Η θύελλα
Περιγραφή
Συνήθως ο πόνος από μια «ιστορία αγάπης» που έχει συντελεστεί στο παρελθόν μας οδηγεί στο «πένθος». Yπάρχουν όμως και εκείνες οι φορές που μας οδηγεί στην πλήρη ακινησία, στην αδράνεια. Tούτο είναι το σημείο απ' όπου ξεκινά "H θύελλα". Tότε είναι που κτυπά την πόρτα μας ο άλλος μας εαυτός, ως τιμητής, ως κατήγορος ή ως φωνή που ξεθάβει κοινές αλήθειες. Tότε μας επισκέπτονται οι φαντασιώσεις, οι μνήμες, σκληρές μα και αδιευκρίνιστες συνάμα, εμβληματικές φιγούρες όπως εκείνη της Mητέρας, στο τέλος όμως, οπωσδήποτε Eκείνη, που θα μας βγάλει τον κόμπο απ' τον λαιμό και θα μας κάνει επιτέλους να μιλήσουμε, να εκφραστούμε, να δούμε τις νευρώσεις μας κατάματα, να αυτοσυνειδητοποιηθούμε.
H θύελλα είναι μια νουβέλα που σε καλεί να τη διαβάσεις με μία μοναχά ανάσα, σα μια μικρή ερωτική ιστορία που μέσα της κρυβόμαστε όλοι μας - όλη αυτή η μεγάλη περιπέτεια που μας ωθεί, ξανά και ξανά, στη δοκιμασία της.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Περιαυτολογίες εκτός εαυτού
Οταν ο εαυτός γίνεται αντικείμενο παρατήρησης και χλεύης
Ο εσώτερος εαυτός, αυτό το περίεργο, ατίθασο μόρφωμα, μπορεί, ως γνωστόν, να μεταλλαχθεί στον πλέον αμείλικτο δυνάστη. Ειδικότερα όταν οι συνθήκες ευνοούν την αυτονόμησή του γίνεται άκρως καταπιεστικός. Σκάβει λάκκους, στήνει παγίδες, μεθοδεύει εξευτελισμούς, νουθετεί, προστάζει, χλευάζει, φλυαρεί ασύστολα, εν ολίγοις παίρνει το επάνω χέρι. Και δεν υπάρχει ιδανικότερη συνθήκη για την αφύπνιση αυτού του μέσα εαυτού από την απόλυτη μοναξιά. Ο αφηγητής του πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Αστερή (γενν. 1979) βρίσκεται σε τόσο απελπιστική κατάσταση που εκουσίως επικαλείται τη συντροφιά του εαυτού του. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες ξυπνάει νιώθοντας την αδήριτη ανάγκη να αποδυθεί σε μια παράφορη, θυελλώδη συνομιλία μαζί του. Μέχρι τη μέρα της αφήγησης έχουν μεσολαβήσει τέσσερα χρόνια χωρίς εκείνη, τον μεγάλο του έρωτα. Και προφανέστατα δεν μπορεί να τα βγάλει πια πέρα με την απουσία της. Ολα τα προσχήματα για την εκμετάλλευση του αδειασμένου χρόνου του -μια πραγματεία για τον Βίτγκενσταϊν, ένα μεγαλόπνευστο λογοτεχνικό έργο- έχουν αποδειχθεί αλυσιτελή. Υστατο τέχνασμα, η φαντασίωση ενός «παρατηρητικού εγώ» που θα βάλει σε τάξη τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τις αναμνήσεις του, που θα κινητοποιήσει εν τέλει τον χρόνο του. Ο αφηγητής καθηλωμένος στον ρόλο ενός «παρατηρούμενου εγώ» παρακολουθεί τον εαυτό του να επικρίνει σκληρά την παραίτησή του, την αδράνειά του, τους φόβους του. Ο επώδυνος διάλογός τους στηρίζεται σε μια θεμελιώδη υπόθεση. Αν εκείνη επέστρεφε...
Πυρετώδης αφηγηματικός ρυθμός
Η νουβέλα του Γιάννη Αστερή αρθρώνεται υπό τη μορφή εσωτερικού μονολόγου, χωρίς όμως να απολήγει σε μια πληκτική αυτοπαρατήρηση ή ένα λυγμικό αναμάσημα αγιάτρευτων πληγών. Αντιθέτως, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα διατρέχεται από ασίγαστη ένταση, επιβάλλοντας ταχύτατους αφηγηματικούς και αναγνωστικούς ρυθμούς. Η πυρετώδης ψυχική διάθεση του αφηγητή διηθείται με εντυπωσιακή αμεσότητα στο κείμενο. Ο ήρωας, προκειμένου να καταστήσει βιώσιμη την καθημερινότητά του, την τεμαχίζει σε ήσσονες μέριμνες, δίνοντας προτεραιότητα σε διανοητικές ενασχολήσεις. Κατ' αρχάς, ο πανικός του μπροστά σε μια καινούρια μέρα, απαράλλακτη με τις προηγούμενες και εξίσου επαχθή εφόσον εκείνη συνεχίζει να λείπει, παρουσιάζεται σαν αγωνία για την περάτωση της εργασίας του πάνω στον Βίτγκενσταϊν. Χαρακτηριστικά τα ελλείμματα της μελέτης, η πρώτη φράση και ο επίλογος. Από αυτές ακριβώς τις υστερήσεις πάσχει και ο αφηγητής. Αδυνατεί να εντοπίσει την αρχή της κατάρρευσής του, όπως επίσης είναι παντελώς ανίκανος να της βάλει μια τελεία. Από το άλλο μέρος, το διαρκώς αναβαλλόμενο πέρας τόσο της φιλοσοφικής εργασίας όσο και του λογοτεχνικού βιβλίου, με τον τίτλο «Θύελλα», καταδεικνύει τη σημασία της αναβολής. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τις πνευματικές έγνοιες του ήρωά του νευρώσεις. Αν περατωθούν θα υποχρεωθεί να επινοήσει άλλες. Συνεπώς η προβεβλημένη πνευματικότητά του δεν είναι παρά μια πρόφαση, μια παραπλάνηση του χρόνου. Ομως τη μέρα που καλύπτει τον αφηγηματικό χρόνο της νουβέλας, οι παντοειδείς προφάσεις κατεδαφίζονται με την έλευση του παρατηρητή. Ο παρατηρούμενος γυμνώνεται ακαριαία, όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά. Καθ' όλη τη διάρκεια της αδυσώπητης συνομιλίας τους βρίσκεται γυμνός στο υπνοδωμάτιό του. Εκεί τον συναντάμε στην αρχή, ξαπλωμένο στο κρεβάτι, εκεί τον εγκαταλείπουμε. Οι όποιες μετακινήσεις του μέσα στο διαμέρισμα υποδεικνύονται πλαγίως ως ψευδαισθητικές. Ενδεικτικό της σύγχυσής του ως προς τον χώρο το γεγονός ότι οι παραμικροί βηματισμοί μέσα στο διαμέρισμα του προκαλούν ολοένα και πιο οδυνηρούς τραυματισμούς. Η κρισιμότητα ωστόσο της κατάστασής του κατοπτρίζεται πρωτίστως στον λόγο του. Λόγος παραληρηματικός, άναρχος, αγχώδης, που εκδιπλώνεται σε μια ακατάσχετη ροή, σαν σύμπτωμα μιας αρρώστιας, οπωσδήποτε ανησυχητικής· λόγος επίσης διχασμένος, όπως και εκείνος που τον εκφέρει, ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο. Και η αντικειμενικότητα του τρίτου προσώπου; Σε μια έξαρση ιλαρότητας το τρίτο πρόσωπο ενσαρκώνεται σ' έναν απρόσμενο, οχληρό επισκέπτη, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον νυν εραστή της πρώην ερωμένης τού αφηγητή. Επομένως, το τρίτο πρόσωπο απουσιάζει διότι ευθύνεται για την απουσία εκείνης.
Σκωπτικά τεχνάσματα
Ο αφηγητής σπαράσσεται από το πένθος, όχι μόνο εξαιτίας της νεκρωμένης σχέσης, αλλά και λόγω της μείζονος απώλειας της αρχετυπικής γυναικείας φιγούρας, της μητρικής. Οταν αναζητεί μια αρχή (είτε υπαρξιακή είτε κειμενική) οραματίζεται την ουτοπική επάνοδο στο μόνο ασφαλές περιβάλλον, της μήτρας. Οταν αναλογίζεται τον ερωτικό χωρισμό οδηγείται νομοτελειακά στον πρωταρχικό αποχωρισμό αυτού του ενδομήτριου θάλπους. Σε εκείνη τη χρονική στιγμή τοποθετεί την αμετάκλητη απώλεια κάθε ελέγχου πάνω στην πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Ο κόσμος του συρρικνώνεται στο σώμα του, ένα σώμα ακρωτηριασμένο από την απουσία, ένα σώμα για το οποίο δεν κρύβει την περιφρόνησή του, καθότι τον υποβάλλει σε διαρκείς ταπεινώσεις. Οσες άμυνες, όση επινοητικότητα, όσες φαντασιώσεις και αυταπάτες κι αν επιστρατεύσει για να επιβληθεί στην ύπαρξή του, έχει πλήρη επίγνωση της ήττας του. Ακόμα και σε στιγμές αναθάρρησης ο ήρωας σκοντάφτει τραγελαφικά πάνω σε κλειστές πόρτες, κυρίαρχο μοτίβο στο βιβλίο. Η μετωπική του σύγκρουση με έναν δυναστευτικό και αρκετά καυστικό σωσία αποσκοπεί ακριβώς στην ανάσχεση της ηττοπάθειας. Οι αναδρομές, οι στρόβιλοι των συλλογισμών, η ανελέητη αυτοϋπονόμευση, όλος αυτός ο επικήδειος δωματίου δεν καταλήγει παρά στη φαντασιώδη αναβίωση και τον εκ νέου αποχωρισμό εκείνης. Η βραδύκαυστη, σπειροειδής αφήγηση γίνεται αίφνης παρανάλωμα. Ενα έμπυρο ερωτογράφημα. Και αν μέχρι τότε το παιχνίδι με τη γλώσσα (στον ήρωα διαφεύγουν πάντα οι κατάλληλες λέξεις, γι' αυτό άλλοτε αρμαθιάζει πολλές συνώνυμες και άλλοτε παραλείπει κάποιες) απηχούσε εύγλωττα την ψυχική αναστάτωση, τώρα αποδιοργανώνεται και ο χρόνος της αφήγησης· ταλαντεύεται τρελαμένος ανάμεσα στον πένθιμο αόριστο και τον χιμαιρικό ενεστώτα.
Ο Αστερής δεν αφήνει ποτέ τα ζοφερά αισθήματα να μετασχηματιστούν σε θρηνωδίες. Γνωρίζοντας καλά πως στην τραγικότητα εμφιλοχωρεί αναπότρεπτα η φαιδρότητα, διακωμωδεί απροκάλυπτα τη συντριβή του ήρωα, ειρωνεύεται την απόγνωσή του και τον βάζει να λύσει διά του πονεμένου σώματός του το αίνιγμα της Σφίγγας. Για να ανακουφίσει μια οξεία κρίση ημικρανίας μετουσιώνεται ο ίδιος στη λύση του Οιδίποδα, παίρνοντας διάφορες στάσεις που αντιστοιχούν στην προοδευτική κατάπτωση του σώματος, ανάλογη της ηλικίας. Το υπαρξιακό άγχος δεν μπορεί παρά να ενέχει και τη γελοία του πλευρά, όπως και ο πολύς απολογισμός καταντάει από ένα σημείο και πέρα «απο-λογισμός». Οσο για την ενδυνάμωση της ταυτότητας, ο συγγραφέας προτείνει μια εφ' όλης της ύλης αρχειοθέτηση με τον αρκούντως σαρκαστικό όρο «προσωπική εναρχείωση», βάσει της οποίας ο πολυδαίδαλος εαυτός μπορεί άνετα να χωρέσει σε μια καρτελοθήκη.
Το βιβλίο του Γιάνννη Αστερή μάς παρασύρει σε μια συναρπαστική δίνη σκέψεων, συναισθημάτων και γλωσσικών σχημάτων. Αξίζει οπωσδήποτε να βυθιστούμε.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 08/06/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις