Κακορραφίες Το έπος
40%
Περιγραφή
Ένας φαινομενικά ασφαλής αναγνώστης διαβάζει μια ακολουθία δυσάρεστων γεγονότων με φονικούς ή αυτοκτονικούς πρωταγωνιστές και άσχημα (κακά) θέματα: μεταξύ άλλων, τον Μινώταυρο και άλλα πραγματικά τέρατα της πόλης, το ξεχασμένο όνομα του Θεού, το στρατόπεδο-πορνείο των παιδιών πάνω από τα σύννεφα, το πώς αναφύονται καινούργια μέλη από κολοβωμένους ανθρώπους, τα λόγια των παλιών τηλεφώνων με κέρματα, τη συνταγή της ευζωίας κλπ. κλπ. Η ακολουθία αυτή των κακών γραφών όχι δεν τελειώνει αλλά, όσο περισσότερο τη διαβάζουν αδιάκριτα μάτια, συνεχώς πληθύνεται για να απολήξει στην άρνηση όχι μόνο της μυθοποιίας αλλά και της ίδιας της ύπαρξης του αναγνώστη. Μια αφήγηση ομφάλιων λώρων που κλιμακώνεται σε είκοσι οχτώ αλληλοτροφοτούμενα επεισόδια για να απολήξει σε έναν απελπιστικό ή και χυδαίο αντίποδα – κάτι σαν το Νότιο Σέλλας.
Οι ΚΑΚΟΡΡΑΦΙΕΣ είναι μια τελική δίνη: μέσα τους ρουφιούνται τριγμοί δοντιών και συναισθηματικές παρενδυσίες,, ακολουθίες διάσπαρτων ιστοριών που βαθαίνουν ανεπίστρεπτα, παλίμψηστες γραφές που πλαγιάζουν, παραλλάζουν, πυορροούν, σπαραγμοί που μνημειώνονται παράδοξα μέσα στην ολοκληρωτική ανυπαρξία. Κεντρωμένες, όπως και οι έξι προηγούμενες αφηγήσεις του Αθανασιάδη, στη λογοτεχνία του χαμού, οι ΚΑΚΟΡΡΑΦΙΕΣ είναι το διακεκομμένο έπος ενός ανθρώπου που βγήκε έξω από την τυφλόμυγα με δεμένα μάτια και χέρια. Μια διανοητική επικράτεια σπασμωδικού ζόφου, βαθιά ανθρώπινη και συνάμα παρα-λογική, γεμάτη με παράξενα παλιά αίματα, πρωτόγνωρα ρίγη και μυστικές αγριότητες, κακούς αγέρηδες μπλεγμένους με εγγαστρίμυθους ρόγχους, όπου δε μπορείς –ή ακόμη: δε θέλεις– να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος.
Θανάσης Τριαρίδης.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ ΓΙΑ ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Κ. Α.
[…] Εκείνο που εκπλήσσει στην περίπτωση του νεαρού πεζογράφου είναι η γεροντική του σοφία. Ύστερα από πολλαπλές αναγνώσεις, μπορώ να βεβαιώσω πως ο ιχνηλάτης αυτός βρίσκει με μιαν καταπληκτική ευχέρεια (καταστάλαγμα, θα ’λεγα, μιας πολύχρονης μαρτυρικής εμπειρίας που αποκτήθηκε σε μιαν άλλη, προηγούμενη ζωή) τα σβησμένα χνάρια της ανθρώπινης ζωής που ανεβαίνει, αιώνες τώρα, τον μαρτυρικό Γολγοθά της. Είναι λάθος να ονομάσει κανείς τις ιστορίες αυτές επιστημονική φαντασία […]. Ο συγγραφέας δεν μελετάει ούτε την ανθρώπινη κοινωνία, ούτε την ιστορία [...]. Μιλάει μόνο για την ασύλληπτη τραγικότητα της ανθρώπινης ψυχής όπως αξιώθηκε να τη γνωρίσει.
Α. Κ. Χριστοδούλου, ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, Οκτώβριος 1991 (για τις Ιστορίες Υπερβολής).
[…] Ένα βιβλίο γραμμένο με τη μέθοδο που μπορούμε να αποκαλέσουμε «ρωσικές κούκλες». Η μια ιστορία μέσα στην άλλη, ώσπου καταλήγουμε στη μικρότερη κούκλα, που λύνει όλα τα μυστήρια […]. Για να αντεπεξέλθει σ’ αυτό το εξαιρετικά δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα, ο Αθανασιάδης μετέρχεται μια σωρεία καινοτομιών […] επινοώντας αλλεπάλληλες ιστορίες που κινούνται στο χώρο της λογοτεχνίας του τρόμου και του φανταστικού […]. Δύσκολο βιβλίο […]. Όμως η μυθιστοριογραφία χωρίζεται σε μυθιστορήματα με εύκολες ιστορίες και εύκολη ανάγνωση και σε μυθιστορήματα με στόχους μεγαλύτερους.
Αλέξανδρος Ασωνίτης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-1-1998 (για τους Μικρούς Κόσμους).
[…] Ο Αθανασιάδης εξακολουθεί να γράφει «ιστορίες υπερβολής», σύμφωνα και με τον τίτλο της πρώτης του συλλογής διηγημάτων […]. Ιστορίες ευφάνταστες, γκροτέσκες ή και μαγικής ατμόσφαιρας. Ενώ ο ήρωάς του […] πηγαινοέρχεται σε «μικρούς κόσμους», δάνειους από τους κλασικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως άλλωστε δηλώνει ευθαρσώς και ο τίτλος του προηγούμενου και πλέον πολυσέλιδου μυθιστορήματός του. [Ένα] δυνητικό μυθιστορηματικό σύμπαν, δικής του επινόησης, το οποίο ο συγγραφέας, από βιβλίο σε βιβλίο, δείχνει να εξερευνά περαιτέρω σαν να εξετάζει τις αντοχές του.
Μάρη Θεοδοσοπούλου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-2-2001 (για το Σάβανο της Χιονάτης).
[…] Ένας λαβύρινθος όπου περιπλανώνται ήρωες, αποτυχημένες μυθοπλαστικές απόπειρες, έρωτες, ζωές που κυνηγούσαν το όνειρο της γραφής, μια εφιαλτική καταδίωξη ηρώων και εμμονών, χαμένα χειρόγραφα, χαμένες ευκαιρίες – αλλά κυρίως η ιστορία του αφορά τον τρόπο παραγωγής ενός αριστουργήματος […]. Εγκιβωτισμένες ιστορίες επίδοξων συγγραφέων και φανατικών αναγνωστών μέσα από την εναγώνια αναζήτηση της γραφής εκείνης που θα στεγάζει τα όνειρα.
Αργυρώ Μαντόγλου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2-2-2001 (για το Σάβανο της Χιονάτης).
[Το βιβλίο] πρέπει να διαβαστεί όπως διαβάζουμε την ποίηση, με πρώτο παράγοντα το αίσθημα […]. Η δράση βασίζεται στα στάδια της πράξης της δημιουργίας: αναζήτηση προτύπου, τυφλό πάθος, ιεροτελεστική θυσία, αυτοκαταστροφή […]. Μία παράγραφος 82 σελίδων που θεμελιώνεται στο πάθος […]. Ο καλλιτέχνης-αφηγητής παρουσιάζεται αλαζών, ευαίσθητος, επιρρεπής, εγκληματικός και πάνω από όλα παρανοϊκός, όπως θα περίμενε κανείς να είναι ένας καλλιτέχνης στην επιδίωξή του να φτάσει το απόλυτο.
Χαράλαμπος Γουνελάς, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 3-1-2003 (για το Βασίλειο του Αποχαιρετισμού).
[Ο ήρωας-συγγραφέας] συνδέεται με μια μυστηριώδη γυναίκα και ζουν έναν σαδομαζοχιστικό έρωτα «διανθισμένο» με αποτρόπαια εγκλήματα, τα θύματα των οποίων θεωρούν ως ιερά σφάγια-θυσίες στον «υψηλό» βωμό της Τέχνης, αλλά και ως τιμωρία μιας καθ’ ολοκληρίαν διεφθαρμένης κοινωνίας […]. Ο μύθος του, άλλοτε ελλειπτικός και άλλοτε πυκνός, αλλά πάντα συναρπαστικός […] απωθητικός έως και αποκρουστικός ενίοτε […] αποκαλύπτει την ανθρώπινη άβυσσο.
Μάκης Πανώριος, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31-12-2002 (για το Βασίλειο του Αποχαιρετισμού).
[…] Ένα βιβλίο διακειμενικό, που θέτει ζητήματα όπως η αλλοτρίωση και η αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του και τον κόσμο, η υφέρπουσα βία της κοινωνικής ενσωμάτωσης και της συν-βίωσης, τα αχνά όρια που χωρίζουν το φυσιολογικό από το αποκλίνον και το παραβατικό […]. Ο Αθανασιάδης γράφει είκοσι χρόνια τώρα […] αλλά ανήκει στη μικρή πλέον εκείνη κατηγορία των συγγραφέων που ποσώς τούς ενδιαφέρει η δημοσιότητα.
Τιτίκα Δημητρούλια, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 23-3-2008 (για τον Πανταχού Απόντα).
[…] Ένα μυθιστόρημα έντονο, κυκλοθυμικό, ιδιότροπο (με τη σημασία εκείνου που ξεχωρίζει από το σωρό και τη σορό των ευτελών κειμένων [το βιβλίο] σε φέρνει στον καθρέφτη να δεις τι φρικαλέες ομοιότητες διαθέτεις με τον κεντρικό του ήρωα. [Ο αναγνώστης] θα δει τον εαυτό του να ξεπροβάλλει. Στις οριακές του στιγμές. Θα εναγκαλιστεί με τη σαγήνη και το γόητρο του κακού μέσα του.
Σταυρούλα Σκαλίδη, ΒΡΑΔΥΝΗ, 10-5-2008 (για τον Πανταχού Απόντα).
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις