0
Your Καλαθι
Ιουλιανός
Μια βιογραφία
Περιγραφή
Ένα τέταρτο αιώνα χωρίζει αυτό το βιβλίο από την πρώτη του γραφή. Ο πρώτος Ιουλιανός ήταν μια σειρά σπουδών πάνω στη σκέψη και τη δράση ενός από τους ήρωες της εφηβείας μου και συγχρόνως ένα βάπτισμα στα βαθιά κι επικίνδυνα νερά της ρωμαιοκρατούμενης Μεσογείου με τα ισχυρά πολιτικά και θρησκευτικά ρεύματά της. Προϊόν έντονης κι άναρχης μελέτης, αλλά κυρίως καρπός ενός μεγάλου ενθουσιασμού ο τόμος An emperor and Hellenism: studies in the thought and action of the Emperor Julian (1976) δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας. Όπως όλες οι διδακτορικές διατριβές της Οξφόρδης, αναπαύεται κι αυτός σε κάποια κόγχη του Τμήματος Χειρογράφων της Βοδληιανής Βιβλιοθήκης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να επαινέσει κάποιος το σημαντικό αυτό βιβλίο. Πρώτα και καλύτερα για το εκφραστικό του ιδίωμα, το επιστημονικό ήθος που αποπνέει και τη σχολαστική του τεκμηρίωση. Ο συνδυασμός όλων αυτών των αρετών δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο κατόρθωμα. Πολλοί από τους καλύτερους μελετητές επιλέγουν συχνά είτε το γλαφυρό ύφος, όταν επιθυμούν να απευθυνθούν στο ευρύτερο κοινό, είτε την ακρίβεια της διατύπωσης και του υπομνηματισμού, όταν διαλέγονται με την κοινότητα των ειδικών. Η Πολύμνια Αθανασιάδη δεν κάνει παραχωρήσεις προς καμία κατεύθυνση. Επιθυμεί να τέρψει τους αναγνώστες που δεν είναι μυημένοι στην αργκό των εξ επαγγέλματος ιστορικών και ταυτοχρόνως να πείσει τους συναδέλφους της που γνωρίζουν τις πηγές εξίσου καλά με την ίδια.
Το βιβλίο αυτό θα πρέπει να επαινεθεί και για την τόλμη του. Ο Ιουλιανός είναι μια από τις λιγοστές -ίσως ελάχιστες- προσωπικότητες της αρχαιότητας που προσκαλούν ή, για την ακρίβεια, προκαλούν το βιογράφο τους από μόνες τους. Πέρα από τα συνήθη τεκμήρια που προσφέρονται για πολλές άλλες μορφές του αρχαίου κόσμου, στην περίπτωση του Ιουλιανού, όπως και του Αυγουστίνου, υπάρχουν διαθέσιμες και αυτοβιογραφικές (μάλιστα εξομολογητικές) πληροφορίες. Αν στην πρόκληση αυτή προσθέσουμε και το θρύλο που άρχισε να καλλιεργείται γύρω από τον αυτοκράτορα ενόσω ήταν ακόμα ζωντανός, τότε κατανοούμε γιατί τόσο πολλοί και σημαντικοί μελετητές (αλλά και λογοτέχνες) έχουν σπεύσει να ασχοληθούν με το βίο του. Αυτό όμως σημαίνει ότι κάθε νέος μελετητής δεν έχει να αναμετρηθεί μόνο με το πλούσιο και συχνά αντιφατικό υλικό του αλλά και με όλους τους προγενέστερους βιογράφους. Το βιβλίο της Αθανασιάδη δεν είναι απλώς ένα ανάμεσα στα πολλά καλά του είδους. Γράφτηκε διότι είχε εξαρχής κάτι νέο, σημαντικό και ενδιαφέρον να υποστηρίξει.
Οι καταβολές των δυνάμεων
Η βασική πρωτοτυπία του βιβλίου βρίσκεται στη μέθοδό του. Αντί να συνδυάσει τις ψηφίδες των πηγών με το συνήθη τρόπο των μελετητών που επιθυμούν να καταλήξουν σε ολοκληρωμένη και συνεκτική εικόνα, η Αθανασιάδη χρησιμοποιεί τις πηγές για να διεισδύει κατευθείαν και με αποφασιστικότητα στον πνευματικό και τον ψυχικό κόσμο του Ιουλιανού. Δεν της αρκεί να εξηγήσει γιατί ο ήρωάς της ενήργησε με τον τρόπο που ενήργησε. Αναζητεί επιπλέον τις καταβολές των δυνάμεων που πάλευαν μέσα στον άνθρωπο. Εκτός από το τελικό αποτέλεσμα των εσωτερικών διεργασιών, ενδιαφέρεται να ανιχνεύσει ακόμα και τις βουλήσεις που δεν τελεσφόρησαν. Οδηγός της στη βιογραφία που επιχειρεί δεν είναι τόσο πολύ οι πράξεις και οι παραλείψεις του βιογραφούμενου προσώπου αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο Ιουλιανός της Αθανασιάδη δεν είναι μια τέλεια κατασκευή για το μουσείο των κέρινων ομοιωμάτων, όπως είναι συνήθως οι ήρωες των βιογραφιών, αλλά ένας άνθρωπος με φλόγα δημιουργίας, με ισχυρή βούληση και πείσμα - αλλά και με συχνές μεταστροφές, με παλινωδίες, ακόμα και κρίσεις που φθάνουν κάποτε στα όρια της απελπισίας ή της κατάρρευσης.
Με τον ίδιο τρόπο που παρακολουθεί τον Ιουλιανό ως σύνθετη (δηλαδή πραγματική) προσωπικότητα, η Αθανασιάδη αναλύει και τον κόσμο που τον περιβάλει. Η καθιερωμένη εικόνα της σύγκρουσης μεταξύ παγανισμού και χριστιανισμού τής φαίνεται εξαιρετικά ανεπαρκής και, τελικώς, παραπλανητική. Ο λεγόμενος παγανισμός (μια έννοια, έτσι κι αλλιώς, βαθύτατα προβληματική) περιλάμβανε πολλές και διαφορετικές εκδοχές - όπως άλλωστε και ο χριστιανισμός. Αν ο ιστορικός αρκεστεί στις έννοιες «παγανισμός» και «χριστιανισμός» τότε θα παραμείνει στα κοινότοπα και απλοϊκά σχήματα. Το ιστορικό ερώτημα, όπως το θέτει η Αθανασιάδη, είναι ποιες εκδοχές παγανισμού ήταν ενεργές την εποχή εκείνη και πώς τοποθετήθηκε στο εσωτερικό τους ο Ιουλιανός. Γι' αυτό και το βιβλίο της στέκεται με ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα κοσμοθεωρίας, πολιτικής φιλοσοφίας και ιδεολογίας.
Ενταγμένος στο πνευματικό του περιβάλλον, ο Ιουλιανός δεν είναι πια ένας αμετανόητος (και ρομαντικός) νοσταλγός του παρελθόντος. Είναι ένας άνθρωπος της εποχής του, που ατενίζει και αυτός το μέλλον. Διαλέγεται όχι μόνο με τους προφανείς εχθρούς του αλλά (ίσως κυρίως) με τους υποτιθέμενους φίλους του. Από πολλές πλευρές ο παγανισμός του Ιουλιανού βρίσκεται σε σύγκρουση με την παράδοση - κάποτε μάλιστα σε οξύτερη σύγκρουση από ό,τι ο κυρίαρχος χριστιανισμός. Αλλά και η σχέση του αυτοκράτορα με το χριστιανισμό αποδεικνύεται εξαιρετικά σύνθετη.
«Ελληνισμός« και χριστιανισμός
Ένα από τα βασικά θέματα στα οποία αναμετρήθηκε με το χριστιανισμό ήταν γύρω από την έννοια του «ελληνισμού». Οι λόγιοι χριστιανοί της εποχής δεν αρνούνταν την αξία της ελληνικής παιδείας. Πολλοί από αυτούς την είχαν γευτεί και σέβονταν τους ποιητές και τους φιλοσόφους της. Για να συμβιβάσουν ωστόσο την κλασική γραμματεία με την πίστη τους διαχώριζαν τα καθαρώς θρησκευτικά διδάγματα της ελληνικής ποίησης (τα οποία απέρριπταν) από τα αισθητικά της αποτελέσματα (όπως άλλωστε κάνουμε σήμερα). Η σχέση των μεγάλων εκκλησιαστικών πατέρων με τον «ελληνισμό» ήταν έτσι εκλεκτική και επιλεκτική. Ο Ιουλιανός από την πλευρά του επέμενε ότι ο «ελληνισμός» έπρεπε να θεωρηθεί ενιαία και αδιαίρετη υπόσταση, η οποία περιλαμβάνει όλη την πλούσια και πολυποίκιλη παράδοση. Γι' αυτό και προσπάθησε να συνενώσει όσο περισσότερο γινόταν τις θρησκευτικές τελετές με τις υψηλές φιλοσοφικές συλλήψεις. Η άκαμπτη αυτή τοποθέτηση του αυτοκράτορα εξόργισε, όπως ήταν φυσικό, τους χριστιανούς, καθώς τους καλούσε είτε να αποδεχτούν τον «ελληνισμό» στο σύνολό του είτε να ξεκόψουν από αυτόν ολοκληρωτικά.
Η διαμάχη αυτή, όπως εξηγεί η Αθανασιάδη, πήγαινε πολύ βαθιά. Οι λόγιοι χριστιανοί αρνούνταν να παραιτηθούν από την ελληνική κληρονομιά διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με αποκλεισμό τους από την υψηλή μόρφωση. Ο αυτοκράτορας από την πλευρά του ήθελε τον «ελληνισμό» να παίξει το ρόλο μιας κοσμοθεωρίας και μιας παγκόσμιας θρησκείας. Ένας τεμαχισμένος και εξουδετερωμένος «ελληνισμός» δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει οικουμενικός, όπως τον ήθελε ο ίδιος στο πρότυπο του χριστιανισμού.
Παρακολουθώντας τον Ιουλιανό να ιχνηλατεί τα πολλαπλά μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά του, η Αθανασιάδη οδηγείται σε αυτό που θεωρεί κομβικό σημείο για την κατανόηση της τραγικής του προσωπικότητας. Ο Ιουλιανός της ιστορίας, σε αντίθεση προς τον Ιουλιανό του μύθου, δεν ακολούθησε ένα δρόμο αλλά δύο - ενδεχομένως περισσότερους. Από τη μια πλευρά επεδίωξε την αναβίωση της παλαιάς πολιτικής τάξης που στηριζόταν στο δυναμισμό των αυτοδιοικούμενων πόλεων, ενώ από την άλλη οραματιζόταν το νέο ρόλο του «ελέω Θεού» μονάρχη. Η θρησκευτική του πολιτική υπηρετούσε πρωτίστως έναν πολιτικό και κοινωνικό στόχο, καθώς τέθηκε στην υπηρεσία θεσμών με στοιχεία της δημοκρατικής παράδοσης. Ταυτοχρόνως όμως του επέτρεψε να συλλάβει και να διατυπώσει με μεγαλύτερη διαύγεια από τους χριστιανούς της εποχής του μια θεοκρατική αντίληψη για τη βασιλική αρχή, καθώς και την ιδέα της δυναστικής νομιμότητας στην οποία στηρίχτηκε η βυζαντινή ιδεολογία.
Τη σύγκρουση αυτή ανάμεσα στις δύο στρατηγικές, από τις οποίες η μία κοίταζε στο παρελθόν και η άλλη στο μέλλον, η Αθανασιάδη την ανιχνεύει και στον ψυχισμό του αυτοκράτορα. Ο γενναιόδωρος, ανιδιοτελής και σεμνότυφος άνδρας, μπορούσε να συμπεριφέρεται συχνά με τρόπο εγωκεντρικό, μισαλλόδοξο και εριστικό. Αξιοποιώντας τη βαθιά του παιδεία κατόρθωσε να δαμάσει το πάθος και την οργή που θα έπρεπε να έχει ξεσηκώσει μέσα του η νύχτα της μεγάλης δυναστικής σφαγής (τότε που τα χριστιανικότατα τέκνα του ευσεβούς Κωνσταντίνου απαλλάχτηκαν από όλους τους υποψήφιους διεκδικητές του θρόνου) και να επιβάλλει στον εαυτό του μια συμπεριφορά ανεξίκακη και δημοκρατική. Ως αυτοκράτωρ απείχε από κάθε προσπάθεια αντεκδίκησης, υπακούοντας στις φιλοσοφικές επιταγές που θέλουν το βασιλιά σοφό, δάσκαλο και πατέρα. Από την άλλη πλευρά, δεν έδειχνε σχεδόν καμιά κατανόηση ή ανοχή προς τους ομοθρήσκους του, που αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν τους οραματισμούς του.
Σεβασμός εκ των υστέρων
Ο Ιουλιανός του θρύλου είναι γνωστός για την αναμέτρησή του με τη μεγάλη μάζα των χριστιανών. Ο Ιουλιανός της Ιστορίας βρέθηκε σε μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη αναμέτρηση με τη μεγάλη μάζα των εθνικών. Όπως δείχνει η προσεκτική έρευνα, το πρόγραμμά του δεν κρίθηκε τόσο πολύ από την αντίδραση των χριστιανών όσο κρίθηκε από την αδυναμία και την απροθυμία των τάξεων που κατ' εξοχήν καλούνταν να το υιοθετήσουν. Απεναντίας, οι χριστιανοί των επόμενων γενεών σεβάστηκαν και κατανόησαν το βαθύτερο νόημα της κληρονομιάς του. Γι' αυτό και οι βυζαντινοί λόγιοι (που φρόντισαν να μη σωθεί σχεδόν ούτε δείγμα της αντιχριστιανικής πολεμικής των εθνικών φιλοσόφων) διέσωσαν και μελέτησαν το έργο του «παραβάτη».
Με τη μεθοδολογία του, την ευαισθησία του και τη διορατικότητά του, το βιβλίο της Αθανασιάδη κρατά διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Σε κάθε σελίδα έχει κάτι καινούργιο να του προσφέρει. Τον καλεί να σκεφτεί και να αναθεωρήσει πολλά από τα κλισέ που έχει αποδεχτεί. Και του ξεδιπλώνει αργά και προσεκτικά τις πτυχές ενός κόσμου που άλλαζε με ρυθμούς τόσο γρήγορους όσο και ο δικός μας. Εκτός από βιογραφία του Ιουλιανού, το βιβλίο αυτό είναι και μια θαυμάσια εισαγωγή στην ύστερη αρχαιότητα. Η ελληνική μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο είναι ξαναδουλεμένη και εμπλουτισμένη με πλούσια και διαφωτιστική εικονογράφηση. Χωρίς αμφιβολία αποτελεί ένα απόκτημα για την ελληνόγλωσση βιβλιογραφία της ύστερης αρχαιότητας που, καθώς φαίνεται, έχει πλέον βρει για τα καλά το δρόμο της στη νεοελληνική παιδεία.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στις μέρες μας, που το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού για τη σχέση ανάμεσα στον χριστιανισμό και στον ελληνισμό είναι αυξημένο, η εμβληματική μορφή του φιλόσοφου αυτοκράτορα που επιχείρησε να αντιστρέψει τη ροή της Ιστορίας επαναφέροντας την αρχαία λατρεία προβάλλει στη συλλογική φαντασία όλο και πιο ελκυστική.
Η κυκλοφορία της ελληνικής εκδοχής της σημαντικής μονογραφίας της Πολύμνιας Αθανασιάδη έρχεται να υπονομεύσει την απλουστευτική αυτή οπτική, προσφέροντας στον έλληνα αναγνώστη μια εικόνα πολύ πιο σύνθετη, ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική. Καρπός της πολύχρονης ενασχόλησης της ιστορικού με τον Ιουλιανό και την εποχή του, το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά (Οξφόρδη 1981), μεταφράστηκε δύο φορές στα ιταλικά και επανακυκλοφόρησε αργότερα με μικρές προσθήκες (Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1992). Για την έκδοση της μονογραφίας στα ελληνικά το βιβλίο ουσιαστικά ξαναγράφηκε, ενσωματώνοντας πορίσματα της σύγχρονης έρευνας και έναν επιλεκτικό διάλογο με την κριτική, αλλά και προσφέροντας μια εκδοχή πιο κατασταλαγμένη και νηφάλια, χωρίς πάντως να έχει χάσει τίποτε από τη γοητεία που τόσο αποτελεσματικά άσκησε, και εξακολουθεί να ασκεί, στο διεθνές αναγνωστικό κοινό.
Κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι η χαρτογράφηση της πνευματικής πορείας του Ιουλιανού μέσα στα θρησκευτικά, πολιτικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του. Όπως ξεκάθαρα δηλώνει η συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου «αυτό που ενδιαφέρει είναι το ιδεολογικό υπόστρωμα και τα κίνητρα των πράξεων του Ιουλιανού και όχι αυτές καθαυτές οι πράξεις και ο αντίκτυπός τους στη διεθνή σκηνή. Δεν πρόκειται για πολιτική αλλά για πνευματική βιογραφία». Η προσωπικότητα που αναδύεται μέσα από αυτή την «ψυχογραφία» ή «νοογραφία» όπως εύστοχα χαρακτηρίζει η Αθανασιάδη το έργο της είναι περίπλοκη και συχνά αντιφατική: ασκητικός και μισαλλόδοξος, συντηρητικός και αναθεωρητής, «δημοκρατικός» στην πράξη και δεσποτικός στη θεωρία, απόλυτος αλλά προπάντων ευαίσθητος σε βαθμό παθολογικό, ο Ιουλιανός, παρά την προσήλωσή του στο παρελθόν, είναι ένας χαρακτηριστικός άνθρωπος της εποχής του, ενώ συχνά οι επιλογές του προοιωνίζονται τις κατοπινές εξελίξεις.
Κομβικό σημείο εκκίνησης για την κατανόηση του Ιουλιανού είναι ο «ελληνισμός», όρος που αναφέρεται στο σύνολο της αρχαίας πνευματικής κληρονομιάς, όπως αυτή γινόταν αντιληπτή την εποχή της Υστερης Αρχαιότητας και κατ' επέκτασιν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Παρ' ότι η λέξη χρησιμοποιήθηκε αρχικά, κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή, για να δηλώσει την ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας που πλέον ομιλείτο από μεγάλο αριθμό ξένων, η σημασία της σταδιακά επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε το σύστημα πεποιθήσεων και αξιών του οποίου η γλώσσα είναι φορέας: την ελληνική παιδεία που περιελάμβανε κατ' εξοχήν την ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Την εποχή του Ιουλιανού ο ελληνισμός είχε σφραγισθεί από το ρεύμα του νεοπλατωνισμού, και σήμαινε πλέον τη «θεολογική Κοινή της Υστερης Αρχαιότητας», μια συγκρητική θεολογία που ενέταξε τους αρχαίους μύθους και λατρείες σε ένα σχήμα με πολυθεϊστική όψη και μονοθεϊστικό περιεχόμενο. Ο ίδιος ο Ιουλιανός ήρθε από νωρίς σε επαφή με το σύστημα αυτό, μέσω των παιδαγωγών και δασκάλων του, ενώ μεγάλωνε απομονωμένος στην εξορία. Παρ' ότι γόνος της αυτοκρατορικής οικογένειας που είχε σχετικά πρόσφατα υιοθετήσει τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, ο Ιουλιανός, χριστιανός και ο ίδιος εξωτερικά, προσχώρησε στον νεοπλατωνισμό, και μυήθηκε στα μυστήρια του Μίθρα και αργότερα της Κυβέλης και της Ελευσίνας.
Όταν αργότερα ως αυτοκράτορας θα επαναφέρει τη λατρεία των αρχαίων θεών, το θρησκευτικό σύστημα με το οποίο θα επιχειρήσει να αντικαταστήσει τον χριστιανισμό σε τίποτε δεν θυμίζει το πνεύμα της αρχαίας λατρείας. Πρόκειται για έναν εναλλακτικό μονοθεϊσμό νεοπλατωνικών αποχρώσεων, με οικουμενικές προσδοκίες, ιεραρχική οργάνωση και ηθικές επιταγές που έμοιαζαν με εκείνες του χριστιανισμού. Η πρωτοβουλία αυτή της οργάνωσης μιας οικουμενικής εκκλησίας του παγανισμού, που εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης θεοκρατικής πολιτικής θεωρίας του Ιουλιανού, δείχνει πόσο ο αυτοκράτορας που απεχθανόταν κάθε καινοτομία βρισκόταν και ο ίδιος σε ρήξη με την παράδοση. «Βυζαντινότερος από οποιονδήποτε προκάτοχό του» παρατηρεί η Αθανασιάδη «ο Ιουλιανός είχε τελικά μια θεοκρατική αντίληψη για το κράτος, με τον ελληνισμό αντί τον χριστιανισμό να πληροί τον ρόλο της εθνικής κοσμοθεωρίας».
Αυτή η «νεωτερική» πλευρά του Ιουλιανού, που βρισκόταν σε διάσταση με τα ιδεώδη της κλασικής του παιδείας, ερμηνεύεται στο βιβλίο ως αποτέλεσμα κατά ένα μέρος της πνευματικής του εξέλιξης: της πεποίθησης που διαμόρφωσε σταδιακά ότι ήταν φορέας μιας θεϊκής εντολής, όργανο της θείας βούλησης, με αποστολή να σώσει την παρακμάζουσα αυτοκρατορία που είχε αποκλίνει από τον δρόμο του ελληνισμού. Ακόμη και μέτρα που αποσκοπούσαν στη διοικητική αποκέντρωση με την τόνωση του καταρρέοντος θεσμού των βουλών των πόλεων ακυρώθηκαν στην πράξη από τη συγκεντρωτική νεοπλατωνική του νοοτροπία: την πίστη ότι η επίγεια τάξη πραγμάτων πρέπει να αντανακλά την επουράνια ιεραρχία, όπου τα πάντα είναι εκπορεύσεις τού ενός και μοναδικού Θεού.
Το εχθρικό βέλος που κατά τη διάρκεια της περσικής του εκστρατείας έδωσε πρόωρο τέλος στη βασιλεία του Ιουλιανού, επισφράγισε και τη συμβατική αποτυχία της πολιτικής του, αποδίδοντάς τον στον χώρο της μνήμης και του μύθου, της ερμηνείας και της παρερμηνείας. Αποτέλεσμα μιας βαθιάς εξοικείωσης με το πληθωρικό και άκρως εξομολογητικό συγγραφικό έργο που άφησε πίσω του ο Ιουλιανός, το βιβλίο της Πολύμνιας Αθανασιάδη παραμερίζει το πυκνό πλέγμα των παρανοήσεων και στρεβλώσεων που συσκοτίζουν ως σήμερα την εικόνα του οραματιστή αυτοκράτορα, προσφέροντας στον αναγνώστη μια εκ των έσω οπτική. Πέρα από τον πλούτο του υλικού, την ερμηνευτική πληρότητα και τη συνθετική δύναμη του βιβλίου, την απόλαυση του αναγνώστη ειδικού και μη εντείνει η δεξιοτεχνική χρήση της γλώσσας καθώς και η ικανότητα της ιστορικού να αναδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις των πηγών: να αποδίδει στα κείμενα τον χαμένο τους τόνο, επιτρέποντας σε αυτό που είναι κρυμμένο να ξαναφανεί.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να επαινέσει κάποιος το σημαντικό αυτό βιβλίο. Πρώτα και καλύτερα για το εκφραστικό του ιδίωμα, το επιστημονικό ήθος που αποπνέει και τη σχολαστική του τεκμηρίωση. Ο συνδυασμός όλων αυτών των αρετών δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο κατόρθωμα. Πολλοί από τους καλύτερους μελετητές επιλέγουν συχνά είτε το γλαφυρό ύφος, όταν επιθυμούν να απευθυνθούν στο ευρύτερο κοινό, είτε την ακρίβεια της διατύπωσης και του υπομνηματισμού, όταν διαλέγονται με την κοινότητα των ειδικών. Η Πολύμνια Αθανασιάδη δεν κάνει παραχωρήσεις προς καμία κατεύθυνση. Επιθυμεί να τέρψει τους αναγνώστες που δεν είναι μυημένοι στην αργκό των εξ επαγγέλματος ιστορικών και ταυτοχρόνως να πείσει τους συναδέλφους της που γνωρίζουν τις πηγές εξίσου καλά με την ίδια.
Το βιβλίο αυτό θα πρέπει να επαινεθεί και για την τόλμη του. Ο Ιουλιανός είναι μια από τις λιγοστές -ίσως ελάχιστες- προσωπικότητες της αρχαιότητας που προσκαλούν ή, για την ακρίβεια, προκαλούν το βιογράφο τους από μόνες τους. Πέρα από τα συνήθη τεκμήρια που προσφέρονται για πολλές άλλες μορφές του αρχαίου κόσμου, στην περίπτωση του Ιουλιανού, όπως και του Αυγουστίνου, υπάρχουν διαθέσιμες και αυτοβιογραφικές (μάλιστα εξομολογητικές) πληροφορίες. Αν στην πρόκληση αυτή προσθέσουμε και το θρύλο που άρχισε να καλλιεργείται γύρω από τον αυτοκράτορα ενόσω ήταν ακόμα ζωντανός, τότε κατανοούμε γιατί τόσο πολλοί και σημαντικοί μελετητές (αλλά και λογοτέχνες) έχουν σπεύσει να ασχοληθούν με το βίο του. Αυτό όμως σημαίνει ότι κάθε νέος μελετητής δεν έχει να αναμετρηθεί μόνο με το πλούσιο και συχνά αντιφατικό υλικό του αλλά και με όλους τους προγενέστερους βιογράφους. Το βιβλίο της Αθανασιάδη δεν είναι απλώς ένα ανάμεσα στα πολλά καλά του είδους. Γράφτηκε διότι είχε εξαρχής κάτι νέο, σημαντικό και ενδιαφέρον να υποστηρίξει.
Οι καταβολές των δυνάμεων
Η βασική πρωτοτυπία του βιβλίου βρίσκεται στη μέθοδό του. Αντί να συνδυάσει τις ψηφίδες των πηγών με το συνήθη τρόπο των μελετητών που επιθυμούν να καταλήξουν σε ολοκληρωμένη και συνεκτική εικόνα, η Αθανασιάδη χρησιμοποιεί τις πηγές για να διεισδύει κατευθείαν και με αποφασιστικότητα στον πνευματικό και τον ψυχικό κόσμο του Ιουλιανού. Δεν της αρκεί να εξηγήσει γιατί ο ήρωάς της ενήργησε με τον τρόπο που ενήργησε. Αναζητεί επιπλέον τις καταβολές των δυνάμεων που πάλευαν μέσα στον άνθρωπο. Εκτός από το τελικό αποτέλεσμα των εσωτερικών διεργασιών, ενδιαφέρεται να ανιχνεύσει ακόμα και τις βουλήσεις που δεν τελεσφόρησαν. Οδηγός της στη βιογραφία που επιχειρεί δεν είναι τόσο πολύ οι πράξεις και οι παραλείψεις του βιογραφούμενου προσώπου αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο Ιουλιανός της Αθανασιάδη δεν είναι μια τέλεια κατασκευή για το μουσείο των κέρινων ομοιωμάτων, όπως είναι συνήθως οι ήρωες των βιογραφιών, αλλά ένας άνθρωπος με φλόγα δημιουργίας, με ισχυρή βούληση και πείσμα - αλλά και με συχνές μεταστροφές, με παλινωδίες, ακόμα και κρίσεις που φθάνουν κάποτε στα όρια της απελπισίας ή της κατάρρευσης.
Με τον ίδιο τρόπο που παρακολουθεί τον Ιουλιανό ως σύνθετη (δηλαδή πραγματική) προσωπικότητα, η Αθανασιάδη αναλύει και τον κόσμο που τον περιβάλει. Η καθιερωμένη εικόνα της σύγκρουσης μεταξύ παγανισμού και χριστιανισμού τής φαίνεται εξαιρετικά ανεπαρκής και, τελικώς, παραπλανητική. Ο λεγόμενος παγανισμός (μια έννοια, έτσι κι αλλιώς, βαθύτατα προβληματική) περιλάμβανε πολλές και διαφορετικές εκδοχές - όπως άλλωστε και ο χριστιανισμός. Αν ο ιστορικός αρκεστεί στις έννοιες «παγανισμός» και «χριστιανισμός» τότε θα παραμείνει στα κοινότοπα και απλοϊκά σχήματα. Το ιστορικό ερώτημα, όπως το θέτει η Αθανασιάδη, είναι ποιες εκδοχές παγανισμού ήταν ενεργές την εποχή εκείνη και πώς τοποθετήθηκε στο εσωτερικό τους ο Ιουλιανός. Γι' αυτό και το βιβλίο της στέκεται με ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα κοσμοθεωρίας, πολιτικής φιλοσοφίας και ιδεολογίας.
Ενταγμένος στο πνευματικό του περιβάλλον, ο Ιουλιανός δεν είναι πια ένας αμετανόητος (και ρομαντικός) νοσταλγός του παρελθόντος. Είναι ένας άνθρωπος της εποχής του, που ατενίζει και αυτός το μέλλον. Διαλέγεται όχι μόνο με τους προφανείς εχθρούς του αλλά (ίσως κυρίως) με τους υποτιθέμενους φίλους του. Από πολλές πλευρές ο παγανισμός του Ιουλιανού βρίσκεται σε σύγκρουση με την παράδοση - κάποτε μάλιστα σε οξύτερη σύγκρουση από ό,τι ο κυρίαρχος χριστιανισμός. Αλλά και η σχέση του αυτοκράτορα με το χριστιανισμό αποδεικνύεται εξαιρετικά σύνθετη.
«Ελληνισμός« και χριστιανισμός
Ένα από τα βασικά θέματα στα οποία αναμετρήθηκε με το χριστιανισμό ήταν γύρω από την έννοια του «ελληνισμού». Οι λόγιοι χριστιανοί της εποχής δεν αρνούνταν την αξία της ελληνικής παιδείας. Πολλοί από αυτούς την είχαν γευτεί και σέβονταν τους ποιητές και τους φιλοσόφους της. Για να συμβιβάσουν ωστόσο την κλασική γραμματεία με την πίστη τους διαχώριζαν τα καθαρώς θρησκευτικά διδάγματα της ελληνικής ποίησης (τα οποία απέρριπταν) από τα αισθητικά της αποτελέσματα (όπως άλλωστε κάνουμε σήμερα). Η σχέση των μεγάλων εκκλησιαστικών πατέρων με τον «ελληνισμό» ήταν έτσι εκλεκτική και επιλεκτική. Ο Ιουλιανός από την πλευρά του επέμενε ότι ο «ελληνισμός» έπρεπε να θεωρηθεί ενιαία και αδιαίρετη υπόσταση, η οποία περιλαμβάνει όλη την πλούσια και πολυποίκιλη παράδοση. Γι' αυτό και προσπάθησε να συνενώσει όσο περισσότερο γινόταν τις θρησκευτικές τελετές με τις υψηλές φιλοσοφικές συλλήψεις. Η άκαμπτη αυτή τοποθέτηση του αυτοκράτορα εξόργισε, όπως ήταν φυσικό, τους χριστιανούς, καθώς τους καλούσε είτε να αποδεχτούν τον «ελληνισμό» στο σύνολό του είτε να ξεκόψουν από αυτόν ολοκληρωτικά.
Η διαμάχη αυτή, όπως εξηγεί η Αθανασιάδη, πήγαινε πολύ βαθιά. Οι λόγιοι χριστιανοί αρνούνταν να παραιτηθούν από την ελληνική κληρονομιά διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με αποκλεισμό τους από την υψηλή μόρφωση. Ο αυτοκράτορας από την πλευρά του ήθελε τον «ελληνισμό» να παίξει το ρόλο μιας κοσμοθεωρίας και μιας παγκόσμιας θρησκείας. Ένας τεμαχισμένος και εξουδετερωμένος «ελληνισμός» δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει οικουμενικός, όπως τον ήθελε ο ίδιος στο πρότυπο του χριστιανισμού.
Παρακολουθώντας τον Ιουλιανό να ιχνηλατεί τα πολλαπλά μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά του, η Αθανασιάδη οδηγείται σε αυτό που θεωρεί κομβικό σημείο για την κατανόηση της τραγικής του προσωπικότητας. Ο Ιουλιανός της ιστορίας, σε αντίθεση προς τον Ιουλιανό του μύθου, δεν ακολούθησε ένα δρόμο αλλά δύο - ενδεχομένως περισσότερους. Από τη μια πλευρά επεδίωξε την αναβίωση της παλαιάς πολιτικής τάξης που στηριζόταν στο δυναμισμό των αυτοδιοικούμενων πόλεων, ενώ από την άλλη οραματιζόταν το νέο ρόλο του «ελέω Θεού» μονάρχη. Η θρησκευτική του πολιτική υπηρετούσε πρωτίστως έναν πολιτικό και κοινωνικό στόχο, καθώς τέθηκε στην υπηρεσία θεσμών με στοιχεία της δημοκρατικής παράδοσης. Ταυτοχρόνως όμως του επέτρεψε να συλλάβει και να διατυπώσει με μεγαλύτερη διαύγεια από τους χριστιανούς της εποχής του μια θεοκρατική αντίληψη για τη βασιλική αρχή, καθώς και την ιδέα της δυναστικής νομιμότητας στην οποία στηρίχτηκε η βυζαντινή ιδεολογία.
Τη σύγκρουση αυτή ανάμεσα στις δύο στρατηγικές, από τις οποίες η μία κοίταζε στο παρελθόν και η άλλη στο μέλλον, η Αθανασιάδη την ανιχνεύει και στον ψυχισμό του αυτοκράτορα. Ο γενναιόδωρος, ανιδιοτελής και σεμνότυφος άνδρας, μπορούσε να συμπεριφέρεται συχνά με τρόπο εγωκεντρικό, μισαλλόδοξο και εριστικό. Αξιοποιώντας τη βαθιά του παιδεία κατόρθωσε να δαμάσει το πάθος και την οργή που θα έπρεπε να έχει ξεσηκώσει μέσα του η νύχτα της μεγάλης δυναστικής σφαγής (τότε που τα χριστιανικότατα τέκνα του ευσεβούς Κωνσταντίνου απαλλάχτηκαν από όλους τους υποψήφιους διεκδικητές του θρόνου) και να επιβάλλει στον εαυτό του μια συμπεριφορά ανεξίκακη και δημοκρατική. Ως αυτοκράτωρ απείχε από κάθε προσπάθεια αντεκδίκησης, υπακούοντας στις φιλοσοφικές επιταγές που θέλουν το βασιλιά σοφό, δάσκαλο και πατέρα. Από την άλλη πλευρά, δεν έδειχνε σχεδόν καμιά κατανόηση ή ανοχή προς τους ομοθρήσκους του, που αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν τους οραματισμούς του.
Σεβασμός εκ των υστέρων
Ο Ιουλιανός του θρύλου είναι γνωστός για την αναμέτρησή του με τη μεγάλη μάζα των χριστιανών. Ο Ιουλιανός της Ιστορίας βρέθηκε σε μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη αναμέτρηση με τη μεγάλη μάζα των εθνικών. Όπως δείχνει η προσεκτική έρευνα, το πρόγραμμά του δεν κρίθηκε τόσο πολύ από την αντίδραση των χριστιανών όσο κρίθηκε από την αδυναμία και την απροθυμία των τάξεων που κατ' εξοχήν καλούνταν να το υιοθετήσουν. Απεναντίας, οι χριστιανοί των επόμενων γενεών σεβάστηκαν και κατανόησαν το βαθύτερο νόημα της κληρονομιάς του. Γι' αυτό και οι βυζαντινοί λόγιοι (που φρόντισαν να μη σωθεί σχεδόν ούτε δείγμα της αντιχριστιανικής πολεμικής των εθνικών φιλοσόφων) διέσωσαν και μελέτησαν το έργο του «παραβάτη».
Με τη μεθοδολογία του, την ευαισθησία του και τη διορατικότητά του, το βιβλίο της Αθανασιάδη κρατά διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Σε κάθε σελίδα έχει κάτι καινούργιο να του προσφέρει. Τον καλεί να σκεφτεί και να αναθεωρήσει πολλά από τα κλισέ που έχει αποδεχτεί. Και του ξεδιπλώνει αργά και προσεκτικά τις πτυχές ενός κόσμου που άλλαζε με ρυθμούς τόσο γρήγορους όσο και ο δικός μας. Εκτός από βιογραφία του Ιουλιανού, το βιβλίο αυτό είναι και μια θαυμάσια εισαγωγή στην ύστερη αρχαιότητα. Η ελληνική μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο είναι ξαναδουλεμένη και εμπλουτισμένη με πλούσια και διαφωτιστική εικονογράφηση. Χωρίς αμφιβολία αποτελεί ένα απόκτημα για την ελληνόγλωσση βιβλιογραφία της ύστερης αρχαιότητας που, καθώς φαίνεται, έχει πλέον βρει για τα καλά το δρόμο της στη νεοελληνική παιδεία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΤΑΤΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/10/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στις μέρες μας, που το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού για τη σχέση ανάμεσα στον χριστιανισμό και στον ελληνισμό είναι αυξημένο, η εμβληματική μορφή του φιλόσοφου αυτοκράτορα που επιχείρησε να αντιστρέψει τη ροή της Ιστορίας επαναφέροντας την αρχαία λατρεία προβάλλει στη συλλογική φαντασία όλο και πιο ελκυστική.
Η κυκλοφορία της ελληνικής εκδοχής της σημαντικής μονογραφίας της Πολύμνιας Αθανασιάδη έρχεται να υπονομεύσει την απλουστευτική αυτή οπτική, προσφέροντας στον έλληνα αναγνώστη μια εικόνα πολύ πιο σύνθετη, ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική. Καρπός της πολύχρονης ενασχόλησης της ιστορικού με τον Ιουλιανό και την εποχή του, το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά (Οξφόρδη 1981), μεταφράστηκε δύο φορές στα ιταλικά και επανακυκλοφόρησε αργότερα με μικρές προσθήκες (Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1992). Για την έκδοση της μονογραφίας στα ελληνικά το βιβλίο ουσιαστικά ξαναγράφηκε, ενσωματώνοντας πορίσματα της σύγχρονης έρευνας και έναν επιλεκτικό διάλογο με την κριτική, αλλά και προσφέροντας μια εκδοχή πιο κατασταλαγμένη και νηφάλια, χωρίς πάντως να έχει χάσει τίποτε από τη γοητεία που τόσο αποτελεσματικά άσκησε, και εξακολουθεί να ασκεί, στο διεθνές αναγνωστικό κοινό.
Κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι η χαρτογράφηση της πνευματικής πορείας του Ιουλιανού μέσα στα θρησκευτικά, πολιτικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του. Όπως ξεκάθαρα δηλώνει η συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου «αυτό που ενδιαφέρει είναι το ιδεολογικό υπόστρωμα και τα κίνητρα των πράξεων του Ιουλιανού και όχι αυτές καθαυτές οι πράξεις και ο αντίκτυπός τους στη διεθνή σκηνή. Δεν πρόκειται για πολιτική αλλά για πνευματική βιογραφία». Η προσωπικότητα που αναδύεται μέσα από αυτή την «ψυχογραφία» ή «νοογραφία» όπως εύστοχα χαρακτηρίζει η Αθανασιάδη το έργο της είναι περίπλοκη και συχνά αντιφατική: ασκητικός και μισαλλόδοξος, συντηρητικός και αναθεωρητής, «δημοκρατικός» στην πράξη και δεσποτικός στη θεωρία, απόλυτος αλλά προπάντων ευαίσθητος σε βαθμό παθολογικό, ο Ιουλιανός, παρά την προσήλωσή του στο παρελθόν, είναι ένας χαρακτηριστικός άνθρωπος της εποχής του, ενώ συχνά οι επιλογές του προοιωνίζονται τις κατοπινές εξελίξεις.
Κομβικό σημείο εκκίνησης για την κατανόηση του Ιουλιανού είναι ο «ελληνισμός», όρος που αναφέρεται στο σύνολο της αρχαίας πνευματικής κληρονομιάς, όπως αυτή γινόταν αντιληπτή την εποχή της Υστερης Αρχαιότητας και κατ' επέκτασιν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Παρ' ότι η λέξη χρησιμοποιήθηκε αρχικά, κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή, για να δηλώσει την ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας που πλέον ομιλείτο από μεγάλο αριθμό ξένων, η σημασία της σταδιακά επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε το σύστημα πεποιθήσεων και αξιών του οποίου η γλώσσα είναι φορέας: την ελληνική παιδεία που περιελάμβανε κατ' εξοχήν την ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Την εποχή του Ιουλιανού ο ελληνισμός είχε σφραγισθεί από το ρεύμα του νεοπλατωνισμού, και σήμαινε πλέον τη «θεολογική Κοινή της Υστερης Αρχαιότητας», μια συγκρητική θεολογία που ενέταξε τους αρχαίους μύθους και λατρείες σε ένα σχήμα με πολυθεϊστική όψη και μονοθεϊστικό περιεχόμενο. Ο ίδιος ο Ιουλιανός ήρθε από νωρίς σε επαφή με το σύστημα αυτό, μέσω των παιδαγωγών και δασκάλων του, ενώ μεγάλωνε απομονωμένος στην εξορία. Παρ' ότι γόνος της αυτοκρατορικής οικογένειας που είχε σχετικά πρόσφατα υιοθετήσει τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, ο Ιουλιανός, χριστιανός και ο ίδιος εξωτερικά, προσχώρησε στον νεοπλατωνισμό, και μυήθηκε στα μυστήρια του Μίθρα και αργότερα της Κυβέλης και της Ελευσίνας.
Όταν αργότερα ως αυτοκράτορας θα επαναφέρει τη λατρεία των αρχαίων θεών, το θρησκευτικό σύστημα με το οποίο θα επιχειρήσει να αντικαταστήσει τον χριστιανισμό σε τίποτε δεν θυμίζει το πνεύμα της αρχαίας λατρείας. Πρόκειται για έναν εναλλακτικό μονοθεϊσμό νεοπλατωνικών αποχρώσεων, με οικουμενικές προσδοκίες, ιεραρχική οργάνωση και ηθικές επιταγές που έμοιαζαν με εκείνες του χριστιανισμού. Η πρωτοβουλία αυτή της οργάνωσης μιας οικουμενικής εκκλησίας του παγανισμού, που εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης θεοκρατικής πολιτικής θεωρίας του Ιουλιανού, δείχνει πόσο ο αυτοκράτορας που απεχθανόταν κάθε καινοτομία βρισκόταν και ο ίδιος σε ρήξη με την παράδοση. «Βυζαντινότερος από οποιονδήποτε προκάτοχό του» παρατηρεί η Αθανασιάδη «ο Ιουλιανός είχε τελικά μια θεοκρατική αντίληψη για το κράτος, με τον ελληνισμό αντί τον χριστιανισμό να πληροί τον ρόλο της εθνικής κοσμοθεωρίας».
Αυτή η «νεωτερική» πλευρά του Ιουλιανού, που βρισκόταν σε διάσταση με τα ιδεώδη της κλασικής του παιδείας, ερμηνεύεται στο βιβλίο ως αποτέλεσμα κατά ένα μέρος της πνευματικής του εξέλιξης: της πεποίθησης που διαμόρφωσε σταδιακά ότι ήταν φορέας μιας θεϊκής εντολής, όργανο της θείας βούλησης, με αποστολή να σώσει την παρακμάζουσα αυτοκρατορία που είχε αποκλίνει από τον δρόμο του ελληνισμού. Ακόμη και μέτρα που αποσκοπούσαν στη διοικητική αποκέντρωση με την τόνωση του καταρρέοντος θεσμού των βουλών των πόλεων ακυρώθηκαν στην πράξη από τη συγκεντρωτική νεοπλατωνική του νοοτροπία: την πίστη ότι η επίγεια τάξη πραγμάτων πρέπει να αντανακλά την επουράνια ιεραρχία, όπου τα πάντα είναι εκπορεύσεις τού ενός και μοναδικού Θεού.
Το εχθρικό βέλος που κατά τη διάρκεια της περσικής του εκστρατείας έδωσε πρόωρο τέλος στη βασιλεία του Ιουλιανού, επισφράγισε και τη συμβατική αποτυχία της πολιτικής του, αποδίδοντάς τον στον χώρο της μνήμης και του μύθου, της ερμηνείας και της παρερμηνείας. Αποτέλεσμα μιας βαθιάς εξοικείωσης με το πληθωρικό και άκρως εξομολογητικό συγγραφικό έργο που άφησε πίσω του ο Ιουλιανός, το βιβλίο της Πολύμνιας Αθανασιάδη παραμερίζει το πυκνό πλέγμα των παρανοήσεων και στρεβλώσεων που συσκοτίζουν ως σήμερα την εικόνα του οραματιστή αυτοκράτορα, προσφέροντας στον αναγνώστη μια εκ των έσω οπτική. Πέρα από τον πλούτο του υλικού, την ερμηνευτική πληρότητα και τη συνθετική δύναμη του βιβλίου, την απόλαυση του αναγνώστη ειδικού και μη εντείνει η δεξιοτεχνική χρήση της γλώσσας καθώς και η ικανότητα της ιστορικού να αναδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις των πηγών: να αποδίδει στα κείμενα τον χαμένο τους τόνο, επιτρέποντας σε αυτό που είναι κρυμμένο να ξαναφανεί.
Γιώργος Καλόφωνος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 16-12-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις