0
Your Καλαθι
Το σάβανο της Χιονάτης
Νουβέλα για μια ονειροπαγίδα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ένας συγγραφέας αποφασίζει να αποσυρθεί για μερικούς μήνες στη φαινομενική γαλήνη κάποιου νησιού της άγονης γραμμής ώστε να γράψει -επιτέλους- το «μεγάλο» μυθιστόρημα, που θα τον βγάλει από την αφάνεια. Αθελά του καταλήγει παγιδευμένος, γητεμένος από μια νεαρή γυναίκα και έναν μυστηριώδη άντρα, η αφήγηση του οποίου τον παρασέρνει στη διαποτισμένη από ψέμα, έρωτα, αίμα και μαγεία πλοκή της. Η προσπάθειά του να ξεφύγει από τον ονειρικό αυτό ιστό αλώβητος τον φέρνει αντιμέτωπο με όλα τα φαντάσματα που κρύβει σχολαστικά μέσα του και τον οδηγεί στην οριστική αναμέτρηση με τον εφιάλτη που παραμονεύει σε λευκές, αλλά όχι άγραφες, σελίδες.
Κάποιες φορές δύο συγγραφείς συναντιούνται στις εμπνεύσεις και στις εμμονές τους. Ο ήρωας του Κ. Αθανασιάδη μοιάζει σαν να βγαίνει από Το σάβανο της Χιονάτης και να εισέρχεται ασθμαίνων στην Πρώτη αράδα του γάλλου συγγραφέα Ζαν-Μαρί Λακλαβετίν που μεταφράστηκε πρόσφατα και στα ελληνικά. Και αυτός ένας έμμονος της γραφής που έχει θυσιάσει τα πάντα για τη συγγραφή του βιβλίου του, φθάνοντας ως το έγκλημα. Αναμφιβόλως ένας τόσο ανενδοίαστος γραφιάς δεν θα άντεχε ποτέ την απόρριψη του εκδότη αλλά θα προτιμούσε τον αυτοχειριασμό, εν θερμώ και επί τόπου, όπως ακριβώς συμβαίνει στο μυθιστόρημα του Ζ.-Μ. Λακλαβετίν. Το πάθος της γραφής και οι καταστρεπτικές συνέπειές του για την υγεία αλλά και τον περίγυρο ενός συγγραφέα είναι το θέμα και των δύο μυθιστοριογράφων, οι οποίοι δεν προσπαθούν να αποκρύψουν ότι, ως ένα τουλάχιστον σημείο, εμπνέονται από τις εμπειρίες τους. Ο Κ. Αθανασιάδης, κατά εννέα χρόνια νεότερος του γάλλου ομοτέχνου του, συγχρωτίζεται και αυτός, προς βιοπορισμό, με τον εκδοτικό χώρο. Γνωρίζει την αδημονία του φερέλπιδος που αναζητεί εκδότη, όπως και την απόγνωση της απόρριψης από το λογοτεχνικό σινάφι. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Ζ.-Μ. Λακλαβετίν, η προσωπική του περιπέτεια δεν τον ωθεί στη διακωμώδηση και στη σάτιρα αλλά προς μια γενεσιουργό αφήγηση που διπλώνει και σοφιλιάζει τη μία ιστορία μέσα στην άλλη. Σαφώς η διάθεση του Κ. Αθανασιάδη βρίσκεται στον αντίποδα του σαρκασμού, ωθώντας τον προς μια αχαλίνωτη παραμυθολογία.
Στο τέταρτο βιβλίο του ο Κ. Αθανασιάδης εξακολουθεί να γράφει «ιστορίες υπερβολής», σύμφωνα και με τον τίτλο του πρώτου βιβλίου, μιας συλλογής διηγημάτων που είχε εκδώσει το 1987. Ιστορίες ευφάνταστες, γκροτέσκες ή και μαγικής ατμόσφαιρας. Ενώ ο ήρωάς του, που είναι και ο αφηγητής αλλά και ένα πιθανό alter ego, μοιάζει να κινείται σε έναν κόσμο εξόχως εύθραυστο, όπως μετεωρίζεται μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Σαν να πηγαινοέρχεται σε «μικρούς κόσμους», δάνειους από τους κλασικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως άλλωστε δηλώνει ευθαρσώς και ο τίτλος του προηγούμενου και πλέον πολυσέλιδου μυθιστορήματός του. Μικρόκοσμοι εγκιβωτισμένοι σε ένα δυνητικό μυθιστορηματικό σύμπαν, δικής του επινόησης, το οποίο ο συγγραφέας, από βιβλίο σε βιβλίο, δείχνει να εξερευνά περαιτέρω σαν να εξετάζει τις αντοχές του, προτού ξεκινήσει να απλώσει εντός του τα πλοκάμια ενός μυθιστορήματος που συνεχώς αναβάλλει.
Πομπώδης ο τίτλος του μυθιστορήματος μοιάζει με τους τίτλους που επινοεί ο Ζ.-Μ. Λακλαβετίν για να περιγελάσει όσα χειρόγραφα του υποβάλλουν υποψήφιοι μυθιστοριογράφοι. Κι όμως δηλώνει από μιας αρχής τη διάσταση του μυθώδους, που ο Κ. Αθανασιάδης υπαινίσσεται, ταυτόχρονα με την υπονόμευσή του. Ούτε μυθιστορηματικά πρόσωπα ούτε πλοκή. Ένα βιβλίο χωρίς χρονική ακολουθία που παίρνει μάλλον τη μορφή της «ονειροφαντασίας» όσων έχουν γραφεί ήδη από άλλους. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που άλλοτε εξελίσσεται σε περιπετειώδες και άλλοτε σε ερωτικό, και το οποίο ουσιαστικά πραγματεύεται το μάταιο της γραφής.
Το βιβλίο για το οποίο ο αφηγητής εγκατέλειψε τη ζωή στην πόλη και εγκαταστάθηκε στο καταχείμωνο σε ένα άγονο αιγαιοπελαγίτικο νησί για να το γράψει. Εκείνο για το οποίο, κατά τις φαντασιώσεις του, οι εκδότες θα διαγκωνίζονται ποιος θα αναλάβει να το τυπώσει και οι κριτικοί θα αψιμαχούν ποιος πρώτος θα το υμνήσει, ενώ οι φιλόλογοι όλων των επερχόμενων γενεών θα το δοξάζουν ως ορόσημο της λογοτεχνίας. Εκείνο που ο ματαιόδοξος ή και απλώς οιστρηλατούμενος από το πάθος της γραφής ήρωας πιστεύει ότι έχει επιτέλους στην κατοχή του θα αποδειχθεί τελικά ένα σάβανο, ένα λευκό νεκροσέντονο. Αδειο, όπως θα ήταν το παραμύθι της Χιονάτης χωρίς τους επτά νάνους, ώστε να παραπέμπει στα άδεια πουκάμισα ή και στα άδεια κιβώτια της λογοτεχνίας μας· ένα εσαεί προσφιλές μοτίβο.
Ωστόσο ο Κ. Αθανασιάδης κινείται εκτός ελληνικής παράδοσης. Όπως και ο Ζ.-Μ. Λακλαβετίν, αν και με διαφορετικό τρόπο, μάλλον ποιητικό παρά ειρωνικό, οραματίζεται το τέλος της γραφής. Με σταθερή την παιγνιώδη διάθεση που χαρακτηρίζει όλες τις ιστορίες του, εξυφαίνει ένα όνειρο, το οποίο θα καταλήξει σε εφιαλτική παγίδα, καθώς αποδεικνύεται ότι όλοι οι αφηγηματικοί τρόποι έχουν εξαντληθεί και όλοι οι μύθοι έχουν ξοδευτεί. Τελικά ακόμη και η ευρηματικότερη συρραφή αποσπασμάτων της λογοτεχνικής παρακαταθήκης αδυνατεί να δώσει το αριστούργημα.
Τα βιβλία του Κ. Αθανασιάδη τα πρώτα δέκα διηγήματα και τα τρία συνολικά μυθιστορήματά του γεννούν, σ' εμάς τουλάχιστον, αμφίθυμη διάθεση. Από τη μία, ελκύει αυτή η αδιάκοπη αυτοαναφορικότητα της διήγησης που φαίνεται να ρέει αβίαστα και ορμητικά. Από την άλλη όμως, βρίσκουμε ότι ίσως αυτή η ροή σε ορισμένα σημεία να διαπλατύνεται πέραν του δέοντος. Πιθανώς επίσης η συνεχής ερωτοτροπία με ξένους αφηγηματικούς τρόπους και ξένους μυθιστορηματικούς πυρήνες να καταλήγει σε ένα μάλλον χαλαρό, ως προς τη συνοχή του, μυθιστόρημα. Μήπως όμως πάλι αυτός ο αδέσποτος, ωστόσο λειασμένος λόγος συνιστά και τη χάρη του συγγραφέα; Μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος ότι μια τροφαντή, αν αδυνατίσει, θα παραμείνει χαριτωμένη; Είτε πρόκειται για κοπέλα είτε για αφήγηση.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 25-02-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πώς αντιδρά και ποιοι μηχανισμοί κινητοποιούνται όταν ένας συγγραφέας διαπιστώνει πως οι ιδέες του δεν επαρκούν για να σχηματίσουν μια επαρκή ιστορία; Οταν παρ' ότι κυκλωμένος από πιθανά σενάρια για την πλοκή δεν βρίσκεται εκείνο που θα τον αναγκάσει να το ακολουθήσει και που θα διαθέτει την απαραίτητη ορμή ώστε να δημιουργηθεί ο κόσμος του μύθου, όταν αν και εγκλωβισμένος σε ένα λαβύρινθο ιστοριών δεν δύναται να ξεδιπλωσει το μίτο ώστε να ακολουθήσει τη μία, τη δική του ιστορία; Τι κάνει όταν η σκέψη του παρ' ότι λειτουργεί πυρετικά δεν παράγει τους απαραίτητους συνειρμούς ώστε να προωθηθεί η αρχική ιδέα, όταν η επιθυμία του να γράψει συνεχώς κορυφώνεται ενώ συγχρόνως η φαντασία του συνεχίζει να παραμένει άγονη και επίπεδη, τι κάνει τότε;
Το θέμα του τέταρτου βιβλίου του Κυριάκου Αθανασιάδη (προηγήθηκαν μια συλλογή διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα) είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολύ την εγχώρια και την ξένη παραγωγή, γνωστό ως writer's block, (συγγραφικό μπλοκάρισμα), «ασθένεια» από την οποία πάσχει ο κλειστοφοβικός ήρωας του βιβλίου, ο οποίος για να δώσει την ευκαιρία στην «άγονη» φαντασία του εγκαταλείπει την Αθήνα (σχεδόν δραπετεύει) για ένα νησί της άγονης γραμμής. Εχει προηγηθεί μια «στείρα» συγγραφική περίοδος 36 μηνών, όπου ο συγγραφέας και ήρωας δεν κατάφερε να συγκροτήσει ούτε μια αξιοπρεπή παράγραφο. Παλεύοντας με τις λέξεις και τις θολές του ιδέες οδηγείται στην πεποίθηση πως θα πρέπει να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο στόχο του, στη συγγραφή του βιβλίου για να δοθεί η ευκαιρία στους χαρακτήρες του να ολοκληρωθούν και να εμφυσηθεί ζωή στο μυθιστορηματικό του κόσμο ώστε το βιβλίο του να δει το φως της δημοσιότητας. Τότε «ως από μηχανής θεός» καταφθάνει μια αναπάντεχη κληρονομιά από ένα μακρινό συγγενή - (συμβαίνουν αυτά στα μυθιστορήματα) - που του επιτρέπει να ζήσει για ένα διάστημα χωρίς να σκέφτεται τα καθημερινά και να αφοσιωθεί αναπόσπαστος στη συγγραφή του περιπόθητου βιβλίου.
Ο ήρωας και συγγραφέας, μια Κυριακή του Μαρτίου, κυνηγώντας την έμπνευση, επιθυμώντας να ξεφύγει από το μαρασμό και τη συγγραφική άπνοια, προσβλέποντας και στον τερματισμό της «άγονης περιόδου», εγκαταλείπει την πόλη και αναχωρεί για ένα νησί της άγονης γραμμής όπου και φρόντισε να κλείσει ένα σπίτι για να μπορέσει να επιδοθεί στην κατασκευή του μυθιστορήματός του. Φεύγοντας παίρνει μαζί του και το «τετράδιο των ιδεών» του, όπου σημειώνει όσα πιθανόν θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μυθιστόρημα. Καταλήγει σε μια ιδέα, στους «Νοσοφόρους», ιδέα που φιλοδοξεί να αναπτύξει. Ο ίδιος, βέβαια, βαθιά μέσα του αμφιβάλλει για τη δημιουργική του ικανότητα και αυτή η αμφιβολία είναι και η πηγή της αγωνίας του.
Στο νησί, μέσα σε μια ατμόσφαιρα που μοιάζει περισσότερο με εφιάλτη, έχει όλο το χρόνο να επιδοθεί στην κατασκευή του μυθοπλαστικού του σύμπαντος και να παρακολουθήσει την εξέλιξη των χαρακτήρων του, χρόνος που φαίνεται να του δημιουργεί μεγαλύτερο άγχος. Συνεχίζει να σημειώνει σκόρπιες ιδέες, που εφορμούν στη σκέψη του, να σκέφτεται την πιθανή ανάπτυξη των «νοσοφόρων», να κατασκευάζει το σκελετό του βιβλίου, αλλά, δυστυχώς, εξακολουθεί να στερείται την ορμή εκείνη που θα τον εισαγάγει στον κόσμο τους, που θα χαρίσει στους ήρωές του ζωή, κάνοντας τους χαρακτήρες πειστικούς. Τις πρώτες μέρες συνεχίζει να πλέει στα εφιαλτικά όνειρά του, στις ανεφάρμοστες ιδέες του και στα αόριστα πλάνα του: το μυθιστόρημα αρνείται να γραφεί, παρά τις προσπάθειές του δεν υπάρχει η ιστορία που θα του επιβληθεί και θα τον συνεπάρει μέχρι το τέλος. Ετσι, παλεύει με τις σκιές και τους εφιάλτες του μέχρι τη στιγμή που συναντάει έναν παράξενο τύπο που έχει καταφύγει κι αυτός στο νησί, γνωστός ως ο «τρελός του χωριού», που αφηγείται στον καθένα ξεχωριστά μια ιστορία ανάλογή του, μια ιστορία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του ακροατή του. Με φωνή γλυκιά και πειστική που έρχεται σε αντίθεση με την άγρια εμφάνισή του, χαρίζει στον καθένα την ιστορία που πρέπει να ακούσει και που έχει άμεση σχέση με τις πλέον μύχιες σκέψεις του και την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία του.
Ο αφηγητής, που το όνομά του είναι Γιάννης και τον φωνάζουν Βραχνά, μια «κινητή μηχανή παραμυθιών», είναι ο αφηγητής του νησιού, και όταν έρχεται η ώρα να χαρίσει στον απελπισμένο συγγραφέα τη δική του ιστορία, του αφηγείται μια παραβολή στην οποία καθρεφτίζονται όλες οι ενδόμυχες επιθυμίες του, οι αρρωστημένες φιλοδοξίες του καθώς και η δυσκολία παραγωγής ενός αριστουργήματος εάν ο συγγραφέας δεν διαθέτει το «χάρισμα». Ο γέρος είναι ο «άρχοντας των βιβλίων», ένας κλοσάρ στην εμφάνιση που τρέπεται σε παντογνώστη αφηγητή όταν μιλάει στο συγγραφέα και ο οποίος μέσα από την ιστορία που του απευθύνει δεν παραλείπει να τον νουθετεί και για τον τρόπο της συγγραφής ενός μυθιστορήματος (ίσως για να τον κάνει να κατανοήσει τις βαθύτερες αδυναμίες του). Τον συμβουλεύει για τον τρόπο αξιολόγησης των χαρακτήρων, τον τρόπο ανάπτυξης της πλοκής, την επιλογή του μύθου, για την κατασκευή συναρπαστικών ηρώων, αναφέρεται στην αξία της λογοτεχνίας αλλά και στον κίνδυνο της εμπλοκής του συγγραφέα με μια ιστορία ακατάλληλη, που μπορεί και να τον οδηγήσει σε αδιέξοδο.
Στην αφήγησή του υπάρχει ένας λαβύρινθος όπου περιπλανώνται ήρωες, αποτυχημένες μυθοπλαστικές απόπειρες, έρωτες, ζωές που κυνηγούσαν το όνειρο της γραφής, μια εφιαλτική καταδίωξη ηρώων και εμμονών, χαμένα χειρόγραφα, χαμένες ευκαιρίες, αλλά κυρίως η ιστορία του αφορά τον τρόπο παραγωγής ενός αριστουργήματος το οποίο φαίνεται να έχει ο γέρος στην κατοχή του και ο τίτλος του είναι οι «Εφτά Νάνοι». Παρουσιάζονται, επίσης, εγκιβωτισμένες ιστορίες επίδοξων συγγραφέων και φανατικών αναγνωστών μέσα από την εναγώνια αναζήτηση της γραφής εκείνης που θα στεγάζει τα όνειρα. Η γραφή παρουσιάζεται σαν ονειροπαγίδα που κρατάει «μικρά-μικρά ξέφτια από την τρέλα του ύπνου των ανθρώπων, για να υφάνουν από αυτή το αντίδοτό της».
Ο ήρωας/συγγραφέας θα μείνει μέχρι το τέλος αιχμάλωτος των λευκών σελίδων, που είναι το σάβανο του βιβλίου του. Το παραμύθι του παραμένει νεκρό, και η σκέψη του άγονη. Τα γεννήματα της φαντασίας του είναι θνησιγενή καθώς ο δημιουργός τους δεν διαθέτει τη δύναμη να τους δώσει ζωή και να τα σώσει από τη λήθη. Τα χαρτιά του δεν είναι παρά το κάλυμμα μιας ακόμα ιστορίας, καταδικασμένης στην αφάνεια.
Ο Κυριάκος Αθανασιάδης μάς έδωσε το χρονικό της αγωνίας μιας βασανισμένης ύπαρξης, που αδυνατεί να βρει το αντίδοτο του εφιάλτη που την κατατρώγει, με μια γραφή που διαθέτει κορυφώσεις και αφήγηση που δεν στερείται ανάπτυξης. Αν παρέλειπε μόνο κάποιες άστοχες επαναλήψεις στοχασμών και ιδεών θα πρόσθετε σφρίγος στην αφήγησή του και θα «έντυνε» το μύθο του με ένδυμα πυκνότερης υφής.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/02/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις