσα) τον αναγνώστη έξω από την αφήγηση, είναι η γλώσσα της. Με μιαν ανιστόρητη καθαρεύουσα, η οποία όχι μόνο δεν μιλήθηκε και δεν γράφτηκε ποτέ, αλλά ανεβάζει κάθε τόσο στην επιφάνεια και μια ξύλινη, απίστευτα στραμπουλισμένη και κακοποιημένη δημοτική, και με διαλόγους διατυπωμένους σε τουριστικά αγγλικά (απεικόνιση, υποτίθεται, της εκπαιδευτικής αγωγής των εφοπλιστικών οικογενειών), ο αφηγητής του Ασωνίτη φαντάζεται ότι κηρύσσει γλωσσικό συναγερμό, την ώρα που απλώς παιδιαρίζει και παραπατάει, χάνοντας αδιάκοπα το βήμα του. Θα το πω, κλείνοντας, ευθέως: παιδαριώδης και ασύστατη είναι ολόκληρη η σύλληψη του βιβλίου -ένα ταυτολογικό και ανύποπτο περί τα πάντα συνονθύλευμα, που υποδύεται ετσιθελικά το ρόλο μυθιστορήματος. Ποιος, εντούτοις, διαθέτει το κουράγιο και την αντοχή να παρακολουθήσει μια τόσο άσχημα πακεταρισμένη παράσταση; Ως προς αυτό, δεν είμαι σε θέση να απαντήσω.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 31/05/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις