0
Your Καλαθι
Μια κάποια μιγάδα
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα όνειρα. Η μαγεία του κλίματος και του φωτός προσδίδει στις ιστορίες μας διπλή υπόσταση: από τη μια πλευρά φαντάζουν όνειρο, από την άλλη είναι αληθινές». Οι παραπάνω φράσεις θα μπορούσαν να αποτελούν συνθήματα ενός ολόκληρου λογοτεχνικού κινήματος άλλωστε η διατύπωσή τους οφείλεται σε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Το όνομα του νομπελίστα Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας φιγουράρει, μαζί με αυτά του Χόρχε Λούις Μπόρχες, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του Μάριο Βάργκας Γιόσα, στην πρώτη σειρά των συγγραφέων που καλλιέργησαν τον «μαγικό ρεαλισμό». Με έντονη την αντίθεση ανάμεσα στους όρους της ονομασίας της, η τάση αυτή της λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής του 20ού αιώνα μοιάζει με τη γενέτειρά της: κινούμενη ανάμεσα στο μυθικό και στο ανθρώπινο, στο καλό και στο κακό, στο συνηθισμένο και στο απίστευτο, ταυτόχρονα παραμυθένια, μυστηριώδης και ανατριχιαστική, έχει τη δυνατότητα να συνθέτει δυναμικά ψήγματα πολιτικής και κοινωνικής κριτικής με την παράδοση και τους μύθους των κατοίκων της.
Γνήσιο προϊόν του «μαγικού ρεαλισμού», το μυθιστόρημα «Μια κάποια μιγάδα» συγκαταλέγεται στα τελευταία έργα του Αστούριας. Γραμμένο το 1963, το βιβλίο διαθέτει το συνηθισμένο κράμα παραδοσιακών θεμάτων, κοινωνικών μηνυμάτων και αφηγηματικών τρόπων. Μέσα από τις σελίδες του ξεπηδά ένας κόσμος ετερόκλητων στοιχείων: με ασαφή τα όρια ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο θεϊκό, πλάσματα από διάφορες φυλές, τάξεις και φύλα συγκεντρώνονται και συνθέτουν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό, μια παλλόμενη μάζα από δυνάμεις που μάχονται, ανταγωνίζονται, μεταμορφώνονται, απεχθάνονται και λατρεύουν.
Γιος ενός δικηγόρου και μιας δασκάλας, ο μυθιστοριογράφος και ποιητής Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1899 στην πρωτεύουσα της Γουατεμάλας. Μεγάλωσε υπό το δικτατορικό καθεστώς του Εστράντα Γκαμπρέρα. Σπούδασε νομικά με στόχο να γίνει δικηγόρος, το θέμα της διατριβής του όμως («Το κοινωνικό πρόβλημα των Ινδιάνων») φανέρωσε από πολύ νωρίς το ιστορικό και πολιτικό ενδιαφέρον του για τα προβλήματα της πατρίδας του.
Το 1923 μεταβαίνει στο Λονδίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του και εκεί ανακαλύπτει τα έργα των Μάγια στο Βρετανικό Μουσείο. Μετά από λίγα χρόνια μετακομίζει στο Παρίσι, όπου και μελετά το Ποπόλ - Βου, το ιερό βιβλίο των Μάγια, το οποίο μεταφράζει στα ισπανικά με τη βοήθεια του Γκονζάλες ντε Μεντόζα. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 επιστρέφει στη Γουατεμάλα.
Το 1945 ο δικτάτορας Ούμπικο παίρνει την εξουσία και ο Αστούριας καταφεύγει στο Μεξικό. Ενα χρόνο μετά μπαίνει στο διπλωματικό σώμα και το 1947 τον βρίσκει σε θέση συμβούλου στην Πρεσβεία της Γουατεμάλας στο Μπουένος Αϊρες. Το 1954 η προοδευτική κυβέρνηση του Αρμπένζ εκδιώκεται και ο Αστούριας εξορίζεται, χάνοντας τα πολιτικά του δικαιώματα ως το 1966. Το διάστημα αυτό εργάζεται ως δημοσιογράφος στο Μπουένος Αϊρες, στην Ιταλία και στη Γένοβα. Τότε έρχεται και η διπλή (πολιτική και λογοτεχνική) αναγνώριση του έργου του: το 1966 του απονέμεται το Βραβείο Λένιν της Ειρήνης και το επόμενο έτος το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Το 1970 εγκαταλείπει τη θέση του πρεσβευτή και αφοσιώνεται αποκλειστικά στη συγγραφή.
Η ενασχόλησή του με την πολιτική σκηνή και τις ιστορικές ρίζες της Λατινικής Αμερικής αντανακλάται και στο έργο του. Τα δύο πρώτα βιβλία του είναι ενδεικτικά: οι «Μύθοι της Γουατεμάλας» (1930) αποτελούν μια επιτυχημένη προσπάθεια λυρικής προσαρμογής των παραδόσεων της πατρίδας του ενώ στο «Ο Κύριος Πρόεδρος» (1946), το βιβλίο που του χάρισε και την αναγνώριση, το μήνυμα είναι καθαρά πολιτικό. Η ιστορία του δικτάτορα που στοιχειώνει τις ζωές των ηρώων του βιβλίου παρέχεται μέσα σε μια αποπνικτική, τραγική και ταυτόχρονα κωμική ατμόσφαιρα, ωστόσο στο πρόσωπο του φανταστικού τυράννου αναγνωρίζουμε το πραγματικό του προέδρου της Γουατεμάλας για το διάστημα 1898 - 1920 Εστράντα Γκαμπρέρα.
Ακολουθεί το «Ανθρωποι από καλαμπόκι» (1949), που καταγράφει τον αγώνα των Ινδιάνων που καλλιεργούν καλαμπόκι αποκλειστικά για λόγους διατροφής ενάντια στους λευκούς και στους μαύρους που το αντιμετωπίζουν κυρίως ως εμπόρευμα. Το επόμενο έτος κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του «Ο Κυκλώνας» (Viento Fuerte, 1960) - «Ο Πράσινος Πάπας» (El Papa Verde, 1954) - «Τα μάτια των θαμμένων» (Los Ojos de los Enterrados, 1960), που σκιαγραφεί τους αγώνες των χωρικών ενάντια στις μεγάλες επιχειρήσεις μπανανοκαλλιέργειας που θέλουν να τους διώξουν από τη γη τους. Και πάλι το μήνυμα είναι πολιτικό: ο Αστούριας καταγγέλλει τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες όπως τη United Fruit που στόχο είχαν τη δημιουργία μιας «Δημοκρατίας της Μπανάνας». Το «Σαββατοκύριακο στη Γουατεμάλα» (Weekend en Guatemala, 1956) εξιστορεί την εκδίωξη της κυβέρνησης Αρμπένζ το ίδιο έτος από στρατό μισθοφόρων υποκινούμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από τη δεκαετία του '60 η αναλογία ανάμεσα στην πολιτική αναφορά και στην εξιστόρηση τοπικών μύθων και παραδόσεων ανατρέπεται και το έργο του Αστούριας δείχνει να γέρνει περισσότερο προς το δεύτερο σκέλος. Σε αυτήν την περίοδο ανήκουν έργα όπως το «Μια κάποια μιγάδα», το «Ο ληστής που δεν πίστευε στον ουρανό» (1969), το «Τρεις από τους τέσσερις Ηλιους» (1971) και το «Η Παρασκευή της Οδύνης» (1972). Το «Ο άνθρωπος που τα είχε όλα, όλα, όλα» (1973) είναι το τελευταίο έργο του που δημοσιεύτηκε ολοκληρωμένο. Στις 9 Ιουνίου του επόμενου έτους ο Αστούριας αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Μαδρίτης, χωρίς να έχει προλάβει να ολοκληρώσει το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Δύο φορές μπάσταρδος».
«Και τι δεν θα έκαναν οι άνθρωποι για να γίνουν πλούσιοι! Απάτες, φονικά, γιουρούσια, κλοπές! Και τι δεν θα έκαναν για να αποκτήσουν ό,τι δεν μπορεί να τους προμηθέψει η εργασία: καλή γη, καλά ζωντανά, άλογα ράτσας, κοκόρους για κοκορομαχίες, όπλα καλής ποιότητας!.. Και όλα αυτά για να τα χαρούν με ποιον; Με μια γυναίκα...». Ο βασικός θεματικός πυρήνας του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από το θέμα της κατάκτησης τόσο οικονομικών πόρων όσο και του άλλου φύλου. Ο ήρωας Σελεστίνο Γιουμί είναι ένας φτωχός χωριάτης που επιθυμεί να αλλάξει ζωή. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται παρά μόνο σε συμφωνία με τον Διάβολο. Γι' αυτό πουλάει τη γυναίκα του, τη γλυκιά και υπάκουη Νινιλόχ, στον Ταζόλ, τον δαίμονα των φύλλων του καλαμποκιού. Στην καινούργια πλέον θέση του ισχυρού τον συνοδεύει ως σύντροφος η μυστηριώδης και εκρηκτική φιγούρα της νέας συζύγου του: η μιγάδα, ούτε γυναίκα ούτε άνδρας, έχει τα χαρακτηριστικά του φεγγαριού και δεν τον αφήνει να δει το πρόσωπό της κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής. Ταυτόχρονα πρόκειται για ένα πλάσμα άπληστο, που δεν διστάζει καν μπροστά στην ιδέα να σκοτώσει τον σύζυγό της όταν κυκλοφορεί η φήμη ότι ο σκελετός του είναι καμωμένος από χρυσό.
Τρομαγμένος ο Σελεστίνο και εγκλωβισμένος στο παιχνίδι της εξουσίας που ο ίδιος επεθύμησε αλλά δεν μπορεί πλέον να χειρισθεί, προσπαθεί να πάρει πίσω τη σύζυγό του. Εν μέρει το πετυχαίνει, ωστόσο τίποτα δεν είναι πλέον όπως παλιά, αφού το άρωμα της προδοσίας θα ποτίζει τη σχέση του ζευγαριού ως το τέλος. Στην υπερφυσική διαμάχη που θα ξεσπάσει θα πάρουν μέρος δυνάμεις θεϊκές και εγκόσμιες και οι ισορροπίες θα ανατρέπονται συνεχώς. Πίσω από αυτό το παραλήρημα των μύθων κρύβονται συμβολισμοί και αντιστοιχίες με την πραγματικότητα. Ο ανταγωνισμός και η ανάγκη για επιβολή διαπνέουν τη σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα (Νινιλόχ - Σελεστίνο - μιγάδα), ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις (το αίτημα του ήρωα για κοινωνική ανύψωση ξεκινά από τον φθόνο που τρέφει για τον πλούσιο κουμπάρο του, τον Τέο Τιμοτέο), ανάμεσα σε Θεό και άνθρωπο: «Στην πραγματικότητα αρεσκόταν να θωρεί τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Γιουμί, που είχαν γεράσει από τον πόνο, γιατί του άρεσε να βλέπει τα ανθρώπινα βάσανα, να βλέπει την αλαζονεία να κονιορτοποιείται στο πρόσωπο του ανθρώπου, πλάσματος τόσο εύθραυστου όσο το τσόφλι του αυγού. Αυτός, ο Ταζόλ, δεν ήταν παρά το περίτριμμα του όμορφου αυτού πλάσματος που ήταν καμωμένο από το ψαχνό του σταχιού και από εκεί πήγαζε η απέχθειά του».
Η αντιπαλότητα ανάμεσα στις θρησκείες είναι μια ενδιαφέρουσα πτυχή του βιβλίου, καθώς στο δεύτερο μέρος του εμφανίζεται ο Καντάνγκα, ο χριστιανός Δαίμονας ή αλλιώς ο Διάβολος του Αληθινού Θεού. Αντιμέτωπος με μια ερημωμένη πόλη, λόγω της ανάλογης πολιτικής που είχε ακολουθήσει ο Καστόκ, παροτρύνει τους κατοίκους να ζευγαρώσουν. Η τακτική του εμπεριέχει παραμέτρους σαρκικού πόθου και στον διάλογο εμπλέκονται ζητήματα ηθικής και η Εκκλησία καλείται να πάρει θέση. Ο ευαίσθητος αναγνώστης θα διαγνώσει δόλο και χειραγώγηση και το μήνυμα θα είναι πάλι πολιτικό: «Η σάρκα, τα κόκαλα και η ψυχή είναι αναγκαία για να πάρει μπρος η μηχανή σε καιρό πολέμου, όπως και σε καιρό ειρήνης... Επιθυμώ να μετατρέψω την Τιεραπαουλίτα σε εργοστάσιο παραγωγής ανθρώπων, πράγμα που είναι η καλύτερη βιομηχανία για τα έθνη».
Ωστόσο η θρησκεία θεωρείται απαραίτητη για τον άνθρωπο. Χαρακτηριστική είναι η φράση που διατυπώνεται προς το τέλος του βιβλίου ότι «η Κόλαση, συγκρινόμενη με το μηδέν, δεν είναι παρά ένα χοντρό καλαμπούρι». Τα χιουμοριστικά ευρήματα του Αστούριας στην εξέλιξη της πλοκής είναι εντυπωσιακά: ο Καντάνγκα επιθυμεί να ασφαλίσει την Κόλαση προκειμένου να μη σβήσει ποτέ η πυρκαϊά γιατί «πολλά πράγματα προξενούν τις χειρότερες καταστροφές όταν σβήνουν» και απορεί γιατί «οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν σκέφτηκαν ποτέ να ρίξουν στην αγορά ασφάλειες προς χρήση των θεών που περιέρχονται σε αχρηστία».
Το κείμενο είναι εξαιρετικά πυκνό και χρήζει περισσοτέρων από μία αναγνώσεων προκειμένου να αποκαλυφθούν όλα τα επίπεδά του. Ο μύθος, η ειρωνεία, η γελοιοποίηση, η τραγωδία, η ιστορική αφήγηση αποτελούν τα συστατικά ενός λόγου που ρέει, μιας δίνης που τραβά τον αναγνώστη μέσα της.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 07-06-1998
«Δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα όνειρα. Η μαγεία του κλίματος και του φωτός προσδίδει στις ιστορίες μας διπλή υπόσταση: από τη μια πλευρά φαντάζουν όνειρο, από την άλλη είναι αληθινές». Οι παραπάνω φράσεις θα μπορούσαν να αποτελούν συνθήματα ενός ολόκληρου λογοτεχνικού κινήματος άλλωστε η διατύπωσή τους οφείλεται σε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Το όνομα του νομπελίστα Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας φιγουράρει, μαζί με αυτά του Χόρχε Λούις Μπόρχες, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του Μάριο Βάργκας Γιόσα, στην πρώτη σειρά των συγγραφέων που καλλιέργησαν τον «μαγικό ρεαλισμό». Με έντονη την αντίθεση ανάμεσα στους όρους της ονομασίας της, η τάση αυτή της λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής του 20ού αιώνα μοιάζει με τη γενέτειρά της: κινούμενη ανάμεσα στο μυθικό και στο ανθρώπινο, στο καλό και στο κακό, στο συνηθισμένο και στο απίστευτο, ταυτόχρονα παραμυθένια, μυστηριώδης και ανατριχιαστική, έχει τη δυνατότητα να συνθέτει δυναμικά ψήγματα πολιτικής και κοινωνικής κριτικής με την παράδοση και τους μύθους των κατοίκων της.
Γνήσιο προϊόν του «μαγικού ρεαλισμού», το μυθιστόρημα «Μια κάποια μιγάδα» συγκαταλέγεται στα τελευταία έργα του Αστούριας. Γραμμένο το 1963, το βιβλίο διαθέτει το συνηθισμένο κράμα παραδοσιακών θεμάτων, κοινωνικών μηνυμάτων και αφηγηματικών τρόπων. Μέσα από τις σελίδες του ξεπηδά ένας κόσμος ετερόκλητων στοιχείων: με ασαφή τα όρια ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο θεϊκό, πλάσματα από διάφορες φυλές, τάξεις και φύλα συγκεντρώνονται και συνθέτουν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό, μια παλλόμενη μάζα από δυνάμεις που μάχονται, ανταγωνίζονται, μεταμορφώνονται, απεχθάνονται και λατρεύουν.
Γιος ενός δικηγόρου και μιας δασκάλας, ο μυθιστοριογράφος και ποιητής Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1899 στην πρωτεύουσα της Γουατεμάλας. Μεγάλωσε υπό το δικτατορικό καθεστώς του Εστράντα Γκαμπρέρα. Σπούδασε νομικά με στόχο να γίνει δικηγόρος, το θέμα της διατριβής του όμως («Το κοινωνικό πρόβλημα των Ινδιάνων») φανέρωσε από πολύ νωρίς το ιστορικό και πολιτικό ενδιαφέρον του για τα προβλήματα της πατρίδας του.
Το 1923 μεταβαίνει στο Λονδίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του και εκεί ανακαλύπτει τα έργα των Μάγια στο Βρετανικό Μουσείο. Μετά από λίγα χρόνια μετακομίζει στο Παρίσι, όπου και μελετά το Ποπόλ - Βου, το ιερό βιβλίο των Μάγια, το οποίο μεταφράζει στα ισπανικά με τη βοήθεια του Γκονζάλες ντε Μεντόζα. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 επιστρέφει στη Γουατεμάλα.
Το 1945 ο δικτάτορας Ούμπικο παίρνει την εξουσία και ο Αστούριας καταφεύγει στο Μεξικό. Ενα χρόνο μετά μπαίνει στο διπλωματικό σώμα και το 1947 τον βρίσκει σε θέση συμβούλου στην Πρεσβεία της Γουατεμάλας στο Μπουένος Αϊρες. Το 1954 η προοδευτική κυβέρνηση του Αρμπένζ εκδιώκεται και ο Αστούριας εξορίζεται, χάνοντας τα πολιτικά του δικαιώματα ως το 1966. Το διάστημα αυτό εργάζεται ως δημοσιογράφος στο Μπουένος Αϊρες, στην Ιταλία και στη Γένοβα. Τότε έρχεται και η διπλή (πολιτική και λογοτεχνική) αναγνώριση του έργου του: το 1966 του απονέμεται το Βραβείο Λένιν της Ειρήνης και το επόμενο έτος το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Το 1970 εγκαταλείπει τη θέση του πρεσβευτή και αφοσιώνεται αποκλειστικά στη συγγραφή.
Η ενασχόλησή του με την πολιτική σκηνή και τις ιστορικές ρίζες της Λατινικής Αμερικής αντανακλάται και στο έργο του. Τα δύο πρώτα βιβλία του είναι ενδεικτικά: οι «Μύθοι της Γουατεμάλας» (1930) αποτελούν μια επιτυχημένη προσπάθεια λυρικής προσαρμογής των παραδόσεων της πατρίδας του ενώ στο «Ο Κύριος Πρόεδρος» (1946), το βιβλίο που του χάρισε και την αναγνώριση, το μήνυμα είναι καθαρά πολιτικό. Η ιστορία του δικτάτορα που στοιχειώνει τις ζωές των ηρώων του βιβλίου παρέχεται μέσα σε μια αποπνικτική, τραγική και ταυτόχρονα κωμική ατμόσφαιρα, ωστόσο στο πρόσωπο του φανταστικού τυράννου αναγνωρίζουμε το πραγματικό του προέδρου της Γουατεμάλας για το διάστημα 1898 - 1920 Εστράντα Γκαμπρέρα.
Ακολουθεί το «Ανθρωποι από καλαμπόκι» (1949), που καταγράφει τον αγώνα των Ινδιάνων που καλλιεργούν καλαμπόκι αποκλειστικά για λόγους διατροφής ενάντια στους λευκούς και στους μαύρους που το αντιμετωπίζουν κυρίως ως εμπόρευμα. Το επόμενο έτος κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του «Ο Κυκλώνας» (Viento Fuerte, 1960) - «Ο Πράσινος Πάπας» (El Papa Verde, 1954) - «Τα μάτια των θαμμένων» (Los Ojos de los Enterrados, 1960), που σκιαγραφεί τους αγώνες των χωρικών ενάντια στις μεγάλες επιχειρήσεις μπανανοκαλλιέργειας που θέλουν να τους διώξουν από τη γη τους. Και πάλι το μήνυμα είναι πολιτικό: ο Αστούριας καταγγέλλει τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες όπως τη United Fruit που στόχο είχαν τη δημιουργία μιας «Δημοκρατίας της Μπανάνας». Το «Σαββατοκύριακο στη Γουατεμάλα» (Weekend en Guatemala, 1956) εξιστορεί την εκδίωξη της κυβέρνησης Αρμπένζ το ίδιο έτος από στρατό μισθοφόρων υποκινούμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από τη δεκαετία του '60 η αναλογία ανάμεσα στην πολιτική αναφορά και στην εξιστόρηση τοπικών μύθων και παραδόσεων ανατρέπεται και το έργο του Αστούριας δείχνει να γέρνει περισσότερο προς το δεύτερο σκέλος. Σε αυτήν την περίοδο ανήκουν έργα όπως το «Μια κάποια μιγάδα», το «Ο ληστής που δεν πίστευε στον ουρανό» (1969), το «Τρεις από τους τέσσερις Ηλιους» (1971) και το «Η Παρασκευή της Οδύνης» (1972). Το «Ο άνθρωπος που τα είχε όλα, όλα, όλα» (1973) είναι το τελευταίο έργο του που δημοσιεύτηκε ολοκληρωμένο. Στις 9 Ιουνίου του επόμενου έτους ο Αστούριας αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Μαδρίτης, χωρίς να έχει προλάβει να ολοκληρώσει το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Δύο φορές μπάσταρδος».
«Και τι δεν θα έκαναν οι άνθρωποι για να γίνουν πλούσιοι! Απάτες, φονικά, γιουρούσια, κλοπές! Και τι δεν θα έκαναν για να αποκτήσουν ό,τι δεν μπορεί να τους προμηθέψει η εργασία: καλή γη, καλά ζωντανά, άλογα ράτσας, κοκόρους για κοκορομαχίες, όπλα καλής ποιότητας!.. Και όλα αυτά για να τα χαρούν με ποιον; Με μια γυναίκα...». Ο βασικός θεματικός πυρήνας του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από το θέμα της κατάκτησης τόσο οικονομικών πόρων όσο και του άλλου φύλου. Ο ήρωας Σελεστίνο Γιουμί είναι ένας φτωχός χωριάτης που επιθυμεί να αλλάξει ζωή. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται παρά μόνο σε συμφωνία με τον Διάβολο. Γι' αυτό πουλάει τη γυναίκα του, τη γλυκιά και υπάκουη Νινιλόχ, στον Ταζόλ, τον δαίμονα των φύλλων του καλαμποκιού. Στην καινούργια πλέον θέση του ισχυρού τον συνοδεύει ως σύντροφος η μυστηριώδης και εκρηκτική φιγούρα της νέας συζύγου του: η μιγάδα, ούτε γυναίκα ούτε άνδρας, έχει τα χαρακτηριστικά του φεγγαριού και δεν τον αφήνει να δει το πρόσωπό της κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής. Ταυτόχρονα πρόκειται για ένα πλάσμα άπληστο, που δεν διστάζει καν μπροστά στην ιδέα να σκοτώσει τον σύζυγό της όταν κυκλοφορεί η φήμη ότι ο σκελετός του είναι καμωμένος από χρυσό.
Τρομαγμένος ο Σελεστίνο και εγκλωβισμένος στο παιχνίδι της εξουσίας που ο ίδιος επεθύμησε αλλά δεν μπορεί πλέον να χειρισθεί, προσπαθεί να πάρει πίσω τη σύζυγό του. Εν μέρει το πετυχαίνει, ωστόσο τίποτα δεν είναι πλέον όπως παλιά, αφού το άρωμα της προδοσίας θα ποτίζει τη σχέση του ζευγαριού ως το τέλος. Στην υπερφυσική διαμάχη που θα ξεσπάσει θα πάρουν μέρος δυνάμεις θεϊκές και εγκόσμιες και οι ισορροπίες θα ανατρέπονται συνεχώς. Πίσω από αυτό το παραλήρημα των μύθων κρύβονται συμβολισμοί και αντιστοιχίες με την πραγματικότητα. Ο ανταγωνισμός και η ανάγκη για επιβολή διαπνέουν τη σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα (Νινιλόχ - Σελεστίνο - μιγάδα), ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις (το αίτημα του ήρωα για κοινωνική ανύψωση ξεκινά από τον φθόνο που τρέφει για τον πλούσιο κουμπάρο του, τον Τέο Τιμοτέο), ανάμεσα σε Θεό και άνθρωπο: «Στην πραγματικότητα αρεσκόταν να θωρεί τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Γιουμί, που είχαν γεράσει από τον πόνο, γιατί του άρεσε να βλέπει τα ανθρώπινα βάσανα, να βλέπει την αλαζονεία να κονιορτοποιείται στο πρόσωπο του ανθρώπου, πλάσματος τόσο εύθραυστου όσο το τσόφλι του αυγού. Αυτός, ο Ταζόλ, δεν ήταν παρά το περίτριμμα του όμορφου αυτού πλάσματος που ήταν καμωμένο από το ψαχνό του σταχιού και από εκεί πήγαζε η απέχθειά του».
Η αντιπαλότητα ανάμεσα στις θρησκείες είναι μια ενδιαφέρουσα πτυχή του βιβλίου, καθώς στο δεύτερο μέρος του εμφανίζεται ο Καντάνγκα, ο χριστιανός Δαίμονας ή αλλιώς ο Διάβολος του Αληθινού Θεού. Αντιμέτωπος με μια ερημωμένη πόλη, λόγω της ανάλογης πολιτικής που είχε ακολουθήσει ο Καστόκ, παροτρύνει τους κατοίκους να ζευγαρώσουν. Η τακτική του εμπεριέχει παραμέτρους σαρκικού πόθου και στον διάλογο εμπλέκονται ζητήματα ηθικής και η Εκκλησία καλείται να πάρει θέση. Ο ευαίσθητος αναγνώστης θα διαγνώσει δόλο και χειραγώγηση και το μήνυμα θα είναι πάλι πολιτικό: «Η σάρκα, τα κόκαλα και η ψυχή είναι αναγκαία για να πάρει μπρος η μηχανή σε καιρό πολέμου, όπως και σε καιρό ειρήνης... Επιθυμώ να μετατρέψω την Τιεραπαουλίτα σε εργοστάσιο παραγωγής ανθρώπων, πράγμα που είναι η καλύτερη βιομηχανία για τα έθνη».
Ωστόσο η θρησκεία θεωρείται απαραίτητη για τον άνθρωπο. Χαρακτηριστική είναι η φράση που διατυπώνεται προς το τέλος του βιβλίου ότι «η Κόλαση, συγκρινόμενη με το μηδέν, δεν είναι παρά ένα χοντρό καλαμπούρι». Τα χιουμοριστικά ευρήματα του Αστούριας στην εξέλιξη της πλοκής είναι εντυπωσιακά: ο Καντάνγκα επιθυμεί να ασφαλίσει την Κόλαση προκειμένου να μη σβήσει ποτέ η πυρκαϊά γιατί «πολλά πράγματα προξενούν τις χειρότερες καταστροφές όταν σβήνουν» και απορεί γιατί «οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν σκέφτηκαν ποτέ να ρίξουν στην αγορά ασφάλειες προς χρήση των θεών που περιέρχονται σε αχρηστία».
Το κείμενο είναι εξαιρετικά πυκνό και χρήζει περισσοτέρων από μία αναγνώσεων προκειμένου να αποκαλυφθούν όλα τα επίπεδά του. Ο μύθος, η ειρωνεία, η γελοιοποίηση, η τραγωδία, η ιστορική αφήγηση αποτελούν τα συστατικά ενός λόγου που ρέει, μιας δίνης που τραβά τον αναγνώστη μέσα της.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 07-06-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις